Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

Η Σωφρονιστήρα Λίθος της Αγίας Τριάδος της Βαλύρας

 Αφιερωμένο σε όσους προσπαθούν να δαμάσουν τον ταύρο εντός τους

        Η Αγία Τριάδα της Βαλύρας είναι ίσως ο πιο μυστηριακός Βυζαντινός ιερός ναός του χωριού ,γιατί η παράδοση τον θέλει ενεργό από την αρχαιότητα έως σήμερα.   Όπως μας πληροφορούν οι γιαγιάδες μας, πριν κτιστεί η εκκλησία ,πήγαιναν οι παλιές νοικοκυρές και λιβάνιζαν τον χώρο, γιατί έβλεπαν κάτι, σαν αρχαίο τάφο.  Η συγκεκριμένη πληροφορία πέρασε από στόμα σε στόμα και από   γενιά σε γενιά. Η Αγία Τριάδα εορτάζει κάθε χρόνο τη Δευτέρα της Πεντηκοστής,     εορταστικές εκδηλώσεις λαμβάνουν χώρο στη πλατεία  του χωριού, όπου   γίνεται ένα μεγάλο πανηγύρι.

      Η Γιαννούλα ήταν μία απλή και ταπεινή γυναίκα, γεμάτη καλοσύνη, με βασικές γνώσεις που απέκτησε στο Δημοτικό Σχολείο της Βαλύρας. Το έτος 1968, ήταν  περίπου 60 ετών, λεπτή αλλά  δυνατή , μετρίου αναστήματος, καλοστεκούμενη και δραστήρια, όσον αφορούσε τις οικιακές και αγροτικές εργασίες, με ένα πλατύ χαμόγελο και μια καλή κουβέντα στο στόμα της για όλους, και πάνω απ΄ όλα βαθύτατα θρησκευόμενη.

     Προσπαθούσε να βρει για δέκα μέρες ελεύθερο  χώρο στο ποτάμι για να πλύνει τα κιλίμια, τις φλοκάτες και τις κουρελούδες της και ήταν σχεδόν αδύνατον. Οπότε ,ανακοίνωσε ευθαρσώς  στις γειτόνισσες, ότι την Παρασκευή το πρωί ,μετά την Ανάληψη και πριν από  το Ψυχοσάββατο, που όλες θα  είναι απασχολημένες  γιατί  θα ετοιμάζουν το δίσκο τους  με τα κόλλυβα, εκείνη θα απλώσει από τα ξημερώματα το σιτάρι για να στεγνώσει και θα πάει να πλύνει τα χαλιά της στη Μαυροζούμενα.

      Το πιο αγαπημένο σημείο για τις  πλύστρες ήταν  το αυλάκι που τροφοδοτούσε με νερό τους δύο υπό λειτουργία νερόμυλους του χωριού τότε ,και  ρέει χαμηλά στον κατήφορο, μπροστά από την Αγία Τριάδα. Εκεί , οι γυναίκες  είχαν δημιουργήσει μία πρόχειρη υποδομή για να εξυπηρετούνται,  με  μεγάλες πέτρες για να κάθονται,  χοντρά τρίχινα σχοινιά κρεμασμένα στα δέντρα για να ακουμπούν τα πλυμένα  σκουτιά (ρούχα) , τα χαλιά , κιλίμια και τις κουρελούδες τους και είχαν  καλύψει μία μικρή επιφάνεια με μικρές πέτρες ,  που είχαν μαζέψει στο ποτάμι για να απλώνουν τα  ρούχα  ,  ώστε να μην ακουμπούν στο χώμα, όταν τα  σαπούνιζαν. Υπήρχαν μόνιμες κακαβόστρες με αλυσίβα,  επίσης διαθέσιμο σαπούνι και λουλάκι . Τότε δεν χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες απορρυπαντικά. Χρησιμοποιούσαν αλυσίβα, έπλεναν τα πάντα με  μικρές πλάκες από σπιτικό σαπούνι , στη συνέχεια περνούσαν τα ασπρόρουχα στο λουλάκι    , ώστε  όλα άστραφταν από καθαριότητα .Οι όχθες  στο αυλάκι δημιουργούσαν ένα ονειρικό τοπίο. Το νερό ήταν δροσερό και ξάστερο, οι δάφνες  είχαν ανθίσει   , λογής λογής αγριολούλουδα στόλιζαν τον χώρο, και ο μάραθος , με τη ρίγανη και το χαμομήλι που ήταν ολόδροσα με την πρόνοια του Θεού, ανέδυαν μία μοναδική ευωδία . Δίπλα ήταν ένα κτήμα με οπωροφόρα δέντρα και δύο πανύψηλες καρυδιές. Η Γιαννούλα ξεφόρτωσε τις κόφες με την  υφαντή προίκα της από τον γάιδαρο, αφαίρεσε το σαμάρι του , τον έδεσε σ΄ ένα δέντρο που είχε σκιά, και   άφησε μπροστά του μία  ξύλινη λεκάνη με τροφή κι έναν τσίγκινο κουβά με νερό.   Ύστερα έβγαλε τα παπούτσια της, φόρεσε   τα  παλιά πέδιλά   της  και    κάθισε πάνω στο άσπρο λιθάρι, που το μισό ήταν μέσα στο   αυλάκι,  πήρε με υπομονή ένα ένα τα υφαντά της ,τα έβρεξε καλά, στη συνέχεια τα τράβηξε έξω, τα έστρωσε πάνω στις πέτρες, τα σαπούνισε  μπρος  πίσω και τα έτριψε προσεκτικά με μία ξύλινη βούρτσα. Στη συνέχεια τα  βούτηξε  ξανά μέσα στο νερό  για να φύγει η πολλή σαπουνάδα, τα άπλωσε πάλι πάνω στις πέτρες και τα τελείωσε ρίχνοντάς τους νερό με τον κουβά. Μόλις  ήταν έτοιμο  το  υφαντό, το άπλωνε στα σχοινιά στα δέντρα για να στεγνώσει. Έφτασε η ώρα τρεις το μεσημέρι, με τη σχολαστικότητα που τη διέκρινε και την υπευθυνότητα , ώστε να  είναι ευχαριστημένη που  ολοκλήρωσε σωστά το έργο της. Ο γάιδαρος είχε υπνωτιστεί από τη πολλή ζέστη, και κοιμόταν ξαπλωμένος κάτω από το δέντρο, με το ένα πόδι του χωμένο μέσα στη ξύλινη λεκάνη με τη τροφή του. Η Γιαννούλα τον είδε, αλλά τον άφησε έτσι για να μην τον ξυπνήσει, έπλυνε καλά τα χέρια και το πρόσωπό της που έσταζε ιδρώτα, δρόσισε τον πλούσιο γκρίζο κότσο της και έστρωσε μία στεγνή κουρελού ανάμεσα σε μία ανθισμένη κόκκινη δάφνη που μοσχοβολούσε, και  σ΄ ένα ψηλό κυπαρίσσι με ανοιχτά κλαδιά ,που έριχνε παχιά σκιά . Αφού ακούμπησε τη κουρασμένη πλάτη της στον κορμό του δέντρου,  έλυσε τη δεμένη σταυρωτά   υφαντή πετσέτα της και έφαγε, με πολλή όρεξη γιατί πεινούσε, ζυμωτό ψωμί με τυρί και ελιές. Ήπιε νερό που είχε φέρει από το σπίτι, και δεν  διαμαρτυρήθηκε καθόλου που είχε  λίγο ζεστάνει,   ήθελε όμως πολύ να ξαπλώσει  και να ξεκουραστεί. Ας ξαπλώσω σκέφτηκε, μέχρι να  στεγνώσουν αρκετά τα χαλιά, για να μπορώ να τα διπλώσω, να μη μου πέσει ο γάιδαρος στο δρόμο από το βάρος . Γιατί έτσι και μου πέσει ο γάιδαρος και λερωθούν τα χαλιά , θα πρέπει την επόμενη μέρα να τα ξαναφέρω για να τα ξεπλύνω στο ποτάμι. Ύστερα  θυμήθηκε τα κόλλυβα. Δεν πειράζει είπε, κάποιες θα τα πάνε απόψε, την ώρα του    Εσπερινού  στον Αγιο Θανάση, μπορώ να τα πάω κανονικά αύριο το πρωί, που είναι Ψυχοσάββατο, με την ησυχία μου. Δεν θα παραπονεθούν τα αποθαμένα μου.  Έβαλε το υφαντό ταγάρι της για μαξιλάρι, έστρωσε επάνω μία καθαρή πετσέτα και ξάπλωσε. Ένας γλυκός ύπνος κάθισε πάνω στα κουρασμένα της βλέφαρα και το άρωμα της δάφνης  εισχώρησε βαθιά, μέσα στους πνεύμονές της. Όταν χαλάρωσε και  ο νους   με  η ψυχή της γαλήνεψαν,  ένας αρχαίος άνεμος , σαν το  χλιαρό αεράκι του απομεσήμερου, την ταξίδεψε πολύ  μακριά, πίσω στο χρόνο.

       Βρέθηκε σε μία άλλη Βαλύρα, που μόνο οι αρχαίοι μας πρόγονοι γνώριζαν. Ξεκινούσε από τους πρόποδες της Ιθώμης και έφθανε μέχρι τον Άγιο Φλώρο .Εκεί που είναι τώρα η πλατεία της  Βαλύρας, υπήρχε μία αρχαία αγορά με ξύλινα υπόστεγα αριστερά και δεξιά, στολισμένα στις στέγες τους με ωραία πήλινα  ακροκέραμα. Ήταν μέχρι διακόσια μέτρα μακρύς ο δρόμος της αγοράς. Και τι δεν πωλούσαν!Λογής λογής έμποροι  είχαν απλώσει τη πραμάτεια τους και χανόσουν ,περπατώντας μπρος πίσω στη πλούσια αρχαία αγορά. Και τι δεν είδε η Γιαννούλα! Παντός είδους τρόφιμα, είδη χειροτεχνίας, υγιεινής, ρούχα, κοσμήματα, μικρά και μεγάλα αρχαία διακοσμητικά, μικρά έπιπλα για το σπίτι, γεωργικά εργαλεία, πολεμικά είδη, ζώα, σφαχτά και   ο,τι βάζει ο νους του ανθρώπου ήταν απλωμένο πάνω στους ξύλινους πάγκους στα υπόστεγα , λες και όλο το χωριό, που ήταν σαν μια μεγάλη πόλη,   εκείνη τη μέρα γιόρταζε. Στο πρώτο υπόστεγο δεξιά, στεκόταν ένας ώριμος , ψηλός και γεροδεμένος μελαχροινός άνδρας, που την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και της φάνηκε ότι γνωρίζονταν καλά , από πολύ παλιά. Ήταν και η ίδια μία από τις γυναίκες της πόλης.

    Ξαφνικά ,το σκηνικό άλλαξε και βρέθηκε στον περίβολο της Αγίας Τριάδος , νοτιοανατολικά , κοντά στο δεξί μέρος του τοίχου του ιερού του ναού της  Αγίας Τριάδος. Η γη υποχώρησε και φάνηκε ένα  φωτεινός τάφος. Μπρος στο  τάφο στεκόταν ένας νέος, μετρίου αναστήματος κοκκινοτρίχης άντρας. Μια φωτεινή κεφαλή, χωρίς πρόσωπο και μαλλιά πετάχτηκε στον αέρα μέσα από το  τάφο και ο άνδρας την άρπαξε με ταχύτητα και  την  κράτησε με δύναμη πάνω στο στήθος του. Προχώρησε με πολλή υπερηφάνεια και έφτασε στη πλατεία. Όλοι συγκεντρώθηκαν γύρω του και τους είπε ότι αυτός πλέον θα έχει το χάρισμα της μαντικής, γιατί έπιασε τη  λίθο !

Μόλις το  άκουσε η   κεφαλή, του ξέφυγε από τα χέρια και κάθισε πάνω στο υπόστεγο του πρώτου άνδρα, που ήταν ο  κρυμμένος Ιθωμάτης Δίας,  μέσα το σώμα  ενός  ταπεινού και δίκαιου εμπόρου. Ο έμπορος κοίταξε τη  λίθο, και την άφησε να κάθεται πάνω στη στέγη στο υπόστεγο του, χωρίς να τη διεκδικεί .  Τότε ο δαίμονας έβαλε έντονη επιθυμία στη καρδιά μιας νέας γυναίκας, όρμησε, την άρπαξε  από τη στέγη και έτρεξε για να μην της την πάρουν. Ο κοκκινοτρίχης την ακολούθησε, τρέχοντας, αλλά μόλις την  έφθασε και την άρπαξε βίαια από τα ρούχα της, η  λίθος πέταξε από τα χέρια της γυναίκας προς άγνωστη κατεύθυνση.

-Να πάμε στο Μαντείο των Δελφών να ρωτήσουμε   σε ποιον από τους δυο μας δόθηκε το χάρισμα της μαντικής  , είπε βροντόφωνα και θυμωμένος    εκείνος, και έκανε σαν μαινόμενος ταύρος, έτοιμος να  κατασπαράξει τη  κλέφτρα.

-Σε κανέναν, απάντησε ο έμπορος στο υπόστεγο, πρώτον γιατί εσύ ήθελες δύναμη και θείο χάρισμα για να εμπορεύεσαι τη μαντική και η γυνή είναι ιδιοτελής και κτητική. 

-Και που είναι η  λίθος τώρα ;Ρώτησε το πλήθος.

-Θα πάει εκεί που θα βρει τον σώφρονα, τον καθαρό ,τον αγνό , τον ανιδιοτελή και τον ταπεινό,  απάντησε ο άνδρας.

Τότε, όλοι  άρχισαν να υμνούν τον Δία Σωτήρα, τη σωφρονιστήρα λίθο  και τη μούσα που κρατούσε την αμόλυντη κιθάρα. Μια μεγάλη γιορτή  εξελισσόταν στην αρχαία αγορά.

     Στη συνέχεια το σκηνικό άλλαξε, γιατί εκείνη την ώρα χτύπησαν οι καμπάνες του Αγίου Αθανασίου πραγματικά και καλούσαν τους πιστούς στον Εσπερινό. Η Γιαννούλα όμως δεν μπορούσε να ξυπνήσει, γιατί ήταν ακόμη βυθισμένη μέσα στο όνειρο. Είδε ότι   στη δεξιά της τσέπη  είχε  ένα χρυσό εικοσάρικο , που έμοιαζε με αρχαίο νόμισμα. Ανηφόρισε από το ποτάμι στην Αγία Τριάδα και βρέθηκε εμπρός στο  τάφο, που ήταν  ανοιχτός. Τότε , εμφανίστηκε ο Θεός-Πατέρας με μακριά γένια και   ράσα ηγούμενου,   και  κάλεσε τη   κεφαλή λέγοντας:

-Έδωσες  στο παιδί όφι αντί για  ιχθύ και  λίθο αντί για άρτο .  Αμέσως  παρουσιάστηκε η  λίθος και ξάπλωσε ήρεμα μέσα στο  τάφο. Η γη σκεπάστηκε με χώμα και όλα χάθηκαν. Η Γιαννούλα μπήκε μέσα στον ναό της   Αγίας Τριάδος , έριξε το χρυσό εικοσάρικο στο παγκάρι και  άναψε ένα άσπρο κερί, πού ήταν αφημένο εκεί από το Πάσχα.

       Ύστερα ξύπνησε και τρόμαξε όταν  συνειδητοποίησε ότι κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος.  Δίπλωσε γρήγορα τα χάλια που είχαν σχεδόν στεγνώσει, τα έδεσε πάνω στο σαμάρι του γαϊδάρου και πήρε τον δρόμο  της επιστροφής.

Το Ψυχοσάββατο, μετά τη λειτουργία στον Άγιο Αθανάσιο, η Γιαννούλα παρέμεινε στην εκκλησία και μίλησε στον  παπά του χωριού ,για το  όνειρο που τη συγκλόνισε.

 Ο  ιερέας τής είπε ότι ένας αρχαίος δαίμονας τη βρήκε εύκαιρη και τη ταξίδεψε ,όπου εκείνος ήθελε, για να την εντυπωσιάσει και να την εξουσιάσει!

Τη συμβούλεψε να προσεύχεται τα βράδια, και όπου βρεθεί να μην φοβηθεί, αλλά να κάνει πάντα το σταυρό της και να λέει το Πάτερ ημών. Τη ρώτησε αν της φέρνει το όνειρο πονηρές  σκέψεις   και απάντησε όχι.  Είπε στον ιερέα ότι άκουσε ότι τη  λίθο την έλεγαν “σωφρονιστήρα” , στον ύμνο τους οι αρχαίοι , γιατί  έλεγχε τους άπληστους και υπερήφανους. Ο ιερέας γέλασε και της απάντησε:

Ο Θεός ουδέποτε εγκατέλειψε τον άνθρωπο, και οι αρχαίοι μας πρόγονοι ήθελαν κυρίως να είναι αρεστοί στον Θεό. Οι ψυχές τους είναι αθάνατες. Πάντως ο κοκκινοτρίχης , όπως του τον περιέγραψε, της είπε ότι ήταν ίδιος ο Σατανάς!

     Τον Αύγουστο του  ιδίου έτους, πριν από τον Δεκαπενταύγουστο, μια μέρα παίζαμε με τις αδελφές μου στο ποτάμι και η μητέρα μας  δρόσιζε  τα  ταλαιπωρημένα της πόδια στο δροσερό νερό.  Είχαμε στρώσει τη κουρελού ακριβώς εκεί που ξάπλωσε η Γιαννούλα. Ήμουν δέκα ετών ,  καθόμουν ακουμπισμένη στο κυπαρίσσι και διάβαζα  το βιβλίο του Λουντέμη,“Ένα παιδί Μετράει τ΄ Άστρα”.  Οι αδελφές μου έπαιζαν κυνηγητό και όταν έφταναν η μία την άλλη  δέρνονταν με ένα   κλαδί δάφνης. Πέρασε η Γιαννούλα που ερχόταν από το Γοργόρεμα και σταμάτησε για να ξεκουραστεί και να ποτίσει τον γάιδαρο της. Μόλις με είδε ξαπλωμένη κάτω από το κυπαρίσσι, έκανε τον σταυρό της και μου είπε:

-Πρόσεξε μην κοιμηθείς εκεί, γιατί θα σε πάρει ο κοκκινοτρίχης!

-Ποιος είναι αυτός γιαγιά ;Ρώτησα.

Στην αρχή δεν μου έλεγε, αλλά την παρακάλεσα να μου πει για να μπορώ να προστατεύσω τον εαυτό μου. Το ξανασκέφτηκε, κάθισε, την κέρασα λουκούμι  με δροσερό νερό και μου είπε την ιστορία της. Την αγκάλιασα και την ευχαρίστησα.

-Να κάνεις συνέχεια το σταυρό σου και να λες το Πάτερ ημών παιδάκι μου, είπε φεύγοντας ,και μη φοβάσαι, τίποτα δεν θα σου συμβεί!

     Το Ψυχοσάββατο του 2020 συμπτωματικά, ο ιστοριοδίφης καθ. Γιάννης Λύρας μου έστειλε μία φωτογραφία που τράβηξε στην Αγία Τριάδα της Βαλύρας, πριν από  κάποια χρόνια. Ένας φωτεινός διαγώνιος κίονας  εμφανίζεται νοτιοανατολικά ,εξωτερικά  και κοντά  στον ιερό ναό της Αγίας Τριάδος.

Διαβάζουμε στον Παυσανία, ότι στο Ιεροθέσιο των Μεσσηνίων (Παυσ. Μεσ. 32,3) υπήρχε μνήμα του Αριστομένη που δεν ήταν αδειανό. Την μεταφορά των οστών του από τη Ρόδο διέταξε το Μαντείο των Δελφών.  Δίπλα στο μνήμα του έκαναν οι αρχαίοι μία τελετουργία. Έφερναν κοντά   έναν ταύρο και τον έδεναν σε έναν παρακείμενο στύλο πριν τον θυσιάσουν. Ο ταύρος, που ήταν άγριος και ασυνήθιστος στα δεσμά, δεν καθόταν ήσυχος. Την ώρα που αυτός ανησυχούσε και τραβούσε τα σχοινιά ,αν κινιόταν ο στύλος και έγερνε, το θεωρούσαν οι Μεσσήνιοι ως καλό οιωνό. Αν παρέμενε ασάλευτος, ήταν προάγγελος κακών.

Έτσι και ο κίονας που  εμφανίστηκε στον καθ. Ιωάννη Λύρα  κινήθηκε και έγειρε, στέλνοντας ένα θείο μήνυμα   αισιοδοξίας, ότι όλα καλά θα πάνε με τη βοήθεια του Θεού, αφού ο κοκκινοτρίχης άγριος  ταύρος θυσιάζεται για την αγάπη του Χριστού, πάνω στη “σωφρονιστήρα” λίθο , στον ιερό ναό της Αγίας Τριάδος.

Ας μην ξεχνάμε το Ψυχοσάββατο, το ζητούν οι ψυχές των κεκοιμημένων  μας! Με το καλό να γιορτάσουμε τη Πεντηκοστή και την Αγία Τριάδα.

    Ο Θεός μαζί σας!

 Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΛΥΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ  ΤΟ 2011
Ο ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟΣ ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
Ο ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ 
ΤΟ ΑΥΛΑΚΙ ΤΗΣ ΒΑΛΥΡΑΣ ΠΟΥ ΠΟΤΙΖΑΜΕ ΚΤΗΜΑΤΑ, ΜΠΑΞΕΔΕΣ, ΚΗΠΟΥΣ,ΚΑΜΠΟ,  ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΔΟΤΟΥΣΕ  ΝΕ ΝΕΡΟ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ 2 ΝΕΡΟΜΥΛΩΝ ΤΗΣ ΒΑΛΥΡΑΣ
ΤΟ ΓΕΦΥΡΑΚΙ ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΟΥ ΑΥΛΑΚΙΟΥ, ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΜΙΚΡΑ ΜΟΝΟΤΟΞΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ, ΦΤΙΑΓΜΕΝΑ ΜΕ ΜΠΟΤΡΣΟΥΛΑΝΑ
Η ΔΕΣΗ ΤΗΣ ΒΑΛΥΡΑ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΛΥΡΑ
Η ΔΕΣΗ ΤΗΣ ΒΑΛΥΡΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΝΤΙ ΤΟ 2000
ΟΙ ΚΑΚΑΒΟΣΤΡΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΜΠΙΖΑΝΙΩΤΙΣΣΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΑΚΑΒΟΣΤΡΕΣ ΣΤΟ ΑΥΛΑΚΙ
Ο ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ  ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ 

Η ΛΑΤΖΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΡΔΕΥΑΜΕ ΚΗΠΟΥΣ ΚΑΙ ΜΠΑΞΕΔΕΣ 

ΤΟ ΜΑΓΓΑΝΟΠΗΓΑΔΟ ΝΟΡΙΑ ΠΟΥ ΑΡΔΕΥΑΜΕ ΚΗΠΟΥΣ ΚΑΙ ΜΠΑΞΕΔΕΣ
ΤΑ ΠΟΤΙΣΤΙΚΑ ΠΟΥ ΚΑΠΟΤΕ ΗΤΑΝΕ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΑΝΑΜΕ ΤΑ ΓΙΟΥΡΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΦΙΝΑΜΕ  ΝΑ ΩΡΙΜΑΣΟΥΝ  ΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΦΡΟΥΤΑ 
Ο ΧΑΡΤΗΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΕΡΟΜΥΛΟΥΣ ,ΤΟ ΑΥΛΑΚΙ, ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ.
Ο ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΣ ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ

ΤΟ ΜΑΓΓΑΝΟΠΗΓΑΔΟ ΝΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΙΟΝΤΗΡΗ
Η ΔΕΣΗ ΤΗΣ ΒΑΛΥΡΑΣ 


ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Η ΛΑΤΖΑ 
ΤΟ ΜΑΓΓΑΝΑΚΙ
ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΑΥΛΑΚΙ
Η ΣΤΕΡΝΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΛΙΝΑΡΔΟΥ
Η ΔΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΑΝΤΙ ΤΟ 2000



Δεν υπάρχουν σχόλια: