ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Δ.ΛΥΡΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ.
Διάφοροι λόγοι, όπως κόστος συντήρησης, μη αποδοχή κληρονομιάς, ασυμφωνία κληρονομικών, εγκατάλλειψη, αδιαφορία από ιδιοκτήτες και πολιτεία, πολλοί άλλοι διάφοροι λόγοι οδήγησαν ώστε ένα μεγάλο μέρος της να έχει καταστραφεί και εξαφανιστεί. Πολλά σπίτια είναι ετοιμόρροπα, άλλα είναι ερείπια, άλλα έχουν κατεδαφιστεί, και πολλά χρειάζονται επισκευή, για να διατηρηθεί αυτός ο πλούτος της σπάνιας αυτής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μας. Ο φωτογραφικός μου φακός, εδώ και 30 χρόνια, έχει αποτυπώσει στο πέρασμα του χρόνου την καταστροφή που γίνεται. Γι' αυτό έχουμε το πριν και το μετά, μπας και προβληματιστούν οι εκλεγμένες τοπικές αρχές, για να περισωθεί ότι είναι δυνατόν , από την πλούσια αρχιτεκτονική του χωριού μας.
Πολλά από τα οποία έχουν καταστραφεί στο παρελθόν, για διάφορους λόγους, ορισμένα παραμένουν ζωντανά στη μνήμη μας, μέσο των φωτογραφιών, τα οποία είχαμε φωτογραφίσει όταν ήταν όρθια στο διάβα του χρόνου, και για ορισμένα που έχουν εξαφανιστεί, δεν υπάρχουν φωτογραφίες.
Πολλά από τα οποία έχουν καταστραφεί στο παρελθόν, για διάφορους λόγους, ορισμένα παραμένουν ζωντανά στη μνήμη μας, μέσο των φωτογραφιών, τα οποία είχαμε φωτογραφίσει όταν ήταν όρθια στο διάβα του χρόνου, και για ορισμένα που έχουν εξαφανιστεί, δεν υπάρχουν φωτογραφίες.
Στην ανάρτηση αυτή παρουσιάζουμε το πριν και το μετά της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Βαλύρας, με φωτογραφικό υλικό από το αρχείο μου.
Οι επόμενες αναρτήσεις θα έχουν θέμα τις παραδοσιακές καμάρες που έχουν τα σπίτια της Βαλύρας και στη συνέχεια οι πέτρινες εξώπορτες των σπιτιών της Βαλύρας καθώς και ο τρόπος κατασκευή τους.
Μαστοροχώρια στην Πελοπόννησο τον 18ο και τον 19ο αιώνα υπήρχαν πολλά. Ονομαστά τέτοια, ήταν στη Γορτυνία τα χωριά Σέρβου, Ρεκούνι (Λευκοχώρι), Μπουγιάτι (Λυσσαρέα), Βρετεμπούγα (Δόξα), Βυζίκι, Ζουλάτικα (Περδικονέρι). Στην περιοχή των Καλαβρύτων τα Κλουκινοχώρια Αγία Βαρβάρα, Σόλοι, Περιστέρα, Μεσορούγι, Χαλκιάνικα επίσης η Κυνουρία με τους σπουδαίους τσάκωνες χτίστες, η Μάνη, η Επίδαυρος και στο Φενεό της ορεινής Κορινθίας τα χωριά Καλύβια, Φονιά, Γκούρα και Ταρσός.
. .
Λαγκαδινοί μαστόροι : -Οι αρχιτέκτονες της Πελοποννήσου
ΟΙ ΑΝΩΝΥΜΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
Οι λαγκαδινοί μάστοροι ξεκίναγαν από τα χωριά τους την άνοιξη και έφταναν στα χωριά της Μεσσηνίας, για να κτίσουν, σπίτια, γεφύρια, εκκλησιές, βρύσες, όλα από πέτρα. Όταν ξεκίναγαν να κτίσουν ένα σπίτι, η πρώτη συμφωνία ήταν η διασφάλιση, διατροφής των ζώων. Με τα ζώα άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, μετέφεραν πέτρες, άμμο, ασβέστη, νερό, ξύλα, καλάμια, κεραμίδια και ότι άλλο χρειάζεται ,για να κτιστεί ένα σπίτι. Τα υπομονετικά τετράποδα δούλευαν κανονικοί εργάτες ,όλη μέρα, και θα έπρεπε τουλάχιστον να τρέφονται καλά.
Στη Βαλύρα διασώζονται όμορφες μάντρες, εξώπορτες, τσατμάδες, καμάρες, παλαιά σπίτια. Η αρχιτεκτονική κληρονομιά της Βαλύρας είναι πλούσια και θα πρέπει να διασωθεί και προβληθεί.
Σε 4 συνέχειες θα προβάλλουμε την αρχιτεκτονική κληρονομιά της Βαλύρας και αφιερώνονται στους ανώνυμους λαγκαδινούς μαστόρους.
Υπάρχει μόνο μια επιγραφή με τα ονόματα των λαγκαδινών μαστόρων, που έκτισαν τον ενοριακό ναό Βαλύρας, μαζί με τα ονόματα των επιτρόπων που ήταν τότε.
Ο τόπος όμως που η χρήση και η κατεργασία της πέτρας βρήκε το κατάλληλο ανθρώπινο υλικό για να αναπτυχθεί και να εκτοξευθεί σε απίθανα ύψη τελειότητας, ήταν τα Λαγκάδια (το κρεμαστό χωριό) της Αρκαδίας. Και αυτό έγινε κυρίως από τον 17ο αιώνα μέχρι και τον Β' παγκόσμιο πόλεμο.
Σ' αυτό βεβαίως βοήθησε η ύπαρξη και η εύκολη πρόσβαση στην πέτρα και το ξύλο και κυρίως το ανήσυχο πνεύμα των λαγκαδινών μαστόρων της πέτρας, που μετέφεραν την πατροπαράδοτη τέχνη τους από πατέρα σε παιδί και από γενιά σε γενιά.
Και καθώς είναι αποδεδειγμένο ότι η ιστορική πραγματικότητα, τα ήθη και τα έθιμα αλλά και τα φυσικά χαρακτηριστικά του κάθε τόπου διαμορφώνουν τους χαρακτήρες και τα επαγγέλματα, οι μαστόροι της πέτρας άρχισαν να την πελεκάνε σιγά – σιγά φτιάχνοντας μικρά στην αρχή, πολύπλοκα και όμορφα έργα ύστερα, κυρίως γεφύρια, σπίτια και εκκλησίες, νικώντας τα φυσικά εμπόδια και φαινόμενα, σπάζοντας την απομόνωση και ερχόμενοι έτσι σε επαφή με τα διπλανά χωριά και τις πόλεις.
Οι λαγκαδινοί, ακολουθώντας την τακτική της βυζαντινής περιόδου και της τουρκοκρατίας, ήσαν οργανωμένοι σε μπουλούκια (τουρ. Boluk) ή σε κομπανίες (Ιταλ. Compagnia), πράγμα που τους διευκόλυνε στο να τελειώνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα και με το καλλίτερο αποτέλεσμα το έργο που αναλάμβαναν.
Είχαν εσωτερική δομή, οργάνωση και ιεραρχία που ρυθμιζόταν από τα έθιμα και τις προφορικές συμφωνίες, που η λειτουργία τους βασιζόταν σε διατάξεις και κανονισμούς.
Στην κορυφή, αρχηγός, ήταν ο πρωτομάστορας, που φρόντιζε για όλα. Εύρισκε τη δουλειά, συγκροτούσε το μπουλούκι, φρόντιζε για τον καταμερισμό της εργασίας, συζητούσε για το κόστος κατασκευής, αναλάμβανε τις πληρωμές, τις κάθε είδους επαφές και γενικά φρόντιζε, συντόνιζε και διακινούσε την ομάδα.
Ήταν ο πιο έμπειρος, με πολλά χρόνια στην πλάτη του, καλή φήμη, έξυπνος, δραστήριος και με φαντασία. Λόγω αυτών των προσόντων όλα τα μέλη του μπουλουκιού τον αποκαλούσαν “Μάνα”.
Έπειτα ήσαν οι μαστόροι (οι τεχνίτες, δηλαδή οι χτίστες),που έπαιρναν ένα μερτικό κατόπιν οι βοηθοί μαστόρων, δηλαδή οι λασπιτζήδες ( ή Τριότες) επειδή έπαιρναν τα 3/4 του μερτικού, που έφτιαχναν τη λάσπη και την πήγαιναν στους χτίστες.
Τέλος ήσαν τα μαστορόπουλα, δηλαδή οι μαθητευόμενοι που κουβαλούσαν πέτρες, χώμα, νερό και άμμο, φρόντιζαν τα ζώα και σκοπό είχαν να μάθουν την τέχνη και που έπαιρναν μισό μερτικό. Τα μαστορόπουλα γενικά έκαναν κάθε εργασία, που δεν ήταν εξειδικευμένη όπως πλύσιμο ρούχων και εργαλείων, μαγείρεμα και άλλα θελήματα. Πρώτα πήγαιναν στο χώρο δουλειάς μόλις λαλούσε ο κόκκορης και τελευταία έφευγαν. Πολλές φορές λόγω διαφόρων ζημιών στα εργαλεία ή τραυματισμούς ζώων ή ζημιές στις καλλιέργειες, τους κρατούσαν ένα ποσό από την αμοιβή τους ή τους απειλούσαν γι' αυτό με τις φράσεις “θα λογαριαστούμε στο σάϊσμα”, που ήταν υφαντό από μαλλί γίδας ή“θα πέσει Πρωτοπαπαδάκης”, από το όνομα του υπουργού, που το 1922 διχοτόμησε το νόμισμα.
Αυτός που έβγαζε την πέτρα (το αγκωνάρι) από το νταμάρι λεγόταν“νταμαρτζής” ή “λιθαράς”, που έπαιρνε επίσης ένα μερτικό ενώ εκείνος που τη δούλευε, την πελεκούσε και τη λάξευε “πελεκάνος”, ο οποίος έπρεπε να έχει μεγάλη εμπειρία, επιδεξιότητα και ευαισθησία. Πολλές φορές την τέχνη του πελεκάνου ασκούσε ο πρωτομάστορας. Τέτοια σημασία είχε η καλή εξόρυξη και η ποιότητα αλλά κυρίως το πελέκημα της πέτρας.
Ο αριθμός του μπουλουκιού εξαρτιόταν από το μέγεθος του έργου που θα κατασκεύαζε. Τις πιο πολλές φορές αποτελούνταν από 10-12 μαστόρους, 8-10 μαστορόπουλα και 10-15 ζώα, που δούλευαν “συντεριά”, το ένα δηλαδή πίσω από το άλλο στη σειρά. Σπάνια το μπουλούκι ξεπερνούσε τους 25 νοματαίους.
Με πρώτη ύλη λοιπόν την σπουδαία αρκαδική πέτρα και με όπλο το μεράκι και τον ανθεκτικό χαρακτήρα τους, οι φημισμένοι αυτοί χτιστάδες, γυρίζαν με τα μπουλούκια τους από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη και έχτιζαν σπίτια, εκκλησίες, γεφύρια, σχολεία, μοναστήρια, βρύσες, πύργους, κάστρα, καμπαναριά, μύλους, πεζούλες και κάθε άλλου είδους κατασκευές.
Η ζωή, κατά τη διάρκεια της δουλειάς για τα μέλη του μπουλουκιού, δεν ήταν καθόλου εύκολη. Οι συνθήκες ήταν άσχημες αφού δούλευαν “ήλιο με ήλιο” ή “άστρι μ' άστρι”, με μικρή διακοπή για κολατσιό και φαγητό.
“Τι τα θές...είναι μεγάλο τούραγνο η δουλειά του χτίστη. Τον αγουρογερνάει και τον στέλνει στον τάφο παράωρα. Και, να ειπείς, μια μέρα είναι; Θα περάσει; Είναι χρόνια καιρός, βλέπεις, που λασποκοιλιόμαστε για την πεντάρα... Για το ψωμί των παιδιώνε, για το τσαρούχι, για τη ντυμασιά, για το νάχτι και την προίκα της τσιούπας, για το φουστάνι της κυράς, για το προσφάϊ και την αρτυμή, για το κερί της εκκλησιάς... Ούλοι από τούτα δυο χέρια καρτεράνε. Μα σαν ξεπέσουν... κλάφτα χαράλαμπε...”
Χαρακτηριστικό είναι και το τραγούδι:
“Της μαστοριάς τα βάσανα
της ξενιτιάς τα πάθη
τα είδε ο ήλιος κι έσβησε
και το φεγγάρι εχάθη.
Τ'ακούσανε και οι θάλασσες
και φούσκωσαν το κύμα.
Στην ξενιτειά, στην μαστοριά
είσ' ο μισός στο μνήμα”
Το φαΐ για τους μαστόρους έπρεπε να ήταν καλό και πολύ, λόγω της φύσης της δουλειάς τους και γι' αυτό όταν έτρωγαν καλά (σε περίπτωση που υπήρχε συμφωνία το φαγητό να το παρέχει το αφεντικό του έργου) έλεγαν “καλό το αφεντικό”, ενώ στην αντίθετη περίπτωση έλεγαν “κολοκύθια μας τάϊσες, κολοκύθια σπίτι θα σου φτιάσουμε”.
Όταν τα έξοδα σίτισης ήταν των ίδιων των μαστόρων. τότε έλεγαν ότι “πήραν τη δουλειά σύψωμο”. Στις περιπτώσεις αυτές κάποιος από το μπουλούκι ήταν υπεύθυνος για την φροντίδα του φαγητού.
Στη θεμελίωση και την αποπεράτωση του έργου το αφεντικό έσφαζε ένα ζώο (πρόβατο ή γίδα) ή κόκορα ενώ οι μαστόροι υπενθύμιζαν στο αφεντικό ότι:
τ' ασήμια, τα ματώματα
του παπά τα δικαιώματα.
του παπά τα δικαιώματα.
Τα ασήμια που ρίχνονταν στα θεμέλια τα 'παιρναν οι μαστόροι για τα κολορίζικα, τα ματώματα ήταν τα σφαχτά και τα δικαιώματα του παπά ο αγιασμός.
Μια αναφορά, ενός μάστορα, στο έθιμο αυτό λέει:
“ Άμα ρίχνανε το θεμέλιο λίθο, έφερνε το αφεντικό το σφαχτό και τ' ασήμια. Μια φορά το '36 φτιάναμε την Ευαγγελίστρια στην Κέρτεζη κι ήταν στα θεμέλια ένας καλογερόπαπας. Όταν έψαλε τον αγιασμό, ρίξαμε τον θεμέλιο λίθο, γράψαμε τα ονόματα όλου του μπουλουκιού, του παπά και των επιτρόπων σ' ένα χαρτί, το βάλαμε μέσα σ' ένα μπουκάλι, πετάξαμε ένα τάλληρο στο θεμέλιο, μια πέτρα με σταυρό, βάλαμε ένα καντήλι αναμμένο και μια εικόνα. Έσφαξε τ' αφεντικό ένα κριάρι 25 οκάδες κι εκάναμε τρικούβερτο γλέντι με κρασί και τραγούδια.”
Το πρώτο τραπέζι του αφεντικού προς τους μαστόρους λεγόταν διαφέτι και το τελευταίο, με το τελείωμα του έργου μπερκέτι.
Κατά την αποπεράτωση του σπιτιού οι μαστόροι τοποθετούσαν στην άκρη της στέγης ένα ξύλινο σταυρό, ερχόταν ο νοικοκύρης και οι συγγενείς του κι “έριχναν τις μεσσήνες” και άλλα δώρα (ρούχα κλπ), ενώ οι μαστόροι τραγουδούσαν κι εύχονταν στ' αφεντικό “να ζήσει να το χαίρεται”.
Η κυριαρχία των Λαγκαδινών μαστόρων φαίνεται από το ότι ολόκληρα χωριά στην Πελοπόννησο όπως το Γεράκι στη Λακωνία, ο Μάρκος στο Πάρνωνα, η Αλέσταινα και οι Σειρές (Βερσίτσι) στην Αχαΐα, η Ανδρίτσαινα στην Ηλεία, η Δημητσάνα, το Βαλτεσινίκο, η Αλωνίσταινα και η Στεμνίτσα στη Γορτυνία κ.α, είναι χτισμένα από τους φημισμένους αυτούς μαστόρους, που έγιναν μάστοροι από ανάγκη επειδή η γη τους ήταν άγονη.
Σήμερα, σε κάθε γωνιά της Πελοποννήσου βλέπουμε ανόθευτη την δουλειά των σπουδαίων λαγκαδινών χτιστάδων, των άριστων μαστόρων της πέτρας, που συνέβαλαν απεριόριστα στη διαμόρφωση της παραδοσιακής της αρχιτεκτονικής.
Εξαίρεση απ’ αυτόν τον κανόνα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το χωριό μας το Ψάρι, στο οποίο οι Λαγκαδινοί μαστόροι (οι παλαιότεροι συγχωριανοί μας τους έλεγαν και Λαγκαδιανούς), άφησαν εξαιρετικά μνημεία αρχιτεκτονικής, όπως το καμπαναριό του Αγιογιώργη αλλά και αρκετά σπίτια. (παρατίθεται φωτογραφία από το παλιό σπίτι ιδιοκτησίας σήμερα του Γιώργη Βλ. Σκούρτη, με την υπέροχη τεχνοτροπία)
Οι δρόμοι της μαστοριάς είναι η πορεία των ανθρώπων στις γειτονιές της Πελοποννησιακής ενδοχώρας για την εξασφάλιση των πόρων μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης σε δύσκολες εποχές. Τα ταξίδια δεν είχαν μόνο επαγγελματικό χαρακτήρα. Η συνεχής αλλαγή από τόπο σε τόπο έφερνε πιο κοντά τους τρόπους, ήθη και έθιμα, συνήθειες. Οι τόποι αυτοί πολλές φορές γίνονταν τόποι μόνιμης εγκατάστασης αφού οι γάμοι άλλαζαν τους προσανατολισμούς των ανθρώπων. Είναι σπάνιο φαινόμενο να μη συναντήσεις λαγκαδινό σε χωριό ή πόλη της Πελοποννήσου. Είναι απόγονοι των μαστόρων, που στο ταξίδι της δουλειάς αναζητώντας καλλίτερη τύχη, εγκαταστάθηκαν σε μέρη πιο εύφορα από τη γενέτειρα τους.
Σταύρος Μαμαλούκος - Αρχιτεκτονική Κληρονομιά: Ώρα μηδέν
Ξεκινώντας μια προσπάθεια εκτίμησης της κατάστασης και των δεδομένων στον τομέα της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στην Ελλάδα σήμερα, πρέπει κανείς, όσο και αν κινδυνεύει να πει πράγματα οδυνηρά, να κάνει την κοινότοπη διαπίστωση ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, κατά την περίοδο, δηλαδή, που στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες έγιναν στον τομέα αυτόν καίρια βήματα, στην Ελλάδα συντελείται μια ανεπανόρθωτη καταστροφή της αρχιτεκτονικής
κληρονομιάς της χώρας, όπως, εξάλλου και του φυσικού της περιβάλλοντος. Η καταστροφή, η οποία αφορά τόσο τα μεμονωμένα ιστορικά κτήρια όσο τα σύνολα στα οποία αυτά εντάσσονται, συντελείται με δύο τρόπους:
Ο πρώτος είναι η κατεδάφιση «χάριν ανοικοδομήσεως». Πρόκειται για πρακτική που ξεκίνησε συστηματικά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες από τα μεγάλα αστικά κέντρα και με ολοένα επιταχυνόμενους ρυθμούς προχώρησε στις μέρες μας ως το τελευταίο ελληνικό χωριό. Με την κατεδάφιση έχουν αφανισθεί και εξακολουθούν να αφανίζονται όχι μόνο δευτερευούσης σημασίας ιστορικά κτήρια αλλά, πολύ συχνά, ακόμη και σημαντικά μνημεία, προκειμένου να αντικατασταθούν με νέα, στα πλαίσια κάποιας γενικής και ιδιαιτέρως αμφίβολης «αξιοποίησης». Σε επίπεδο συνόλων, όπως λ.χ. οι οικισμοί ή τα μοναστήρια, η κατεδάφιση και αντικατάσταση παλαιών κτηρίων με νέα, κατά διάφορους τρόπους ασυμβίβαστα με τον ιστορικό χαρακτήρα των συνόλων, καθώς και οι κάθε είδους μικροεπεμβάσεις και προσθήκες οδηγούν στην, κάποτε τραγική, συνολική αλλοίωση της γενικής μορφής. Στις περιπτώσεις αυτές ακόμη και αν μέσα στα σύνολα διασώζονται σημαντικά μνημεία, αυτά διατηρούνται εγκλωβισμένα σε ένα συχνά άθλιο και εντελώς απαράδεκτο περιβάλλον.
Η συνειδητοποίηση της καταστροφής που υπέστησαν μεμονωμένα μνημεία και ιστορικά σύνολα από την εντελώς ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση των δεκαετιών του 1950 και του 1960 οδήγησαν μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 την Πολιτεία να λάβει μέτρα στο πλαίσιο μιας προσπάθειας ανάσχεσης του κακού. Σήμερα, ο απολογισμός αυτής της προσπάθειας είναι αποκαρδιωτικός. Σε πολεοδομικό επίπεδο τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά φτωχά. Πολεοδομικές και ρυθμιστικές μελέτες για συγκεκριμένους οικισμούς —όπως λ.χ. των Καλλιγά-Ρωμανού για τα Χανιά (Α. Σ. Καλλιγάς - Α. Γ. Ρωμανός, Η Μεσαιωνική Πόλη Χανίων, Αθήνα 1977)- ή περιφέρειες δεν απέδωσαν καρπούς ανάλογους με τη σημασία και την αξία τους, κυρίως εξ αιτίας της ελλιπούς εφαρμογής τους. Η περίφημη «Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης», η οποία ξεκίνησε επί υπουργείας Αντώνη Τρίτση και ήταν η τελευταία ευκαιρία της χώρας να αναδιοργανώσει τις πόλεις εξασφαλίζοντας σε κάποιο βαθμό και την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, ελάχιστα πράγματα απέδωσε, αν δεν απέτυχε τελείως, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες αρκετών από τους μελετητές: Σε πολλές περιπτώσεις ως «ιστορικά κέντρα» χαρακτηρίσθηκαν κατά τρόπο αυθαίρετο τμήματα μόνο των πραγματικών ιστορικών κέντρων των πόλεων, ενώ οι όροι δόμησης που θεσπίσθηκαν συχνά δεν εξασφάλιζαν όχι μόνο την πραγματική προστασία των παλαιών κτηρίων των ιστορικών κέντρων αλλά ούτε καν τη διαφύλαξη του πολεοδομικού τους χαρακτήρα. Σε επίπεδο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, η θέσπιση ειδικών κατά τόπους όρων δόμησης και η προώθηση της κατασκευής τυποποιημένων ανά περιοχές κτηρίων, που στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγεί στην παραγωγή κακεκτύπων, δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να θεωρηθεί ορθή οδός για την παραγωγή πραγματικής αρχιτεκτονικής. Ας σημειωθεί, επί πλέον, ότι εκατοντάδες ιστορικά κτήρια, συνήθως «κτίσματα συνοδείας» αλλά και σημαντικότερα μνημεία κατεδαφίζονται σε όλη τη χώρα, προκειμένου στη θέση τους να ανεγερθούν «ψευδοπαραδοσιακά» εκτρώματα, με την πεποίθηση ότι αυτό συνιστά διατήρηση της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς.
Με το πνεύμα των παραπάνω σοβαρών παρανοήσεων συνδέεται ο δεύτερος τρόπος καταστροφής της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς. Πρόκειται για την καταστροφή ιστορικών κτηρίων, μέσω επεμβάσεων μιας κακώς εννοούμενης αποκατάστασης, ή «αναπαλαίωσης», όπως συνήθως λέγεται, εντελώς λανθασμένα. Οι επεμβάσεις αυτές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από έλλειψη σεβασμού στην τυπολογία και στην αυθεντικότητα των υλικών και των τρόπων δομής, συνίστανται στην καθαίρεση μεγάλου τμήματος των ιστορικών κατασκευών των κτηρίων, οι οποίες θα μπορούσαν με τη χρήση κατάλληλης τεχνογνωσίας να διατηρηθούν και να συντηρηθούν, και στην ανακατασκευή τους με όμοια, περίπου όμοια ή με νέα, συχνά «βελτιωμένη», μορφή, με τα ίδια ή με νέα υλικά. Δεν είναι μάλιστα σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες το «διατηρητέο» κατεδαφίζεται πλήρως και ανοικοδομείται - γεγονός που καθιστά τον ίδιο τον χαρακτηρισμό «διατηρητέο», εν ονόματι του οποίου γίνονται τέτοιου είδους επεμβάσεις σε ιστορικά κτήρια, κενό νοήματος. Δεν θα μπορούσε, βέβαια, κανείς να αποδώσει στους μηχανικούς ταπεινά ή σκοτεινά κίνητρα, αλλά να επισημάνει την έλλειψη σχετικής συνείδησης από τη κοινωνία μας εν γένει, τις δυσκολίες τις οποίες δημιουργεί το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο που σχετίζεται με την οικοδομή και την εξασφάλιση της έναντι κυρίως δυναμικών καταπονήσεων και, βέβαια, την άγνοια, εξ αιτίας κενών στην επαγγελματική μας εκπαίδευση, των ειδικών τρόπων και μεθόδων που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν. Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθούν και οι δυνατότητες της αγοράς, η οποία διακινεί υλικά και τεχνικές χρήσιμα για την ενίσχυση σύγχρονων κατασκευών αλλά απαράδεκτα στην περίπτωση ιστορικών κτηρίων, όπως λ.χ. τη γενική εφαρμογή μανδυών εκτοξευομένου σκυροδέματος (gunite), και την αντικατάσταση όλων ανεξαιρέτως των ξυλοκατασκευών. Δυστυχώς, όποιες και όσες κι αν είναι οι δικαιολογίες, είναι αλήθεια ότι η «αναπαλαίωση» αυτού του είδους είναι μια διαδικασία η οποία μειώνει στο ελάχιστο και πολύ συχνά κυριολεκτικά εξαφανίζει κάθε ίχνος αυθεντικότητας των ιστορικών κτηρίων, καθιστώντας τα αντίτυπα -ή, ακόμη χειρότερα, κακέκτυπα- του εαυτού τους, ένα είδος σκηνικών. Εδώ η καταστροφή ούτε λίγο ούτε πολύ εμφανίζεται και προβάλλεται ως σωτηρία του ιστορικού κτηρίου, ενώ δεν είναι παρά μια συγκεκαλυμμένη καταστροφή του. Ας σημειωθεί, δε, ότι από τους σοβαρότατους κινδύνους που εγκυμονούν τέτοιες επεμβάσεις δεν εξαιρούνται ούτε μεγάλα και σημαντικά μνημεία, ακόμη και μεσαιωνικά.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ
Πρώτιστη, λοιπόν, και κατεπείγουσα ανάγκη είναι η ευαισθητοποίηση των πολιτών. Προς την κατεύθυνση αυτή σημαντικότατος μπορεί να είναι -και είναι- ο ρόλος οργανώσεων όπως η Ελληνική Εταιρεία, οι οποίοι αφ' ενός στηλιτεύουν καταστροφές και αφ' ετέρου συνεισφέρουν ποικιλοτρόπως στην υλοποίηση υποδειγματικών έργων που μπορούν να λειτουργήσουν κυριολεκτικά ως οδοδείκτες για την κοινωνία.
Η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, βέβαια, θα πρέπει να γίνεται παράλληλα και ταυτόχρονα με την εκπαίδευση των «ειδικών» (κυρίως μηχανικών αλλά και εργολάβων, τεχνιτών και λοιπών εμπλεκομένων σε σχετικά έργα) και τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών με εξειδικευμένους υπαλλήλους, ικανούς να επεξεργασθούν τους ισχύοντες οικοδομικούς κανονισμούς και να τους καταστήσουν συμβατούς με τις ειδικές απαιτήσεις που έχουν οι επεμβάσεις στα μνημεία. Προς την κατεύθυνση της εκπαίδευσης των «ειδικών» σημαντικό ρόλο μπορούν να παίξουν, πέρα από τους κατ’ εξοχήν αρμόδιους για την εκπαίδευση φορείς, δηλαδή τα πανεπιστήμια, και επίσημοι φορείς, όπως λ.χ. διάφορες υπηρεσίες του ΥΠΠΟ και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος ή και σύλλογοι εξειδικευμένων και ευαισθητοποιημένων στα προβλήματα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς τεχνικών, όπως λχ. η Εταιρεία Έρευνας και Προώθησης Επιστημονικής Αναστήλωσης Μνημείων (ΕΤΕΠΑΜ). Μόνο με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις θα μπορέσει να διαμορφωθεί το σωστό πλαίσιο εργασίας των τεχνικών, εργολάβων και τεχνιτών που ασχολούνται με την προστασία των μνημείων. Αξίζει τέλος να επισημανθεί για μιαν ακόμη φορά η σημασία που έχει η συνειδητοποίηση από πλευράς της ελληνικής κοινωνίας της ουσιαστικής προστασίας όσων ιστορικών κτηρίων και συνόλων έχουν απομείνει στην πατρίδα μας, ώστε να είναι δυνατόν, τουλάχιστον τα εναπομείναντα, να συνεχίσουν να χρησιμεύουν ως πηγές επιστημονικής γνώσης του παρελθόντος αλλά και πολύπλευρης έμπνευσης ημών των ιδίων και των εγγονιών μας.
Ο ΤΣΑΤΜΑΣ ΑΠΟ ΚΑΛΑΜΙ.Εξαίρεση απ’ αυτόν τον κανόνα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το χωριό μας το Ψάρι, στο οποίο οι Λαγκαδινοί μαστόροι (οι παλαιότεροι συγχωριανοί μας τους έλεγαν και Λαγκαδιανούς), άφησαν εξαιρετικά μνημεία αρχιτεκτονικής, όπως το καμπαναριό του Αγιογιώργη αλλά και αρκετά σπίτια. (παρατίθεται φωτογραφία από το παλιό σπίτι ιδιοκτησίας σήμερα του Γιώργη Βλ. Σκούρτη, με την υπέροχη τεχνοτροπία)
Οι δρόμοι της μαστοριάς είναι η πορεία των ανθρώπων στις γειτονιές της Πελοποννησιακής ενδοχώρας για την εξασφάλιση των πόρων μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης σε δύσκολες εποχές. Τα ταξίδια δεν είχαν μόνο επαγγελματικό χαρακτήρα. Η συνεχής αλλαγή από τόπο σε τόπο έφερνε πιο κοντά τους τρόπους, ήθη και έθιμα, συνήθειες. Οι τόποι αυτοί πολλές φορές γίνονταν τόποι μόνιμης εγκατάστασης αφού οι γάμοι άλλαζαν τους προσανατολισμούς των ανθρώπων. Είναι σπάνιο φαινόμενο να μη συναντήσεις λαγκαδινό σε χωριό ή πόλη της Πελοποννήσου. Είναι απόγονοι των μαστόρων, που στο ταξίδι της δουλειάς αναζητώντας καλλίτερη τύχη, εγκαταστάθηκαν σε μέρη πιο εύφορα από τη γενέτειρα τους.
Σταύρος Μαμαλούκος - Αρχιτεκτονική Κληρονομιά: Ώρα μηδέν
Άρθρο στο περιοδικό της Ελληνικής Εταιρίας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού «Ευάλωτη γη», 2008
Ως αρχιτεκτονική κληρονομιά νοείται το σύνολο των μεμονωμένων κτηρίων ή συνόλων της χώρας τα οποία αποτελούν «μνημεία» με την ευρεία έννοια του όρου, δηλαδή κτίσματα ή σύνολα κτισμάτων στα οποία αποδίδονται αξίες μνημείου, όπως η ιστορική, η αρχαιολογική, η καλλιτεχνική, η αισθητική κ.α. Η έννοια της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, δηλαδή, δεν περιορίζεται μόνο στα μεγάλα και σημαντικά μνημεία «εθνικής σημασίας», αλλά, σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις, επεκτείνεται και καλύπτει και ήσσονος σημασίας κτήρια και κάθε είδους κτίσματα και κατασκευές που αποτελούν δείγματα της οικοδομικής δραστηριότητας του παρελθόντος, από τα αρχαιότατα χρόνια ως, υπό ορισμένες συνθήκες, ακόμη και τις μέρες μας. Ως προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς θεωρείται η διατήρηση και η συντήρηση των μνημείων, μέσω της διαφύλαξης όσο το δυνατό περισσοτέρων από τις αξίες που αυτά περιέχουν και η υπ' αυτούς τους όρους απόδοση σε αυτά συμβατών χρήσεων, προκειμένου να λειτουργούν προς όφελος της κοινωνίας ως τμήματα τού εν γένει δομημένου περιβάλλοντος της χώρας. Η κατ' αυτό τον τρόπο εννοούμενη προστασία έχει από δεκαετίες γίνει πλέον συνείδηση στις προηγμένες χώρες και έχει θεσμοθετηθεί μέσω διεθνών συμβάσεων όπως ο Χάρτης της Βενετίας, η διακήρυξη του Άμστερνταμ, η Σύμβαση της Γρανάδας κ. ά.Ξεκινώντας μια προσπάθεια εκτίμησης της κατάστασης και των δεδομένων στον τομέα της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στην Ελλάδα σήμερα, πρέπει κανείς, όσο και αν κινδυνεύει να πει πράγματα οδυνηρά, να κάνει την κοινότοπη διαπίστωση ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, κατά την περίοδο, δηλαδή, που στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες έγιναν στον τομέα αυτόν καίρια βήματα, στην Ελλάδα συντελείται μια ανεπανόρθωτη καταστροφή της αρχιτεκτονικής
κληρονομιάς της χώρας, όπως, εξάλλου και του φυσικού της περιβάλλοντος. Η καταστροφή, η οποία αφορά τόσο τα μεμονωμένα ιστορικά κτήρια όσο τα σύνολα στα οποία αυτά εντάσσονται, συντελείται με δύο τρόπους:
Ο πρώτος είναι η κατεδάφιση «χάριν ανοικοδομήσεως». Πρόκειται για πρακτική που ξεκίνησε συστηματικά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες από τα μεγάλα αστικά κέντρα και με ολοένα επιταχυνόμενους ρυθμούς προχώρησε στις μέρες μας ως το τελευταίο ελληνικό χωριό. Με την κατεδάφιση έχουν αφανισθεί και εξακολουθούν να αφανίζονται όχι μόνο δευτερευούσης σημασίας ιστορικά κτήρια αλλά, πολύ συχνά, ακόμη και σημαντικά μνημεία, προκειμένου να αντικατασταθούν με νέα, στα πλαίσια κάποιας γενικής και ιδιαιτέρως αμφίβολης «αξιοποίησης». Σε επίπεδο συνόλων, όπως λ.χ. οι οικισμοί ή τα μοναστήρια, η κατεδάφιση και αντικατάσταση παλαιών κτηρίων με νέα, κατά διάφορους τρόπους ασυμβίβαστα με τον ιστορικό χαρακτήρα των συνόλων, καθώς και οι κάθε είδους μικροεπεμβάσεις και προσθήκες οδηγούν στην, κάποτε τραγική, συνολική αλλοίωση της γενικής μορφής. Στις περιπτώσεις αυτές ακόμη και αν μέσα στα σύνολα διασώζονται σημαντικά μνημεία, αυτά διατηρούνται εγκλωβισμένα σε ένα συχνά άθλιο και εντελώς απαράδεκτο περιβάλλον.
Η συνειδητοποίηση της καταστροφής που υπέστησαν μεμονωμένα μνημεία και ιστορικά σύνολα από την εντελώς ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση των δεκαετιών του 1950 και του 1960 οδήγησαν μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 την Πολιτεία να λάβει μέτρα στο πλαίσιο μιας προσπάθειας ανάσχεσης του κακού. Σήμερα, ο απολογισμός αυτής της προσπάθειας είναι αποκαρδιωτικός. Σε πολεοδομικό επίπεδο τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά φτωχά. Πολεοδομικές και ρυθμιστικές μελέτες για συγκεκριμένους οικισμούς —όπως λ.χ. των Καλλιγά-Ρωμανού για τα Χανιά (Α. Σ. Καλλιγάς - Α. Γ. Ρωμανός, Η Μεσαιωνική Πόλη Χανίων, Αθήνα 1977)- ή περιφέρειες δεν απέδωσαν καρπούς ανάλογους με τη σημασία και την αξία τους, κυρίως εξ αιτίας της ελλιπούς εφαρμογής τους. Η περίφημη «Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης», η οποία ξεκίνησε επί υπουργείας Αντώνη Τρίτση και ήταν η τελευταία ευκαιρία της χώρας να αναδιοργανώσει τις πόλεις εξασφαλίζοντας σε κάποιο βαθμό και την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, ελάχιστα πράγματα απέδωσε, αν δεν απέτυχε τελείως, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες αρκετών από τους μελετητές: Σε πολλές περιπτώσεις ως «ιστορικά κέντρα» χαρακτηρίσθηκαν κατά τρόπο αυθαίρετο τμήματα μόνο των πραγματικών ιστορικών κέντρων των πόλεων, ενώ οι όροι δόμησης που θεσπίσθηκαν συχνά δεν εξασφάλιζαν όχι μόνο την πραγματική προστασία των παλαιών κτηρίων των ιστορικών κέντρων αλλά ούτε καν τη διαφύλαξη του πολεοδομικού τους χαρακτήρα. Σε επίπεδο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, η θέσπιση ειδικών κατά τόπους όρων δόμησης και η προώθηση της κατασκευής τυποποιημένων ανά περιοχές κτηρίων, που στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγεί στην παραγωγή κακεκτύπων, δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να θεωρηθεί ορθή οδός για την παραγωγή πραγματικής αρχιτεκτονικής. Ας σημειωθεί, επί πλέον, ότι εκατοντάδες ιστορικά κτήρια, συνήθως «κτίσματα συνοδείας» αλλά και σημαντικότερα μνημεία κατεδαφίζονται σε όλη τη χώρα, προκειμένου στη θέση τους να ανεγερθούν «ψευδοπαραδοσιακά» εκτρώματα, με την πεποίθηση ότι αυτό συνιστά διατήρηση της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς.
Με το πνεύμα των παραπάνω σοβαρών παρανοήσεων συνδέεται ο δεύτερος τρόπος καταστροφής της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς. Πρόκειται για την καταστροφή ιστορικών κτηρίων, μέσω επεμβάσεων μιας κακώς εννοούμενης αποκατάστασης, ή «αναπαλαίωσης», όπως συνήθως λέγεται, εντελώς λανθασμένα. Οι επεμβάσεις αυτές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από έλλειψη σεβασμού στην τυπολογία και στην αυθεντικότητα των υλικών και των τρόπων δομής, συνίστανται στην καθαίρεση μεγάλου τμήματος των ιστορικών κατασκευών των κτηρίων, οι οποίες θα μπορούσαν με τη χρήση κατάλληλης τεχνογνωσίας να διατηρηθούν και να συντηρηθούν, και στην ανακατασκευή τους με όμοια, περίπου όμοια ή με νέα, συχνά «βελτιωμένη», μορφή, με τα ίδια ή με νέα υλικά. Δεν είναι μάλιστα σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες το «διατηρητέο» κατεδαφίζεται πλήρως και ανοικοδομείται - γεγονός που καθιστά τον ίδιο τον χαρακτηρισμό «διατηρητέο», εν ονόματι του οποίου γίνονται τέτοιου είδους επεμβάσεις σε ιστορικά κτήρια, κενό νοήματος. Δεν θα μπορούσε, βέβαια, κανείς να αποδώσει στους μηχανικούς ταπεινά ή σκοτεινά κίνητρα, αλλά να επισημάνει την έλλειψη σχετικής συνείδησης από τη κοινωνία μας εν γένει, τις δυσκολίες τις οποίες δημιουργεί το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο που σχετίζεται με την οικοδομή και την εξασφάλιση της έναντι κυρίως δυναμικών καταπονήσεων και, βέβαια, την άγνοια, εξ αιτίας κενών στην επαγγελματική μας εκπαίδευση, των ειδικών τρόπων και μεθόδων που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν. Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθούν και οι δυνατότητες της αγοράς, η οποία διακινεί υλικά και τεχνικές χρήσιμα για την ενίσχυση σύγχρονων κατασκευών αλλά απαράδεκτα στην περίπτωση ιστορικών κτηρίων, όπως λ.χ. τη γενική εφαρμογή μανδυών εκτοξευομένου σκυροδέματος (gunite), και την αντικατάσταση όλων ανεξαιρέτως των ξυλοκατασκευών. Δυστυχώς, όποιες και όσες κι αν είναι οι δικαιολογίες, είναι αλήθεια ότι η «αναπαλαίωση» αυτού του είδους είναι μια διαδικασία η οποία μειώνει στο ελάχιστο και πολύ συχνά κυριολεκτικά εξαφανίζει κάθε ίχνος αυθεντικότητας των ιστορικών κτηρίων, καθιστώντας τα αντίτυπα -ή, ακόμη χειρότερα, κακέκτυπα- του εαυτού τους, ένα είδος σκηνικών. Εδώ η καταστροφή ούτε λίγο ούτε πολύ εμφανίζεται και προβάλλεται ως σωτηρία του ιστορικού κτηρίου, ενώ δεν είναι παρά μια συγκεκαλυμμένη καταστροφή του. Ας σημειωθεί, δε, ότι από τους σοβαρότατους κινδύνους που εγκυμονούν τέτοιες επεμβάσεις δεν εξαιρούνται ούτε μεγάλα και σημαντικά μνημεία, ακόμη και μεσαιωνικά.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ
Πρώτιστη, λοιπόν, και κατεπείγουσα ανάγκη είναι η ευαισθητοποίηση των πολιτών. Προς την κατεύθυνση αυτή σημαντικότατος μπορεί να είναι -και είναι- ο ρόλος οργανώσεων όπως η Ελληνική Εταιρεία, οι οποίοι αφ' ενός στηλιτεύουν καταστροφές και αφ' ετέρου συνεισφέρουν ποικιλοτρόπως στην υλοποίηση υποδειγματικών έργων που μπορούν να λειτουργήσουν κυριολεκτικά ως οδοδείκτες για την κοινωνία.Η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, βέβαια, θα πρέπει να γίνεται παράλληλα και ταυτόχρονα με την εκπαίδευση των «ειδικών» (κυρίως μηχανικών αλλά και εργολάβων, τεχνιτών και λοιπών εμπλεκομένων σε σχετικά έργα) και τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών με εξειδικευμένους υπαλλήλους, ικανούς να επεξεργασθούν τους ισχύοντες οικοδομικούς κανονισμούς και να τους καταστήσουν συμβατούς με τις ειδικές απαιτήσεις που έχουν οι επεμβάσεις στα μνημεία. Προς την κατεύθυνση της εκπαίδευσης των «ειδικών» σημαντικό ρόλο μπορούν να παίξουν, πέρα από τους κατ’ εξοχήν αρμόδιους για την εκπαίδευση φορείς, δηλαδή τα πανεπιστήμια, και επίσημοι φορείς, όπως λ.χ. διάφορες υπηρεσίες του ΥΠΠΟ και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος ή και σύλλογοι εξειδικευμένων και ευαισθητοποιημένων στα προβλήματα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς τεχνικών, όπως λχ. η Εταιρεία Έρευνας και Προώθησης Επιστημονικής Αναστήλωσης Μνημείων (ΕΤΕΠΑΜ). Μόνο με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις θα μπορέσει να διαμορφωθεί το σωστό πλαίσιο εργασίας των τεχνικών, εργολάβων και τεχνιτών που ασχολούνται με την προστασία των μνημείων. Αξίζει τέλος να επισημανθεί για μιαν ακόμη φορά η σημασία που έχει η συνειδητοποίηση από πλευράς της ελληνικής κοινωνίας της ουσιαστικής προστασίας όσων ιστορικών κτηρίων και συνόλων έχουν απομείνει στην πατρίδα μας, ώστε να είναι δυνατόν, τουλάχιστον τα εναπομείναντα, να συνεχίσουν να χρησιμεύουν ως πηγές επιστημονικής γνώσης του παρελθόντος αλλά και πολύπλευρης έμπνευσης ημών των ιδίων και των εγγονιών μας.
ΠΑΛΙΑ ΠΟΙΚΟΙΛΙΑ ΚΛΗΜΑΤΕΡΟΥ..
Η ΧΡΗΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟΙΧΟΥ, ΜΕ ΤΗΝ ΕΣΟΧΗ. ΓΕΝΝΟΥΣΑΝ ΟΙ ΚΟΤΕΣ ΤΑ ΑΥΓΑ ΤΟΥΣ.
ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙΡΟ.ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΥΣΕΙΑΚΟ ΕΙΔΟΣ
Η ΣΙΔΕΡΩΣΤΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΑΤΜΑ, ΑΠΟ ΚΑΛΑΜΙ
Ο ΑΠΟΠΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ, ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ
ΤΟ ΜΠΙΖΑΝΙ
Η ΕΞΩΠΟΡΤΑ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΣΕ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΝΥΚΟΚΟΙΡΙΟ
ΠΑΛΙΟ ΚΛΗΜΑΤΕΡΟΟ ΤΣΑΤΜΑΣ ΑΠΟ ΚΑΛΑΜΙ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΑ ΑΖΗΤΗΤΑ ,ΜΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΤΟ ΠΛΑΣΤΙΚΟ
Η ΠΟΡΤΑ ΔΙΠΛΗ ΜΕ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΤΕ,,ΓΙΑ ΤΑ ΖΩΑ.
Η ΣΑΥΡΑ ΕΤΟΙΜΗ ΓΙΑ ΤΟ ΘΗΡΑΜΑ.
ΤΟ ΜΠΙΖΑΝΙΟ ΛΙΝΟΣ
Η ΦΘΟΡΑ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΜΑΣ ΠΟΥ ΕΖΗΣΕ Ο ΤΖΑΦΕΡ ΑΓΑΣ.
ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΓΚΡΑΒΟΥΡΑ
Η ΑΞΙΝΑ ΠΟΥ ΔΕΝΑΜΕ ΤΑ ΖΩΑ. ΣΕ ΛΙΓΟ ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ
ΤΟ ΚΟΛΟΚΥΘΙ ΕΤΟΙΜΟ ΓΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
ΤΑ ΚΙΟΥΠΙΑ ΠΟΥ ΒΑΖΑΜΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου