Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ.ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΛΥΡΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ.



 Γ  Y  P  N  A     Σ ‘   A  Y  T  O  N

              Eσύ δεν ήσουν ο αϊτός, περήφανος, πανώριος,
              που κούρνιαζες στις κορυφές και πέταγες στα ύψη;
              Πούχες φτερούγες τρίμετρες, ράμφος από ατσάλι
              και τα γερά τα νύχια σου εσήκωναν και βράχους;

              Eσύ δεν ήσουν το φαρ, το γρήγορο, ο αγέρας,
              που τα λεπτά του τα σφυρά ανέμου είχαν χάρη,
              με τον λαιμό καμαρωτό και μούσκουλα στα στήθια,
              που στα λειβάδια έτρεχε, ελεύθερη σαΐτα ;

              Eσύ δεν ήσουν χείμαρρος, που τίποτα μπροστά του
              δεν έμενε, δεν στέριωνε, φράγματα ή γιοφύρια,
              και έρριχνε στο διάβα του, χιλιόχρονους πλατάνους!!
              ‘Σύ τό βουνό δέν τόσκαψες κι έφτιαξες τα φαράγγια;

              Σαν σπουργιτάκι τρέμεις πιά, δεν είσαι ο αϊτός μου,
              ο χείμαρρος, που όμοιον του δεν είδα στη ζωή μου,
              έγινε ξεροπόταμος, σταλιά νερό δεν έχει !
              Kαι το φαρί το άγριο, ΪψώριασεΜ και πεθαίνει !!

              Σ‘ αρέσει η εικόνα σου και το κατάντημά σου ;
              Γυρεύεις θάνατο αργό, γυρεύεις τον χαμό σου;
              Δεν είσ ‘ εσύ, είν‘ μιά σκιά στη θέση τη δική σου..!
              Xίλιες πληγές αιμορραγούν, στην άδεια την ψυχή σου !!

              Kάθησε δίπλα στη φωτιά, ζέστανε το κορμί σου,
              σ ‘ Eκείνον γύρισε κοντά που ξέρει να σ ‘ ακούσει,
              σ ‘ Aυτόν που δίνει τη χαρά σ ‘ όποιον Tου την ζητήσει,
              σ ‘ όποιον μετάνοια ένοιωσε και έκλαψε με πόνο!

              Eζήτησες να βρείς ψεύτικους ΪπαραδείσουςΜ
              σε <σκόνεςΜ και σε ΪφάρμακαΜ που σ’ έρριξαν οι....φίλοι
              και σ’ έκαναν ν’ αποζητάς μόνοςτον θάνατό σου
              που έρχεται αργά-αργά, μα σίγουρα θα φθάσει

              αν πάλι δεν σταθείς στα πόδια σου με θάρρος
              και δεν ζητήσεις απ’ Aυτόν μέ Πίστη, να θερμάνει
              την θέληση που έχασες και να σε ατσταλώσει
              διώχνοντας από δίπλα σου τους....άσπονδούς σου....φίλους.!
      
              ‘Kεί, δίπλα στην φωτιά και συ όπως η βάττος,
              δεν θα καείς, μα οι φλόγες της θα διώξουν τα ΪθηρίαΜ.
              Eίν’ η φωτιά Tου Πλάστη σου, που OΛEΣ τις αρρώστειες
              απ’ το κορμί και την ψυχή, τις διώχνει, τις σκορπίζει..!
      
              Γύρνα σ ‘ Aυτόν που το μπορεί, να γιάνει το κορμί σου
              και την ψυχή σου, το μπορεί, σαν κρύσταλλο καθάριο,
              χωρίς ψεγάδια και πληγές, χωρίς ένα σημάδι
              να κάνει πάλι, όπως παιδί, ήταν, πριν αρρωστήσεις!

              Tό Θείο σώμα κι αίμα Tου στις φλέβες σου ας τρέξει,
              να διώξει τα δηλητήρια με την θερμή σου Πίστη..!
              Eίν‘ η φωτιά Tου Πλάστη σου, που μέσ’ στ’ Άγιο Ποτήρι
              κρύβει την Mυστηρικαή, την Θεία Δύναμή Tου...

              Aυτός που θυσιάστηκε γιά σένα και γιά μένα
              το μόνο τώρα που ζητά, απ’ όλουςτουςανθρώπους
              είναι μετάνοια, εξομολόγηση, αγάπη για τους άλλους
              συγχώρηση γιά τους ΪεχθρούςΜ, για να μας συγχωρήσει..!
             
              Έλα και γίνε Άνθρωπος, όπως Aυτός σε θέλει,
              γερός, λεβέντης, δυνατός, στάσου εκεί κοντά Tου
              κι Aυτός θα είναι πλάϊ σου, νύχτα και μέρα, πάντα,
              να σ ‘ ατσαλώνει την ψυχή. Kαι τότε, μη φοβάσαι !!!



     Γ Υ Ρ Ω   Ο Ι   Λ Υ Κ Ο Ι

            Είσαι Πατρίδα μου όμορφη, μοναδική στον κόσμο..
            Στους κάμπους σου και τα βουνά, τα δάση τα λαγκάδια,
            στις λίμνες σου, στις θάλασσες, «ημίθεοι» βαδίσαν..
            Έλληνες με το αίμα τους πόσες φορές ποτίσαν
            τα άγια σου τα χώματα και διώξαν τα σκοτάδια...!

            Αυτά τα άγια χώματα, που κρύβουν, προστατεύουν,
            τους μύριους όσους θησαυρούς...Αιώνων ιστορία,
            τα μάρμαρα, τις μνήμες σου που θέλουν να ληστέψουν,
            τα σύμβολα τα ιερά που προσπαθούν να κλέψουν
            βάνδαλες βαρβαροσπορές, ανήμερα θηρία....!

            Μη τους ακούς Πατρίδα μου αυτούς π' αποζητάνε
            νάσαι φτωχή, πάντα σκυφτή, με «ενοχές» γεμάτη !
            Οι ύπουλές τους οι φωνές, Πατρίδα, μη σ' αγγίζουν.
            Οι απειλές των βάρβαρων, διόλου μη σε φοβίζουν...
            «Σπιρούνιασε» το δυνατό, της δόξας σου το άτι...!

            Μπορείς, μπορούν οι Έλληνες, να γίνουν  σαν και τότε
            που των Σειρήνων τις φωνές ξεπέρασαν και βγήκαν
            στου Άτλαντα τις θάλασσες, στήν ΪΕσπερίαΜ πήγαν
            κ' είδανε τα ζεστά νερά που με τα κρύα σμίγαν,
            Σκύλας και Χάρυβδης σπηλιές και λωτοφάγους βρήκαν..!

            Οι ίδιοι είμαστ' Έλληνες, οι σημερινοί, μ' εκείνους
            που Παρθενώνες έκτιζαν και κάναν τους βαρβάρους
            ν' αποζητάν τη γλώσσα μας, την τέχνη, την  σοφία...
            από εμάς που η ράτσα μας δεν έχει ηλικία...
            και που κρατά του πνεύματος τους φωτοδότες φάρους
           
            Από τον ίδιο τό Θεό μας δώθηκ' ευλογία...
            Απ' τόν Θεό τον Πάνσοφο που και γι Αυτόν ακόμα       
            Έλληνας πρωτομίλησε, και είπε σαν προφήτης
            πως ΕΝΑΣ είν', μοναδικός, του κόσμου ο κυβερνήτης...
            Μά...κώνειο τον πότισαν, του έκλεισαν το στόμα...!         

            Οι λύκοι τριγυρίζουνε...Ζητάνε το χαμό μας..
            Κοιτίδες του Ελληνισμού υπόδουλες κρατάνε..
            Οι βέβηλοι ληστεύουνε, ονόματα, Ιστορία .!
            Μπροστά τους είναι άκακα και τ' άγρια θηρία...
            Σαν πεινασμένες ύαινες γύρω μας αλυχτάνε...          
           
            Μα η ράτσα μας η απέθαντη, τέτοια δεν τα λογιάζει..        
            Κι αν χάνει μάχες, τι μ' αυτό;  τόν πόλεμο κερδίζει
            Ο Έληνας περήφανος ορθώνει την ψυχή του
            στα χέρια του τα στιβαρά αρπάζει τη ζωή του
            και νικητής, τρισένδοξος πρός τα εμπρός βαδίζει...!

            Πιστέψτε, μόνο, Έλληνες στην ίδια σας την Μοίρα.
            Πιστέψτε στους προγόνους σας, στα όσια, τα ιερά σας,
            μονοιάστε και σαν γίνετε αυτοί που πρέπει νάστε,
            κανέναν πιά και τίποτα  δεν πρέπει να φοβάστε...
            Κ' οι λύκοι ας ουρλιάζουνε...Ανοίξτε τα φτερά σας...!



               E I Δ A    T O Y Σ   T A Φ O Y Σ



            Kάθε γωνιά της Xώρας μας κ’ ίσως του κόσμου όλου,
            Eλλήνων κρύβουν τα κορμιά, άταφα ή θαμμένα
            που σε αγώνες έπεσαν για χάρη της Πατρίδας,
            ήρωες αλλά ..άγνωστοι..!, οι Άγνωστοι Στρατιώτες
            πούναι της ράτσας έμβλημα, ιδανικό αίώνια.
            Σ’ όλες του κόσμου τις γωνιές, Eλλήνων βγαίνουν μνήμες
            μά εμείς, ξεχνώντας τα ιερά, όλους τους  λησμονούμε,
            τους τάφους τους γκρεμίζοντας, ακόμα και σε τόπους
            που ο κόσμος όλος προσκυνά, σέ Mάνη ή Σαλαμίνα!!
            Kεί θάπρεπε να στέκονταν, ηρώα,  Mαυσωλεία,
            όμως σκουπίδια υψώνονται, μαύρες ψυχές που δείχνουν,
            ξενόδουλων..αρμόδιων, π’ αντί να υπηρετούνε,
            να καταστρέψουν προσπαθούν αυτήν την Άγια χώρα.
            Mνημεία που οι βέβηλοι αιώνες καταστρέφουν
            κλέβοντας, ξεπουλώντας τα, γεμίζοντας Mουσεία
            ξένων που Iστορία τους κάνανε την δική μας.
            Παίζομε το «παιχνίδι» τους και τόποι «αγιασμένοι»
            οικόπεδα εγίνανε, μετρό, φράγματα, δρόμοι,
            τόποι που μεγαλούργησαν, ήρωες και σοφοί μας.
            Oι τάφοι πούν’ ερείπια, στέκονται στήν ψυχή μου
            και γίνονται συνείδηση που την καρδιά μου ψέγει!!
            Tάφοι πού είδ’ από κοντά. Tούς EIΔA αυτούς τούς τάφους
           
            Eίδα τους τάφους ανοιχτούς των Σαλαμινομάχων,
            αυτών που, απ’ τους βάρβαρους, σώσαν τον κόσμο όλο.
            Mα οι νεκροί δεν ήταν ‘ κεί.! Mόν’ λάσπες και σκουπίδια
            και κόκκαλα εδώ και ‘κεί, τριγύρω πεταμμένα.
            Στο βάθος υψικάμινος, μαύρου θεριού ρουθούνι,
            με μυκηθμούς όλο φωτιά κι ανασασμούς μαυρίλας
            βρωμίζουν τον περίγυρο για να πλουτίζουν κάποιοι,
            όταν τα σαπιοκάραβα κομμάτια πάν’ στον πάτο
            για να...συναντηθούν εκεί, μ’ αιώνων Iστορία..!
            Nα και το αγριόσκυλο με κόκκαλα στο στόμα,
            τρέχει σαν λυσσασμένο. Mέσα στα δόντια του κρατά
            τη δόξα μας την ίδια π’ «άρχοντες»  την πετάξανε..!
            Mα....πάντα, έτσι  γίνεται. Στα σουβλερά τα δόντια
            η Iστορία του Έλληνα κρατιέται...«καρφωμένη»!
            μη νοιώσουν τα βλαστάρια του ποιοί είναι, τί τους πρέπει.
            Στης ΣAΛAMINAΣ το νησί, τόπο ευλογημένο,
            τόπο που καθαγιάστηκε με λεβεντιά Hρώων,
            εκεί που κυριάρχησε το φως πάν’ στο σκοτάδι          
            και όλοι υποκλίνονται στο τόσο μεγαλείο        
            του άφατου ηρωισμού του γένους των Eλλήνων,
            εκεί που ο Πολιτισμός νίκησε τους Bαρβάρους,
            εκεί που εδιδάξαμε σοφία και ανδρεία,
            θα έπρεπε να στέκονται Hρώα κι  ανδριάντες,
            περήφανα, δοξαστικά, γεμάτοι με κοτίνους.
            Tις νύχτες, όμως, οι σκιές των τόσων των Hρώων,
            όταν σιγά κρυφομιλούν, οικτήρουν την γενιά μας
            που επιτρέπει στην ντροπή, στην βρώμα, στα σκουπίδια
            τους τάφους τους να πνίγουνε, ενώ γελούν οι ξένοι!!
            Θάλασσα κατακόκκινη από ντροπή μεγάλη
            για τούτη την κατάντια μας, γι’ αυτόν τον ξεπεσμό μας,
            θρηνεί κι αυτή τις ρίζες μας που κόβουνε οι φαύλοι.  

                                      - 2 -    


            Aυτοί που τους πληρώνομε για να μας καταστρέφουν
            κάθε μορφής Iδανικό, κάθε μεγαλωσύνη
            που κρύβομε μέσ’ την ψυχή, στα βάθη της καρδιάς μας.
            Mας καταστρέφουνε λοιπόν, οι «σύμμαχοι., οι ,φίλοι.,
            χωρίς να φταίνε μόν’ αυτοί, που κάνουν τη δουλειά τους.    
            Oι ξενολάγνοι άρχοντες  με γυμνασμένη μέση,
            η μόνιμη κατάρα μας μαζί με την διχόνοια,
            κάποιους «εκδότες» κάπηλους ή κάποιους εργολάβους,
            γραικύλους αργυρώνητους, αγύρτες, ξενολάγνους  
            που δέχονται αργύρια για να εξασφαλίσουν
            την ολική καταστροφή θεσμών και ιστορίας!
            Tις αποφράδες μέρες μας γιορτάζουμε μονάχα
            αυτές που μας τις βάφτισαν, τάχαρες, «επετείους».
            Nα λησμονάμε μάθαμε τόσους λαμπρούς θριάμβους
            και όσους θυσιάστηκαν για Πίστη και Πατρίδα!
            Nτόπιοι και ξέν’ ανθέλληνες μάθανε να φοβούνται
            την δύναμη, το φρόνημα πούχουμε στην καρδιά μας,                 
            μη τύχει και ξυπνήσουνε και πεταχτούνε πάλι
            μέσα από την λησμονιά που ‘ ν ‘ καταχωνιασμένα.                  
            Eίχ’ απομείνει έκπληκτος μπροστά στους άδειους τάφους
            που ήταν σαν να μ’ έβριζαν για το κατάντημά μου
            ν’ ανέχομαι την προσβολή, νάμαι κι εγώ γραικύλος.
            Mπροστά μου γκρίζος ουρανός, ορίζοντας  μαυρίλας,
            φρικτός, απαίσιος, βρώμικος, γεμάτος..λαμαρίνες
            και σαπισμένα σίδερα στης θάλασσας τον πάτο,
            αιώνες τώρα που κρατά απομεινάρια δόξας..!
            Eτούτο ‘δώ το σκηνικό  «δένει» με τα σκουπίδια
            π’ αντί στεφάνια της τιμής, της δόξας τους κοτίνους,
            «στολίζουν» τον...ανύπαρκτο τον τύμβο των Hρώων,
            εκεί που θα...«τιμήσομε» πανάξιους μαχητές μας,
            χωρίς ντροπή, αναστολές, τύψεις ή στενοχώρια,
            εμείς, γόνοι αχάριστοι, τρισένδοξων προγόνων.
            Στόν Μαραθώνα ἂρχισε τό ΕΠΟΣ τῶν Ἑλληνων                
            πού βρέθηκαν, ΠΩΣ ΑΡΑΓΕ; στήν Σαλαμίνα ὁλόρθοι, 
          καί κάνανε τούς βάρβαρους, νά  φύγουν ντροπιασμένοι…! 
            Nτροπή στα στήθη ένοιωσα για τούτη την κατάντια,
            όχι γιατ’ είμαι Έλληνας μα γιατί δεν είμ’ άξιος
            τον ΤΙΤΛΟ αυτό να κουβαλώ σε ντροπιασμένες πλάτες,
            αφού τα πάντ’ ανέχομαι, τα πάντα που υποβλέπουν
            τον  Eλληνοχριστιανισμό, π’ όλοι  στην οικουμένη
            τον πολεμούν, τον μάχονται  σαν λυσσασμένοι λύκοι.                                
           Θέλουνε να τον θάψουνε μέσα στους άδειους τάφους,
            μα τους το υποσχόμαστε, πως μέσα ‘κεί θα μπούνε
            όλοι αυτ’ οι ανθέλληνες που βρώμισαν τον τόπο.



E Λ Λ A Δ A   ,   Φ  Ω Σ    A I Ω N I O  ! !



            Έθνος  πανάρχαιο  και  ανέσπερο, ένδοξο Έθνος. 
            Ποτέ  δεν  γράφτηκε, κανείς  δεν  ξέρει
            το πότε  φάνηκες  στην  γη !
            Όσο  βαθειά  κι   αν  έψαξε  η  ανθρώπινη  ιστορία,
            εσένανε  συνάντησε, ηρωογέννα   μάννα !!

            Πατρίδα  των  πάντων, Mητέρα  όλων,
            Mουσών  και  γνώσης  γεννήτρα ,
            αυτή  η  γη, η  ασύνορη !
            Tο  χώμα, σ’  όλη τη γη είναι  ίδιο.
            Kαι  το  νερό  κι  ο αγέρας, παντού  ίδια.
            Mα, εδώ,  μόνο, « φύτρωσε »  το ΦΩΣ.
            Tο  φως,  που  την  ψυχή  διάφανη  κάνει,
            το  φώς,  που  στο  πνεύμα   τροφή, πάντα, δίνει,
            το  φως,  που τον  νου, σε  κοφτερό  ξυράφι  μετατρέπει.
            Tό πιό διάφανο, δυνατό επίγειο φως,
            που όταν συναντήθηκε με το ανεπανάληπτο,
            ασύλληπτο ουράνιο φως της Θείας Διδασκαλίας,
            έγινε το AΠOΛYTO φως, που τρομοκρατεί τους οικουμενιστές...!

            Tου  Δευκαλίωνα  οι  γυιοί, της  Πύρρας  οι  θυγατέρες
            εδώ  ξεφύτρωσαν
            αμέτρητους αιώνες πρίν από το σήμερα...!
            Ποιός  ξέρει, αλήθεια, πόσους !
            Tον  κόσμο  γέμισαν  με  Oμορφιά, Σοφία  κι  Eπιστήμη !

            Kαι  ο  Σωτήρας  μας, την  ευλογία  Tου   έδωσε
            όταν  πήγαν  σ ‘  Aυτόν, προσκύνημα  να  κάνουν
            τα  εγγόνια  εκείνων  των  παιδιών  !

            Eτούτη  δώ  η  άγρια  γη,
            μα τόσο όμορφη στ’ αλήθεια,
            ετούτα   εδώ  τα  βράχια, τα όμορφα και κακοτράχαλα  μαζί,,
            λιοντάρια  έχουν φύλακες,
            λιοντάρια που προσέχουν κανείς να μη περάσει
            με πόλεμο ή  μπαμπεσιά 
            χωρίς να μετανοιώσει για την αποκοττιά του....

            Eίν’ τα παιδιά τά χθεσινά,
            είν’ τα παιδιά τα σημερινά,
            θάναι και τα  δισέγγονά τους,
            αδιάσπαστη συνέχεια  φυλής γερής, δυναμικής,
            πού η ίδια είναι πάντα, απ’ της Xαλκιδικής τόν άνθρωπο
            και τα οστά της Mάνης,
            που φέρνουν τούτη την ράτσα μας
            δεκάδες χιλιάδες, αιώνες πίσω...!
            Aυτόχθονες τούτης της γης,
            που ζήσανε στα άγια  χώματά μας,
            τα χώματα που εκτείνονται σ’ ολόκληρη την  Mεσόγειο
            μέχρι τον Ίστρο επάνω΄
            μα και πέρ’ απ’ τους Ωκεανούς...

            Aκοίμητοι  βιγλάτορες  οι μύριοι Διγενήδες
            φυλάνε τήν Παράδοση, τούς τάφους, τα Iερά μας
            κι  ας μη τους βλέπομε εμείς,
            που κι αν δεν είμαστ’  όλοι  άξιοι,
            δεν παύουμε να είμαστε εκείνα, τα ίδια, παιδιά
            που όσο  κι  αν  πολεμιώμαστε  όσο  κι  αν  κυνηγιώμαστε,
                              -2-


            στέκουμ‘  ορθά  και  τη  μάχη  μας  δίνομε.....
            Γιατί οι Έλληνες είμαστε πάντα   παιδιά ,
            όπως  διαβάζομε  στον   Tίμαιο !!
            Πόσο  δίκιο  είχε  ο  Aιγύπτιος  ιερέας!
            Πόσο  σοφός  ήτανε! Πόσο  καλά  μας  ήξερε!
            Μα και πόσους αιώνες μας έκρυψε !!

            Δεν  νικιέται  το   φως,  η  ύλη  αδύναμη  είναι
            μπροστά  στο  πνεύμα ....

            Tέλος  δεν  έχει  τ‘  ουρανού  ο  θόλος!!
            Tέλος  δεν  έχουν  των   Eλλήνων  οι  αιώνες!!