Αφού η Ελλάδα άρχισε να ανακάμπτει από τη λαίλαπα του πολέμου και της εμφύλιας διχόνοιας, η ψυχή των Βαλυραίων δεν ήθελε πλέον με φόβο και τρόμο να παραμένει δέσμια μέσα στα κλειδαμπαρωμένα αγροτόσπιτα. Οι μικρές προπολεμικές πλίνθινες κατοικίες των παππούδων, στα κτήματα του χωριού, ανακαινίστηκαν και έγιναν λατρεμένα θερινά καταλύματα, για περισσότερο από τρεις μήνες, κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Οι οξυδερκείς Βαλυραίοι, όταν έβλεπαν έναν συγχωριανό τους να εφαρμόζει μία καλή πρακτική , δεν δίσταζαν να την ακολουθήσουν, με αποτέλεσμα, στα πλαίσια της κοινωνικής μιμητικής συμπεριφοράς, κατά τη δεκαετία του 1950, όλο το χωριό άδειαζε , γιατί οι πάντες μετακόμιζαν “εις τα εξοχάς”, μετά των μεταφορικών ζώων και με τα άκρως απαραίτητα οικιακά σκεύη , τα τσουμπλέκια τους. Συνδύαζαν την παρακολούθηση και τη συγκομιδή της ετήσιας σοδειάς τους με διακοπές, μετά το πέρας του σχολικού έτους.