Γιάννη Δ.Λύρα
Πήγαινε στο γυμνάσιο Μελιγαλά. Έμεινε μόνος του, γιατί τα αδέλφια του έφυγαν για την Αθήνα. Το ένοίκιο ήταν ακριβό. Διακόσια φράγκα το μήνα. Έπρεπε να βρεθεί συγκάτοικος ,για να μοιράζεται το νοίκι. Πέρασαν μέρες. Γυρνώντας από το σχολείο ,πάει κατευθείαν στον κήπο της σπιτονοικοκυράς του για να ιδεί πως πήγε το κυνήγι. Είχε στήσει, δόκανα και πλακοπαγίδες. Το κυνήγι πλούσιο. Σπουργίτια,τσίχλες,τσιμπουργιάνους και έναν σκαντζόχοιρο που έβοσκε.Πιάνει το σκαντζόχοιρο και χωρίς να ειπεί τίποτε σε κανέναν τον βάζει μέσα στο λινό. Στη συνέχεια πηγαίνει κατ' ευθείαν στο δωματιό του και φέρνει τα σύνεργα. Αλάτι, μαχαίρι, ρίγανι,λεμόνι,λάδι, πιάτα,σχάρα και σπίρτα. Πάει στον κήπο της σπιτονοικοκυράς του, που βρίσκεται το πηγάδι και πιάνει αμέσως δουλειά.Ετοιμάζει τη φωτιά και αρχίζει με χαρά το ξεπουπούλιασμα της λείας του. Η φωτιά είχε σχηματίσει τη θράκα και τα μαδημένα πλέον πουλιά άρχισε να τα τσουλουφρίζει, πάνω από τη θράκα. Με το μαχαίρι τα ξεκοιλιάζει, τα πλένει, τα αλατίζει,τα βουτά στο πιάτο με το λαδολέμονο και αρχίζει να τα ψήνει.Εκείνη τη στιγμή έρχεται η σπιτονοικοκυρά του κυρά Ευδοκία. Μούσπαταν τη μύτη οι μυρωδιές. Κάθε ημέρα πουλάκια τρώμε. Εσύ με την εξυπνάδα που έχεις, θα πας πολύ μπροστά. Όλοι οι άλλοι που μένουν στο σπίτι μου το παίζουν αριστοκράτες.
Έρχεται και η Βάσω για να πάρει νερό από το πηγάδι.Τι θα γίνει μέ σένα; Πάλι πουλάκια σήμερα;
Ελα να καθαρίσουμε πατάτες να τις τηγανίσουμε και να μου δώσεις να φάω και εγώ ενα πουλάκι. Θά δώσουμε και ένα στη σπιτονοικοκυρά μας
Αλήθεια τ'αμαθες;
Η σπιτονοικοκυρά σου βρήκε συγκάτοικο.
Τον ξέρω.
Και βέβαια τον ξέρεις.
Είναι συμμαθητής σου.
Από πιο χωριό;
Από του Λακκακούκια.
Γι' αυτό είδα έξω το μουλάρι φορτωμένο με τα ξύλα.
Δεν στο είπε η σπιτονοικοκυρά;
Εκείνη τη στιγμή έρχονται στον κήπο η σπιτονοικοκυρά, και ο νέος συγκάτοικος Θόδωρος με τον πατέρα του.
Ο Θόδωρος του λέει. Βρε αθεόφοβε η ψυχή σου θα πάει στην κόλαση. Δεν αφίνεις πουλί να ζήσει. Παρεμβαίνει ο πατέρας. Το χειμώνα θα σας φέρνω τσίχλες που θα πιάνω με τα αγκίστρια και φρέσκα μανιτάρια και χόρτα, που θα μαζεύω από τα χτήματα. Η σπιτονοικοκυρά παρεμβαίνει και λέει στο Γιάννη. Στο δωματιό σου βάλαμε το καλαμωτό και τα πράγματα του Θόδωρου. Να τον διαβάζεις, να τον προσέχεις και όχι όλο μπάλλα στα ευκάλυπτα στην πανηγυρίστρα.Τα πουλιά ψήθηκαν ,η τηγανιά με τις πατάτες γίνεται και ο πατέρας του Θόδωρου φεύγει με τη σπιτονοικοκυρά να στρώσουν το υποτιθέμενο τραπέζι, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το καλαμωτό του Θόδωρα που ήταν ταυτόχρονα και κρεβάτι. Θάρθω να βοηθήσω και εγώ, λέει η Βάσω. Μένουν πλέον μόνοι οι δυο νέοι συγκάτοικοι.
Βρε το Θόδωρα, ώστε θα είμαστε συγκάτοικοι. Είμαι τυχερός και σήμερα θα φάμε καλά όλοι μαζί. Έφερε ο πατέρας μου τυρί, παστό,κρασί, ένα καρβέλι και ξύλα για το κρύο.
Έρχεται η Βάσω και τους λέει ότι το τραπέζι είναι έτοιμο. Βάζει ο Γιάννης τις πατάτες στο ένα πιάτο,βγαζοντάς τες από την τηγάνα που ήταν πάνω σε μια σιδερωστιά στο άλλο τα ψημένα πουλιά και είπε στο Θόδωρα να φέρει ψωμί να καψαλήσουν. Τρέχει, φέρνει το ψωμί, το ψήνουν,του βάζουν λάδι,αλάτι,ρίγανι και πάνε όλοι στο τραπέζι. Σήμερα παιδιά γίναμε πολλοί, λέει η σπιτονοικοκυρά. Ο πατέρας του Θόδωρα λέει στο Γιάννη να αφήσει το μουλάρι, για να πάνε το Σαββατοκύριακο μαζί με το Θόδωρα στο χωριό. Επειδή δεν υπάρχουν πολλές καρέκλες, φέρνουν κοντά το άλλο κρεβάτι του Γιάννη που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια τζουβέρα.
Βρε παιδιά τη πανηγύρι αυτό σήμερα. Δεν περίμενα το Γιάννη τόσο πολύ προνοητικό και νοικοκύρη. Να μου προσέχεις το Θόδωρο και εγώ θα στο ξεπληρώνω με φαγητό που θα φέρνω από το χωριό με το μουλάρι. Ελα να πιούμε ένα ποτηράκι κρασί για την ημέρα της γνωριμίας μας. Πετάγεται η Βάσω και λέει. Ο Γιάννης διαβάζει πολλά παιδιά και βοηθάει και μένα στα μαθηματικά. Με έχει μάθει και μένα να φτειάχνω δόκανα, πλακοπαγίδες, αγκίστρια, ψαροβότανο, λάστιχο και να παίζω τάβλι και χαρτιά. Επειδή ο παιδονόμος δεν μας αφίνει να γυρίζουμε μετά τις εφτά, ούτε να πηγαίνουμε κινηματογράφο στου Πάνια, μετά το διάβασμα σμίγουμε και παίζουμε με το φως της λάμπας.
Γιάννη θα με μάθεις και μένα να φτειάχνω δόκανα ,τον ρωτά ο Θόδωρας. Ολα τα καταλαβαίνω, αλλά τα μπερδεύω εκεί που στρίβω το ατσάλι, στην πρόκα. Το απόγευμα μετά το διάβασμα θα σε μάθω, του απαντά ο Γιάννης.
Αφού έφαγαν όλοι η Βάσω παίρνει τα ποτήρια και πιάτα, για να τα πλύνει στον κήπο που είναι το πηγάδι. Η σπιτονοικοκυρά με το πατέρα του Θόδωρα πάνε να πιουν τον καφέ τους, και ο Γιάννης με το Θόδωρα φτειάχνουν το δωμάτιο. Ένα κρεβάτι απέναντι από το άλλο. Το ντουλάπι είναι γεμάτο φάγνα για όλη την εβδομάδα. Αυγά,τραχανάς, χυλοπίτες, λάδι ψωμί, πατάτες κρεμύδια, έλιές και παστό.
Ο Γιάννης ξαπλώνει στο κρεβάτι και ονειρεύεται. Απόχτησε συγκάτοικο. Δεν θα είναι μόνος του, και θα πληρώνει το μισό νοίκι.
Πάμε Θόδωρα να σε μάθω να φτειάχνεις δόκανα ,για να πιάνεις πουλιά. Παίρνουν το ατσαλόσυρμα ,χοντρό σύρμα, πένσα,τανάλια και μια χοντρή πρόκα καρφωμένη σε μια σανίδα και πανε επί το έργον ,έξω στο κήπο.
Έλα να σου δείξω τι θα φάμε αύριο. Τον πάει στο λινό και του δείχνει το σκαντζόχοιρο.
Όλα τα περίμενα από σένα , δεν έχω ξαναδεί σκαντζόχοιρο ποτέ μου,,πρώτη φορά βλέπω και πως θα τον καθαρίσεις, αφού είναι γεμάτος αγκάθια.
Έννοια σου, με έχουν μάθει οι γύφτοι που έμεναν στη αποθήκη μας πως να τον σκοτώνω και να του κόβω τα αγκάθια και όχι να τον γδέρνω. Αύριο θα μάθεις και το σφάξιμο-ψήσιμο του σκαντόχοιρου και τέτοιο νόστιμο κρέας δεν έχεις ξαναφάει.
Η συγκατοίκηση άρχισε να προσφέρει τα θετικά της στοιχεία.
*Ένα από τα βιωματά μου που εμένα στο Μελιγαλά μαζί με άλλα παιδιά από τα μακρυνά χωριά της περιοχής,στην οικία της Ευδοκίας Μαντέλλου, κοντά στη πανηγυρίστρα, την εποχή της αθωότητας που ζούσαμε με τη φύση κυνηγώντας, ψαρεύοντας, βοτανίζοντας, δίνοντας απλόχερα τα πλούτη της, τα οποία μάθαμε να μοιραζόμαστε. Αυτά τα συναισθήματα και εμπειρίες, είναι άγνωστες σήμερα τα παιδιά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου