Εψές, περπάτησε η Σελήνη. Ήμουν βολεμένος στο
κρεβάτι μου, αλλά αυτή η καταφερτζού με ξεσήκωσε. Πάνω αυτή, κάτω εγώ, με
έβγαλε στο δρόμο της αγοράς. Γεμάτος λακούβες ο δρόμος αλλά κάποτε θα τον
κάνουν άσφαλτο έτσι είπε ο Πρόεδρος αλλά πότε;
Εκεί στην αρχή, μπροστά- μπροστά το πεταλωτήριο
του Μήτσου του Τάρνα. Πετάλωνε ένα άλογο κάποιου Μπαλαίου. Απέναντι ο φούρνος
του Ρήγα και μυρωδιές από το άσπρο ψωμί. Αχ νάχα ένα πενηνταράκι να πάρω μισό
φρατζολάκι ψωμί... Λες και το κατάλαβε ο μπάρμπα Χρήστος.- έλα ρε ,πάρε μισό
φρατζολάκι. Έγινε όλος ο κόσμος δικός μου.
Ήταν εκεί ο Κάiζερ και έπαιζε πρέφα. Ο
Δημητράκης ο Τράκας τον πείραζε. Ο Χρήστος ο Μάρκος με τον δάσκαλο τον Πανούση
περίμεναν τον Τάρνα να παίξουν πινόκλι.
Ήταν και ο πατέρας μου εκεί. Καθόταν λίγο άβολα
στην καρέκλα γιατί δεν τον άφηναν οι άτιμοι οι ρευματισμοί. Στο ίδιο τραπέζι
καθόταν ο Μιχάλης ο Λιώτσης και ο γερο Γιαννούλης από του Μούστα.
Κανένας τους δεν έπινε καφέ. Το κατάλαβα, δεν
είχαν να πληρώσουν... ας ήταν δυνατό να μπορούσα να τους κεράσω εγώ. Όμως κι
εγώ δεν είχα....
Άσε τις συγκινήσεις και προχώρα, μου ψυθίρισε η
Σελήνη.
Ο Γιώργης ο Κουντούνης λαγοκοιμόταν στον πάγκο
του, όταν τον ξύπνησε μια φωνή.
-Εφημερίδεεεεες ακούστηκε από μακρυά η φωνή του
Κολινιάτη. Άφησε μια στο καφενείο, έδωσε στα κρυφά και μια ΑΥΓΗ στον Πέτρο τον
Μάμαλη και πήγε στα παραπέρα καφενεία.
Από απέναντι άλλη βραχνή φωνή ακούστηκε.
Πορτοκαλάκιαααα- μανταρινάκιααα φώναζε ο Μανίτσας και τραβούσε το γαιδουράκι
του φορτωμένο με δυο κόφες μαναβικά .
Περπάταγα στη μέση του δρόμου αγναντεύοντας την
κουκουναριά του Κριμπά. Άλλωστε τι να φοβηθώ ότι θα με πατήσει; Το λεωφορείο
αργεί να περάσει. Δεν περνάει τίποτα άλλο. .Μωρέ, είναι ωραίο το χωριό μου, ας
μην έχει ασφατοστρωμένο δρόμο, ας έχει λασπουριά και παλιόσπιτα. Μπορεί κάποια
μέρα αν είμαστε καλά να τα φιάξουμε.
Ο Τσιρο Μίμης μου χαμογέλασε μέσα από το ραφείο
του και προχώρησα.
Ο Μήτσος Πίκινος , ήταν πίσω από τον πάγκο του
μπακάλικου και έκοβε ένα κομμάτι χαλβά σε κάποιον που ψώνιζε. Ντρέπομαι να του
πω να μου δώσει τα τριμματάκια από τον χαλβά. Μεθαύριο όμως που θα πουλήσω στον
Πιερράκο το χαμολόι, τις ελιές που μάζεψα ,θα αγοράσω ένα μεγάλο κομμάτι για να
φάω μέχρι να σκάσω.
Άλλες ωραίες μυρωδιές παρακάτω, έβγαιναν από την
ταβέρνα του μπαρμπα Γιώργη του Κομίνη. Θα τηγάνιζε κανένα κεφτεδάκι και εγώ
πάντα πεινασμένος τις ανάσαινα βαθειά.
Ο κυρ Βασίλης ο Νιάρχος με κοίταξε και με
χαιρέτισε. Όλοι στο χωριό μου χαιρετούν όταν περνάς. Δεν κρατήθηκα και του είπα
το μυστικό μου.-- κυρ Βασίλη , τις ελιές που μάζεψα από το χτήμα σου δεν στις
έφερα όλες για να τις μοιράσουμε. Είχα μαζέψει σχεδόν ένα τσουβάλι και σου
έδειξα μόνο ένα καλάθι και εσύ μου είπες.’’κράτα τες όλες βρέ, να πάρεις
τετράδιο και μολύβι» νάσαι καλά κυρ Βασίλη, δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Κρυφοκύταξα μέσα στό ραφείο του Μάνου του
Μπαλντουμά, απέναντι στο άλλο καφενείο ο κυρ Αλέξης ο Κατσιμπάρος , ο Σούφης με
το ταξί του και εγώ τάχυνα το βήμα να πάω στο λιοτρίβι του Λυμπερόπουλου. Το
βαγονάκι που έχει μέσα για να μεταφέρουν τα τσουβάλια με τις ελιές είναι για
μένα ονειρεμένο παιχνίδι.
Ο Νίκος ο Τζαμουράνης ο μηχανικός του
λιοτριβιού, με αφήνει να παίζω. Λαδούσες, ασκιά, λιοκόκια ένα βουνό. Ψήνουν και
άσπρο ψωμί εκεί και το βουτούν στο λάδι οι εργάτες.
Κοντεύω να φτάσω στο τέλος της αγοράς. Ο μπάρμπα
Δήμος ο Τσίρος, σιδερώνει ένα κουστούμι και απέναντι ο Γιάννης ο Τσιγκάκης στο
μικρσκοπικό μπακαλικάκι μόνος του στη καρέκλα συλλογιέται.
Από το βάθος έρχεται ένα κάρο φορτωμένο ως επάνω
με σακκιά ελιές. Από το τραγούδι κατάλαβα, είναι ο καλοσυνάτος ο Βασίλης ο
Μπίνιος.- Γειά σου βρε μπάρμπα Βασίλη, νάσαι πάντα καλά. Έκανα απάνω το δρόμο
για την Αλλαγή. σε λίγο συνάντησα τον παπα Θανάση τον Τζώρτζη.
Ψηλός. Με την άσπρη γενειάδα, σεβάσμιος και λίγο
αυστηρός. ‘’ για έλα εδώ, γιατί δεν ήρθες στο Κατηχητικό; Με μάλωσε. Τι να του
απαντήσω τώρα; Ότι είχα πάει να στήσω δόκανα; Δεν θα γλύτωνα την σφαλιάρα.
Έσκυψα το κεφάλι και τράβηξα για την εκκλησία.
Τι γίνεται εκεί πέρα. Φωνές γέλια,τσακωμοί των
αγοριών ,άλλοι κλωτσάνε ένα πάνινο τόπι.
τα κορίτσια παίζουν καραβάνα και αμπάριζα, ότι
θέλεις βλέπεις και ακούς.
Μιά παρεϊτσα κάθεται λίγο παράμερα, θλιμένη και
αμίλητη.
Είναι ο Γιάννης ο Δημόπουλος –ο Κοκκινης- ο
Δημητράκης ο Πανούσης η Κατίνα του Ρερρέ και η συμμαθήτριά μου η Ανδριάνα του
Γοβάκη.
Αυτούς η Σελήνη τους φώτιζε λιγότερο.
Το κουδούνι.
Μαζεύτηκαν τα παιδιά να μπούν στο σχολείο. Πόσα
να είναι άραγε; 250; 300; .Ναι ξέρω, διευθυντής είναι ο δάσκαλος ο
Θεοδωρακόπουλος. Είναι εκεί και ο δάσκαλος ο Τζώρτζης , ο Τσιάλας,η Βασιλική με
το ποδήλατό της ,η Ισμήνη....
-Δάσκαλε, όσα μείνουν στην ίδια τάξη θα τους
δώσω εγώ απολυτήριο φώναξε ο Τσετσέκος. Θα τους αγοράζω και τα τσιντζίρια που
θα πιάνουν το καλοκαίρι.
Πέρασε και ο Αλκιβιάδης ο Κομίνης, ο καθηγητής,
χαιρέτισε τους δασκάλους και με γρήγορο βήμα έφυγε για τον Μελιγαλά.
Κάτι δυνατό με ταρακούνησε στην πλάτη. Ταρακούνησε
και την Σελήνη, κι΄ άρχισε να πέφτει φεγγαρόσκονη. Πολλή φεγγαρόσκονη. Σκέπασε
τα δέντρα, τις κεραμιδένιες στέγες των σπιτιών, έπεφτε στα μαλλιά των ανθρώπων,
άρχισε να σκεπάζει και τα πρόσωπά τους τόσο πολύ, που δεν μπορούσες να τους
ξεχωρίσεις. Έγιναν όλοι όμοιοι, φεγγαρόσχημοι φεγγαρόχρωμοι, φεγγαροφώτιστοι...
-Δημήτρη, ακόμη κοιμάσαι?-Βρε γυναίκα, γιατί δεν
με άφησες να τους συναντήσω όλους; Δάκρυσα.
Εψές περπάτησε η Σελήνη....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου