Γευτήκαμε την κάθε εποχή, τα βιολογικά
προϊόντα της μάνας γης, χωρίς ορμόνες, φυτοφάρμακα και λιπάσματα, αλλά μόνο με
τη χρήση της χωνεμένης κοπριάς των ζώων, το γλυκορίζι, ή
γλυκόριζα τους βολβούς, τα σπαράγγια, τα φρούτα, τα μανιτάρια , τα άγρια χόρτα, τα
πουλιά, τα ψάρια, τις γευστικές και νόστιμες κόκκινες αγκαθωτές μενίδες και
γκαστρούδες του βάλτου, τα χέλια, τα καβούρια, και ξεδιψάγαμε από τα
κρυστάλλινα και γάργαρα νερά του ποταμού και των ρεμάτων των
χωριών της περιοχής μας που δεν είχαν φυτοφάρμακα,
νιτρικά και μικρόβια.
To ποτάμι Μαυροζούμενα ήταν το δεύτερο σπίτι μας το καλοκαίρι.
Μπάνιο κυρίως στη λίμνη του Μύλου με αδαμιαία περιβολή, παιχνίδια, ψάρεμα, και
ομαδικό γιουρούσι στα Ποτιστικά ,για φρούτα εποχής, πολλές φορές με τίμημα
τραυματισμού και ξυλοδαρμού από ιδιοκτήτες και αγροφύλακες. Το καλοκαίρι επίσης
την τιμητική τους είχαν οι ψάθινες, καλαμένιες ή από
καναβάτσο καλύβες και τσαρδάκια, πάνω στα
δέντρα ή το χώμα και τα αγροτόσπιτα, έσφυζαν από ζωή με
την παρουσία ζώων και ανθρώπων που κοιμόμασταν δίπλα τους. Μέναμε
στα Ποτιστικά, στο Παρασπόρι,
Κάμπο, στις Γανιές δίπλα
στο ποτάμι, εκτρέφοντας διάφορα ζώα και καλλιεργώντας μποστανικά και λαχανικά.
Στον κάμπο είχαμε τα ρύζια και ντομάτες, στα συκοπερίβολα μαζεύαμε
τα σύκα και τα λιάζαμε πάνω στα καλαμωτά. Στα αμπέλια και σταφίδες κάθε βράδυ
οι παρέες διασκέδαζαν στα αλώνια και φύλαγαν την περιουσία τους από
τυχόν κλέφτες. Το χωριό άδειαζε τελείως από ανθρώπους. Δε
θα ξεχάσουμε τη διώροφη καλύβα, πάνω σε μια θεόρατη μελισσομουργιά που είχε
φτιάσει η γιαγιά μου Αλεζαγού, στις Γανιές, που την παρέσυρε μια
κατεβασιά ή «αυγατισιά» του ποταμού, το 1955, αλλά η μουριά ήταν
γαντζωμένη στις ρίζες της, ζητώντας βοήθεια, για να σηκωθεί, που δυστυχώς δεν
έγινε. Από τότε φύγαμε, από τις Γανιές και μέναμε τα
καλοκαίρια στού Τσαγκάρη
τη βρύση, γιατί
εκεί ήταν τα συκοπερίβολα, η σταφίδα, οι εφτά βρύσες, η ξελότζα, το
μικρό σπιτάκι, οι αχλαδιές, μηλιές, φράουλες και οπωροφόρα δένδρα Υπάρχει ακόμη
το αγροτόσπιτο που μέναμε και η ξελότζα που εκτρέφαμε διάφορα ζώα,
αλλά οι εφτά βρύσες που έβγαζαν νερό, στέρεψαν, καθώς και τα διάφορα οπωροφόρα
δέντρα καταστράφηκαν από τις φωτιές του 1981 και 1991. Πιο πάνω από εκεί που
κατέληγαν οι πέντε δρόμοι προς τα μοναστήρια, καθολικό ή οικουμενικό και νέο, κάθε
δεκαπενταύγουστο, ο μπάρμπας μου, ο Βαγγέλης Βάκρινος,
έφτιαχνε παράγκα πουλώντας παστέλια,
αναψυκτικά, τσαπελόσυκα, καρπούζια, νηστίσιμα φαγητά και
ανήμερα της Παναγίας πουλούσε γουρνοπούλα με τη συνεργασία άλλων και εμείς
βοηθάγαμε στα ώνια και προσέχαμε την πραμάτεια ,από επίδοξους κλέφτες με το
συνθηματικό της κατοχής «παπούτσια» .Εκεί ξαπόσταιναν και δροσίζονταν οι
προσκυνητές και αγωγιάτες , ερχόμενοι με τα πόδια ή τα ζώα τους μέσα από
καλντερίμια από τα γύρω χωριά. Καταστράφηκαν (εκτός από ένα μικρό κομμάτι μέσα
στο κτήμα του λαμπαινέου Οικονόμου Παντελή) και τη θέση τους πήρε η άσφαλτος.
Τα μικροθελήματα για λίγα στραγάλια,
καραμέλες ή λουκούμι, το φύλαγμα ζώων, ο κήπος, ο μπαξές, ο μανάβης τζαμπάζης
στα πανηγύρια, Μελιγαλά, Κυπαρισσίας,
Μεσσήνης , και
οι άγνωστες για την τωρινή εποχή μας δραστηριότητες του θερισμού
,αλωνίσματος, το κουβάλημα του άχυρου με τα χαράρια, αλέσματος στο μύλο,
τρυγητού, λινού, χαράκι των κλημάτων της σταφίδας με τα γόνατα στο χώμα,
μπρούμυτα ή ανάσκελα με τσιμπήματα από φίδια, σκορπιούς, και τα μάτια γεμάτα
σκόνη, θειάφι, γαλαζόπετρα, άπλωμα σταφίδας στα αλώνια όπου οι «γαιοκτήμονες»
είχαν τους εργάτες ηλιοβάρεμα-ηλιοβασίλεμα, σκάψιμο και λιομάζωμα.,
το κόψιμο του σανού με την κόσα και το μπάλιασμα σε αυτοσχέδιο μπαλιαστικό από
ξύλο ή καλάμι με τη χρήση του δικρανιού πιάνοντας φίδια ,πουλιά, χελώνες,
σκαντζοχέρια που φώλιαζαν τη νύχτα μέσα στο σανό, μας γέμιζαν
πλούσια συναισθήματα Η αγωνία όλης της οικογένειας ήταν ζωγραφισμένη στα
προσωπά τους στη διάρκεια της συγκομιδής , στην κάθε εποχή από τα απρόβλεπτα
καιρικά φαινόμενα τις τιμές και τη διάθεση των προϊόντων λέγοντας κάποιος στη
γυναίκα του από τη πώληση της σταφίδας ότι του έμεινε το φτυάρι και το κόσκινο
Το λιοτρίβι, το αλώνι, ο λινός, η άθληση, η υγιεινή διατροφή, το μόνο λίπασμα
στις καλλιέργειες ήταν η χωνεμένη κοπριά των ζώων, η γαλαζόπετρα , το θειάφι
και ο ασβέστης η παραγωγή αγνών προϊόντων χωρίς συντηρητικά, (Έψιλον τα λέμε τώρα), βελτιωτικά και
φυτοφάρμακα, η παντελής έλλειψη ασθενειών της εποχής μας,
αφού το μαγείρεμα γινόταν αργά στο παραγώνι με τη τσουκάλα πάνω στη
σιδεροστιά και από κάτω η φωτιά με ξύλα μαζεμένα από
ελιές, πουρνάρια, μουριές, ομόρφαιναν τη ζωή μας. Τώρα υπάρχουν
τα ετοιματζίδικα στα φάστ φουντ, η χύτρα ταχύτητας , ο φούρνος
μικροκυμάτων και τα σούπερ μάρκετ είναι γεμάτα με προμαγειρεμένα
φαγητά. Χάθηκαν οι παλιές γεύσεις από δέντρα, φρούτα, λαχανικά και τα βότανα
που ήταν φυλαγμένα σε κάθε σπίτι πάνω στην τράβα δεν υπάρχουν ,γιατί πολλά
έχουν εξαφανιστεί από την αλόγιστη χρήση των φυτοφαρμάκων. Δεν
υπήρχαν πυρκαγιές, γιατί τα κτήματα δεν λόγγωναν ποτέ και
η προσωπική εργασία για όλα τα κοινωφελή έργα του χωριού
γινόταν χωρίς τίμημα. Το καλάμι ήταν για πολλές χρήσεις και μαζί με τη
λυγιά, το σχοίνο και την ιτιά ήταν υλικά καλαθοπλεκτικής
και τα προσέχαμε, γιατί ήταν χρηστικά και είχαμε οικονομικό όφελος. Δεν υπήρχαν
σκουπίδια και χωματερές, γιατί γινόταν η παραγανάλωση και ανακύκλωση επιτόπου.
Δυστυχώς οι κάθε λογής γυρολόγοι με το σύνθημα «όλα τα παλιά αγοράζω»,σίδερα και αλουμίνια, λήστεψαν τα ιερά
κειμήλια του κάθε σπιτιού, αγοράζοντας ή ανταλλάσσοντας με ευτελή προϊόντα ότι
πολύτιμο υπήρχε σε κάθε φτωχό νοικοκυριό και αυτό γινόταν
για καθαρά λόγους επιβίωσης.
Μια από τις
αγροτικές δραστηριότητες ήταν η συλλογή
τσαπελόσυκων, σε σχέση με τα λεγόμενα φαγουλάρικα. Αυτά λιάζονταν στα καλαμωτά
και μετά από διαλογή, τα καλά τα πηγαίναμε στο αποστειρωτήριο , στη
Λάμπαινα,και ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα τα κατέτασσαν σε 3
κατηγορίες. Τα απόσυκα τα χρησιμοποιούσαμε για τη διατροφή των ζώων. Σε κάθε
μεγάλο κτήμα υπήρχε και αγριοσυκιά, για να γίνεται η επικονίαση από το κουνούπι
πού έβγαινε από το άγριο σύκο και πήγαινε στο ήμερο. Αν δεν υπήρχε αγριοσυκιά
στο κτήμα, τότε μαζεύαμε αγρόσυκα, τα τρυπούσαμε με σουγλί ή πρόκα. Περνούσαμε
με βούρλο σε θηλιά δυο αγρόσυκα σε κάθε άκρη του βούρλου, και τα κρεμούσαμε
πάνω στις ήμερες συκιές. Αυτή η εργασία γινόταν πριν ξημερώσει, γιατί τα
κουνούπια μέχρι το πρωί παρέμεναν μέσα στο αγρόσυκο. Εμείς είχαμε
4 κτήματα από συκιές. Τώρα η τεχνική της επικονίασης γίνεται με
διαφορετικό τρόπο. Τρυπούν 4-8 σύκα σε σύρμα και δένουν το σύρμα στη συκιά ή τα
βάζουν σε μικρό δίχτυ και το δένουν στη συκιά. Παράλληλα εκεί αφήνει τα αυγά
του και πολλαπλασιάζεται. Οι τοποθεσίες τους ήταν στον άγιο
Βλάσση, Γανιές, Ξιφάρες, και Καραντάνη. Το μάζεμα γινόταν πρωί ή απόγευμα και
υπήρχε καταμερισμός εργασίας. Ο ένας τίναζε και οι άλλοι μάζευαν. Τα
τσαπελόσυκα ωριμάζουν μετά τις 15 Αυγούστου και όταν τα μαζεύαμε τα
λιάζαμε στον ήλιο, πάνω στα καλαμωτά, και τα γυρίζαμεμια δύο φορές, για να
ξεραθούν. Τώρα αντί για καλαμωτά έχουν δίκτυ ή νάιλον. Η Βαλύρα μέχρι την εποχή
του ’60 είχε μεγάλη παραγωγή από σύκα, σταφίδα και αμπέλι, και σταδιακά άρχισε
η μείωση και εξαφάνιση της παραγωγής των τσαπελόσυκων, και περιορισμός
παραγωγής της σταφίδας και αμπελιού. Γι’ αυτό και υπήρχε μητρώο παραγωγών σε
σύκα, σταφίδα, αμπέλι ,ελιές, για να εισπράττει η κοινότητα τον ανάλογο φόρο
από κάθε παραγωγό.
Τα σύκα αφού λιάζονταν στα καλαμωτά,
μετά τα διαλέγαμε και τα πολύ καλά τα αποστειρώναμε, βαζοντάς τα για λίγα λεπτά
στο καφτό νερό. Μετά τους βάζαμε χοντρό αλάτι, ρίγανη, φύλλα δάφνης και τα
αποθηκεύαμε σε καλάθια, κασόνια, ή σακούλια και τα τρώγαμε το
χειμώνα. Πολλές φορές τα ανοίγαμε και τα παραγεμίζαμε με αμύγδαλα ή καρύδια και
τα ψήναμε το χειμώνα στη θράκα, κάνοντας πλήρες γεύμα, με
σύκα, ψητά κυδώνια, αχλάδια χειμωνιάτικα, ρόδια και χυλό από
καλαμπόκι, στον οποίο βάζαμε πετμέζι, ή ζάχαρη με σουσάμι.
Ένα πρωινό μόνο εγώ και ο Σπύρος
Καρτερολιώτης, μέχρι τις 2 το μεσημέρι, στου Όπα (Βασίλη Καρτερολιώτη)
μαζέψαμε 50 κόφες σύκα. Η αμοιβή μας, ένα τάλιρο και για τους δυό μας. Η
εκμετάλλευση σε όλο της το μεγαλείο……..
Στο μπαξέ μας
είχαμε βαλοσυκιές, ασπροσυκιές , τσαπελοσυκιές, αχλαδιές, κυδωνιές,
μηλιές, μπουρνελιές, τζανεριές, μουσμουλιές ,λεμονιές, αμπέλι,
φράουλα, αετονύχι, αγροσυκιές, μουριές, φραγκοσυκιές και ότι περίσσευε το
πηγαίναμε στο τραίνο ή στην πλατεία και το πουλάγαμε. Ήταν πραγματικός παράδεισος,
ακόμη θυμάμαι τις θέσεις των δέντρων, και ήταν σε πλεονεκτική θέση , γιατί
ποτιζόταν από το αυλάκι από δύο μεριές.
Το
μοίρασμα στη χαρά, στη λύπη, στις αγροτικές εργασίες, στη δανεικαριά
σε ζώα και εργαλεία , έδιναν
σταθερότητα, αλληλεγγύη, ασφάλεια και κοινωνική
συνοχή, στην τοπική μας κοινωνία.
Ζήσαμε τη φύση, χορτάσαμε το παιχνίδι
ατομικό και ομαδικό, κάναμε διαγωνισμό στις μονές-διπλές κούνιες για το ποιος
θα φτάσει πιο ψηλά και όταν η τριχιά ήταν φθαρμένη είχαμε ατυχήματα.
Νιώσαμε τη ζεστασιά της ανθρωπιάς χωρίς να έχουμε
μεγάλες διαφορές και είμαστε ευτυχισμένοι. Ζούσαμε
τη σταθερότητα στη θέση με πίστη στον εαυτό μας, τους
ανθρώπους ,το Θεό το παρελθόν και μέλλον, την πληρότητα στη σχέση με
το συναίσθημα και το σεβασμό στις ιδέες, με τη λογική. Καθημερινά
είμαστε ευτυχισμένοι, γιατί κουβεντιάζαμε με τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους
και τη φύση . Εκπέμπαμε θετική ενέργεια και θετική σκέψη. Με τις
πέντε αισθήσεις βιώναμε πρωτόγνωρες εμπειρίες, φιλοσοφώντας το μεγαλείο της φύσης
και δημιουργώντας την έκτη αίσθηση με την υπέρβαση. Παρότι
φτωχοί, είμαστε πολύ πλούσιοι σε συναισθήματα, μοιραζόμαστε τα πάντα
και είμαστε αυτάρκεις . Η πραγματική επιθυμία για αληθινή
επικοινωνία, η ψυχική ανάγκη να μοιραστούμε τα πάντα με τους άλλους
, μας έδινε γνήσια πνευματική ευχαρίστηση και υπήρξε για μας μια
σταθερή πηγή χαράς. Το να νοιάζεται κάποιος για το τι γίνεται μέσα
μας, να μας επισημαίνουν τα ελαττώματα και αδυναμίες μας, ήταν για
μας τρόπος ζωής.
Στεριώναμε την πίστη
μας πως κάποτε όλα θ’ αλλάξουν. Εξασφαλίσαμε εργασία με οχτάωρο
από τους αγώνες της προηγούμενης γενιάς και τώρα στα παιδιά μας παραδίνουμε την
απασχόληση και ανεργία. Τώρα δυστυχώς το όνειρο
έσβησε. Ξεπεράσαμε τις στερήσεις της φτώχειας και
ανέχειας, μεγαλώσαμε, έχοντας παραπανίσια κιλά, λιγότερες
τρίχες και μυαλό στο κεφάλι, φώλιασε η κακία και ζήλια μέσα μας,
αδιαφορήσαμε, καταστρέψαμε και αφήσαμε να καταστραφούν ήθη,
έθιμα, περιβάλλον, πολιτιστική παράδοση και κληρονομιά, δεν δημιουργήσαμε
τίποτα, είμαστε του δήθεν
και του φαίνεσθε και όχι του είναι και του γίγνεσθαι ,επαναστάτες του βολέματος,
χάθηκαν οράματα, αξίες, ιδανικά, μπέσα και ομερτά, έχουμε σήμα κατατεθέν και
φετίχ το αυτοκίνητο, είμαστε άδειοι από συναισθήματα και συγκινήσεις, καταναλώσαμε,
καταναλωθήκαμε και κυρίως ξεχάσαμε. Τώρα δεν θυμόμαστε
τα μικρά ονόματα των παιδικών μας φίλων. Και αν διασταυρωθούμε στο
δρόμο δεν μιλά ο ένας στον άλλον, γιατί ο αρρωστημένος εγωισμός δεν επιτρέπει την ταπεινότητα. Τα παιδικά μας χρόνια, «η εποχή της
αθωότητας», ήταν η μόνη γεύση
αιωνιότητας, γιατί δεν παρακολουθήσαμε τη ζωή μας, τη
ζήσαμε. Και το μόνο που μας απομένει είναι οι εμπειρίες ως ιδανικές
αισθήσεις ζωής και τελικά ως αναμνήσεις.
Οι φωτογραφίες ποτέ
δεν λένε ψέματα, λένε πάντοτε ολόκληρη την αλήθεια. Το
στιγμιαίο αποκαλύπτει “φώτα ολόφωτα”. Οι φωτογραφίες
αιχμαλωτίζουν το φευγαλέο και αφηγούνται πολύ περισσότερα απ’ όσα χωράνε. Οι
εικόνες προέρχονται από την πλούσια συλλογή του χωριού μας Βαλύρα
Μεσσηνίας, διοικητική έδρα του τέως Δήμου Ιθώμης,
τέως δήμου Δερρών, της τέως κοινότητας Βαλύρας, μιας
και τώρα διοικητικά υπαγόμεθα στο δήμο Μεσσήνης,
που το επέβαλλαν μερικοί εφαψίες της εξουσίας. Αιχμαλωτίζουν με το φως τους το
θεατή ενώ αρκετές φορές του προκαλούν δέος. Η πλούσια θεματογραφία προβάλλει
το χωριό μας Βαλύρα με πολύ χάρη και ο πλούτος των εικόνων
κάνει πιο έντονο τον «ειδικό φωτισμό». Η ιστορία του φωτορεπορτάζ αρχίζει
στα πρώτα χρόνια του 20ου
αιώνα.
Σήμερα
η παραδοσιακή ιστοριογραφία υποχωρεί μπροστά στην“Εικονογραφημένη Ιστορία”. Είναι
επιτακτική ανάγκη να ανακαλυφθούν και να μελετηθούν διεπιστημονικά –
πολυεπιστημονικά οι διαθέσιμες οπτικές πηγές ,ώστε ο συνδυασμός “φωτογραφίας
– λόγος” της «κληρονομιάς» να γίνει κτήμα καθενός,
που ενδιαφέρεται για την Αειφορο Ανάπτυξη της περιοχής μας.
Για όσους γεννηθήκανε και μοχθούμε σ’
αυτό τον τόπο η «ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ»αποτελεί Ουσιαστική Έκφραση του
Εθνικού μας Προσώπου. Γι’ αυτό η διάσωση και προβολή στο ιστορικό, κοινωνικό,
οικονομικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι, είναι υπόθεση όλων μας. Κάθε μέρα
πασχίζουμε για μια γνήσια ανθρώπινη ζωή και αισθανόμαστε δεμένοι πάντα με το
παρελθόν. Οι προγονικές μας ρίζες αποτελούν το πλαίσιο αυτής της ποιότητας
ζωής.
Μέσα από τις
φωτογραφίες ζουν οι μνήμες, οι χαρές, οι λύπες, ο κύκλος της ζωής,
οι δραστηριότητες των απλών ανθρώπων στο σχολείο, στην ταβέρνα, στο καφενείο,
στο χωράφι.
Είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε σε μια
ταραγμένη μεταβαλλόμενη ιστορική περίοδο και σε συνδυασμό με την
σχεδόν ανεξέλεγκτη ελευθερία των παιδικών μας χρόνων, είχαμε την ευκαιρία να
περπατήσουμε και να παρατηρήσουμε πράγματα, γεγονότα, καταστάσεις τα οποία
καταγράψαμε και συγκεντρώσαμε. Αυτό το πλούσιο πληροφοριακό
υλικό αποτελεί βασικό σημείο αναφοράς για μελέτη και
σύγκριση από ειδικούς επιστήμονες διεπιστημονικά και πολυεπιστημονικά.
Η ανάρτηση αυτή, μέσω των
φωτογραφιών, ανασύρει παραστάσεις-πληροφορίες και κώδικες επικοινωνίας
ενός χαμένου παραδείσου, που λεηλατήθηκε άγρια από τις μεγάλες
επιδρομές με την άναρχη ανάπτυξη των αστικών κέντρων και την
εγκατάλειψη της περιφέρειας. Έτσι η εγκατάλειψη των οικισμών και
χωριών έγινε δρόμος χωρίς επιστροφή στις ρίζες. Γι’ αυτό και
πληρώνουμε σήμερα όλοι το τίμημα.
ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΦΑΓΩΜΙΣΑ.ΟΙ 2 ΞΕΝΟΦΕΡΤΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΚΟΛΟΚΥΘΙΩΝ ΑΓΚΑΘΩΤΗ ΚΑΙ ΛΕΙΑ
ΟΙ 2 ΞΕΝΟΦΕΡΤΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΚΟΛΟΚΥΘΙΩΝ ΑΓΚΑΘΩΤΗ ΚΑΙ ΛΕΙΑ
ΜΑΡΟΥΛΙΑ-ΣΠΑΝΑΚΙ
ΚΡΕΜΜΥΔΙΑ
ΞΕΝΟΦΕΡΤΗ ΚΟΛΟΚΥΘΙΑ ΜΕ ΑΓΚΑΘΩΤΟ ΚΑΡΠΟ
ΦΥΤΩΡΙΟ
ΦΥΤΩΡΙΟ
ΦΑΣΚΟΜΗΛΙΑ
ΝΕΡΟΚΟΛΟΚΥΘΕΣ
ΧΟΝΡΟΛΙΑ
ΡΙΓΑΝΗ
Η ΛΕΙΑ ΞΕΝΟΦΕΡΤΗ ΚΟΛΟΚΥΘΙΑ
ΤΑ ΑΣΒΕΣΤΟΚΑΜΙΝΑ ΣΤΗ ΛΑΜΠΑΙΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου