Σήμερα 15-7-2017 παρασκευάσαμε σαπούνι, χρησιμοποιώντας λάδι, αλόη, αρμπαρόριζα,βασιλικό και μελισσοκέρι. σε δύο ξεχωριστά δοχεία. Αναλογία 6 : 6 : 1 = νερό : λάδι : ποτάσσα, 10 φύλλα αλόης κομμένα κατά μήκος για να διαλυθεί ο ζελές της και 20 φύλλα αρμπαρόριζας. Διαλύουμε πρώτα την ποτάσσα στο νερό αναδεύοντας, η θερμοκρασία ανεβαίνει, γιατί η αντίδραση είναι εξώθερμη, και μετά ρίχνουμε το λάδι αναδεύοντας. Στην όλη διαδικασία φοράμε γάντια και γυαλιά ,γιατί η ποτάσσα είναι καυστική.
Μετά από 1 ώρα ανακάτεμα, πήζει το μείγμα γιατί γίνεται η σαπωνοποίηση, το βάζουμε σε καλούπια, και ωριμάζει σε 40 ημέρες.
ΣΑΠΟΥΝΙΑ
Γενικά. Ο λαός μας λέει την παροιμία «Η
καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά». Το νερό και το σαπούνι χαρίζουν στον άνθρωπο
την καθαριότητα, την καλή εμφάνιση και γενικά το υγιεινό άμεσο περιβάλλον του.
A.
Χημική
σύσταση και παρασκευή των σαπουνιών.
Σαπούνια (ή σάπωνες) ονομάζονται τα
άλατα με Na ή K των ανώτερων μονοκαρβονικών οξέων και κυρίως του παλμιτικού, του στεατικού και του ελαϊκού οξέος.
Τα σαπούνια διακρίνονται σε σκληρά
σαπούνια και μαλακά. Τα σκληρά σαπούνια είναι τα άλατα με νάτριο των οξέων που
αναφέραμε πιο πάνω. Παρασκευάζονται με αλκαλική υδρόλυση (σαπωνοποίηση) λιπών
και ελαίων με την ακόλουθη διαδικασία:
Μέσα σε μεγάλες ανοιχτές δεξαμενές θερμαίνεται
διάλυμα NaOH με
κάποια φτηνή λιπαρή ύλη (σπορέλαιο, πυρηνέλαιο κτλ.), οπότε γίνεται υδρόλυση
(σαπωνοποίηση) των γλυκεριδίων και προκύπτουν τα σαπούνια και η γλυκερίνη:
Αφού
τελειώσει η σαπωνοποίηση, προσθέτουν NaCl κι
έτσι όλο το σαπούνι ανεβαίνει στην επιφάνεια του υγρού μίγματος. Το φαινόμενο
αυτό λέγεται εξαλάτωση. Στη συνέχεια το σαπούνι συγκεντρώνεται, πλένεται με
νερό και τοποθετείται σε ειδικά καλούπια. Τα αρωματικά και τα χρωματιστά
σαπούνια γίνονται από τα κοινά (σκληρά) σαπούνια με προσθήκη αρωμάτων και
χρωμάτων. Τα πράσινα σαπούνια που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για το πλύσιμο
των ρούχων, έχουν γίνει από πυρηνέλαιο που περιέχει την πράσινη χρωστική
χλωροφύλλη.
Από τα απόνερα της σαπωνοποιίας παραλαμβάνεται
η γλυκερίνη με κλασματική απόσταξη. Τα μαλακά (ή φαρμακευτικά) σαπούνια είναι
τα άλατα με κάλιο (RCOOK) του
παλμιτικού, στεατικού και ελαϊκού οξέος. Παρασκευάζονται με επίδραση KOH σε έλαια ή λίπη. Δε διαχωρίζονται από
τη γλυκερίνη και χρησιμοποιούνται με τη μορφή πολτού στη φαρμακευτική και την
κλωστοϋφαντουργία. Σήμερα ο άνθρωπος έχει στη διάθεσή του το σαπούνι σε κάθε
μορφή (στερεό, σκόνη, υγρό), ώστε να εξυπηρετείται παντού.
B.
Απορρυπαντική
δράση των σαπουνιών.
Όπως ξέρουμε όλοι μας, η σαπουνάδα διώχνει
από τα ρούχα τους λιπαρούς λεκέδες (ρύπους) και τα καθαρίζει τέλεια. Η
απορρυπαντική αυτή δράση του σαπουνιού εξηγείται ως εξής: Κάθε άλας RCOONa των ανώτερων οξέων παλμιτικού,
στεατικού και ελαϊκού αποτελείται από δύο τμήματα: Από μια υδρόφιλη ομάδα (COONa) που διαλύεται στο νερό και από μια
λιπόφιλη ομάδα (R-) που
διαλύεται στο λίπος και είναι αδιάλυτη στο νερό. Το λιπόφιλο τμήμα (R-) βυθίζεται στο λίπος και το υδρόφιλο
στο νερό που βρίσκεται γύρω από το λιπαρό λεκέ. Έτσι η μεγάλη σταγόνα λίπους
κόβεται σε μικρότερα κομμάτια και τελικά σε μικροσκοπικές σταγόνες λίπους που
διασκορπίζονται μέσα στο νερό και δημιουργούν γαλάκτωμα. Στη συνέχεια το
γαλάκτωμα αυτό απομακρύνεται από τα ρούχα με άφθονο νερό (ξέπλυμα ή ξέβγαλμα).
Μειονεκτήματα των σαπουνιών. Τα σαπούνια
είναι πολύ καλά απορρυπαντικά μέσα. Παρουσιάζουν όμως τα εξής μειονεκτήματα:
1)
Δεν
ενεργούν σε «σκληρό» νερό, δηλαδή σε νερό που περιέχει πολλά άλατα ασβεστίου
και μαγνησίου. Στο νερό αυτό «κόβει» η σαπουνάδα, δηλαδή σχηματίζεται ένα λευκό
αδιάλυτο σώμα από άλατα των οργανικών οξέων με Ca ή Mg.
2)
Δεν
ενεργούν σε όξινο περιβάλλον.
3)
Έχουν
αρκετά μεγάλο κόστος, αφού παρασκευάζονται από λιπαρές ύλες που μπορούν να
χρησιμοποιηθούν και ως τρόφιμα των ανθρώπων.
4)
Δεν
ενεργούν σε θαλασσινό νερό που περιέχει NaCl.
5)
Έχουν
βασική αντίδραση.
ΣΑΠΩΝΟΠΟΙΙΑ –ΠΥΡΗΝΕΛΑΙΟΥΡΓΙΑ – ΡΑΦΙΝΑΡΙΑ
Σαπωνοποιία׃Μέχρι και σήμερα σε πολλές
περιοχές το σαπούνι κατασκευάζεται από την νοικοκυρά στο σπίτι. Χρησιμοποιούν
το κατακάθι του λαδιού ( μούργα) και τα τηγανόλαδα, νερό, καυστική ποτάσα
(σπίρτο) και αλάτι. Τα πρώτα βιοτεχνικά σαπωνοποιεία ιδρύονται μετά την
απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους. Έχουν οικογενειακό χαρακτήρα και
απασχολούν ελάχιστο προσωπικό. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα αρχίζει η
βιομηχανοποίησή τους. Η εκμηχάνιση, βέβαια, εφαρμόζεται μόνο στα σαπουνοκάζανα
για την θέρμανση του σαπουνιού, στις μηχανικές πρέσες για το σφράγισμά του και
στους αναδευτήρες, όπου γινόταν η πρόσμειξή του με διάφορες αρωματικές ουσίες.
Η στερεοποίηση των σαπουνιών γίνεται στο ξηραντήριο, όπου άδειαζαν το καζάνι
και έχυναν την ρευστή μάζα σε ξύλινο πάτωμα ή σε ξύλινα κιβώτια για να κρυώσει.
Πυρηνελαιουργία-ραφιναρία׃
Κατά το 19ο αιώνα αναπτύσεται παράλληλα και η πυρηνελαιουργία, η οποία επιτρέπει
την εξαγωγή από τα κατάλοιπα της ελιάς (ελαιοπυρήνες) του πυρηνόξυλου (πυρήνα),
που αποτελεί καύσιμη ύλη, και του πυρηνέλαιου, πρώτης ύλης για την ραφιναρία
και την σαπουνοποιία. Στη ραφιναρία το ακατέργαστο πυρηνέλαιο μετατρέπεται σε
εξευγενισμένο λάδι (ραφινέ). Υποπροιόν
της ραφιναρίας είναι η σαπουνόπαστα, η οποία χρησιμοποιείται για την
παραγωγή σαπουνιού με χαμηλό κόστος.
Μια ξεχασμένη γραφή μιλάει για το λάδι
Κατά
την πρώιμη εποχή του χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.) αρχίζει η εκμετάλλευση της
ήμερης ελιάς. Δεν γνωρίζουμε από ποια περιοχή
ξεκίνησε η ελαιοκαλλιέργεια, αλλά μπορούμε να εικάσουμε ότι η Κρήτη
προηγήθηκε. Το εύκρατο κλίμα και η γεωμορφολογία του εδάφους, σε συνδυασμό με
την κοινωνικοοικονομική εξέλιξη των ανακτορικών κέντρων του νησιού και την
ταχεία ανάπτυξη του γεωργικού τομέα, παράλληλα με τις εμπορικές επαφές των
Κρητών με τους πολιτισμούς της Ανατολικής Μεσογείου, περιοχή όπου η συστηματική
ελαιοκαλλιέργεια είχε προηγηθεί, αποτελούν παράγοντες που ενισχύουν την άποψη
αυτή.
Η καλλιέργεια της ελιάς και η εκμετάλλευση των
προϊόντων της θα αποκτήσει γρήγορα ξεχωριστή θέση στην καθημερινή ζωή και την
οικονομία όχι μόνο της μινωικής Κρήτης, αλλά και της μυκηναικής Ελλάδας,
ιδιαίτερα κατά την Υστεροελλαδική περίοδο (1450-1100π.Χ.), όπως στοιχειοθετείται
μέσα από τις πινακίδες Γραμμικής Β γραφής που βρέθηκαν στην Κνωσό και την Πύλο,
από τις ελαιοτεχνικές εγκαταστάσεις που εντοπίστηκαν και από τα αποθηκευτικά
αγγεία (ψευδόστομοι αμφορείς και πίθοι) που διασώθηκαν στις αποθήκες των
μεγάλων ανακτορικών κέντρων, καθώς και σε ναυάγια της εποχής εκείνης. Μέσα από
τις μαρτυρίες αυτές, και κυρίως από τις γραπτές πηγές , αντλούμε πληροφορίες
για την παραγωγή του λαδιού και το εμπόριό του, για τις ποσότητες που εισρέουν
στις ανακτορικές αποθήκες, αποστέλλονται σε διάφορους τόπους, εργαστήρια, ιερά, και θεότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου