Από τη βικιπαίδεια
Η Ακρόπολη Αθηνών είναι βραχώδης λόφος ύψους 156 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 70 μ. περίπου από το επίπεδο της πόλης της Αθήνας. Η κορυφή του έχει σχήμα τραπεζοειδές μήκους 300 μ. και μέγιστου πλάτους 150 μ. Ο λόφος είναι απρόσιτος απ’ όλες τις πλευρές εκτός της δυτικής, όπου και βρίσκεται η οχυρή είσοδος, η διακοσμημένη με τα λαμπρά Προπύλαια.
Διαπιστώθηκε ότι ο λόφος ήταν κατοικημένος από την 3η χιλιετία π.Χ.. Εκεί υπήρχε συνοικισμός καθώς επρόκειτο για φυσικό οχυρό, με πρόσβαση μόνο από τη δυτική πλευρά, ενώ η επάνω επιφάνεια του λόφου ήταν αρκετά πλατιά ώστε να μπορεί να κατοικηθεί, στις δε πλαγιές υπήρχαν υδάτινες πηγές.
Ο Θουκυδίδης μάλιστα γράφει ότι «ἡ Ἀκρόπολις ἡ νῦν οὖσα πόλις ῆν» (2.15.3). Το μέγαρο του τοπικού άρχοντα βρισκόταν στη θέση όπου πολλούς αιώνες αργότερα χτίστηκε το Ερέχθειο. Συν τω χρόνω ο άρχοντας του συνοικισμού της Ακρόπολης απέκτησε μεγάλη δύναμη και κάποια στιγμή ένωσε υπό την εξουσία του με ειρηνικό τρόπο ολόκληρη την Αττική με εξαίρεση την Ελευσίνα. Η παράδοση λέει ότι ο άρχοντας που ένωσε τους συνοικισμούς της Αττικής ήταν ο Θησέας. Το γεγονός αυτό τοποθετείται στο δεύτερο ήμισυ της δεύτερης προ Χριστού χιλιετίας. Ο κίνδυνος εχθρικών επιδρομών ανάγκασε τον ηγεμόνα αυτό να οχυρώσει την Ακρόπολη με ένα τείχος από μεγάλες πέτρες, το γνωστό αργότερα ως Κυκλώπειο Τείχος.
Παρθενώνας
Ο Παρθενώνας είναι το μεγαλύτερο και πιο επίσημο οικοδόμημα της Ακρόπολης και συγκεντρώνει τον θαυμασμό όλου του κόσμου αιώνες τώρα. Οι εργασίες για την ανέγερση του ολομάρμαρου αυτού ναού της Αθηνάς άρχισαν το 447 π.Χ. υπό τη διεύθυνση των αρχιτεκτόνων Ικτίνου και Καλλικράτη. Ο ναός ολοκληρώθηκε το 438 π.Χ. και κατά τα Παναθήναια του επόμενου χρόνου αφιερώθηκε στην πολιούχο θεά. Παρ' όλα αυτά οι εργασίες συνεχίστηκαν μέχρι το 432 π.Χ.. Είναι ναός δωρικού ρυθμού περίπτερος με οκτώ κίονες στις στενές και δεκαεπτά στις μακριές πλευρές. Οι κίονες έχουν ύψος 10,5 μ. και πάνω τους στηρίζεται ο θριγκός (επιστύλια), οι μετόπες, τα τρίγλυφα, τα γείσα και τα αετώματα. Ο σηκός ήταν χτισμένος ολόκληρος με μαρμάρινες πέτρες σε οριζόντιες σειρές και σε καθεμία στενή πλευρά είχε από έξι δωρικούς κίονες, οι οποίοι τον χώριζαν σε δύο μέρη: τον κυρίως ναό και τον οπισθόδομο. Η ζωφόρος στους τοίχους του σηκού είχε παραστάσεις της πομπής των Παναθηναίων.
Ο κυρίως ναός στο εσωτερικό του χωριζόταν σε τρία μέρη· αυτό γινόταν με δύο κάθετες δωρικές κιονοστοιχίες. Το μεσαίο από τα τρία μέρη ήταν το πλατύτερο και σ' αυτό ήταν στημένο πάνω σε βάθρο το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παρθένου Αθηνάς, το οποίο ο Φειδίας είχε ολοκληρώσει και τοποθετήσει το 438 π.Χ. στη θέση του. Οι 92 μετόπες εσωτερικά ήταν ανάγλυφες και παρίσταναν διάφορα μυθολογικά θέματα: Γιγαντομαχία, Αμαζονομαχία, Κενταυρομαχία και επεισόδια από την άλωση της Τροίας.
Από αιώνες οι Έλληνες αρχιτέκτονες ποτέ δε σταμάτησαν να δουλεύουν για να ανυψωθεί ένας ναός από απλό λειτουργικό οικοδόμημα σε ένα αισθητικό δημιούργημα. Ο Παρθενώνας βρίσκεται στην κορυφή όλων των αρχαίων οικοδομημάτων ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο. Ας εξετάσουμε ένα προς ένα τα στοιχεία της αισθητικής αυτής υπεροχής: α) Η τοποθέτηση στο χώρο. Βγαίνοντας από τα Προπύλαια, ο επισκέπτης αντίκριζε όχι το μέτωπο του ναού αλλά ολόκληρο το σώμα του, χαρίζοντάς του την «ευμετρίαν» του, δηλαδή το ισοδύναμο ζύγισμα του πλάτους προς το μήκος και το ύψος του. β) Οι τρεις κατά μήκος διαιρέσεις ενός ναού (το κρηπίδωμα, η κιονοστοιχία και ο θριγκός) έχουν την αρμονικότερη σχέση την οποία γνώρισε ποτέ η ελληνική τέχνη. Πρώτοι ο Γερμανός Hoffner και ο Άγγλος Pennethorne διαπίστωσαν ότι οι βαθμίδες του Παρθενώνος είναι καμπύλες. Οι βαθμίδες φουσκώνουν προς το κέντρο, στις μεν μακριές πλευρές 0,11 μ. συνολικά, στις δε στενές 0,06μ., σχηματίζοντας τις «υπερβολικές» λεγόμενες καμπύλες. Οι επάλληλες αυτές καμπύλες δίνουν την εντύπωση πως ο ναός έχει πάρει μια βαθιά ανάσα πριν σταθεί στον χώρο. γ) Αντίθετα, οι τοίχοι και η κιονοστοιχία, που αποτελούν τη δεύτερη καθ' ύψος διαίρεση του κτηρίου, κλίνουν προς τα μέσα με τρόπο, ώστε το κτήριο σχηματίζει τη βάση μιας μεγάλης πυραμίδας. Οι γωνιαίοι κίονες έχουν φυσικά διπλή κλίση, δηλαδή γέρνουν προς τα μέσα ιδωμένοι τόσο από τη στενή όσο και από τη μακριά πλευρά του κτηρίου. δ) Μείωση - Ένταση - Βηματισμός: Η «μείωση» είναι το αδυνάτισμα του πάχους των κιόνων προς τα πάνω. Η μείωση αυτή δεν είναι ενιαία και ακολουθεί μία ιδιόρρυθμη καμπύλη. Στα 2/5 περίπου του ύψους του κίονος παρουσιάζεται μία αντίθετη κίνηση, η οποία μοιάζει με φούσκωμα και ονομαζόταν «ένταση», ακριβώς επειδή αποσκοπούσε στην εντύπωση πως ο κίονας εντείνει τη δύναμή του, για να κρατήσει το βάρος του θριγκού. Αλλά και ο «βηματισμός» των κιόνων είναι πολύ προσεγμένος. Καμία απόσταση μεταξύ των κιόνων δεν είναι ακριβώς η ίδια και επί πλέον οι αποστάσεις των γωνιαίων κιόνων με τους διπλανούς τους είναι μεγαλύτερες απ' ό,τι μεταξύ των ενδιάμεσων κιόνων. Όλες αυτές οι λεπτότητες, οι οποίες δεν είναι αμέσως φανερές στο μάτι, επεδίωκαν να εξασφαλίσουν για το κτήριο μία δική του ζωή αλλά και μία κρυφή αρμονία. Έτσι ο Παρθενώνας συνιστά ένα έργο πολύπλοκων υπολογισμών, που αποδεικνύει πόσο προηγμένη ήταν η μαθηματική επιστήμη, αλλά και πόσο υψηλές ήταν οι απαιτήσεις του κοινού της εποχής εκείνης.
Η Πλάκα είναι συνοικία στο κέντρο της Αθήνας κάτω από την Ακρόπολη. Συνορεύει νότια με την συνοικία Μακρυγιάννη, ανατολικά με την περιοχή των Στύλων του Ολυμπίου Διός και του Ζαππείου, βόρεια με το εμπορικό κέντρο της Αθήνας και δυτικά με το Μοναστηράκι. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Είναι γνωστή και ως «Συνοικία των Θεών».
Μεταπολεμικά, τα κτίσματα της Πλάκας κρίθηκαν διατηρητέα στο σύνολό τους, με αποτέλεσμα η Πλάκα να αποτελεί τη μοναδική συνοικία της Αθήνας που σε τέτοια έκταση μπορεί κάποιος να δει την πόλη όπως ήταν πριν 100 χρόνια. Στην περιοχή λειτουργούν μουσεία, ταβέρνες, εστιατόρια, καφετέριες και καταστήματα με τουριστικά είδη, ενώ σώζονται κτίρια διάσημων πολιτών της παλιάς Αθήνας.
Στο τμήμα της Πλάκας προς την Ακρόπολη υπάρχουν τα Αναφιώτικα. Πρόκειται για μια συνοικία σε κυκλαδίτικο ρυθμό, που κατασκευάστηκε από Αναφιώτες οικοδόμους, οι οποίοι, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αναζητούσαν μια συνοικία να κτίσουν τα σπίτια τους, αφού στην υπόλοιπη Αθήνα το κόστος ενοικίασης ή αγοράς γης ήταν ακριβό γι' αυτούς. Παρόμοιες περιοχές, στις οποίες οι εσωτερικοί μετανάστες μετέφεραν την αρχιτεκτονική του τόπου καταγωγής τους, υπήρξαν και αλλού στην Αθήνα, αλλά δεν κατάφεραν να επιβιώσουν από την οικοδομική αναμόρφωση στο πέρασμα των χρόνων.
Το Μοναστηράκι είναι κεντρική συνοικία της Αθήνας γύρω από την Πλατεία Μοναστηρακίου, η οποία εκτείνεται στη νότια πλευρά της οδού Ερμού, από το ύψος της Πλατείας Μητροπόλεως έως την Πλατεία Θησείου. Γειτνιάζει με τις συνοικίες του Ψυρρή, της Πλάκας και του Θησείου.
Η ονομασία της προέρχεται από την παλιά εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Αθήνας, που βρίσκεται χτισμένη επί της πλατείας, και παλαιότερα ήταν μετόχι μοναστηριού και συγκεκριμένα, της Μονής Καρέα στον Υμηττό. Στην Πλατεία Μοναστηρακίου δεσπόζει επίσης το παλιό Τζαμί Τζισταράκη που έχει κατασκευαστεί το 1759 και το οποίο σήμερα στεγάζει παράρτημα του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης.
Η περιοχή του Μοναστηρακίου εθεωρείτο διαχρονικά μέρος της συνοικίας του Ψυρρή, η οποία έφτανε μέχρι το Θησείο και τα όρια της Πλάκας. Άρχισε να υφίσταται ως ξεχωριστή συνοικία μετά την διάνοιξη της οδού Ερμού το 1835.
Το νέο κτήριο ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ
Το νέο κτήριο του μουσείου θεμελιώθηκε το 2003 και άνοιξε για το κοινό στις 21 Ιουλίου 2009. Στις 20 Ιουλίου του 2009, πραγματοποιήθηκαν, μεγαλοπρεπώς, τα εγκαίνια του Μουσείου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, παρουσία του Προέδρου της ΕΕ και πλήθους ξένων ηγετών. Ο τότε υπουργός Πολιτισμού Αντώνης Σαμαράς, σε μια συμβολική κίνηση, που μεταδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, τοποθέτησε κομμάτι μαρμάρου που επεστράφη από το Μουσείο του Βατικανού, σε μετόπη του Παρθενώνα. Η κίνηση αυτή συμβόλισε το ελληνικό αίτημα για επανένωση των μαρμάρων στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Το νέο Μουσείο της Ακρόπολης είναι στο σύνολό του 25.000 τ.μ. και διαθέτει εκθεσιακούς χώρους με εμβαδόν 14.000 τ.μ.
Πρόεδρος του οργανισμού του μουσείου είναι ο επίτιμος καθηγητής Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, Δημήτριος Παντερμαλής.
Το 2000 προκηρύχθηκε νέος διεθνής διαγωνισμός με πρόσκληση 12 γραφείων τα οποία κλήθηκαν να υποβάλουν τις προτάσεις τους. Οι προτάσεις των διαγωνιζόμενων κρίθηκαν το Σεπτέμβριο του 2001 από διεθνή Επιτροπή Αξιολόγησης και το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε στο αρχιτεκτονικό γραφείο του γαλλοελβετού Μπερνάρ Τσουμί και στο ελληνικό γραφείο του Μιχάλη Φωτιάδητης Αρχιτεκτονική Συνεργασία ΕΠΕ. Το δεύτερο βραβείο δόθηκε στους αρχιτέκτονες Ντάνιελ Λίμπεσκιντ, Δ. και Λ. Ποτηροπούλου & Συνεργάτες και το τρίτο στο Γραφείο Μελετών Α.Ν. Τομπάζη.
Το μουσείο βρίσκεται στην νότια κλιτύ της Ακροπόλεως, στο οικόπεδο του πρώην στρατοπέδου Μακρυγιάννη, σε ευθεία απόσταση 280 μέτρων από τον Παρθενώνα. Η κύρια είσοδος του κτηρίου βρίσκεται επί της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου ενώ περικλείεται από τις οδούς Μακρυγιάννη, Χατζηχρήστου και Μητσαίων. Eξυπηρετείται από στον σταθμό «Ακρόπολη» της γραμμής 2 του Αττικού Μετρό. Υπάρχουν δευτερεύουσες είσοδοι από τις οδούς Μακρυγιάννη και Χατζηχρήστου.
Το σχέδιο του Μπερνάρ Τσουμί εμπλέκει τρεις συλλήψεις: το φως, την κίνηση και τον αρχιτεκτονικό προγραμματισμό.
Ο Σταθμός Ακρόπολη είναι σταθμός του μετρό της Αθήνας, επί της γραμμής 2. Βρίσκεται στην Αθήνα και πήρε το όνομά του από την Ακρόπολη των Αθηνών, στους πρόποδες της οποίας βρίσκεται και την περιοχή της οποίας εξυπηρετεί - η συνοικία λέγεται Μακρυγιάννη. Ο σταθμός εγκαινιάστηκε στις 16 Νοεμβρίου 2000. Είναι υπόγειος και διαθέτει δύο πλευρικές αποβάθρες. Εντός των χώρων του σταθμού εκτίθενται αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της κατασκευής του, καθώς και αντίγραφα έργων τέχνης από την Ακρόπολη.
Ιδιαιτέρως ξεχωρίζει το αντίγραφο της ζωφόρου του Παρθενώνα που εκτίθεται στις αποβάθρες, καθώς και τα αντίγραφα των γλυπτών των αετωματικών συνθέσεων του Παρθενώνα στις εισόδους του σταθμού. Η τοποθέτηση του αντιγράφου της ζωφόρου σε τόσο εμφανές σημείο, στόχευε στην προβολή του ελληνικού αιτήματος για την επιστροφή των Ελγινείων μαρμάρων από το Βρετανικό Μουσείο στην Ελλάδα.
Στα αρχικά σχέδια σχεδιασμού της γραμμής 2 του μετρό και κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια της κατασκευής του, ο σταθμός Ακρόπολης αναφερόταν με την ονομασία Στύλοι Ολυμπίου Διός το 1979 και αργότερα Ολυμπιείον, η οποία προερχόταν από τον παρακείμενο αρχαίο ναό του Ολυμπίου Διός, ο οποίος είναι γνωστός ήδη από την αρχαιότητα και με το όνομα Ολυμπιείον. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής της γραμμής Σεπολίων - Δάφνης αποφασίστηκε η μετονομασία του σταθμού στο σημερινό του όνομα.
Η χωροθέτηση του σταθμού Ακρόπολης ήταν αρκετά προβληματική, λόγω του αυξημένου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος της περιοχής του (στα όρια των αθηναϊκών συνοικιών της Πλάκας και του Μακρυγιάννη). Στον αρχικό σχεδιασμό της κατασκευής της γραμμής 2 του αθηναϊκού μετρό, ο σταθμός Ακρόπολης προβλεπόταν ως διώροφος, με τις δύο αποβάθρες σε διαφορετικά επίπεδα, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η επιφάνεια των απαιτουμένων εκσκαφών. Η πρόταση αυτή προβλήθηκε λόγω της προβλεπομένης τότε χωροθέτησης του σταθμού ακριβώς στον χώρο προ της Πύλης του Αδριανού, κάτω από τη λεωφόρο Βασιλίσσης Αμαλίας. Η διάταξη αυτή εγκαταλείφθηκε χάριν της συμβατικότερης μονώροφης, όταν ο σταθμός χωροθετήθηκε στον χώρο προ του Κτιρίου Βάιλερ, όπου και τελικά κατασκευάστηκε.
Στην έξοδο του σταθμού Ακρόπολη, στην οδό Μακρυγιάννη, διακρίνονται οι ράγες του παλαιού τραμ που συνέδεε την Ακαδημία με το Φάληρο.
ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΛΥΡΑ 5-5-2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου