Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Κάστρο Κελεφά-Μάνη

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΛΥΡΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ
Γράφει και φωτογραφίζει ο ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΤΣΑΠΟΓΑΣ


Ήταν ένα απομεσήμερο του Οκτώμβρη μήνα, κι εγώ βημάτιζα σιμά στα παλιά χθαμαλά τειχιά του Κελεφά, ενός καστέλου που απλώνεται κοντινά στον καλόγουστο ομώνυμο οικισμό της λακωνικής Μάνης, ο οποίος κρύβει μερικά μικρά, καλλιτεχνικής φύσεως μυστικά, για τα οποία θα σας κάνω λόγο σε λίγο. Σαν εσίμωσα κοντά σε έναν παχύ στρογγυλόπυργο, τήραξα κάτω κατά το πέλαγος.
Απέναντί μου στα χαμηλά, βρεχότανε από τη θάλασσα, ο πέτρινος οικισμός του νέου Οιτύλου. Άφησα πίσω μου τον πύργο και περπάτησα πλάι στις επάλξεις. Σε λίγο, από την απέναντι μπάντα του φρουρίου, τη βορειοδυτική, στάθηκα να θαυμάζω ψηλά στο βουνό το παλαιό Οίτυλο που είχα επισκεφτεί πριν φτάσω εδώ, με τα όμορφα πυργόσπιτά του και τις ολιγομίλητες εκκλησιές του.
Κάθισα σε μια πέτρα κι έφερα στο νου μου τα ιστορικά: Όπως μας λεν οι περσότερες πηγές, το κάστρο του Κελεφά ανεγέρθη από τους Τούρκους στα 1670. Με τούτο το μετερίζι τους, καθώς και με του Πασσαβά το, άλλοτε σταυροφορικό κάστρο που κατείχαν, ενόμιζαν ότι θα κυριαρχούσαν στη Μέσα Μάνη όπου είχαν ιδεί τα σκούρα από τους ανυπόταχτους Μανιάτες. Την εντολή για την ίδρυση του φρουρίου έδωσε ο Μεγάλος Βεζύρης Αχμέτ Κιοπουρλί στον Καζέ Αλή Πασά που έτρεξε γι' αυτό το σκοπό ως τη Μάνη μαζί με έξι χιλιάδες άνδρες από διάφορα μέρη της κατακτημένης Ελλάδας.
Κατά μιάν εκδοχή, στην οικοδόμηση του κάστρου συνέβαλε μαζί με τρεις από τους παλικαράδες του, τον Τρυγόνα, τον Χύτα και τον Μπότση, και ο φημισμένος πολεμοκουρσάρος Λιβέριος ή Λυμπεράκης Γερακάρης. Αυτός ο Γερακάρης, για όσους δεν έτυχε να τον συναντήσουν σε κάποιο βιβλίο, ήταν ένας απείθαρχος τυχοδιώκτης και πάνω απ' όλα σκληρός στην καρδιά άνθρωπος, που δεν είχε φρένο στο να πιάνει φιλίες πότε με την Τουρκιά και πότε με τη Βενετιά -με τις δυό αντίπαλες δυνάμεις δηλαδή τα χρόνια κείνα- κι άλλοτε ακόμη ακόμη, να βγαίνει στην πειρατεία μοναχός του τρομάζοντας ότι επέπλεε στη Μεσόγειο. Ήτανε τόσο τρομερός σε θάλασσα και στεριά που οι Τούρκοι, μ' όλο που τον είχαν ρίξει στα μπουντρούμια της Κωνσταντινούπολης δυό φορές (την πρώτη μάλιστα για δεκαεφτά ολάκερα χρόνια), για να τον έχουν με το μέρος τους, τον διόρισαν στα 1689 Μπέη της Μάνης. Ωστόσο, επειδή την αξία του τόσο στο κούρσος, όσο και στα πολεμικά της ξηράς αναγνώριζαν και οι Βενετσιάνοι (όπως προείπαμε), δίχως να τους ενοχλεί το ότι κάποτε είχε πολεμήσει ακόμη και τον σπουδαίο τους ναύαρχο Φραντζέσκο Μοροζίνι, τον δελέασαν -ποιός ξέρει με πόσα φλουριά- και τον «έκλεψαν» από τους αντιπάλους τους, απονέμοντάς του μάλιστα και τον βαρύ τιμητικό τίτλο του Ιππότου του Αγίου Μάρκου.
Εντούτοις, ο άνθρωπος αυτός, από φιλίες κι υποσχέσεις όπως το 'παμε δεν υπολόγιζε, και πόσο μάλλον από τίτλους. Γι’ αυτό και δε δίστασε να πολιορκήσει και τελικά να λεηλατήσει τη βενετοκρατούμενη Άρτα, τον καιρό που είχε διοριστεί από την ίδια τη Βενετιά τοπάρχης της Ρούμελης. Για τούτο το γεγονός και η Βενετιά αφού τον αιχμαλώτισε, τόνε ξήλωσε και τελικά τον έριξε εις τα μπουντρούμια της Μπρέσια, όπου και τον άφησε να πεθάνει (Αυτό συνέβηκε στα 1697). Έκτοτε, η ψυχή του περιπετειώδους αυτού Μανιάτη, φαίνεται να επέστρεψε εις τη γενέτειρά του, αφού, όπως λέγεται, αν κάποιον άνθρωπο τον φέρει ο δρόμος του στο φρούριο του Κελεφά κατά τη νύχτα, όπου κάθε ψιλός ήχος ακούεται σαν συλλαβή ή λέξη που βγαίνει απ' ανθρώπου στόμα, μπορεί να τον ακούσει καθαρά να κράζει τη συγγνώμη στην Καλή, τη νεαρά κοπέλα που ‘ρωτεύτηκε δίχως να βρει αντίκρισμα στα νιάτα του, για το τρομερό κακό που της έκανε. Γιατί, πως αλλιώς θα μπόραγε να ξεπληρώσει μετά θάνατον ο Λιβέριος το γεγονός ότι κόντεψε μαζί με άλλους σερνικούς της οικογενείας του, για μια βεντέτα, να ξεκληρίσουν σχεδόν ολάκερο το σόι της Καλής, τον περιώνυμο δηλαδή Οίκο των Στεφανόπουλων, και ν’ αναγκάσουν, όσους παρέμειναν ζωντανοί, να εγκατασταθούν στη μακρινή Κορσική;
Αλλά ας παρακολουθήσουμε και το υπόλοιπο ιστορικό. Οι Τούρκοι βαστάν το κάστρο μέχρι τα 1686. Ετότε, ο Μοροζίνης παίρνει τα κλειδιά του φρουρίου, αφού είχε προηγηθεί και η παράδοση του κάστρου της Ζαρνάτας. Οι πρωταρχηγοί των δυό στρατών, Βενετών και Τούρκων, συμφώνησαν η παράδοση του καστέλου να γίνει με συνθηκολόγηση. Έτσι, θα σώζονταν από το σπαθί και το μπαρούτι χίλιοι Τούρκοι που το φρούραγαν. Ο Μοροζίνης φεύγοντας, διορίζει προβλέπτη του Κελεφά τον Βερνάρδο Βάλβη, ενώ στη φρουρά τοποθετεί αρχηγό τον Νικόλαο Μαχαιριώτη. Σαν έφτασε η άνοιξη, ζυγώνει στο καστέλι ο Σερασκέρης του Μοριά με ένα μακρυνάρι οπλισμένων (πεζούρα και καβαλαρία) που έφτανε τις δωδεκάμισι χιλιάδες ψυχές. Μέσα στο κάστρο, ο νέος προβλέπτης Μαρίνος Γρίτης αρνείται τη συνθηκολόγηση και η πολιορκία ξεκινά. Και να οι σκάλες, να τα κανόνια, να κι οι κριοί, μα το κάστρο δεν πέφτει. Η πολιορκητική μανία βαστά πια είκοσι μέρες. Τότε, ο Μοροζίνης, εκτιμώντας φρονιμότερα την κατάσταση, συγκεντρώνει τεσσερεσίμισι χιλιάδες στρατιώτες από τους δικούς του και άλλους δυό χιλιάδες Μανιάτες και ορίζει δρόμο για το Κελεφά. Σαν φτάνουν, βροντόλαλες σάλπιγγες ηχούν και το αίμα πετιέται πλημμύρα. Οι Τούρκοι, μ' όλο που ήσαν περσότεροι, κατατροπώνονται και σκορπίζουν. Τελικά η Βενετιά, κρατά το καστέλι μέχρι τα 1715, το έτος δηλαδή που ορίζει τη συνολική αποχώρησή της από το Μοριά. Έτσι, οι Τούρκοι, δίχως καμιάν αντίσταση, αναπαύονται εκ νέου σ' αυτό ως και τα χρόνια της επανάστασης του γένους μας, που απελευθερώνεται και εις το τέλος ερημώνεται.
Εικόνα του κάστρου και ένας θρύλος
Το κάστρο του Κελεφά, το υπερασπίζονται πέντε μεγάλοι πύργοι που στέκουν οι τέσσερις ένας σε κάθε γωνία και ο πέμπτος στ’ ανατολικά κατά τη μέση των τειχών. Όλο το κάστρο, καταλαμβάνει μια έκταση δεκατριών στρεμμάτων. Στον εσωτερικό περίβολο δεν διατηρείται τίποτε εξόν από μια δεξαμενή σιμά στον πύργο της βορειοδυτικής άκριας, και ένα μικρό εκκλησάκι. Επίσης, σώζεται κι ένα απόμαχο κανονάκι. Γενικά ως έργο λογαριάζεται σαν κλασικό δείγμα της τουρκικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής. Κάτω από το κάστρο, στα δυτικά, εκεί που την άμυνά του βοηθούσε η απότομη χαράδρα, ανοίγει τρομαχτικά η γης αποκαλύπτοντας το κατάμαυρο στόμα ενός φυσικού σπηλαίου που καλείται από τους ντόπιους «Καταφυγγάκι». Να' ναι εκείθε άραγε ή σ' άλλο μέρος θαμμένος ο θρυλικός θησαυρός του Κάκκαβου, του περιώνυμου πειρατή που είχε το κάστρο της Κελεφά για ορμητήριό του; Ένα παλιό μανιάτικο μοιρολόι μας λέει σχετικά: Δεξιά μεριά του λαγκαδιού κι αριστερά του κάστρου, εκεί κοιμάται ο Κάκκαβος μέσα στα φλουριά γεμάτος.
Αποχαιρέτησα το καστέλι κι επέστρεψα στο αυτοκίνητο. Πέρασα οδηγώντας έξω από το κοιμητήρι του χωριού, σταμάτησα για λίγο και θαύμασα την παλαιά γκροτέσκα, πέτρινη πύλη που χωρίζει τους νεκρούς από τους ζώντες. Κατόπιν, συνέχισα οδικώς και πέρασα μέσα στο χωριό και τελικώς σταμάτησα έξω απ’ την κεντρική εκκλησιά του χωριού. Εκεί, απάντησα μια γυναίκα που με καλοδέχτηκε και ήταν πρόθυμη να με ξεναγήσει στο ναό ώστε να ιδώ τις τοιχογραφίες. Περάσαμε μέσα, και τη ματιά μου μαγνήτισε μονομιάς η οροφή όπου ο παντοκράτορας, φάνταζε περιτριγυρισμένος από τα δώδεκα ζώδια. Τούτη η τοιχογραφία για τον ορθόδοξο κόσμο είναι σπάνια, μα συναντιέται στη Μάνη συχνά και συμβολίζει την κυριαρχία του Ιησού Χριστού εις τους δώδεκα μήνες. Καθώς εξέταζα κι άλλο την εκκλησιά, σε μιάν άλλη μεριά ψηλά, διέκρινα την επίσης σπάνια παράσταση των «Αίνων» (ονομασία των τριών τελευταίων ψαλμών του ψαλτηρίου), όπου φαίνονταν μερικά εντυπωσιακά πλάσματα της φαντασίας (ή και του αλλόκοσμου, όπως το βλέπει κανείς) όπως άνθρωποι με σώματα ζώων, στηθοκέφαλοι κ.α.). Τελικώς, εις το κάτω μέρος των τοιχογραφιών, σε μια μεριά του τοίχου και σε μια σειρά από «σκηνές», είδα τα φοβερά βασανιστήρια που περιμένουν τους αμαρτωλούς ανθρώπους, από τους αποτρόπαιους δαίμονες της Κολάσεως.
Ύστερα από την «εξέταση» αυτής της εκκλησιάς, ζήτησα από την ευγενική μανιάτισσα να μου ειπεί πώς θα' βρω την παλιά πέτρινη εκκλησία του χωριού. Αφού μου εξήγησε, πήρα τη στράτα για εκεί και σε ένα μόλις λεπτό με τα πόδια, είχα βρεθεί απέξω από την μόνιμα ανοιχτή πύλη της. Κείνο που έψαχνα στην πανέμορφη αυτή -δίχως οροφή- εκκλησιά, το συνάντησα δίχως να καθυστερήσω και ήταν μια σπάνια τοιχογραφία που αναπαρίστανε τον Αββά Σισώη, με τα χέρια στο ύψος του προσώπου, να βρίσκεται πάνω από τον ανοιχτό τάφο του νεκρού Μεγάλου Αλέξανδρου. Η παράσταση αυτή δηλώνει ότι ο Αββάς, αναγνωρίζει ότι τον θάνατο, ουδείς, όσο και Μέγας να υπήρξε εις τη θνητή του ζωή, δεν έχει κανέναν τρόπο να τον αποφύγει…







Δεν υπάρχουν σχόλια: