Ο κύριος Κόκκινος, πήρε τις συντεταγμένες από το Επιτελείο της φωλιάς του και βγήκε αργά και προσεχτικά στην επιφάνεια. Ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμη. Κίνησε τις κεραίες του προς όλες τις κατευθύνσεις , βεβαιώθηκε για την πορεία του και κίνησε ανατολικά. Είχε πάρει την εντολή να ανιχνεύσει για σπόρους η για γλυκαντικά, αλλά και ότι άλλο χρήσιμο θα βρισκόταν στον δρόμο του. Εξέταζε τον τόπο γύρω του με την επιμέλεια που έχουν όλα τα μυρμήγκια, αλλά είχε και τον νου του να αποφεύγει τους πολλούς κινδύνους που τον απειλούσαν. Πέρασε το πρώτο δέντρο από την φωλιά του – κάπου τριάντα μέτρα- και μπήκε στην νεκρή ζώνη ανάμεσα στο δεύτερο και τρίτο δέντρο. Παραπέρα δεν προχωρούσε γιατί ήταν περιοχή της άλλης φωλιάς των μαύρων και αλίμονο σε εκείνον που θα πέρναγε στην περιοχή τους... η τιμωρία είναι μία και μόνον, θάνατος δι’ αποκεφαλισμού. Μετά από λίγο ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μαύρο. Επιφυλακτικά άγγιξαν τις κεραίες τους μια και ήταν στην ουδέτερη ζώνη, χαιρετήθηκαν και στάθηκαν λίγο να κουβεντιάσουν για τα θέματα που απασχολούν τις κοινωνίες των μυρμηγκιών. -