Η ζωή για τους Μανιάτες αποίκους στους οικισμούς της Παόμια κύλισε ήρεμη για πενήντα τρία ολόκληρα χρόνια. Η επανάσταση των Κορσικανών το 1729, όμως, έφερε την πρώτη ανατροπή στις ζωές τους.
Οι επαναστάτες, μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να καταλάβουν την
περιοχή, προσπάθησαν να προσεταιρισθούν τους αποίκους. Τους κάλεσαν να
παλέψουν με το μέρος τους με το επιχείρημα ότι ήταν και εκείνοι
Κορσικανοί και έπρεπε να αγωνιστούν για το καλό της κοινής τους
πατρίδας.
Η αιτιολογία αυτή δεν βάρυνε στη συνείδηση των Μανιατών. Η πρόφαση ήταν προφανής.
Επιπλέον, η ζωή των Μανιατών στο νησί ήταν ακόμη βραχύβια, και ο δεσμός
με τον γενέθλιο τόπο τους ισχυρότερος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ακόμη ότι
ένιωθαν υποχρεωμένοι απέναντι στους Γενοβέζους και η σύμπραξη με τους
επαναστάτες φάνταζε ως προδοσία, που ήταν αδύνατο να διαπράξουν.
Όχι μόνο η πρόταση για συστράτευση απορρίφθηκε, αλλά οι Μανιάτες
ενημέρωσαν και τους Γενοβέζους για το γεγονός. Οι σχέσεις των δύο
κοινοτήτων οδηγήθηκαν σε ρήξη.
Ο άμαχος πληθυσμός της περιοχής μεταφέρθηκε στην πρωτεύουσα του
νησιού, Αιάκειο, όπου φιλοξενήθηκαν σε γενοβέζικα σπίτια και στην Παόμια
έμειναν 90 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων και των κληρικών, έτοιμοι να
αντιμετωπίσουν την επίθεση των επαναστατών.
Το Πάσχα του 1731 οι Κορσικανοί επιτέθηκαν και οι Μανιάτες οχυρώθηκαν σε ένα κοντινό, παράκτιο φρούριο. Αντιστάθηκαν σθεναρά όλη την Μεγάλη Εβδομάδα,
εναντίον 5.000 Κορσικανών, που είχαν πολλές απώλειες κατά την
πολιορκία. Λόγω κακοκαιρίας, οι πολιορκημένοι δεν μπορούσαν να
περιμένουν βοήθεια από τα γενοβέζικα πλοία. Πήραν, λοιπόν, τη γενναία απόφαση να επιχειρήσουν μιαν έξοδο και με την αντεπίθεση τους αυτή να σωθούν ή να πεθάνουν. Η αριθμητική υπεροχή των πολιορκητών δεν τους φόβισε.
Το Μεγάλο Σάββατο όρμησαν έξω από την πύλη του φρουρίου με αρχηγό το Θεόδωρο Στεφανόπουλο,
πυροβολώντας και κρατώντας για σημαία τους το λάβαρο της Παναγίας. Οι
Κορσικανοί τράπηκαν σε άτακτη φυγή και οι Μανιάτες βρήκαν καταφύγιο στην
πρωτεύουσα, όπου είχαν ενθουσιώδη υποδοχή. Αφιονισμένοι από την ατιμωτική ήττα, οι επαναστάτες κατέστρεψαν συθέμελα τα ελληνικά χωριά της Παόμια. Έτσι, οι Μανιάτες ξεριζώθηκαν για ακόμη μια φορά.
Τα χρόνια της δοκιμασίας στο Αιάκειο
Οι Γενοβέζοι παραχώρησαν στους Μανιάτες σπίτια στο Αιάκειο για να
εγκατασταθούν και γη για να καλλιεργούν. Τους δόθηκε αποζημίωση για τις
χαμένες τους περιουσίες στην Παόμια, αλλά με την υποχρέωση να αναλάβουν
την πολιτοφυλακή της πόλης. Φαίνεται πως την υπηρεσία αυτή την ανέλαβαν
οι πρόσφυγες απρόθυμα και σχεδόν εκβιαστικά. Για την υπηρεσία τους αυτή
πληρώνονταν, πάντως. Τους παραχωρήθηκε και η εκκλησία Madonna del
Carmine για να εξασκούν τη θρησκεία τους.
Το πρώτο τους μέλημα μετά την εγκατάσταση τους ήταν να αφιερώσουν στη
νέα τους εκκλησία μια εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας ως
ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία τους.
Στο κάτω μέρος της εικόνας παριστάνονταν μια ένοπλα φρουρά εφτά
Μανιατών, ντυμένων με τις παραδοσιακές τους φορεσιές. Η εικόνα βρίσκεται
σε αυτή την εκκλησία ως και τις μέρες μας.
Έτσι, οι Μανιάτες βρέθηκαν να ξεκινούν για άλλη μια φορά από την
αρχή. Ζώντας στην πρωτεύουσα πια, ήταν αναγκασμένοι αυτή τη φορά να
βρίσκονται σε καθημερινή επαφή με το ντόπιο πληθυσμό. Η κοινή γλώσσα, η
θρησκεία, τα κοινά ήθη και έθιμα και η παράδοση του ελληνικού
πολιτισμού, που ακόμη κουβαλούσαν μέσα τους, τους ένωναν μεταξύ τους. Η
κοινότητά τους παρέμενε κλειστή. Τα μέλη της ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα
μεταξύ τους με τις μνήμες της παλιάς πατρίδας , αλλά και της οδύσσειας
που είχαν περάσει όλοι μαζί. Απολάμβαναν τα προνόμια που τους είχαν
παραχωρηθεί από τους Γενοβέζους και δεν ένιωθαν πιεσμένοι να αφομοιωθούν
από το ντόπιο πληθυσμό. Οι επιγαμίες ήταν ελάχιστες.
Η καθολική εκκλησία έβρισκε προκλητική την ύπαρξη αυτής της ουσιαστικά
ορθόδοξης κοινότητας στην πρωτεύουσα της Κορσικής και διαμαρτυρήθηκε
προς τις αρμόδιες αρχές. Η Γένοβα περιορίστηκε να απαντήσει στις πιέσεις
ενημερώνοντας πως « θα προτιμούσε να χάσει 10.000 Κορσικανούς, παρά να
στερηθεί την πολύτιμη αυτή κοινότητα». Αν ο Πάπας ήθελε να πιέσει τους
Μανιάτες να προσηλυτιστούν στον Καθολικισμό θα έπρεπε να το επιτύχει
μόνος του.
Η ζωή των Μανιατών στο Αιάκειο, όμως, ήταν ταραχώδης. Η επιθυμία
τους να γυρίσουν ξανά στις παλιές τους ασχολίες και κυρίως στην
καλλιέργεια της γης συναντούσε μεγάλα εμπόδια. Είχαν γίνει το επίκεντρο
του μίσους των Κορσικανών, λόγω της υπηρεσίας τους στη πολιτοφυλακή, της
άρνησής τους να συμπαραταχθούν με τους επαναστάτες και να αποδεχτούν
ουσιαστικά τον Καθολικισμό. Η άρνηση του Γεώργιου Στεφανόπουλου, αρχηγού
των Μανιατών, να δωροδοκηθεί από τον αρχηγό των επαναστατών Παολί, για
να παραδώσει το φρούριο του Αιάκειου, δυνάμωσε αυτό το μίσος. Ακόμη, οι
ντόπιοι τους ζήλευαν για την εργατικότητα που επεδείκνυαν και για την
επιτυχία τους στην καλλιέργεια της γης.
Οι επιθέσεις στα σπίτια και τα κτήματα των Μανιατών ήταν πολύ συχνές
και οι άποικοι ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται σε διαρκή επαγρύπνηση.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, άρχισαν να μην φορούν πια τα παραδοσιακά
τους ρούχα σε μια προσπάθεια να μην δίνουν στόχο. Πολλές οικογένειες δεν
άντεξαν αυτή την αδιάκοπη πάλη και μετανάστευσαν σε άλλα μέρη της
Μεσογείου, επιζητώντας μιαν ήσυχη ζωή. Πολλές ήταν και οι απώλειες από
την πλευρά των Μανιατών σε ανθρώπινες ζωές. Ο πληθυσμός τους μέσα σε 33
χρόνια είχε μειωθεί κατά το ήμισυ και αριθμούσε 428 ψυχές.
Αξιοσημείωτη για τα χρόνια αυτά ήταν η πολύ στενή, φιλική σχέση που
ανέπτυξε η οικογένεια των Στεφανόπουλων με την οικογένεια του Ναπολέοντα
Βοναπάρτη. Η πρώτη πραγματεία, που έγραψε μάλιστα εκείνος ήταν « περί
της αγωγής των νεαρών Μανιατών», καθώς ήταν εντυπωσιασμένος από το
σπαρτιατικό τρόπο ζωής των φίλων του.
Η δύσκολη αυτή ζωή στην πρωτεύουσα της Κορσικής κράτησε 44 χρόνια.
Η οριστική εγκατάσταση στο Κάργκεζε
Το 1768 οι Γενοβέζοι κουρασμένοι από τη διαρκή αντιπαράθεση με τους
επαναστάτες Κορσικανούς, πούλησαν το νησί στους Γάλλους. Οι νέοι
κυρίαρχοι διόρισαν διοικητή της Κορσικής τον κόμη Μαρμπέφ, ο οποίος
εκτιμούσε ιδιαίτερα τους Έλληνες. Αντιλήφθηκε την ανάγκη της μόνιμης
εγκατάστασης των Μανιατών σε άλλη περιοχή.
Σε συνεργασία με τους Μανιάτες, αποφασίστηκε η ίδρυση ενός οικισμού σε
ένα παραθαλάσσιο μέρος στη δυτική ακτή του νησιού, πενήντα χιλιόμετρα
από το Αιάκειο. Ο οικισμός ονομάστηκε αρχικά Μαρμπέφ, προς τιμή του
Γάλλου κόμη, αλλά γρήγορα μετονομάστηκε σε Καργκέζε.
Χτίστηκε αμφιθεατρικά, 250 μέτρα μακριά από τη θάλασσα και ήταν ο πρώτος
που χτίστηκε στην Κορσική βάση σχεδίου. Προβλεπόταν το χτίσιμο 120
σπιτιών, ενώ σε κάθε οικογένεια δόθηκε γη για καλλιέργεια. Δύο
από τα σπίτια χρησιμοποιήθηκαν ως εκκλησίες. Χτίστηκε ακόμη μια έπαυλη
για τον κόμη Μαρμπέφ, ένα μικρό νοσοκομείο, καθώς και ένας στρατώνας για
τα γαλλικά στρατεύματα.
Το 1775 εγκαταστάθηκαν επιτέλους στη περιοχή, που θα ήταν από κει και
πέρα η νέα τους πατρίδα.
Το ήπιο κλίμα του τόπου στάθηκε βοηθός στην προσπάθεια τους να
ξεκινήσουν ξανά για τρίτη φορά. Ασχολήθηκαν και πάλι με την καλλιέργεια
της γης, την εκτροφή παντός είδους ζώων, το κυνήγι και την αλιεία.
Όπου και αν είχαν πάει οι Έλληνες έφερναν μαζί τους την προκοπή και
την ευημερία. Μέσα σε είκοσι χρόνια το Καργκέζε είχε αναδειχτεί σε έναν
τόπο ειδυλλιακό, ονομαστό σε όλη την Κορσική. Οι κάτοικοί του
επιδίδονταν στις καθημερινές τους ασχολίες, που κατά βάση ήταν γεωργικές
και όλοι μαζί σχημάτιζαν και πάλι μια κοινότητα αυτάρκη και κλειστή.
Έτσι, έγιναν εκ νέου το αντικείμενο του φθόνου των ντόπιων.
Το 1795 οι κάτοικοι των διπλανών χωριών επιτέθηκαν και άρχισαν να
πυρπολούν τα σπίτια του χωριού. Πάντοτε σε εγρήγορση οι Μανιάτες
κατάφεραν να διαφύγουν με τις βάρκες και τα πλοιάριά προς την
πρωτεύουσα του νησιού. Επέστρεψαν μερικές μέρες αργότερα με τη βοήθεια
γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων για να βρουν το χωριό τους λεηλατημένο
και τριάντα δύο από τα σπίτια πυρπολημένα. Ανάμεσα στα καμένα οικήματα
ήταν η έπαυλη Μαρμπέφ, ο στρατώνας και το νοσοκομείο. Οι σκληροτράχηλοι
Οδυσσείς βάλθηκαν να χτίσουν από την αρχή ό,τι είχε καταστραφεί και να
συνεχίσουν τη ζωή τους. Δεν υπήρχε γι’ αυτούς δρόμος γυρισμού. Σε αυτό
το χωριό έπρεπε να ριζώσουν. Οι επιθέσεις από τους γηγενείς
συνεχίστηκαν και κατά την περίοδο 1814 με 1830, αλλά χωρίς τύχη, αφού
πάντα απωθούνταν από τους Μανιάτες.
Μετά το 1830 οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων άρχισαν να εξομαλύνονται.
Πολλοί Κορσικανοί διάλεγαν το Καργκέζε ως τόπο διαμονής και το χωριό
άνοιγε δειλά τις πόρτες του στον έξω κόσμο. Εκείνη την εποχή αυξήθηκαν
και οι επιγαμίες. Καταλυτικό ρόλο έπαιξε και η απόφαση της Γαλλίας να
επιβάλλει πια τη γαλλική συνείδηση στους πληθυσμούς του νησιού. Αυτό
επιτεύχθηκε μέσω της εκπαίδευσης στα σχολεία, αλλά και της επιβολής της
υποχρεωτικής επιμόρφωσης των ιερέων σε καθολικές σχολές.
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα οι Μανιάτες ήταν πια Κορσικανοί. Ακόμη
και σήμερα όμως απαντούν σε ταξιδιώτες που τους ρωτούν σχετικά: « Και
τι που δεν μιλάμε πια Ελληνικά; Όλοι εδώ ξέρουμε τι αίμα τρέχει στις
φλέβες μας».
Αυτή η φούχτα προσφύγων κατάφεραν κάτι μοναδικό για τον καιρό τους.
Πιεσμένοι από τις συνθήκες ζωής στο γενέθλιο τόπο τους αναγκάστηκαν να
αναχωρήσουν προς αναζήτηση μια καλύτερης τύχης. Μετανάστευσαν σε μια
ξένη γη στο έλεος μιας κραταιής δύναμης, που τους μετέτρεψε σε όργανα
της στον τόπο που τους παραχώρησε. Στα νέα τους χώματα συνάντησαν έναν
λαό εξίσου σκληροτράχηλο και ετοιμοπόλεμο με τους ίδιους και άλλη λύση
δεν βρήκαν από το να σταθούν απέναντί του. Μπλεγμένοι στα δίχτυα της
ιστορικής αυτής ειρωνείας, κατάφεραν για ένα εκπληκτικά μεγάλο χρονικό
διάστημα να υπερασπίσουν τον χαρακτήρα της κοινότητάς τους, αλλά,
παράλληλα, να προκόψουν και να απλώσουν τις ρίζες τους στη νέα πατρίδα.
Θα ήταν αφελές να υποστηρίξουμε εδώ τη θεωρία του καλού και του κακού.
Οι μεν ήρθαν στην Κορσική καταδιωγμένοι από τον τόπο τους και έκαναν ότι
χρειάστηκε για να επιζήσουν και οι δε, φλεγόμενοι από τον πόθο για
ελευθερία και ανεξαρτησία, αντιμετώπισαν τους ξένους ως όργανα των
κατακτητών. Αναμετρήθηκαν για πολύ καιρό οι δυο τους , πριν οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες τούς επιτρέψουν να δώσουν τα χέρια.
Στη μακρά επιβίωση της ελληνικής κοινότητας στον ξένο τόπο σίγουρα
έπαιξαν ρόλο πολλοί παράγοντες.
Το δυσπρόσιτο της περιοχής της Παόμια, που πρωτο-εγκαταστάθηκαν οι
άποικοι ήταν η πρώτη αιτία που βοήθησε στην πληθυσμιακή συνοχή της
κοινότητας και στη διατήρηση της ταυτότητάς της.
Η συνεργασία με μια κραταιά δύναμη, τη Γένοβα στην αρχή και τη Γαλλία
στη συνέχεια, στάθηκε καταλυτική. Ιδίως τα πρώτα χρόνια της
εγκατάστασης, η υποστήριξη που έλαβαν οι άποικοι από τους Γενοβέζους
ήταν υψίστης σημασίας. Η δημοκρατία της Γένοβας δεν αποτελούσε εθνικό
κράτος και δεν είχε να επιβάλλει καμιά εθνική συνείδηση και ως εκ τούτου
δεν ενοχλούνταν από την επιθυμία των Μανιατών να διατηρήσουν τη δική
τους. Επειδή μάλιστα είχε την πρόθεση να χρησιμοποιήσει τους αποίκους
για να τιθασεύσει τους ντόπιους, στάθηκε απρόθυμη συνεργάτιδα της
Καθολικής Εκκλησίας, που αποσκοπούσε εις μάτην στον πλήρη εκ-καθολικισμό
της κοινότητας.
Οι Έλληνες ιερείς από την μεριά τους είχαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη
διατήρηση της εθνικής ταυτότητας των Μανιατών αποίκων. Από τους
πρώτους, που ακολούθησαν τον Επίσκοπο Παρθένιο στο ταξίδι της
μετοικεσίας ως τους μεταγενέστερους, όλοι στάθηκαν στυλοβάτες της
κοινότητάς τους. Ούτε για μια στιγμή και σε καμιά εκδήλωση της
καθημερινής ζωής δεν ξεχώρισαν τους εαυτούς τους από τους υπόλοιπους.
Εργάζονταν το ίδιο σκληρά με τους άλλους και, όταν χρειαζόταν πολεμούσαν
στις ίδιες επάλξεις με τους συμπατριώτες τους. Με τις νουθεσίες και τα
κηρύγματά τους κρατούσαν ζωντανές τις μνήμες και τις παραδόσεις της
παλιάς πατρίδας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι θρησκευτικοί
ύμνοι και τα θρησκευτικά τραγούδια είναι αυτά που διατηρήθηκαν ζωντανά
περισσότερο μέσα στην κοινότητα.
Ως και το 1934 τραγουδιούνταν τα Κάλαντα των Χριστουγέννων και της
Πρωτοχρονιάς, ενώ το τραγούδι του Λαζάρου τραγουδιόταν το Σάββατο πριν
την Πασχαλιά στους δρόμους του Καργκέζε ως το 1959, όταν πια ελάχιστοι
από τους κατοίκους του ήξεραν την ελληνική γλώσσα. Όταν οι Γάλλοι στα
μέσα του 19ου αιώνα , θέλοντας να επιβάλλουν τη γαλλική συνείδηση,
επέβαλλαν στους Έλληνες ιερείς να μορφώνονται στη Ρώμη, ήρθε και η
στιγμή που οι άποικοι άρχισαν να αφομοιώνονται από το ντόπιο πληθυσμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου