Του Γιάννη Δημ.Λύρα
Καθηγητή βιολόγου
Καθηγητή βιολόγου
Ερευνητή-Ιστοριοδίφη
Είναι μεσημέρι. Τα παιδιά λαγοκοιμούνται καιροφυλακτώντας πότε θα αποκοιμηθούν οι γονείς,γιατί είναι κουρασμένοι από τις δουλειές που έκαναν στα κτήματα και ζώα.Αγωνιούν πάνω στο καλαμένιο κρεβάτι στηριγμένο σε τρίποδα με το στρώμα γεμάτο από βουτούμι,μαρίτσα, άχυρα,καλαμπόφυλλα και δυο φέτες ψωμί είναι κρυμμένες κάτω από το κρεβάτι.Στο κατώϊ τα ζώα ξεροσταλιάζουν,ο σκύλος γαβγίζει και τα κοκόρια τσακώνονται.Τα δευτερόλεπτα γίνονται χρόνος και η αγωνία κορυφώνεται.Το ροχαλητό δίνει το σήμα.Με τα νύχια των ποδιών βγαίνουμε στο χαγιάτι.Επειδή η σκάλα είναι ξύλινη και τρίζει πηδάμε στα λιόκλαρα από τα πραμακλίκια ρίχνοντας στο σκύλο το ψωμί για να μην γαβγίζει.Ο ντάκος της εξώπορτας είναι καλά σφηνωμένος.Γι’ αυτό πηδάμε πόρτες, παράθυρα, μάντρες, φράκτες. Βρισκόμαστε έξω από το σπίτι.Ανά τας αγυιάς και ανά τας ρύμας παντού παιδιά με χαρούμενα και γελαστά πρόσωπα.
Ο ήλιος καίει. Το μόνο ένδυμα ένα σώβρακο από κάμποτο για όλο το καλοκαίρι. Για παπούτσια ούτε λόγος. Ξυπόλυτα πατάγαμε τις φραγκοσυκιές και έσπαγαν οι περόνες. Στα χέρια μας διάφορα λογής σύνεργα. Δόκανα, κόλλες και ξώβεργα, σούμπες με σκουλήκια, λάστιχα με μικρές πέτρες, απόχες, ψαλίδες, κόπανοι, λαμαρίνες, καμάκια, δίχτυα, βρόχια, κολοκύθες, βουτούμια, τσιγκλιά, μαχαίρια. Ροβολάγαμε για το μύλο από Αγία Τριάδα, Μπιζάνι, κυπαρίσσια, αυλάκι και δρόμο μοναστηριού. Είμαστε όλοι εκεί. Το στοίχημα κερδήθηκε. Γίναμε όλοι μια παρέα. Θα περάσουμε όμορφα, αποχτώντας πολλές εμπειρίες, τη σημερινή μέρα.
Ο Νταλόγιαννης ή Ντάλα Μεσημέρης, ο Μακάκος, ο Τσίτζηρας, ο Ματούς, ο Ρούφας, ο Νταβέλης, ο Μπίλιος, ο Παπάτσης, ο Κουρουνάκος, ο Τσουρούχης, ο Βγάλτας, ο Ντιριντάουας, ο Φραντζόλας, ο Πίφας, ο Πεπονάκιας, ο Μπατζάς, ο Γέρος ο Τσιριρής, τα Μπουντάκια, ο Ματράς, ο Μαρίνος, ο Κοντράρας, ο Τσόγκας, ο Λέγουρδας, ο Ρίμανης, ο Νούλης, ο Τζάρος, ο Γδιγδής, ο Χελωνιάρης, ο Κουρής, ο μπούκας και πολλά άλλα παιδιά, ο καθένας με το παρατσούκλι του.
- Ο Μύλος, τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα, ήταν οι δάσκαλοί μας, με ευχάριστες δραστηριότητες, εμπειρίες συναισθήματα, που κρατάνε για μια ζωή. Άλλοι μάθαιναν μπάνιο βάζοντας στην πλάτη τους βουτούμια ή κολοκύθες, άλλοι σκότωναν πουλιά με λάστιχα, δόκανα, ξώβεργα, άλλοι έπιαναν ψάρια με βρόχια, δίχτυα, απόχες, κόφες. Εγώ τα έπιανα με τα χέρια βάζοντας τα χέρια μου στις τρύπες των καβουριών πιάνοντας ψάρια, χέλια, καβούρια και φίδια. Άλλοι ανέβαιναν στα κυπαρίσσια για να μαζέψουν καρακαξάβγουλα ή μικρά πουλιά και τα πουλάγαμε βγάζοντας το χαρτζηλίκι μας. Οι δεντρογαλιές πολλές φορές μας προλάβαιναν και κάνοντας ντράμπαλα πηγαίναμε από το ένα κυπαρίσσι στο άλλο, σαν τους πιθήκους. Άλλοι μάζευαν σκουλήκια σκίζοντας τον κορμό ή τον καρπό του καλαμποκιού για να στήσουν τα δόκανα ή να ψαρέψουν με το πεταχτό. Άλλοι μάζευαν φλώμο (βελούδινο φυτό με κίτρινα άνθη στην οικογένεια εφορμπιατσέε, ενώ το φυτό αλεβούρι είναι επικίνδυνο γιατί πρήζονται οι όρχεις), αγριοπατάτες (κυκλάμινα), ή κλέβαμε από τα ποτιστικά, ασβέστη και γαλαζόπετρα (έφτιαχναν το βορδιγάλειο πολτό και ράντιζαν τα φυτά – δέντρα, για τα παράσιτα).
Φλωμονάμε μικρές και μεγάλες λίμνες, ζαλίζονταν τα ψάρια, χέλια, καβούρια, φίδια και με τις λαμαρίνες καμάκια, απόχες τα σκοτώναμε. Αν το νερό ήταν τρεχούμενο στήναμε καλαμωτές (κάθε λίμνη είχε και τη δική της καλαμωτή) ή πηγαίναμε όλοι μαζί και κατευθύναμε τα ψάρια σε ξένες καλαμωτές και μετά τα πιάναμε. Στη συνέχεια κατά μεγέθη τα μπουρλιάζαμε στα βούρλα και τα βάζαμε σε μέρη που είχε κρύο νερό ή τα χώναμε μέσα στην άμμο που είχε υγρασία για να συντηρηθούν μέχρι να φύγουμε από το ποτάμι. Σκοτώναμε επίσης τα ψάρια, χέλια με βαριά χτυπώντας τις πέτρες και ότι άλλο υπήρχε από κάτω.
- Η κύρια δραστηριότητα στο μύλο ήταν το μπάνιο. Οι αρχάριοι το πρώτο βάπτισμα το έπαιρναν στο κοτρώνι. Το νερό παρέσυρε τους πρωτάρηδες, ενώ όλοι οι άλλοι είμαστε σε επιφυλακή μέχρι να φτάσει στο κοτρώνι. Ήταν μία απόσταση περίπου δέκα μέτρων. Στη συνέχεια το δεύτερο βάπτισμα ήταν τα βουρλάκια (εκεί φύτρωναν πολλά βούρλα). Όποιος τα περνούσε ήταν έτοιμος κολυμβητής. Οι αγώνες σε βουτιές, βουτιές από καρυδιές ή συκιές, μακροβούτι, χρόνος αναπνοής, τρέξιμο, πεταλούδα, ανάσκελο, ύπτιο, παιχνίδια στην άμμο, ποιος θα βουτήξει ποιόν, θαμμένοι στην άμμο και σκοποβολή, βρίσκονταν σε εξέλιξη. Οι βουτιές από καρυδιές ή συκιές γίνονταν μόνο από τους τολμηρούς (τα φρούτα τους ποτέ δεν ωρίμασαν) γιατί το ύψος ήταν γύρω τα δέκα μέτρα (ο Κώστας του Βαβανάκου μια φορά έσπασε το κεφάλι του και ο Άρης Γεωργακόπουλος είχε πιεί πολύ νερό και τον γυρίσαμε ανάποδα για να βγάλει το νερό).
Μετά το μπάνιο γινότανε γιουρούσι στα ποτιστικά και μυλόλακκα κλέβοντας καρπούζια, καλαμπόκια, σταφύλια, σύκα, μπουρνέλες, μήλα, αχλάδια, φραγκόσυκα (τα μαζεύαμε με το τσιγκλί) ντομάτες, πεπόνια, αγγούρια και ότι άλλο φαγώσιμο φρούτο υπήρχε. Τα πηγαίναμε στο γοργόρεμα που είχε κρυστάλλινα νερά και τα αφήναμε να παγώσουν. Με φαλσέτες και κολοκοτρωνέικους σουγιάδες φτιάχναμε τις σούμπες. Με τις σούμπες παίρνανε νερό και από τα πηγάδια καθώς και με φύλλα μποτζικιού που τα κάναμε χωνιά και τα δέναμε με βούρλα στο καλάμι. Ανοίγαμε στο πάνω μέρος του κάθε κόμπου του καλαμιού τρύπα και γεμίζαμε όλο το καλάμι με νερό για να πιούμε. Στη συνέχεια μαζευόμαστε όλοι κάτω από τα κυπαρίσσια καρυδιές και συκιές (ήταν ιδιοκτησίας Τσάμη) και γινόταν η προετοιμασία του φαγητού. Άλλοι καθάριζαν τα πουλιά (Λιαριζες, Τζομάχια, Τσουκαλίνες, Σιταρίθρες, Ασπροκόλια), τα ψάρια (Μενίδες, Γκαστρούδες, Τριχόπουλα, Χαμοσούρτια, Μπάφες, Σκυλομαρίνες, Κεφαλόπουλα, Γλιστρήτες, Ιταλούλ, Χέλια, Καβούρια), άλλοι μάζευαν ξύλα για να φτιαχτεί η φωτιά και τα σουβλάκια, άλλοι καθάριζαν τα καλαμπόκια για ψήσιμο και άλλοι πήγαιναν να φέρουν τα φρούτα από το γοργόρεμα. Η πυκνή δροσιά των δέντρων μας δημιουργούσε ευχάριστο ύπνο. Ο Νταλόγιαννης που δεν αισθάνεται το φόβο και τον κίνδυνο έφευγε από την παρέα και με ένα καλάμι χτυπούσε τα φίδια όταν πήγαιναν να πιούν νερό στο ποτάμι.
Αυτά μούδιαζαν και έμεναν ακίνητα. Με γρήγορες κινήσεις τα ακινητοποιούσε, τους έβγαζε τα δόντια με ένα πανί και τα αμόλαγε μέσα στα παιδιά που κοιμόντουσαν πάνω σε βουτούμι, μαρίτσα και κουρελούδες. Γινόταν ένας πανικός και έτρωγε το ξύλο της χρονιάς του. Έπαιρνε όμως την εκδίκησή του μέσα στο ποτάμι γιατί ήταν καλός κολυμβητής και τους βουτούσε μέχρι σκασμού. Οι σούμπες (καλάμια γεμάτα νερό) που ήταν όρθιες έπεφταν από το απότομο ξύπνημα και άδειαζε το νερό και πηγαίναμε στης Θεοφίλενας και το γοργόρεμα για να πιούμε νερό.
Μετά τον ύπνο τρώγαμε τα φρούτα μας, βγάζαμε τα σώβρακα και στη συνέχεια γινόντουσαν διαγωνισμοί στο χέσ...... και στον αυν............. Ήμασταν όλοι με αδαμιαία εμφάνιση χωρίς κόμπλεξ και ταμπού.
Εδώ πολλές φορές φτάναμε στα άκρα. Πετάγεμα στο αυλάκι τα σώβρακα ή τα κρύβαμε. Δεν χάναμε το θάρρος μας. Φτιάχναμε σώβρακα από μαρίτσα, καλαμόφυλλα ή κλέβαμε κάποιου άλλου το σώβρακο. Μια φορά που μας κυνήγαγε ο Αγροφύλακας Θανασάκος (ήταν φόβος και τρόμος) βρεθήκαμε στης γύρες. Ξεσκεπάσαμε τα δεμάτια από λινάρι, βέργες, λυγιές, καλάμια και κάναμε τους ινδιάνους. Για καλή μας τύχη φάνηκε ο Τσόγκας με το κάρο. Αφού το γέμισε άμμο σκαρφαλώσαμε από πίσω και χωρίς να μας πάρει χαμπάρι ανεβαίναμε πάνω. Στο δρόμο από του Αη Νικόλα ήταν το σπίτι του Τσαγγάρη. Κάτω από την μουριά του ήταν απλωμένα σεντόνια. Πήραμε δυο και κάναμε τώρα τις νεράϊδες και τους σεΐχηδες. Μας είδε η Κοντοδήμενα που ήταν ζαλωμένη ξύλα. Από την τρομάρα και το φόβο της πέφτει κάτω. Τη ξεζαλώσαμε και πήγαμε τα ξύλα σπίτι της. Γυρνώντας πάλι στο ποτάμι ψάχναμε για τα σώβρακα. Ήταν σημαίες πάνω στα κυπαρίσσια. Οι τσοπάνηδες μας έβριζαν που θολώσαμε το νερό και τα πρόβατα δεν το έπιναν. Μια φορά ο Φραντζόλας έκρυψε το σώβρακό του στην άμμο και αφού δεν το βρήκανε γυρίσαμε πίσω στον μπαξέ φορώντας για σώβρακο μια κόφα αφού τις είχαμε καταστρέψει τον πάτο.
- Οι γονείς ξυπνώντας βλέποντας τα παιδιά τους να λείπουν από το σπίτι, έρχονταν αγριεμένοι στο ποτάμι καθώς και αυτοί που τους έλειπαν τα ζώα (άλογα, γαϊδούρια, μοσχάρια, πρόβατα, κατσίκες, σκυλιά) γιατί παίζαμε με αυτά στο νερό διάφορα παιχνίδια. Έπεφτε σύρμα. Όσοι ήσαν καταζητούμενοι κρύβονταν στη χουρχούρη του μύλου, το αυλάκι και τις καλαμιές. Μόλις έφευγαν οι αγριεμένοι γονείς τρέχαμε γρήγορα από άλλους δρόμους και παίρναμε την κόφα για να μαζέψουμε μουρόφυλλα, να καψαλίσουμε φραγκοσυκιές, να ποτίσουμε το μπαξέ, να μαζέψουμε σύκα, κηπευτικά ή φραγκόσυκα, να ποτίσουμε τα ζώα και γενικά να κάνουμε τις δουλειές που μας είχαν ανατεθεί. Έτσι γλιτώναμε το ξύλο με το ντάκο ξεγελώντας τους με διάφορα τεχνάσματα. Γι΄ αυτούς που αναζητούσαν τα ζώα τους βρίσκαμε διάφορες δικαιολογίες, λέγοντας ότι έβγαλαν τα παλούκια και ήρθαν να πιούν νερό και τα πλέναμε για να δροσιστούν και θα τα πηγαίναμε στην πλατεία για να τα πάρει ο ιδιοκτήτης.
Οι λίμνες του ποταμού Βαλύρα ή Πύρνακα ή Μαυροζούμενα που κάναμε το καλοκαίρι μπάνιο ήταν: Μαρινεϊκα, Μαύρη, Κάκαβος (εδώ έκαναν μπάνιο μόνο οι τολμηροί γιατί είχε πολύ μεγάλο βάθος και σπηλιές), Δέση (εδώ έφερε ο Ντουραμάκος καλικότσια τον αγά γιατί τον έπιασε να μην δουλεύει στο αυλάκι, από τον κάμπο και ήταν ένα σημαντικό έργο άρδευσης του χωριού μέχρι το 1975, χρονολογούμενο από το Βυζάντιο), Κοτρόνια, Γκρεμίνα Μπουζαλά, Μούλκια (Άνω – Κάτω). Στρογγυλή, Μακρυά, Μαντά, Μύλος, Θεοφίλενας, Γύρες, Κατάστημα, Πινημένη, Κουβέλια, Διπόταμα. Ο Μύλος στον οποίο ανδρώθηκαν πολλές γενιές βόλευε γιατί ήταν κοντά στο χωριό, είχε πρόσβαση από πολλά σημεία, ήταν λίμνη για αρχάριους και έμπειρους κολυμβητές είχε πολλά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τις άλλες λίμνες και ήταν για όλους μας το δεύτερο σπίτι μας για πολλά καλοκαίρια (και μέρες του χειμώνα), το Σχολείο, Πανεπιστήμιο, Ασκληπιείο, Εκκλησία και ο καλύτερος Δάσκαλός μας. Ζήσαμε από κοντά τη δημιουργία της φύσης, θαυμάζοντας και δοξάζοντας το μεγαλείο και την αρμονία της απεραντοσύνης του σύμπαντος , επικοινωνώντας με το Θεό βλέποντας τα άστρα της νύχτας που απέχουν έτη φωτός.
Οι φωνές σώπασαν γύρω στο 1970. Οι κάτω των σαράντα ετών δεν γνώρισαν το χωριό μας. Είναι ανέραστοι με τη φύση και τις ομορφιές της. Οι φωτιές το 1981 και 1998 ρήμαξαν το χωριό, την Τσούκα, ποτιστικά, πέρα μεριά και Ιθώμη. Στις 13/8/2000 ήταν επιθυμία του Γιώργη Ντελή να φάει ψάρια από το ποτάμι. Πήρα μια κόφα και πήγα στο Μούκλι με το αυτοκίνητο (παλιά πήγαινα με τα πόδια ή το γαϊδούρι). Το άφησα στο σπίτι του Καρύδη. Στα ποτιστικά, κάμπο, κτήματα, παρασπόρι, γανιές, όλο το χωριό ξεκαλοκαίριαζε με τα ζώα, μπαξέδες, γλέντια. Η ζωή ήταν φυσική χωρίς μιζέριες, κακίες και νοσηρά συναισθήματα. Τώρα ψυχή πουθενά. Συνάντησα από μακρυά μόνο τον εγγονό του Κοντοδήμου όπου ο μπάρμπας του και πιο πάνω οι Μανιαταίοι είχαν μόνιμο στέκι τις καλαμωτές που με τις κατεβασιές του Οκτωβρίου και Μαρτίου γέμιζαν οκάδες χέλια και ψάρια, τα παλιά καλά χρόνια.
Θυμήθηκα την παλιά μου τέχνη. Έπιασα τέσσερα κιλά ψάρια χέλια, καβούρια, φίδια. Τα μοίρασα όλα και έδωσα και στο Ντελή. Το ποτάμι είναι γεμάτο ψάρια γιατί δεν τα ψαρεύει πια κανείς.
Τη νύχτα 26 προς 27 Οκτωβρίου του 1947 έγινε μεγάλη πλημμύρα που γέροι 80 χρονών δεν θυμούνται τέτοια καταστροφή. Έφτασε μέχρι τα βαγένια του μύλου. Ο μυλόλακκας είχε σκεπαστεί με νερό μέχρι τις ελιές και τα κούρβουλα. Παρέσυρε την σιδηροδρομική γραμμή, το μύλο, την ξύλινη γέφυρα και έπνιξε τους μυλωνάδες στο Ζέζα.
Την εποχή της χούντας βρέθηκε η εύκολη λύση. Έγινε αλόγιστη αμμοληψία με ελάχιστη αποζημίωση για τα έργα αναδασμού της περιοχής. Από τότε το ποτάμι μαράζωσε γιατί έχασε τη φυσική του ομορφιά και βρώμισε από τα λύμματα του Κουτέλα (πυρηνελαιουργείο).
Το διήγημα αυτό το αφιερώνω στη μνήμη του Ντελή που πέθανε μετά από δύο μέρες 15/8/2000 και στη Σοφία Μπόβη που πέθανε στις 17/8/2000 η οποία με πολλούς αγώνες και θυσίες, χήρα, κατάφερε οχτώ ψυχές να αναθρέψει, στο δύσκολο αγώνα της ζωής.
* Ο Νταλόγιαννης (σ.σ. στην φωτό πάνω αριστερά και δίπλα του ο νυν οδοντίατρος Άρης Γεωργακόπουλος) είναι ο καθηγητής βιολογίας Γιάννης Λύρας, ένας από τους αγυιόπαιδες του χωριού Βαλύρα Ιθώμης.Έχει καταγράψει αρκετά διηγήματα τα οποία θα δημοσιευθούν σε βιβλίο, στο σύντομο μέλλον ανασύροντας μνήμες, βιώματα, συναισθήματα και συγκινήσεις από το παρελθόν των αγυιοπαίδων της γενιάς του. Όποιος θέλει να το έχει στο αρχείο τουτο παραπάνω κείμενο, στο google και στη διεύθυνση <μαρίτσα φυτό> μπορεί να το αποθηκεύσει, εκτυπώσει και να το έχει σε δικό του αρχείο
Ο ήλιος καίει. Το μόνο ένδυμα ένα σώβρακο από κάμποτο για όλο το καλοκαίρι. Για παπούτσια ούτε λόγος. Ξυπόλυτα πατάγαμε τις φραγκοσυκιές και έσπαγαν οι περόνες. Στα χέρια μας διάφορα λογής σύνεργα. Δόκανα, κόλλες και ξώβεργα, σούμπες με σκουλήκια, λάστιχα με μικρές πέτρες, απόχες, ψαλίδες, κόπανοι, λαμαρίνες, καμάκια, δίχτυα, βρόχια, κολοκύθες, βουτούμια, τσιγκλιά, μαχαίρια. Ροβολάγαμε για το μύλο από Αγία Τριάδα, Μπιζάνι, κυπαρίσσια, αυλάκι και δρόμο μοναστηριού. Είμαστε όλοι εκεί. Το στοίχημα κερδήθηκε. Γίναμε όλοι μια παρέα. Θα περάσουμε όμορφα, αποχτώντας πολλές εμπειρίες, τη σημερινή μέρα.
Ο Νταλόγιαννης ή Ντάλα Μεσημέρης, ο Μακάκος, ο Τσίτζηρας, ο Ματούς, ο Ρούφας, ο Νταβέλης, ο Μπίλιος, ο Παπάτσης, ο Κουρουνάκος, ο Τσουρούχης, ο Βγάλτας, ο Ντιριντάουας, ο Φραντζόλας, ο Πίφας, ο Πεπονάκιας, ο Μπατζάς, ο Γέρος ο Τσιριρής, τα Μπουντάκια, ο Ματράς, ο Μαρίνος, ο Κοντράρας, ο Τσόγκας, ο Λέγουρδας, ο Ρίμανης, ο Νούλης, ο Τζάρος, ο Γδιγδής, ο Χελωνιάρης, ο Κουρής, ο μπούκας και πολλά άλλα παιδιά, ο καθένας με το παρατσούκλι του.
- Ο Μύλος, τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα, ήταν οι δάσκαλοί μας, με ευχάριστες δραστηριότητες, εμπειρίες συναισθήματα, που κρατάνε για μια ζωή. Άλλοι μάθαιναν μπάνιο βάζοντας στην πλάτη τους βουτούμια ή κολοκύθες, άλλοι σκότωναν πουλιά με λάστιχα, δόκανα, ξώβεργα, άλλοι έπιαναν ψάρια με βρόχια, δίχτυα, απόχες, κόφες. Εγώ τα έπιανα με τα χέρια βάζοντας τα χέρια μου στις τρύπες των καβουριών πιάνοντας ψάρια, χέλια, καβούρια και φίδια. Άλλοι ανέβαιναν στα κυπαρίσσια για να μαζέψουν καρακαξάβγουλα ή μικρά πουλιά και τα πουλάγαμε βγάζοντας το χαρτζηλίκι μας. Οι δεντρογαλιές πολλές φορές μας προλάβαιναν και κάνοντας ντράμπαλα πηγαίναμε από το ένα κυπαρίσσι στο άλλο, σαν τους πιθήκους. Άλλοι μάζευαν σκουλήκια σκίζοντας τον κορμό ή τον καρπό του καλαμποκιού για να στήσουν τα δόκανα ή να ψαρέψουν με το πεταχτό. Άλλοι μάζευαν φλώμο (βελούδινο φυτό με κίτρινα άνθη στην οικογένεια εφορμπιατσέε, ενώ το φυτό αλεβούρι είναι επικίνδυνο γιατί πρήζονται οι όρχεις), αγριοπατάτες (κυκλάμινα), ή κλέβαμε από τα ποτιστικά, ασβέστη και γαλαζόπετρα (έφτιαχναν το βορδιγάλειο πολτό και ράντιζαν τα φυτά – δέντρα, για τα παράσιτα).
Φλωμονάμε μικρές και μεγάλες λίμνες, ζαλίζονταν τα ψάρια, χέλια, καβούρια, φίδια και με τις λαμαρίνες καμάκια, απόχες τα σκοτώναμε. Αν το νερό ήταν τρεχούμενο στήναμε καλαμωτές (κάθε λίμνη είχε και τη δική της καλαμωτή) ή πηγαίναμε όλοι μαζί και κατευθύναμε τα ψάρια σε ξένες καλαμωτές και μετά τα πιάναμε. Στη συνέχεια κατά μεγέθη τα μπουρλιάζαμε στα βούρλα και τα βάζαμε σε μέρη που είχε κρύο νερό ή τα χώναμε μέσα στην άμμο που είχε υγρασία για να συντηρηθούν μέχρι να φύγουμε από το ποτάμι. Σκοτώναμε επίσης τα ψάρια, χέλια με βαριά χτυπώντας τις πέτρες και ότι άλλο υπήρχε από κάτω.
- Η κύρια δραστηριότητα στο μύλο ήταν το μπάνιο. Οι αρχάριοι το πρώτο βάπτισμα το έπαιρναν στο κοτρώνι. Το νερό παρέσυρε τους πρωτάρηδες, ενώ όλοι οι άλλοι είμαστε σε επιφυλακή μέχρι να φτάσει στο κοτρώνι. Ήταν μία απόσταση περίπου δέκα μέτρων. Στη συνέχεια το δεύτερο βάπτισμα ήταν τα βουρλάκια (εκεί φύτρωναν πολλά βούρλα). Όποιος τα περνούσε ήταν έτοιμος κολυμβητής. Οι αγώνες σε βουτιές, βουτιές από καρυδιές ή συκιές, μακροβούτι, χρόνος αναπνοής, τρέξιμο, πεταλούδα, ανάσκελο, ύπτιο, παιχνίδια στην άμμο, ποιος θα βουτήξει ποιόν, θαμμένοι στην άμμο και σκοποβολή, βρίσκονταν σε εξέλιξη. Οι βουτιές από καρυδιές ή συκιές γίνονταν μόνο από τους τολμηρούς (τα φρούτα τους ποτέ δεν ωρίμασαν) γιατί το ύψος ήταν γύρω τα δέκα μέτρα (ο Κώστας του Βαβανάκου μια φορά έσπασε το κεφάλι του και ο Άρης Γεωργακόπουλος είχε πιεί πολύ νερό και τον γυρίσαμε ανάποδα για να βγάλει το νερό).
Μετά το μπάνιο γινότανε γιουρούσι στα ποτιστικά και μυλόλακκα κλέβοντας καρπούζια, καλαμπόκια, σταφύλια, σύκα, μπουρνέλες, μήλα, αχλάδια, φραγκόσυκα (τα μαζεύαμε με το τσιγκλί) ντομάτες, πεπόνια, αγγούρια και ότι άλλο φαγώσιμο φρούτο υπήρχε. Τα πηγαίναμε στο γοργόρεμα που είχε κρυστάλλινα νερά και τα αφήναμε να παγώσουν. Με φαλσέτες και κολοκοτρωνέικους σουγιάδες φτιάχναμε τις σούμπες. Με τις σούμπες παίρνανε νερό και από τα πηγάδια καθώς και με φύλλα μποτζικιού που τα κάναμε χωνιά και τα δέναμε με βούρλα στο καλάμι. Ανοίγαμε στο πάνω μέρος του κάθε κόμπου του καλαμιού τρύπα και γεμίζαμε όλο το καλάμι με νερό για να πιούμε. Στη συνέχεια μαζευόμαστε όλοι κάτω από τα κυπαρίσσια καρυδιές και συκιές (ήταν ιδιοκτησίας Τσάμη) και γινόταν η προετοιμασία του φαγητού. Άλλοι καθάριζαν τα πουλιά (Λιαριζες, Τζομάχια, Τσουκαλίνες, Σιταρίθρες, Ασπροκόλια), τα ψάρια (Μενίδες, Γκαστρούδες, Τριχόπουλα, Χαμοσούρτια, Μπάφες, Σκυλομαρίνες, Κεφαλόπουλα, Γλιστρήτες, Ιταλούλ, Χέλια, Καβούρια), άλλοι μάζευαν ξύλα για να φτιαχτεί η φωτιά και τα σουβλάκια, άλλοι καθάριζαν τα καλαμπόκια για ψήσιμο και άλλοι πήγαιναν να φέρουν τα φρούτα από το γοργόρεμα. Η πυκνή δροσιά των δέντρων μας δημιουργούσε ευχάριστο ύπνο. Ο Νταλόγιαννης που δεν αισθάνεται το φόβο και τον κίνδυνο έφευγε από την παρέα και με ένα καλάμι χτυπούσε τα φίδια όταν πήγαιναν να πιούν νερό στο ποτάμι.
Αυτά μούδιαζαν και έμεναν ακίνητα. Με γρήγορες κινήσεις τα ακινητοποιούσε, τους έβγαζε τα δόντια με ένα πανί και τα αμόλαγε μέσα στα παιδιά που κοιμόντουσαν πάνω σε βουτούμι, μαρίτσα και κουρελούδες. Γινόταν ένας πανικός και έτρωγε το ξύλο της χρονιάς του. Έπαιρνε όμως την εκδίκησή του μέσα στο ποτάμι γιατί ήταν καλός κολυμβητής και τους βουτούσε μέχρι σκασμού. Οι σούμπες (καλάμια γεμάτα νερό) που ήταν όρθιες έπεφταν από το απότομο ξύπνημα και άδειαζε το νερό και πηγαίναμε στης Θεοφίλενας και το γοργόρεμα για να πιούμε νερό.
Μετά τον ύπνο τρώγαμε τα φρούτα μας, βγάζαμε τα σώβρακα και στη συνέχεια γινόντουσαν διαγωνισμοί στο χέσ...... και στον αυν............. Ήμασταν όλοι με αδαμιαία εμφάνιση χωρίς κόμπλεξ και ταμπού.
Εδώ πολλές φορές φτάναμε στα άκρα. Πετάγεμα στο αυλάκι τα σώβρακα ή τα κρύβαμε. Δεν χάναμε το θάρρος μας. Φτιάχναμε σώβρακα από μαρίτσα, καλαμόφυλλα ή κλέβαμε κάποιου άλλου το σώβρακο. Μια φορά που μας κυνήγαγε ο Αγροφύλακας Θανασάκος (ήταν φόβος και τρόμος) βρεθήκαμε στης γύρες. Ξεσκεπάσαμε τα δεμάτια από λινάρι, βέργες, λυγιές, καλάμια και κάναμε τους ινδιάνους. Για καλή μας τύχη φάνηκε ο Τσόγκας με το κάρο. Αφού το γέμισε άμμο σκαρφαλώσαμε από πίσω και χωρίς να μας πάρει χαμπάρι ανεβαίναμε πάνω. Στο δρόμο από του Αη Νικόλα ήταν το σπίτι του Τσαγγάρη. Κάτω από την μουριά του ήταν απλωμένα σεντόνια. Πήραμε δυο και κάναμε τώρα τις νεράϊδες και τους σεΐχηδες. Μας είδε η Κοντοδήμενα που ήταν ζαλωμένη ξύλα. Από την τρομάρα και το φόβο της πέφτει κάτω. Τη ξεζαλώσαμε και πήγαμε τα ξύλα σπίτι της. Γυρνώντας πάλι στο ποτάμι ψάχναμε για τα σώβρακα. Ήταν σημαίες πάνω στα κυπαρίσσια. Οι τσοπάνηδες μας έβριζαν που θολώσαμε το νερό και τα πρόβατα δεν το έπιναν. Μια φορά ο Φραντζόλας έκρυψε το σώβρακό του στην άμμο και αφού δεν το βρήκανε γυρίσαμε πίσω στον μπαξέ φορώντας για σώβρακο μια κόφα αφού τις είχαμε καταστρέψει τον πάτο.
- Οι γονείς ξυπνώντας βλέποντας τα παιδιά τους να λείπουν από το σπίτι, έρχονταν αγριεμένοι στο ποτάμι καθώς και αυτοί που τους έλειπαν τα ζώα (άλογα, γαϊδούρια, μοσχάρια, πρόβατα, κατσίκες, σκυλιά) γιατί παίζαμε με αυτά στο νερό διάφορα παιχνίδια. Έπεφτε σύρμα. Όσοι ήσαν καταζητούμενοι κρύβονταν στη χουρχούρη του μύλου, το αυλάκι και τις καλαμιές. Μόλις έφευγαν οι αγριεμένοι γονείς τρέχαμε γρήγορα από άλλους δρόμους και παίρναμε την κόφα για να μαζέψουμε μουρόφυλλα, να καψαλίσουμε φραγκοσυκιές, να ποτίσουμε το μπαξέ, να μαζέψουμε σύκα, κηπευτικά ή φραγκόσυκα, να ποτίσουμε τα ζώα και γενικά να κάνουμε τις δουλειές που μας είχαν ανατεθεί. Έτσι γλιτώναμε το ξύλο με το ντάκο ξεγελώντας τους με διάφορα τεχνάσματα. Γι΄ αυτούς που αναζητούσαν τα ζώα τους βρίσκαμε διάφορες δικαιολογίες, λέγοντας ότι έβγαλαν τα παλούκια και ήρθαν να πιούν νερό και τα πλέναμε για να δροσιστούν και θα τα πηγαίναμε στην πλατεία για να τα πάρει ο ιδιοκτήτης.
Οι λίμνες του ποταμού Βαλύρα ή Πύρνακα ή Μαυροζούμενα που κάναμε το καλοκαίρι μπάνιο ήταν: Μαρινεϊκα, Μαύρη, Κάκαβος (εδώ έκαναν μπάνιο μόνο οι τολμηροί γιατί είχε πολύ μεγάλο βάθος και σπηλιές), Δέση (εδώ έφερε ο Ντουραμάκος καλικότσια τον αγά γιατί τον έπιασε να μην δουλεύει στο αυλάκι, από τον κάμπο και ήταν ένα σημαντικό έργο άρδευσης του χωριού μέχρι το 1975, χρονολογούμενο από το Βυζάντιο), Κοτρόνια, Γκρεμίνα Μπουζαλά, Μούλκια (Άνω – Κάτω). Στρογγυλή, Μακρυά, Μαντά, Μύλος, Θεοφίλενας, Γύρες, Κατάστημα, Πινημένη, Κουβέλια, Διπόταμα. Ο Μύλος στον οποίο ανδρώθηκαν πολλές γενιές βόλευε γιατί ήταν κοντά στο χωριό, είχε πρόσβαση από πολλά σημεία, ήταν λίμνη για αρχάριους και έμπειρους κολυμβητές είχε πολλά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τις άλλες λίμνες και ήταν για όλους μας το δεύτερο σπίτι μας για πολλά καλοκαίρια (και μέρες του χειμώνα), το Σχολείο, Πανεπιστήμιο, Ασκληπιείο, Εκκλησία και ο καλύτερος Δάσκαλός μας. Ζήσαμε από κοντά τη δημιουργία της φύσης, θαυμάζοντας και δοξάζοντας το μεγαλείο και την αρμονία της απεραντοσύνης του σύμπαντος , επικοινωνώντας με το Θεό βλέποντας τα άστρα της νύχτας που απέχουν έτη φωτός.
Οι φωνές σώπασαν γύρω στο 1970. Οι κάτω των σαράντα ετών δεν γνώρισαν το χωριό μας. Είναι ανέραστοι με τη φύση και τις ομορφιές της. Οι φωτιές το 1981 και 1998 ρήμαξαν το χωριό, την Τσούκα, ποτιστικά, πέρα μεριά και Ιθώμη. Στις 13/8/2000 ήταν επιθυμία του Γιώργη Ντελή να φάει ψάρια από το ποτάμι. Πήρα μια κόφα και πήγα στο Μούκλι με το αυτοκίνητο (παλιά πήγαινα με τα πόδια ή το γαϊδούρι). Το άφησα στο σπίτι του Καρύδη. Στα ποτιστικά, κάμπο, κτήματα, παρασπόρι, γανιές, όλο το χωριό ξεκαλοκαίριαζε με τα ζώα, μπαξέδες, γλέντια. Η ζωή ήταν φυσική χωρίς μιζέριες, κακίες και νοσηρά συναισθήματα. Τώρα ψυχή πουθενά. Συνάντησα από μακρυά μόνο τον εγγονό του Κοντοδήμου όπου ο μπάρμπας του και πιο πάνω οι Μανιαταίοι είχαν μόνιμο στέκι τις καλαμωτές που με τις κατεβασιές του Οκτωβρίου και Μαρτίου γέμιζαν οκάδες χέλια και ψάρια, τα παλιά καλά χρόνια.
Θυμήθηκα την παλιά μου τέχνη. Έπιασα τέσσερα κιλά ψάρια χέλια, καβούρια, φίδια. Τα μοίρασα όλα και έδωσα και στο Ντελή. Το ποτάμι είναι γεμάτο ψάρια γιατί δεν τα ψαρεύει πια κανείς.
Τη νύχτα 26 προς 27 Οκτωβρίου του 1947 έγινε μεγάλη πλημμύρα που γέροι 80 χρονών δεν θυμούνται τέτοια καταστροφή. Έφτασε μέχρι τα βαγένια του μύλου. Ο μυλόλακκας είχε σκεπαστεί με νερό μέχρι τις ελιές και τα κούρβουλα. Παρέσυρε την σιδηροδρομική γραμμή, το μύλο, την ξύλινη γέφυρα και έπνιξε τους μυλωνάδες στο Ζέζα.
Την εποχή της χούντας βρέθηκε η εύκολη λύση. Έγινε αλόγιστη αμμοληψία με ελάχιστη αποζημίωση για τα έργα αναδασμού της περιοχής. Από τότε το ποτάμι μαράζωσε γιατί έχασε τη φυσική του ομορφιά και βρώμισε από τα λύμματα του Κουτέλα (πυρηνελαιουργείο).
Το διήγημα αυτό το αφιερώνω στη μνήμη του Ντελή που πέθανε μετά από δύο μέρες 15/8/2000 και στη Σοφία Μπόβη που πέθανε στις 17/8/2000 η οποία με πολλούς αγώνες και θυσίες, χήρα, κατάφερε οχτώ ψυχές να αναθρέψει, στο δύσκολο αγώνα της ζωής.
* Ο Νταλόγιαννης (σ.σ. στην φωτό πάνω αριστερά και δίπλα του ο νυν οδοντίατρος Άρης Γεωργακόπουλος) είναι ο καθηγητής βιολογίας Γιάννης Λύρας, ένας από τους αγυιόπαιδες του χωριού Βαλύρα Ιθώμης.Έχει καταγράψει αρκετά διηγήματα τα οποία θα δημοσιευθούν σε βιβλίο, στο σύντομο μέλλον ανασύροντας μνήμες, βιώματα, συναισθήματα και συγκινήσεις από το παρελθόν των αγυιοπαίδων της γενιάς του. Όποιος θέλει να το έχει στο αρχείο τουτο παραπάνω κείμενο, στο google και στη διεύθυνση <μαρίτσα φυτό> μπορεί να το αποθηκεύσει, εκτυπώσει και να το έχει σε δικό του αρχείο