Στους δωρητές των ιερών ναών της Βαλύρας
Ήταν μόλις 24 ετών ο Θόδωρος Τσαγκάρης, όταν ανακοίνωσε στον πατέρα του Παναγιώτη ότι θα ήθελε να αναλάβει την ανέγερση του Αγίου Γεωργίου, του Κοιμητηρίου της Βαλύρας. Παρά τη πατρική νουθεσία και τις σχετικές αντιρρήσεις για το νεαρό της ηλικίας του Θόδωρου, εκείνος όχι μόνο ανέλαβε και ολοκλήρωσε επιτυχώς την ανέγερση του ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου, αλλά μετά την αποτίναξη του Τουρκικού Ζυγού, συνέβαλε ,με όλες του τις δυνάμεις , στο κτίσιμο του καθεδρικού ενοριακού ναού της Βαλύρας, του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1829. Φιλοξένησε, για δέκα συνεχή έτη στη πατρική του οικία, τους δύο αδελφούς Ντινόπουλους, άριστους ξυλογλύπτες από το Βαλτετσινίκο της Αρκαδίας, οι οποίοι φιλοτέχνησαν το μοναδικής ομορφιάς και αμύθητης αξίας τέμπλο του Αγίου Αθανασίου. Οι αγιογραφίες του Αγίου Αθανασίου ολοκληρώθηκαν το 1850, τις οποίες δεν πρόλαβε να δει ο Θόδωρος. Όμως, ο Θεός τον αξίωσε να αποτυπώσει στην αιώνια μνήμη του το ολοκληρωμένο τέμπλο του Αγίου Αθανασίου, και το όνομά του ιδίου να παραμένει ανεξίτηλο στην ενεπίγραφη πλάκα, στην είσοδο του Κοιμητηρίου του χωριού.
Δεν ήταν εύκολη υπόθεση η ανέγερση ενός Χριστιανικού Κοιμητηρίου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, εκτός κι αν εξυπηρετούσε τους στόχους της Δημόσιας Διοίκησης, οργάνωσης και λειτουργίας. Σε αυτό το δεδομένο στηρίχθηκε ο οξυδερκής και δραστήριος Θόδωρος ,όταν συνάντησε τον Αγά της Τζεφερεμίνης, της σημερινής Βαλύρας.
Το κοιμητήριο στον Άγιο Νικόλαο δεν μπορούσε πλέον να καλύψει τις ανάγκες των κατοίκων του χωριού ,οι οποίοι ήταν πολλοί εκείνη τη χρονική περίοδο. Παράλληλα, το κοιμητήριο μπορούσε να επιφέρει έσοδα και αυτό μετρούσε για τη τοπική ηγεσία. Εφ΄ όσον οι ίδιοι οι Χριστιανοί ,από το υστέρημά τους ,θα επένδυαν στο χτίσιμο του Κοιμητηρίου, η ηγεσία δεν προέβαλε αντίσταση, γιατί δεν πρότεινε ο Θόδωρος την ανέγερση ενός καθεδρικού ναού στο χωριό, αυτό ήταν πόθος κρυφός, ο οποίος εκδηλώθηκε όταν σήμαναν οι καμπάνες της Λευτεριάς. Μέχρι τότε, οι ανάγκες των ντόπιων καλύπτονταν στο ιερό χώρο του Αγίου Βλάση, κοντά στη γέφυρα της Τζεφερεμίνης.
Ήταν τόσο έντιμος και θεοσεβής ο Θόδωρος, που όσοι τον αντίκριζαν γέμιζε από χαρά η ψυχή τους, ιδίως οι γιαγιάδες, οι οποίες τον σταύρωναν, όταν τον συναντούσαν στο δρόμο .
Για την ανέγερση του Αγίου Γεωργίου συστήθηκε επιτροπή με δύο εκκλησιαστικούς εκπροσώπους και τρεις μόνιμους κατοίκους του χωριού. Όλοι ομόφωνα υπέγραψαν να αναλάβει ως επίτροπος ο Θόδωρος Τσαγκάρης, ο οποίος έδωσε και τα πρώτα χρήματα για την έναρξη των εργασιών. Όταν έγινε έρανος στο χωριό, οι νοικοκυρές τον περίμεναν με συγκίνηση στην είσοδο της αυλόπορτας στα σπίτια τους. Πολλές του έδωσαν τα χρυσά κοσμήματα του μακαρίτη άνδρα τους και δικά τους από τον αρραβώνα τους ,ιδίως όσες δεν είχαν παιδιά. Άλλες πάλι προσέφεραν παλιά ασημένια μαχαιροπίρουνα ,κορνίζες και οικιακά σκεύη. Μαζί όμως με αυτά του χάριζαν και ευχαριστήρια άνθη, τα οποία καλλιεργούσαν κατά τη σκοτεινή περίοδο της σκλαβιάς στις ευλογημένες αυλές τους. Όταν οι γονείς του είδαν πόσο συγκροτημένος και αποτελεσματικός ήταν ο Θόδωρος με το έργο που ανέλαβε, τον στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις.
Βέβαια, για το κτίσιμο με πέτρα του Αγίου Γεωργίου δεν κάλεσε Λαγκαδινούς τέκτονες ο Θόδωρος, γιατί θα έπρεπε να καλύψει τη διαμονή και διατροφή για περίπου εικοσιπέντε άτομα, τον πρωτομάστορα, τους μαστόρους ( κτίστες), τους βοηθούς των μαστόρων (που έφτιαχναν την λάσπη) και τα μαστορόπουλα, τα οποία φρόντιζαν για τα εργαλεία, έπλεναν τα ρούχα, μαγείρευαν και εργάζονταν από την ώρα που λαλούσε ο πετεινός, μέχρι πολύ αργά το βράδυ.
Ο Θόδωρος είχε ακούσει για έναν πολύ καλό πρωτομάστορα εκ Μεσσηνίας, τον οποίο συνάντησε στο πρώην κτήμα του νεκροταφείου της Βαλύρας. Οι παλιοί κάτοικοι είχαν τοποθετήσει στο χωράφι δύο άσπρα λιθάρια, σαν καθίσματα, το ένα αντικριστά στο άλλο. Εκεί κάθισαν ο πρωτομάστορας με τον θεόσταλτο επίτροπο και συζήτησαν, με θεία έμπνευση ,για το αρχιτεκτονικό σχέδιο του Βυζαντινού ναού, της Βασιλικής του Αγίου Γεωργίου. Δεν ήθελαν οι κάτοικοι της Τζεφερεμίνης έναν μεγαλοπρεπή ναό ούτε ένα ναϊδριο. Ο στόχος ήταν η ανέγερση ενός ναού , με χωρητικότητα πενήντα ατόμων, συν αρκετό χώρο για την εκτέλεση της νεκρώσιμου ακολουθίας κι αυτό με συνεννόηση και αλληλοστήριξη κατέστη δυνατό, μεταξύ του πρωτομάστορα και του επιτρόπου. Επίσης , δεν επένδυσαν στην κατασκευή ενός ξυλόγλυπτου τέμπλου. Αυτό ήταν όνειρο συνδεδεμένο με την αποτίναξη του ζυγού των αλλοθρήσκων. Το όνομα του ναού προέκυψε με θεία αποκάλυψη στον ιερέα της Βαλύρας. Οι Μεσσήνιοι ανέκαθεν ταύτιζαν τον Άγιο Γεώργιο με την παραλαβή των ψυχών. Ένα μεταγενέστερο ποίημα του Ιωνά Κεφάλα ( Κεφάλας, 1939) , ο οποίος καταγόταν από τη Λάμπαινα Μεσσηνίας, αφιερωμένο στου μαθητές του Δημοσχολείου της Βαλύρας, λέγει σε μία στροφή:
“Ο Αι Γιώργης σε διατάζει
κι απ΄την αγάπη τη πολλή
τα τέκνα σου αρπάζει”.
Στον Άγιο Γεώργιο εμπιστεύθηκαν τις ψυχές των αγαπημένων τους οι Βαλυραίοι, ο οποίος δαμάζει τον άγριο δράκο του θανάτου και της αμαρτίας και επαγρυπνεί, υπηρετώντας το θείο σχέδιο.
Πριν αρχίσουν οι εργασίες, κατέβηκε από την Ιερά Μονή του Βουλκάνου ένας άγιος πατέρας, ο οποίος ήταν καλογερόπαπας και συνάντησε τον ιερέα της Βαλύρας. Μαζί έκαναν τον αγιασμό στα θεμέλια του ναού. Ο Θόδωρος έφερε από το σπίτι του μία καντήλα της προγιαγιάς του και μία γερόντισσα χάρισε μία αγία ξύλινη εικόνα, που είχε βρει στα θεμέλια του σπιτιού της, όταν το έκτιζε ο πατέρας της στο Μπιζάνι. Ολόκληρη η ομάδα του πρωτομάστορα και οι παρευρισκόμενοι έγραψαν τα ονόματά τους και έριξαν τον πρώτο λίθο στα θεμέλια, επίσης χάραξαν πάνω σε μία μικρή μαρμάρινη πέτρα σταυρό , και την πέταξαν μέσα . Μία γιαγιά ασήμωσε με ένα παλιό, Βυζαντινό νόμισμα. Στη συνέχεια, η μητέρα του Θόδωρου παρέθεσε γεύμα στο διώροφο σπίτι της οικογένειας Τσαγκάρη. Έφαγαν καλά οι τεχνίτες ψητή γουρουνοπούλα με τυρί, ελιές, ζυμωτό ψωμί, άγρια χόρτα και πίτες παραδοσιακές στον ξυλόφουρνο, για να πάρουν δυνάμεις , προκειμένου να αρχίσουν το δύσκολο έργο τους. Ήπιαν ντόπιο κόκκινο κρασί εις υγείαν του Επιτρόπου και της οικογένειας του και οι εργασίες ξεκίνησαν χωρίς καθυστέρηση.
Ο Θόδωρος δεν παρέλειψε ούτε μία ημέρα της ζωής του να παρευρεθεί κοντά στους εργαζόμενους και να τους διευκολύνει με όλες του τις δυνάμεις. Όταν καθυστέρησε μια χρονιά την αμοιβή τους, πούλησε μισοτιμής το λάδι της χρονιάς και τους πλήρωσε, άνευ αντιρρήσεων και διαμαρτυρίας από την οικογένεια του, αφού όλοι είχαν κατανοήσει πόσο θεάρεστο και σημαντικό για το χωριό ήταν το έργο του. Μόνο όταν είδε ο Θόδωρος την εγχάρακτη πλάκα στην είσοδο του Αγίου Γεωργίου με το όνομά του , στις 18 Μαϊου, 1784, συνειδητοποίησε ότι το επίπονο έργο έφτασε επιτυχώς εις πέρας. Αφού παρέδωσε τον ναό στην αγαπημένη του Βαλύρα, αναζήτησε σύντροφο ζωής και απέκτησε μία όμορφη οικογένεια, μέσα στον φόβο του πολέμου, τον θάνατο και τη καταστροφή.
Η πολυπόθητη λευτεριά, όνειρο ζωής ,και η αποτίναξη της σκλαβιάς των τετρακοσίων ετών κατέστη πραγματικότητα, χάρις στις θυσίες και στον αγώνα του Ελληνικού λαού. Μαζί με τη λευτεριά, φούντωσε και ο πόθος για έναν μεγαλοπρεπή καθεδρικό ναό , μία τρίκλητο βασιλική μετά τρούλου ,στη Τζεφερεμίνη, ο οποίος ναός κατέστη πραγματικότητα, με τη συμβολή των Λαγκαδινών τεκτόνων, Αναστασίου και Μαρίνου Κίκα, οι οποίοι πελέκησαν την πέτρα με ευαισθησία και δεξιοτεχνία και όρθωσαν προς τον ουρανό τον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου της Βαλύρας. Οι ευλογημένοι επίτροποι του Αγίου Αθανασίου ήταν ο Αθανάσιος Λύρας, παππούς του καθ. Ιωάννη Λύρα, ο Δημήτριος Γεωργακόπουλος, ο Αλέξιος Λιοντήρης και ο Χρήστος Τσιάμης, όπως αναφέρεται στην ενεπίγραφη πλάκα του Αγίου Αθανασίου.Ο Θόδωρος Τσαγκάρης ήταν εκεί, αν και σε προχωρημένη ηλικία, προσέφερε υπηρεσίες φιλοξενίας των μαστόρων ,όσον αφορούσε την ανέγερση της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου. Όταν οι οφθαλμοί του αντίκρισαν την τελειότητα του σταυρού στο κέντρο του ναού ,σε συνάρτηση με τον τρούλο, γονάτισε και έκλαψε με αναφιλητά. Το εσωτερικό της εκκλησίας περιέχει 6 κολώνες , που στηρίζουν τη στέγη και συνδέονται με μεταλλικές λάμες για να απορροφούν τους κραδασμούς που προκαλούν οι σεισμοί.
Είχαν ήδη περάσει σαράντα πέντε χρόνια, από την ανέγερση του ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου , όταν θεμελιώθηκε η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, στις 21 Ιανουαρίου, 1829, και ο Θόδωρος ήταν ήδη εβδομήντα πέντε ετών. Πάραυτα ,στεκόταν αγέρωχος σαν το κυπαρίσσι και έδειχνε στα παιδιά και στα εγγόνια του ευτυχισμένος το αριστούργημα του χωριού. Ανέλαβε στη συνέχεια την επίβλεψη της κατασκευής του ξύλινου τέμπλου του Αγίου Αθανασίου, παρέχοντας στέγη και διατροφή σε δύο ξακουστούς ξυλογλύπτες από το Βαλτετσινίκο της Αρκαδίας . Οι αδελφοί Ντινόπουλοι, οι οποίοι είχαν να επιδείξουν μοναδικά έργα και σε άλλες εκκλησίες της Μεσσηνίας ,άρχισαν και περάτωσαν επιτυχώς, εργαζόμενοι συστηματικά για δέκα συνεχή έτη, το μοναδικό και ανεπανάληπτο τέμπλο του ιερού ναού του Αγίου Αθανασίου. Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια έτυχαν της φιλοξενίας του Θόδωρου Τσαγκάρη. Δεν ήταν απλή διαδικασία η φιλοξενία ούτε των Λαγκαδινών τεκτόνων, ούτε των ξυλογλυπτών από το Βαλτετσινίκο της Αρκαδίας. Έπρεπε, πέρα από τη παραχώρηση στέγης, η εξασφάλιση σωστής διατροφής, διότι εργάζονταν πολύ σκληρά και για πολλές ώρες. Στη οικία του Τσαγκάρη δεν έλειπαν τα σφαχτά, το σπιτικό τυρί , ο αραβόσιτος, το σιτάρι, τα ψάρια ,ο παραδοσιακός οίνος, το ελαιόλαδο, οι χυλοπίτες , ο τραχανάς, το παστό, τα τουρσιά, και κάθε λογής λαχανικά και φρούτα από τους κήπους , τους μπαξέδες και τα κτήματα. Οι αδελφοί Ντινόπουλοι ευχαριστήθηκαν τη φιλοξενία , την οποία τους παρείχε ο Θόδωρος Τσαγκάρης στη Τζεφερεμίνη και του προσέφεραν,όταν ολοκλήρωσαν το τέμπλο στον Άγιο Αθανάσιο και αποχώρησαν, ως ευχαριστήριο, αναμνηστικό δώρο, ένα σκαλιστό εικονοστάσι, το οποίο μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά, και τελευταία το είχε στη κατοχή της η θεία Ευγενία Τσαγκάρη.
Στο βιβλίο “Βαλύρα Ονομάτων Επίσκεψις “του καθ. Ιωάννη Λύρα (Λύρας, 2018, σελ.11) διαβάζουμε σχετικά με τη περιγραφή του τέμπλου του Αγίου Αθανασίου το ακόλουθο:
“Το ξυλόγλυπτο τέμπλο έχει κεντρική είσοδο και δύο πλευρικές εισόδους. Χωρίζεται κάθετα και οριζόντια σε 9 μέρη. Οι 10 σκαλιστές κάθετες κολόνες έχουν η κάθε μια από 4 αγιογραφήσεις. Υπάρχουν συνολικά 56 αγιογραφήσεις και αρκετά ξυλόγλυπτα πρόσωπα.
Ανά σειρά οι αγιογραφήσεις έχουν ως εξής:
Πρώτη σειρά: Αγιογραφίες προφητών
Δεύτερη σειρά: Ξυλόγλυπτες μορφές
Τρίτη σειρά: Υπάρχουν 9 αγιογραφήσεις αγίων
Τέταρτη σειρά:Ξυλόγλυπτοι άγγελοι
Πέμπτη σειρά: Παρατηρούνται 9 αγιογραφήσεις προφητών
Έκτη σειρά: Ξυλόγλυπτοι άγγελοι, γιρλάντες και ο οφθαλμός του Θεού στο κέντρο
Εβδόμη σειρά: Περιλαμβάνει 19 αγιογραφήσεις από τον βίο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και συνεχόμενη ξυλόγλυπτη κορνίζα πάνω από όλες τις εικόνες.
Ογδόη σειρά: Αποτελείται από αγιογραφίες αγίων
Ενάτη σειρά: Παρατηρούνται 2 δράκοντες και στη μέση ο σταυρός
Υπάρχουν ξυλόγλυπτες κολώνες στη πρώτη, δεύτερη, τρίτη, εβδόμη και ογδόη σειρά. Στη τρίτη σειρά η κάθε κολώνα έχει από 4 ξυλόγλυπτα πρόσωπα αγίων”.
Οι αγιογραφίες ανήκουν στην Επτανησιακή Σχολή και είναι έργα του Ιωάννη και Γεωργίου Ταμβάκη. Το ίδιο και οι αγιογραφίες στις ασημένιες , σφυρήλατες εικόνες της Υπεραγίας Θεοτόκου και του Αγίου Αθανασίου, οι οποίες ήταν ενσωματωμένες στα δύο ιερά ξυλόγλυπτα προσκυνητάρια του ναού. Τα δύο προσκυνητάρια αναφέρονται στο πρωτόκολλο του έτους 1913, σχετικά με την παράδοση της εκκλησιαστικής περιουσίας της Βαλύρας στη νέα επιτροπή, βάση του νόμου 6 για την εκκλησιαστική περιουσία , καθώς και σε μεταγενέστερο πρωτόκολλο , όταν ιερέας ήταν από το 1940 ο πατήρ Δημήτριος Ξυδόπουλος.
Δεν γνωρίζουμε ποιος ήταν ο δωρητής για τα προσκυνητάρια, ξέρουμε ότι τους πολυελαίους τους προσέφερε ο Παναγιώτης Λύρας, ο οποίος είχε εργοστάσιο κατασκευής πολυελαίων στη Μασσαλία της Γαλλίας. Το ρολόι της εκκλησίας το προσέφερε ο Ξενοφών Μανιάτης και το ηρώο του ναού το έκτισε ο Περικλής Καρύδης.
Ο πρώτος ιερέας του Αγίου Αθανασίου ήταν ο πατήρ Σαράντος Οικονόμου, από το Ζυγοβίτσι Γορτυνίας. Ο Θόδωρος Τσαγκάρης, όταν αντίκρισε ολοκληρωμένο το τέμπλο του ναού, γονάτισε εμπρός στην ωραία πύλη και φίλησε το χέρι του σεπτού ιερέα. Δεν ζήτησε από τον Θεό τίποτα περισσότερο. Αισθανόταν ευλογημένος και ευνοημένος! Κάλεσε τα παιδιά και εγγόνια του και τους μίλησε για ύστερη φορά.
“Αυτή την ιερή παρακαταθήκη σας αφήνω ευχή και κατάρα, πρέπει να την υπερασπιστείτε με όλες σας τις δυνάμεις” ,τους έδωσε εντολή. Μετά από λίγες μέρες ,ήρθε ο Αι Γιώργης Καβαλάρης στον ύπνο του και του είπε ότι χρειάζεται ανακαίνιση ο ναός στο Κοιμητήριο, και πρέπει να πάει το πρωί για να αναλάβει το έργο. Ο Ουρανός άνοιξε δρόμο την αυγή και ο Θόδωρος έφυγε ,σαν αχτίδα φωτός, για την αιώνια κατοικία του.
“Έκαστος κάθηται υπό την άμπελον του και υπό την συκήν του , χωρίς κανείς να τον ενοχλεί, διότι το στόμα του Κυρίου των δυνάμεων ελάλησεν”, με εξαίρεση ο Θόδωρος Τσαγκάρης, ο οποίος μερίμνησε να κτιστεί ναός , μέσα στον οποίο αιωνίως αναπαύεται. Κάπου κάπου φυσάει ο άνεμος και του στέλνουν μήνυμα οι αγαπημένοι του αδελφοί Ντινόπουλοι:
“Ήταν βαριά του τάφου η πέτρα
μα ήρθε ο άγγελος σαν φλόγα
τη σμίλη μας την ταξιθέτρα
μ΄ένα του νεύμα την ευλόγα”.
Ο Θεός να αναπαύει αυτές τις άγιες ψυχές, οι οποίες προσέφεραν με πίστη , αγάπη, υπομονή και μέγιστη υπευθυνότητα θεάρεστο έργο στον τόπο μας, και με τις μοναδικές τους ικανότητες κόσμησαν ολόκληρη τη Μεσσηνία ,με μοναδικά δημιουργήματα. Η υπογραφή τους παραμένει ανεξίτηλη πάνω στις εκκλησίες που έκτισαν και στον εξαίσιο εσωτερικό τους διάκοσμο.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
15/8/2021