Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Η Λαμπρή Φορεσιά της Βαλύρας

           Είχα κάνει ένα διάλειμμα από τις επαγγελματικές μου εργασίες  , έραβα και απολάμβανα τη ραπτομηχανή των γιαγιάδων μας, μηχανή του 1900, που   κάνει γαζί καλύτερο από τις σύγχρονες   ηλεκτροκίνητες.  Ετοίμαζα άσπρα καλύμματα  ,  χωρίς ουσιαστικά να έχω συνειδητοποιήσει γιατί, έφτιαχνα  μαξιλαράκια και τραπεζομάντιλα με λαχούρια, σε ροζ, σιέλ και λεμονί αποχρώσεις,   σαν  τα ζωγραφιστά αβγά.   Εμείς τα γράφαμε αυγά και έτσι τα προφέραμε τότε, με ύψιλον και όχι με βήτα. Δεν είχα αντιληφθεί τους βαθύτερους λόγους ,γιατί διάλεξα για  το Πάσχα αυτά τα υφάσματα , πέραν του ότι είναι φωτεινά και ταιριάζουν με τα χρώματα της Πασχαλιάς. Τότε έλαβα ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από τον συμμαθητή μου Γιώργο, που ήταν σημαιοφόρος το 1966-67, στο Δημοτικό Σχολείο της Βαλύρας, κι εγώ παραστάτης. Και τι δεν μου θύμισε!

Έγραψε ο Γιώργος : 

“ Η Άνοιξη είναι παντού, μας φωνάζει η ανθισμένη φύση με τα όμορφα λουλούδια, ας χαιρόμαστε όσο μπορούμε για να αντιστεκόμαστε στην πανδημία και να προετοιμαζόμαστε για τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Θυμάμαι στο χωριό μας που οι νοικοκυρές ασβέστωναν τις αυλές, τους τοίχους των σπιτιών ,όλους τους χώρους, το λευκό χρώμα κυριαρχούσε και ξεκούραζε τα μάτια και την ψυχή μας για να γιορτάσουμε το Πάσχα τόσο όμορφα, τόσο αγνά, τόσο λυτρωτικά.

Στους κρίσιμους καιρούς που ζούμε, ας είναι το φετινό Πάσχα που θα μας βοηθήσει όλους μας και τον καθένα μας ξεχωριστά να ψάξουμε και να εξαγνίσουμε τους εαυτούς μας από όλα τα μικρά και ασήμαντα που μας κατατρύχουν και να βρούμε το πραγματικό νόημα της ζωής κοντά στον Θεό.

Καλή συνέχεια στις ετοιμασίες σας για το Πάσχα”.

      Τι να πω!  Έκλεισα τη ραπτομηχανή, ευτυχώς είχα σχεδόν τελειώσει και αναρωτήθηκα που θα βρω ασβέστη για να κάνω άσπρα σχέδια, όπως στο χωριό μας, πάνω στις   πήλινες γλάστρες μου. Σαν να μην έφθανε όμως αυτό,  κατέφθασαν και τα μηνύματα της νέας γενιάς.  Η Ελένη, που είναι στα εικοσιένα της, φοιτήτρια Κοινωνιολογίας  στην Αθήνα ,ήταν σημαιοφόρος στη Βαλύρα και μυροφόρα στον Επιτάφιο ,στον Άγιο Αθανάσιο. Τι το ήθελε και μου το  είπε; Πήραν φωτιά η κληματόβεργες μπρος  στην εξώπορτα για να φτιάξω θράκα. Ετοίμασα το μοσχολίβανο για να έλθει ο παπά Γιάννης με τον Επιτάφιο, τους ψάλτες, τα εξαπτέρυγα και τις μικρές μυροφόρες τη Μ.Παρασκευή να κάνει  παραστάσιμο και να μας ευλογήσει. Και μη νομίζετε ότι σταμάτησε εκεί η συγκλονιστική  αίσθηση των αναμνήσεων. Κατέφθασε το μήνυμα του καταξιωμένου καθηγητή των γυμνασιακών μου χρόνων, κ. Ιωάννη Λύρα , που με το πολύτιμο ιστορικό του αρχείο και τη μοναδική μνήμη του   παρακολουθεί με αυστηρότητα και αγάπη τα μαθητούδια του.

Μου έστειλε προς “μελέτην και ηδονήν οφθαλμών” ανθισμένα λιβάδια από τη Μεσσηνία με τις μοναδικές του τόπου μας  ροζ-βιολετί άγριες ορχιδέες, που ανθίζουν το Πάσχα. Με ξεσήκωσε για να πάμε  νοερά σχολική εκδρομή,  για  συλλογή λουλουδιών , αλλά οι γιαγιάδες , οι θείες , οι κουμπάρες και οι μητέρες μας με κοίταξαν αυστηρά ,γιατί την Μ.Τεσσαρακοστή ακολουθούσαν μετά ακριβείας το πρωτόκολλο ,  στόλιζαν τη Νύμφη του Χριστού, τη Βαλύρα μας.

-Κύριε καθηγητά, τι θυμάστε περισσότερο από το Πάσχα στη Βαλύρα μας; ρώτησα και μου απάντησε  ως εξής:

“ Ο ενοριακός ναός του Αγίου Αθανασίου είχε  τρία μάσκουλα, μοναδικά στην Ελλάδα, τα οποία τα γέμιζαν με τριμμένο κεραμίδι και μπαρούτι Δημητσάνας. Βάζοντας το φιτίλι στο κάτω μέρος, σε ένα μικρό άνοιγμα του έβαζαν φωτιά. Τρεις φορές τα έσκαγαν και έκαναν ισχυρό κρότο, ανήμερα της Ανάστασης, της εορτής του Αγίου Αθανασίου και στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδος. Άπειρα και μοναδικά συναισθήματα μου  προκαλούσε αυτό , το μοναδικό   έθιμο του χωριού μας ,στα παιδικά μου χρόνια. 

Βρήκα, κατόπιν έρευνας, δύο από τα τρία μάσκουλα στο χωριό.  Πρέπει να επανέλεθει το έθιμο”.

Συμπερασματικά απάντησα, η Πασχαλινή φορεσιά της Βαλύρας ήταν μεν λαμπρή , αλλά με τρομερό στόλο.

 Ο νους μου ταξίδεψε στη Βαλύρα των παιδικών μου χρόνων και το πέπλο της Λαμπρής σκέπασε τον χώρο.

-Απόψε , αύριο και  τη Δευτέρα ,μετά το σχολείο, θα μείνετε στο σπίτι της γιαγιάς Κωνσταντίνας , είπε η μητέρα  μας και μας εξήγησε ότι θα βάψουν το σπίτι εσωτερικά, εξωτερικά, θα ελέγξουν τα κεραμίδια στη στέγη, θα ασπρίσουν τις αυλές και το δρόμο.

Η μπογιά και ο ασβέστης μυρίζουν πολύ δυνατά και καλά είναι να επιστρέψετε στο σπίτι όταν θα έχει στεγνώσει  ,  εξήγησε η μητέρα μας.

-Μαμά, δεν είναι επικίνδυνος ο ασβέστης, είπε η μικρότερη  αδελφή μου ,   Πόλα, που ήθελε το βράδυ να αγκαλιάζει τη μητέρα μας για να κοιμάται . Είδα τις κότες που τον έτρωγαν μαζί με χώμα!

-Θεός φυλάξει, είναι είπε η μητέρα μας . Πρόσεχε μη βουτήξεις τα χέρια σου μέσα στον τενεκέ, γιατί καίει.

Τι ήθελε και το είπε για να μας προφυλάξει η καημένη, “τυχαία” βούτηξε το χέρι της η δεύτερη αδελφή μου, η Ντίνα μέσα στον τενεκέ και άρχισε να κλαίει γοερά ,γιατί κάηκε. Τι να κάνει  η μητέρα μας, αφού της έβαλε  κρέμα καψίματος  και της το έδεσε με μία πλατιά άσπρη γάζα ,έβαλε άρον άρον τα ρούχα μας σε μία μεγάλη βαλίτσα και την τσουλήσαμε μέχρι το σπίτι των παππούδων μας.

Η γιαγιά μας,  όλο χαρά , μας αγκάλιασε και μας  ετοίμασε τα κρεβάτια μας. Πέρασε  το απόγευμα του Σαββάτου με πολλά παιχνίδια και κεράσματα.

-Τι θέλετε να κάνουμε σήμερα; ρώτησε πολύ ενωρίς το πρωί της Κυριακής ο παππούς ,   αφού είχαμε πει τσάι του βουνού με μέλι και φάγαμε ένα   λαδοκούλουρο η καθεμιά, γιατί νηστεύαμε. Θα πάτε στην εκκλησία; 

-Δεν έχουμε τα καλά ρούχα και τα παπούτσια  μαζί μας, εξήγησα.

-Θέλω να έρθω μαζί σου στον κάμπο ,είπε η  Ντίνα.

-Εγώ γιαγιά θέλω να πάμε να δω τις κότες ,πώς γεννούν τα αυγά και να μαζέψουμε για να έχουμε πολλά για το Πάσχα, ζήτησε η Πόλα.

 Όταν με ρώτησε κι εμένα τι θα ήθελα, της είπα να μου δείξει τι υφαίνει στον αργαλειό και σιγά-σιγά να υφάνω κι εγώ λίγες σειρές.

-Απαγορεύεται να υφάνουμε τη Κυριακή, είπε η γιαγιά, είναι μεγάλη αμαρτία, αλλά θα σου δείξω τη Δευτέρα , μετά το σχολείο.

Τι το θέλαμε να προγραμματίσουμε, η Αλίκη, η σκυλίτσα του παππού μπήκε ξαφνικά μέσα στο σπίτι με μία  σχεδόν δυο μέτρα δεντρογαλιά σκοτωμένη στο στόμα της και την άφησε μπρος στα πόδια του . Πηδήξαμε και οι τρεις από τον φόβο μας πάνω στα κρεβάτια  , στη συνέχεια πεταχτήκαμε έξω από το σπίτι και παραμείναμε κοκαλωμένες στο δρόμο, μέχρι που ήρθε ο παππούς και είπε: Πάρτε και φορέστε τα μποτάκια σας, θα έρθετε και οι τρεις στον κάμπο μαζί μου!

      Πήραμε τις μαγκούρες του παππού και ακολουθήσαμε τα πρόβατα. Όταν πήγαιναν προς τον δρόμο τα προστατεύαμε. Μαζί μας ,πρώτη στο καθήκον ήταν η Αλίκη, που άφησε τη δεντρογαλιά για να την κάψει η γιαγιά  και ακολούθησε τον αγαπημένο της  ,τον παππού Γιώργο. Η γιαγιά  ετοιμαζόταν για να πάει στην εκκλησία. Σταματήσαμε στα Αγρίλια, στο κτήμα του παππού, κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές. Ήταν πολύ όμορφα, γιατί είχαν ανθίσει οι μαργαρίτες, οι παπαρούνες  , το χαμομήλι και οι   άγριες ίριδες του κάμπου της Βαλύρας. Στρώσαμε μία κουρελού και καθίσαμε σε ένα ασφαλές σημείο, που διάλεξε ο παππούς. Εκεί που καθόμασταν, μας έδωσε από μία φέτα ζυμωτό ψωμί που είχε  ψήσει η γιαγιά κατά τη προηγούμενη μέρα κι ένα φιρίκι στην καθεμία. Δεν θέλαμε να φάμε, αλλά να παίξουμε κυνηγητό και κρυφτό στις ελιές. Στο κρυφτό κέρδισε η Ντίνα ,γιατί σκαρφάλωσε σε μία φουντωτή ελιά και δεν την βρήκαμε με τίποτα. Όταν  είπαμε χάσαμε, φανερώσου και πλησιάζαμε κοντά της, πήδηξε ξαφνικά μπροστά μας. Αφού παίξαμε και κουραστήκαμε, καθίσαμε κάτω . Μας έδωσε ο παππούς μία αυτοσχέδια μπάλα που μας έφτιαξε με ξερά χόρτα. Την πετούσαμε η μία στην άλλη, αλλά δεν   θέλαμε να παίξουμε άλλο, γιατί είχαμε ιδρώσει.  Ήπιαμε λίγο νερό από ένα φλασκί που είχε μαζί του  , μόνο για να ξεδιψάσουμε.

-Γιατί δεν πήρατε μαζί τα καλά σας ρούχα για να πάτε στην εκκλησία; ρώτησε ο παππούς.

-Γιατί η μαμά φοβήθηκε που  κάηκε η Ντίνα στο χέρι της  με τον ασβέστη , μας ετοίμασε γρήγορα   και δεν πρόλαβε να τα σιδερώσει, εξήγησα.

-Παππού ,θα μας πεις μία ιστορία; ρώτησε η Ντίνα.

-Τι θέλετε να σας πω ; ρώτησε ο παππούς. Να σας πω για ένα άλλο παιδάκι που κάηκε κι αυτό, γιατί δεν πρόσεχε και έπεσε επάνω του το λάδι με τις τηγανητές πατάτες ή να σας πω για τα κόκκινα αυγά;

-Για τα κόκκινα αυγά , απάντησαν οι δυο μικρότερες αδελφές μου.

-Μια μέρα ,είπε ο παππούς, που ταξίδευα με το τραίνο, τρεις μέρες μετά το Πάσχα ,για να πάω στη Καλαμάτα να δω τον γιατρό, κάθισε δίπλα μου ένας νέος και παράξενος άνθρωπος. Ήταν δάσκαλος και επισκεπτόταν τακτικά το Μοναστήρι στη Κορώνη, όπως μου είπε. Η καταγωγή του ήταν από εκείνη τη περιοχή ,  τον έλεγαν Δημήτρη, όπως και τον πατέρα μου και είχαμε το ίδιο επώνυμο. Πιάσαμε τη συζήτηση και κατάλαβα ότι ήταν πολύ διαβασμένος. Μέχρι που ήξερε ότι ένας μοναχός ζούσε κάποτε στη Κορώνη με το ίδιο  ονοματεπώνυμο, όπως του πατέρα μου και το δικό του. Έβγαλε από τον σάκο του δύο αυγά να τσουγκρίσουμε για το καλό και έσπασε το δικό του.

-Το περίμενα ,είπε, αμήν. Άντε  και στα δικά σου!

-Μα είσαι με τα καλά σου, ευχή είναι αυτή που μου   έκανες, να σπάσει το αυγό μου, αφού στις αυγομαχίες νικητής είναι αυτός που δεν σπάει το αυγό του. Άλλοι βάφουν αυγά από φραγκόκοτες, γαλοπούλες , παίρνουν ξύλινα κόκκινα που έχει η μάννα τους για να χώνει  και να ράβει τις κάλτσες  για να κάνουν αγώνες  και να  βγουν νικητές.

-Δίκιο έχεις είπε εκείνος, αλλά μερικές φορές, όταν το αυγό δεν είναι τόσο καλό, το σπάζει ο Θεός και μπαίνει αυτός μέσα και κατοικεί. Άλλα δε αυγά που έχουν μέσα τους τον Χριστό, σπάζουν όταν είναι έτοιμα και γεννούν περιστερά, πολύ σπάνια βέβαια. Κι άλλα αυγά δεν σπάζουν, παρά μόνο όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου με τον θάνατο και τους επισκέπτεται ο Χριστός  , αλλά μέσα τους μπορεί να  έχουν κρυμμένη μια φαρμακερή οχιά!Βέβαια, πρόσθεσε , τα αυγά που σπάζουν, δύσκολα τρώνε κρέας πια,άντε κανένα ψαράκι, όπως στο Άγιο Όρος.

-Εγώ είμαι κτηνοτρόφος, έχω πολλά πρόβατα του εξήγησα. Καταλαβαίνω , είπε αυτός εσύ θα έχεις Καλό Πάσχα και αυτοί με το σπασμένο αυγό Καλή Ανάσταση. Πολύ περίεργα τα έλεγε αυτός και δεν μπορούσα να τον παρακολουθήσω, αλλά είχα ανατριχιάσει ,που τον άκουγα!

Καταλάβατε τίποτα, ή να σας ξαναπώ την ιστορία με το καλό και του χρόνου; ρώτησε  ο παππούς.

-Να την πεις και του χρόνου παππού ,είπε η  Πόλα, γιατί   δεν   κατάλαβα τίποτα!

- Εσείς, τι ιστορία ξέρετε για τα αυγά;

-Ξέρουμε , είπα, ότι τα κρατούσε η Παναγία στο καλάθι και δάκρυσε για τον Υιό της. Τα δάκρυα της ήταν κόκκινα. Έπεσαν πάνω στα αυγά και έβαψαν.

   Μαρία η Μαγδαληνή   δεν πίστεψε ότι αναστήθηκε ο Χριστός και είπε αν είναι αλήθεια να γίνουν τα αυγά κόκκινα και έγιναν, πρόσθεσε η Ντίνα.

 -Χαζές είστε ; διαμαρτυρήθηκε η Πόλα. Η μαμά τα βάφει κόκκινα και η γιαγιά με μπογιά, μέσα στη μεγάλη κατσαρόλα. Ξέχασες που τους κολλάμε φυλλαράκια και τα δένουμε με τις κάλτσες; Μετά τι κάνουμε, δεν τα ρίχνουμε μέσα στη κατσαρόλα;Ξέρω πολύ καλά τι συμβαίνει με τα αυγά και τις κότες μου!

Είχα πέσει σε περισυλλογή με την ιστορία του παππού για τα αυγά, που δεν ήταν αβγά και του ζήτησα όταν πήγαμε στο σπίτι να την γράψω στο τετράδιο. Τη διάβαζα για πολλά χρόνια, αλλά δύσκολα μπορούσα να την  κατανοήσω στη παιδική μου ηλικία.

-Να ψάξουμε και να διαλέξουμε φυλλαράκια για να δούμε ποια είναι πιο ωραία για τα αυγά μου, που θα βάψουμε; Πρότεινε η Πόλα.

-Εμένα μου αρέσει το τριφυλλάκι, είπε η  Ντίνα.

- Εμένα τα πράσινα φύλλα της κίτρινης μαργαρίτας, που κάνουν σχέδια ,είπε η  Πόλα.

- Εσένα ποια σου αρέσουν; ρώτησαν και οι δύο μαζί.

-Δεν μπορώ να σκεφτώ τώρα απάντησα, γιατί σκέφτομαι την ιστορία του παππού. Όταν βρω κάτι όμορφο θα σας το δείξω. Εκεί που έψαχνα με τράβηξε με το άρωμά του ένα άσπρο ανθάκι από μία λεμονιά και είπα , να ,αυτό.

-Αυτό το ξέρουμε, διαμαρτυρήθηκαν και οι δύο  μαζί. Να μας δείξεις άλλο!

Τότε τους έδειξα τον ύπερο από  ένα άγριο κρινάκι και με κοιτούσαν εκστατικές, γιατί δεν μπορούσαν να  φανταστούν πώς θα έμοιαζε πάνω στο αυγό.

-Ελάτε, είπε ο παππούς, είχε στρώσει κάτω μία ασπρόμαυρη υφαντή πετσέτα της γιαγιάς , έκοψε ψωμί, άνοιξε δύο κονσέρβες με καλαμαράκια, έριξε επάνω λεμόνι, έκοψε μία ντομάτα κι ένα αγγούρι στα τέσσερα ,μας έδωσε μικρά πιρούνια και πιατάκια στη καθεμία κι από μία πετσετούλα και φάγαμε με πολλή όρεξη.

-Έχετε όλα τα καλά του Θεού στο σπίτι σας ,είπε και δεν τρώτε καθόλου. Θέλετε εξοχή για να σας ανοίξει η όρεξη.

Αφού παίξαμε   κυνηγητό, κουμπάρες και κουτσό για πολλές ώρες, καθαρίσαμε και κόψαμε με ένα μικρό ψαλιδάκι του παππού , που είχε για να κόβει τα νύχια του, τα αγκάθια ,που είχαν κολλήσει πάνω στα μαλλιά της αγαπημένης προβατίνας του,  της Γαλάνως, Όταν κατέβηκε αρκετά ο ήλιος. ήρθε η ώρα της επιστροφής. Επιστρέψαμε στο μαντρί, πίσω από το σπίτι του παππού και τον βοηθήσαμε να αρμέξει τις προβατίνες. Πλυθήκαμε καλά στη συνέχεια και καθίσαμε για να φάμε νηστίσιμη σούπα με ρύζι και λαχανικά που είχε φτιάξει η γιαγιά. Στη συνέχεια ήπιαμε τσάι και φάγαμε   ζεστές κουλουρίτσες με μέλι. Εκεί που καθόμασταν, η γιαγιά και ο παππούς μας  διηγήθηκαν ιστορίες και  περιέγραψαν τα έθιμα κατά   τη  Μ.Τεσσαρακοστή , τη Μ.Εβδομάδα και του Αγίου Γεωργίου στον τόπο μας.

- Κάθε Σαρακοστή ,είπε η γιαγιά, κάνουμε για σαράντα μέρες πολλές εργασίες εμείς οι  νοικοκυρές. Κι εσείς ,που είστε κοπέλες, καλό είναι να ακούτε και να μαθαίνετε. Γιατί, όταν μεγαλώσετε και παντρευτείτε θα πρέπει να κάνετε πολλά πράγματα για να είστε καλές  σύζυγοι και μητέρες. Για να αντέχετε και να μην κουράζεστε πολύ, θα πρέπει να έχετε ένα πρόγραμμα κάθε μέρα. Αυτό σημαίνει νοικοκυρά.

-Εγώ είμαι μικρή ακόμα ,απάντησε η Πόλα . Δεν θέλω να παντρευτώ γιαγιά και να γίνω νοικοκυρά.

-Και τι θέλεις να γίνεις; ρώτησε η γιαγιά.

-Ο μπαμπάς είπε να πάμε στο πανεπιστήμιο. Θέλω να γίνω δασκάλα.

-Βέβαια και θα πάτε στο πανεπιστήμιο. Και η δασκάλα σας ,η Γεωργία ,πήγε στο Πανεπιστήμιο και μετά παντρεύτηκε, έκανε παιδιά.

Τα παιδιά της πεινάνε, είναι βρώμικα, είναι αδιάβαστα; Το φόρεμά της και το πουκάμισο του άνδρα της είναι τσαλακωμένα;

-Όχι, μόνο το σακάκι του άνδρα της βράχηκε προχθές, γιατί τον σημάδεψαν κάτι παιδιά με το λάστιχο ποτίσματος στο σχολείο, είπε η  Ντίνα.

-Ντροπή τους, είπε η γιαγιά, που έβρεξαν τον δάσκαλό τους.

-Δεν το ήθελαν γιαγιά, τους ξέφυγε το λάστιχο και ζήτησαν συγνώμη.

-Και η δασκάλα τι έκανε;

-Τον βοήθησε να  βγάλει το σακάκι του και το έβαλε μέσα σε μία μεγάλη πλαστική τσάντα.

Σωστά, είπε η γιαγιά. Δεν το κρέμασε στο σχολείο για να στεγνώσει, γιατί το σχολείο δεν είναι πλυσταριό!Τώρα να μου πείτε εσείς τι θα κάνει η καλή δασκάλα και νοικοκυρά με το σακάκι. Ξέρετε;

-Όχι , απαντήσαμε και οι τρεις.

-Αν πλένεται το σακάκι , εξήγησε η γιαγιά, θα το πλύνει σε χλιαρό νερό με σαπούνι   και θα το στεγνώσει ανάποδα στο σχοινί στην αυλή για να μην  ξεθωριάσουν τα χρώματά του στον ήλιο ή καθίσει κανένα έντομο επάνω και αφήσει σημάδι στην καλή  πλευρά στο σακάκι.

-Ή κάνει τα κακά του κανένα περιστέρι,  πρόσθεσε η Ντίνα, όπως έκανε πάνω στη μπλούζα μου.

-Σωστά ,είπε η γιαγιά. Αλλά αν δεν πλένεται στο χέρι ,θα πρέπει να το πάει στο καθαριστήριο ,στη Καλαμάτα.

-Κι αν δεν μπορεί; ρωτήσαμε.

-Θα το στεγνώσει , είπε η γιαγιά και μετά θα το καθαρίσει με.....

Ο παππούς της έκανε νόημα, να μην πει βενζίνη και θέλουμε να δούμε τι είναι. Γι αυτό άλλαξε τη συζήτηση και μας είπε για το κάψιμο του Ιούδα.

-Έχετε μάθει στο σχολείο ποιος ήταν ο Ιούδας;

-Ναι είπαμε, αλλά μας το έχει πει και η μαμά.

-Κάθε χρόνο είπε ο παππούς, από παλιά , σε ένα άλλο χωριό που είναι κοντά σε εμάς και το λένε Εύα, στήνουν ένα σιδερένιο στύλο  και κρεμούν επάνω τον αχυρένιο  Ιούδα. Τον  ντύνουν με ένα παλιό παντελόνι, μπλούζα και σακάκι. Έτσι έφτιαχναν από παλιά, με άχυρα  τον Ιούδα. Τον  καίνε γιατί πρόδωσε τον Χριστό.

-Νηστεύουμε ,είπε η γιαγιά .Τρώμε φακές με ξύδι και χόρτα , γιατί και τον Χριστό τον πότισαν όξος, ξύδι.

-Γιαγιά, κι εσείς βάφατε τα σπίτια σας το Πάσχα,  όπως και εμείς σήμερα; ρώτησα.

-Και πιο πολύ ακόμα , εξήγησε η γιαγιά. Το Πάσχα, που είναι ζεστός ο καιρός τα συντηρούσαμε από την υγρασία και τις φθορές του Χειμώνα. Η Βαλύρα έλαμπε από καθαριότητα. Όλα τα σπίτια, οι αυλές, τα πεζούλια,  τα πεζοδρόμια, τα σοκάκια, τα εκκλησάκια, τα πηγάδια, οι πέτρες, τα δέντρα στους κήπους και στους μπαξέδες, μέχρι στη μέση  του κορμού τους,   ο κορμός     στις κληματαριές στις αυλές ,τα μνήματα και ο Αη Γιώργης ,που  γιορτάζει μετά το Πάσχα, όλα μοσχομύριζαν ασβεστωμένα. Μας έβλεπαν τα μυρμήγκια , οι μύγες και τα κουνούπια και από το φόβο τους  έτρεμαν.

-Όχι όμως οι δεντρογαλιές, πρόσθεσε η Ντίνα.

-Δεν τις θέλω, είπε η Πόλα ,γιατί πηγαίνουν και τρώνε τα αυγά  και υποφέρουν οι κότες μου!

Δεν πρόλαβε να τελειώσει η γιαγιά και κατέφθασε η μητέρα μας κουρασμένη, με  ταλαιπωρημένα  χέρια.

-Πώς τα πήγατε; ρώτησε ο παππούς.

-Μια χαρά, είπε η μητέρα , αλλά είχαμε και τα απρόοπτα.

-Εκεί που είχαμε τελειώσει με το δρόμο , βοηθήσαμε όλες οι γυναίκες στη γειτονιά και είχαμε κάνει ωραία σχέδια στην εξώπορτα της η καθεμία και γραμμές στον δρόμο, πέρασε ο Μάκης με το άλογο, αφόδεψε αυτό πάνω στα  ασβεστωμένα και πάτησε εκεί που δεν είχε στεγνώσει . Άντε πάλι από την αρχή , μια ώρα να καθαρίσεις και  μια να βάψεις . Αφήσαμε τις άλλες μας δουλειές για να  ασπρίσουμε το δρόμο. Τον πέτυχα τον Μάκη, όταν  κατέβαινε από το Μπιζάνι ,στο άλογο καβάλα.

Βρε, του λέω ,τι θα γίνει, θα ξεψυχήσουμε από τη κούραση σήμερα;

Μπρε, μπρε του έκανε από το παράθυρό της και η γιαγιά Αντρεού που τα έχει χαμένα και της κόλλησε. Το επαναλαμβάνει συνέχεια από εκείνη την ώρα, μπρε, μπρε μπρε και μας έχει ξεκουφάνει. Μόλις είδε τον πατέρα  σας συμμαζεύτηκε ο Μάκης και είπε ότι εκπαιδεύει το άλογο, κάνει προπόνηση ,γιατί θα λάβει μέρος στους αγώνες του Αγίου Γεωργίου.

-Πού γίνονται οι αγώνες ; ρώτησα, αλλά η μητέρα μας δεν ήξερε, το μόνο που γνώριζε ήταν ότι του Αγίου Γεωργίου γιορτάζει η Λάμπαινα και μας εξήγησε ο παππούς.

-Γίνονται στο Πλατύ  είπε, όταν γιορτάζει ο Άγιος Γεώργιος. Φέρνουν άλογα κι από άλλα μέρη   και συνοδεύουν   την εικόνα του Αγίου Γεωργίου στη περιφορά. Παραδίνει  ο παπάς τη σημαία του Αγίου Γεωργίου στους καβαλάρηδες, την περιφέρουν στους δρόμους και μετά την επιστρέφουν στην εκκλησία. Τότε ξεκινούν οι κούρσες των αλόγων.

-Πόσες κούρσες κάνουν παππού; ρώτησε η Ντίνα.

 -Μια χρονιά έκαναν πέντε,  απάντησε ο παππούς.

-Πέντε, εγώ με το ζόρι τρέχω μία φορά γύρω από το σχολείο!

-Εσύ δεν είσαι άλογο, της  απάντησε η   Πόλα και γελάσαμε όλοι με την εξυπνάδα της.

-Μαμά,  ρώτησα, τι θα κάνουμε αύριο ,που θα τελειώσει το σπίτι;

-Έχουμε πολλές δουλειές,   απάντησε η  μητέρα.  Θα πρέπει να  αγοράσουμε χαρτί για να ντύσουμε τα ντουλάπια της κουζίνας, να πετάξουμε κάποια πράγματα που δεν χρειάζεστε, ή να τα δώσουμε. Έχουμε να  τακτοποιήσουμε το υπόγειο, όλα τα πράγματα είναι έξω. Πρέπει να μαζέψουμε τα βαριά χειμωνιάτικα που έχουν στεγνώσει, να τα   διπλώσουμε με κλαδάκια λεβάντας και της κουζίνας με κλαδάκια ρίγανης. Έχεις να καθαρίσεις και να βάψεις τις γλάστρες, γιατί τα περσινά σου σχέδια χάλασαν με τη βροχή του Χειμώνα   και να διαλέξετε τι θα στρώσουμε για το Πάσχα. Πρέπει να βάλουμε σε κορνίζα   τις παπαρούνες και τις άσπρες μαργαρίτες που κέντησες,  γιατί ταιριάζουν ωραία με την Άνοιξη και το Πάσχα. Έχουμε να πλύνουμε και να σιδερώσουμε τις κουρτίνες. να πλύνουμε τις φλοκάτες και τι δεν έχουμε! Μέχρι να φτάσουμε στην Κοκκινοπέμπτη έχουμε δουλειές με φούντες!

- Και μετά  μαμά ,τι θα κάνουμε; ρώτησε η Ντίνα.

Τη Μ. Πέμπτη θα ετοιμάσετε τα αυγά για να τα βάψουμε και θα ζυμώσουμε τσουρέκια. Θα πλάσετε κουλουράκια και θα διπλώσετε τα δώρα για τα βαφτιστήρια. Το βράδυ θα πάμε το στεφάνι του Χριστού στην εκκλησία.

- Μαμά, θα χώσουμε κι ένα βαμμένο αυγό στη γη και θα το βγάλουμε το Πάσχα για να μας πει  η γύφτισσα τα μέλλοντα;

-Όχι, γιατί θα θυμώσει ο πατέρας σας αν μάθει ότι διαβάζουμε σημάδια και κηλίδες, όπως η Θοδώρα. Κι εσύ να μην παρακολουθείς τι κάνει η Θοδώρα, δεν είναι καλό, παρατήρησε η μητέρα μας.

-Εμένα η εργασία μου, είπε η   Πόλα, είναι να μαζεύω τα αυγά. Όταν γίνουν σαράντα ,θα σας το πω. Κι εσείς να προσέχετε μη μου τα σπάσετε κατά λάθος. Γιατί θα θυμώσουν πολύ οι κότες!

-Ενώ εσύ δεν θα θυμώσεις καθόλου , της είπε γελώντας ο παππούς.

-Παππού, τα αυγά είναι οι εργασίες τους, όπως κάνουμε στο σχολείο, διαμαρτυρήθηκε η Πόλα.

-Και ποια είναι η καλύτερη μαθήτρια; ρώτησε ο παππούς.

  Κανέλω της μαμάς, απάντησε. Κάνει τα αυγά τόσο μεγάλα!

-Μπα τι λες, διαμαρτυρήθηκε η γιαγιά. Η  Κοκκίνω τα κάνει μεγαλύτερα και πιο νόστιμα.

-Τότε θα το σημειώσω στον έλεγχο ,είπε με σοβαρότητα η Πόλα και θα της βάλω άριστα!

-Γιαγιά, πότε θα φάμε λαλαγγίδες με πετιμέζι; ρώτησε η Ντίνα.

-Το Μ.Σάββατο, είπε η γιαγιά .

Θα ζυμώσουμε και λαμπροκουλούρα; ρώτησα.

-Μόνο μία, είπε η γιαγιά. Πέντε εσείς και  οκτώ τα βαφτιστήρια  των γονιών σας και τα δικά μας μαζί κι άλλες πέντε οι θείες, δεκαοχτώ κουλούρες. Κι αν μας έρθει κάποιος ξαφνικά τι θα κάνουμε; Είκοσι θα ζυμώσουμε εδώ και η μαμά θα φτιάξει τα τσουρέκια  και τα κουλουράκια στο σπίτι σας.

- Μαμά, θέλω γαλόπιτα, που είναι μαλακιά και μου αρέσει, είπε η Πόλα.

-Μπράβο που τη θυμήθηκες,  απάντησε η  μητέρα μας. Θα τη φτιάξουμε το Μ. Σάββατο. Όμως, χρειάζεται να μαζέψεις και άλλα δώδεκα αυγά ,εκτός από τα σαράντα.

-Πόσα είναι όλα μαζί; Τη ρώτησε ο παππούς.

-Δεν ξέρω,  απάντησε αγχωμένη η Πόλα.

 Τότε ο παππούς της έδωσε ένα μεγάλο κουτί με οδοντογλυφίδες για να υπολογίσει. Μετά από μισή ώρα, αφού μπερδεύτηκε λιγάκι , μας  έδωσε η Πόλα τη σωστή απάντηση, ότι είναι όλα μαζί πενήντα δύο.

-Πόσα αυγά πρέπει να  γεννούν οι κότες για να έχεις πενήντα δύο ,  σε  είκοσι έξι μέρες; ρώτησε γελώντας ο παππούς.

- Παππού , είναι πολύ μικρή ακόμα για να το βρει,   διαμαρτυρήθηκε η Ντίνα, αλλά και αν το βρει δεν θα την ακούσουν οι κότες, για να κάνουν όσα αυγά θέλει η Πόλα!

-Με ακούνε, απάντησε η Πόλα. Τους λέω αύριο η εργασία ας είναι να κάνετε δύο αυγά και κάνουν τέσσερα!

-Μαμά ,  θα φτιάξουμε   τα κουλουράκια του Λαζάρου; ρώτησα.

-Όλα θα τα κάνουμε,  απάντησε η μαμά και πρόσθεσε:

-Πατέρα, όταν το θυμηθείς  ,μπορείς να μαζέψεις στο κτήμα ένα δεμάτι κληματόβεργες ;

-Γιατί μαμά; ρώτησε η Ντίνα.

Γιατί, όταν θα περάσει από το σπίτι  της γιαγιάς ο Επιτάφιος, τη Μ. Παρασκευή ,πρέπει να  έχουμε έτοιμη θράκα, να ρίξουμε μοσχολίβανο.

-Τα παιδιά που ήταν λιγάκι άτακτα, όλο το χρόνο, θα περάσουν τρεις φορές κάτω από τον Επιτάφιο για να τα λογικέψει ο Χριστός και ο παππούς, που είναι άρρωστος, τρεις φορές πρέπει να περάσει,  εξήγησε η γιαγιά.

-Θα περάσω μαζί με τον παππού, είπε η Ντίνα, με σκυμμένο το κεφάλι, που ήταν μεν λιγάκι άτακτη, αλλά το ευχαριστιόταν πολύ και κάθε χρόνο γνώριζε “τη διαδρομή της”!

 

-Ποιες θα ντυθούν φέτος μυροφόρες; ρώτησε η γιαγιά.

-Τα κορίτσια που πάνε στην έκτη δημοτικού, απάντησα.

 Θέλετε να παίξουμε ένα παιχνίδι γνώσεων; ρώτησε ο παππούς και απαντήσαμε περίχαρες, ΝΑΙ!

Θα γράψω  τις σωστές απαντήσεις σε χαρτάκια και όποια   βρει τις περισσότερες ,  θα κερδίσει ένα μεγάλο  σοκολατένιο κουνέλι.

Ο παππούς έκοψε με το ψαλίδι μία άσπρη χάρτινη σακούλα, έφτιαξε χαρτάκια και έγραψε:

Τα κόκκινα αυγά είναι το αίμα του χριστού.

Το αρνί που τρώμε είναι ο ίδιος ο Χριστός.

Ο σταυρός είναι αυτός πάνω στον οποίο μαρτύρησε ο Χριστός.

Λαμπάδα είναι το φως του Χριστού, που νίκησε τον θάνατο.

Πυροτεχνήματα είναι αυτά που διώχνουν με τον κρότο, τη λάμψη και το φως τα κακά πνεύματα.

Πηγάδι, είναι αυτό που έχει το νερό, που είναι το δώρο της ζωής.

Σοκολατένιο κουνέλι είναι αυτό που αρέσει στα παιδιά και  το τρώνε το Πάσχα!

 

     Ήρθαμε ισοπαλία ,γιατί και οι τρεις βρήκαμε   τι είναι ο σταυρός, το πασχαλινό κουνέλι και το πηγάδι. Έτσι μοιραστήκαμε το  έπαθλο του παππού για το Πάσχα. Η Ντίνα έφαγε τα αυτιά, η Πόλα τα πόδια κι  εγώ το στόμα. Το υπόλοιπο το κράτησε η μητέρα μας στο ψυγείο για να μη  πονέσει η κοιλιά μας.

-Να μην ξεχάσω, είπε η μαμά, αύριο το απόγευμα στις έξι μας περιμένει η κυρία Τασία για να μεταποιήσει   τις οργάτζες της Έφης, που  δεν τις κάνουν πια. Θα τις φορέσετε εσείς φέτος.

-Και η Έφη τι θα φορέσει; ρώτησε η Ντίνα.

-Δεν πειράζει είπα, έχω τη πλισέ φούστα μου ,που φορώ στις Εθνικές εορτές. Θα τη φορέσω με τη μπεζ μάλλινη ζακέτα μου.

Η μαμά γέλασε και είπε:

-Το  ύφασμα που μου  έφερε η θεία Καλλιόπη το καλοκαίρι φθάνει για δύο φορέματα. Η κυρία Τασία θα φτιάξει κι ένα φόρεμα για σένα. Να είστε έτοιμες, αύριο στις πέντε το απόγευμα θα έρθω να σας πάρω.

-Εσύ γιαγιά τι θα φορέσεις; ρώτησε η Πόλα.

-Αυτά που φοράω πάντα, απάντησε η γιαγιά. Έχω  τέσσερις μαύρες αλλαξιές για την εκκλησία, μία για κάθε εποχή του χρόνου!

-Γιαγιά, δεν θα φορέσεις ποτέ άλλο χρώμα; ρώτησε η Ντίνα.

-Δεν μπορώ, γιατί έχω χάσει τους γονείς μου και την αδελφή μου, απάντησε η γιαγιά.

       Ο πατέρας μας είχε ανησυχήσει που άργησε να επιστρέψει στο σπίτι η μητέρα μας. Ήρθε, την πήρε και έκαναν μία σύντομη βόλτα οι δυο τους, υπό το σεληνόφως.

Όταν η Ντίνα από περιέργεια τη ρώτησε την επόμενη μέρα, που πήγατε χθες   με τον μπαμπά,  απάντησε η μαμά κοφτά,να κόψουμε λίγα νεράντζια για  να φτιάξετε φαναράκια για το Πάσχα και  άλλα να τα  διακοσμήσετε με κεφαλάκια γαρύφαλλα ,για να μυρίζει ωραία η κουζίνα και της έδωσε δύο  νεράντζια!

      Πέρασαν οι πέντε εβδομάδες με τους Χαιρετισμούς στη Θεοτόκο τις Παρασκευές και   σταθερή νηστεία. Το Σάββατο του Λαζάρου φάγαμε τα πιο νόστιμα κουλουράκια με τον σπαργανωμένο Λάζαρο. Την Κυριακή των Βαϊων ψάλλαμε το Ωσαννά, κοινωνήσαμε και τοποθετήσαμε   τα βάγια μας   στο εικόνισμα.

       Η Μεγάλη εβδομάδα μας βρήκε πανέτοιμες να δεχτούμε το φως της Αναστάσεως και αυτό το οφείλαμε στη σκληρή προετοιμασία, ιδίως  της μητέρας και της γιαγιάς μας. Δεν χάσαμε ούτε μία ημέρα από τη παρακολούθηση των  ακολουθιών της Μ.Εβδομάδος. Με το βιβλίο της Μ.Εβδομάδος παραμάσχαλα , καταφθάναμε έγκαιρα στον ναό και καθόμασταν ,όσο μπορούσαμε πιο μπροστά , μαζί με άλλα κορίτσια , στα αριστερά   στασίδια.

Τη Μ. Δευτέρα ,η γιαγιά μάς είπε τη παραβολή  με τις  Δέκα Παρθένες. Όταν ρωτήσαμε γιατί οι μισές ήταν τόσο μωρές, απάντησε ως εξής:

-Εκείνες ήταν μωρές ,γιατί δεν είχαν καταλάβει ,ότι για να γεμίσει το δοχείο τους  με λάδι και να ανάψει  το φαναράκι τους,  έπρεπε να είναι καλές, να έχουν πίστη και αγάπη για τον Κύριο και τους συνανθρώπους τους. Το δοχείο γεμίζει και το φαναράκι ανάβει όταν σκεφτόμαστε και τους άλλους που υποφέρουν γύρω μας, δεν αγανακτούμε και κάνουμε ελεημοσύνες, βοηθάμε όσο μπορούμε και όταν χρειαστεί και υποφέρουν πολύ και τη μπουκιά μας τη βγάζουμε από το στόμα και τους τη δίνουμε. Πρέπει να προετοιμαζόμαστε και να περιμένουμε συνέχεια τον Κύριο. Να είμαστε ξύπνιες  και έτοιμες, όταν θα έλθει.

-Γιαγιά, όπως η Έφη που δίνει καραμέλες στη Τίτα και η Ντίνα που δίνει από το κουλούρι  της στην Ευσταθία; ρώτησε η Πόλα.

-Ναι, απάντησε η γιαγιά. Κι εσύ πρέπει να δίνεις.

-Δανείζω γιαγιά τη ξύστρα μου και ξύνουν τα μολύβια τους και τα άλλα παιδιά στη τάξη.

 Το Τροπάριο της Κασσιανής, που ακούσαμε τη Μ.Τρίτη, μπορεί να μην το καταλάβαμε, αλλά τα ακούσματα χαράχτηκαν πολύ βαθειά στη παιδική μνήμη μας.

Την ακολουθία του Μύρου δεν την χάσαμε. Το βαμβακάκι που μας έδωνε ο ιερέας το κρατήσαμε  μέχρι το επόμενο Πάσχα.

Τη Μ. Πέμπτη το βράδυ η Βαλύρα είχε μεταμορφωθεί σε ένα λαμπρό όνειρο. Ο Ήλιος είχε κατέβει  κατά τον Εσπερινό για να παραστεί στη θεία ακολουθία των δώδεκα ευαγγελίων, στον ιερό ναό του  Αγίου Αθανασίου. Όλα, με πολλή προσπάθεια , ήταν έτοιμα ,πριν τις πέντε το απόγευμα και διακοσμημένα μέσα στα Πασχαλινά καλάθια .Τα δώρα για τα βαφτιστήρια ήταν διπλωμένα με πασχαλινή ευχετήρια κάρτα και χρήματα μέσα που τους είχε βάλει ο μπαμπάς, έτοιμα για να παραδοθούν. Η γιαγιά είχε ετοιμάσει το στεφάνι για το Σταυρό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού με τριαντάφυλλα από τον μπαξέ της και  μας περίμενε στην είσοδο της εκκλησίας. Τα σχέδια στα αυγά μας είχαν μεγάλη επιτυχία , εκτός από πέντε -έξι ,που τους κολλήσαμε   χαλκομανία επάνω , γιατί δεν πέτυχε το σχέδιο με τα φύλλα. Η μαμά έβαψε και πολλά ολοκόκκινα αυγά, που της άρεσε. Το κόκκινο πανί που τα σκουπίσαμε ήταν απλωμένο στο μπαλκόνι, σύμβολο του αίματος του Χριστού. Η μαμά ήξερε τη κατάλληλη συνταγή να της πετυχαίνουν τα τσουρέκια και η γαλόπιτα και η γιαγιά  για να ζυμώνει τις λαμπροκουλούρες.

Ετοιμαστήκαμε και με τα βιβλία μας παραμάσχαλα, πήγαμε στην εκκλησία έγκαιρα, για να παρακολουθήσουμε και τα δώδεκα ευαγγέλια. Όλοι  είχαμε δακρύσει, όταν περιέφερε ο ιερέας τον  Εσταυρωμένο, μέσα στην εκκλησία.

 Τη  Μ. Παρασκευή το πρωί δεν κουνήθηκε τίποτα στο χωριό, ούτε σφυρί ούτε βελόνι κατά την ακολουθία των ωρών. Το απομεσήμερο η γιαγιά είχε ετοιμάσει ένα πανεράκι με τριαντάφυλλα και βιολέτες, περάσαμε λεμονανθούς σε σχοινάκι και τα πήγαμε όλες μαζί στον Άγιο Αθανάσιο.   Εμένα με άφησαν στην εκκλησία για να βοηθήσω τις γυναίκες στον στολισμό του Επιταφίου. Όταν ήταν έτοιμος  ο Επιτάφιος, επέστρεψα στο σπίτι για να ετοιμαστώ, να πάρω και το φαναράκι μου για τη βραδινή ακολουθία και περιφορά.  Η γιαγιά και ο παππούς παρέμειναν στο σπίτι τους και ετοίμασαν τη θράκα , για να κάνει ο ιερέας παραστάσιμο ,κατά την περιφορά του Επιταφίου. Στην ιερή ακολουθία οι περισσότερες γυναίκες ήταν ντυμένες στα μαύρα, θρηνούσαν για τη Σταύρωση του Σωτήρος και τα κορίτσια φορούσαν σκούρα ρούχα, εκτός από τις Μυροφόρες ,που ήταν ντυμένες στα λευκά,  και φορούσαν στεφανάκι με άσπρα τριαντάφυλλα. Κρατούσαμε φαναράκια, που είχαμε  αγοράσει στο πανηγύρι της Βαλύρας και ακολουθήσαμε στη περιφορά ,χωρίς κούραση, σε όλη τη διαδρομή. Οι περισσότερες γιαγιάδες που δεν μπορούσαν να περπατήσουν έκαιγαν μοσχολίβανο στην εξώπορτα και  με προσευχές περίμεναν να  περάσει ο Επιτάφιος. Όταν πέρασε από το σπίτι των παππούδων μας ,  ακολουθήσαμε όλοι μαζί στην επιστροφή προς την εκκλησία. Η γιαγιά μας εξήγησε στη διαδρομή ότι Επιτάφιο δεν λέμε το ξύλινο κουβούκλιο που στολίσαμε, αλλά το ύφασμα με τον Χριστό επάνω του, που είναι απλωμένο μέσα στο κουβούκλιο και του έχουμε ρίξει  ροδοπέταλα. Η Ντίνα πέρασε μαζί με τον παππού κάτω από τον Επιτάφιο και της Πόλας της έπεσαν ροδοπέταλα στο κεφάλι, γιατί πέρασε σχεδόν όρθια από κάτω. Τα μάζεψε προσεκτικά στο μαντηλάκι της ,για να της  κεντήσει η γιαγιά Κωνσταντίνα φυλακτό, που έφτιαχναν οι γιαγιάδες   τότε και το γέμιζαν με   σταυρολούλουδα από τον Επιτάφιο και λιβάνι από το θυμιατό του παπά.

Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι, έκαιγαν ακόμη μερικά από τα  αυτοσχέδια φαναράκια, που είχαμε φτιάξει με τα νεράντζια και τα είχαμε διακοσμήσει στο πρεβάζι του παραθύρου , στο σαλόνι. Η Πόλα είχε μπήξει ένα σακουλάκι γαρύφαλλα πάνω στα δύο νεράντζια της και τα έδωσε ως πασχαλινό δώρο ένα στη μαμά και ένα στον μπαμπά.

      Το πρόγραμμα του Μ. Σαββάτου ήταν βαρύ για τη γιαγιά. Άναψε το φούρνο στην αυλή και έψηνε συνέχεια. Εμείς είχαμε να φτιάξουμε τη μαγειρίτσα και τη γαλόπιτα ,στη ξυλόσομπα. Η Πόλα συγκέντρωσε τελικά εβδομήντα αυγά , οπότε είχαμε αρκετά βαμμένα και   μοιράσαμε ορισμένα στις θείες της γειτονιάς . Αφήσαμε κι ένα καλαθάκι στο σιδηρουργείο του πατέρα μας ,για να τσουγκρίσει με τους φίλους του .    Σιδερώσαμε τις Πασχαλινές φορεσιές μας, που είχε ετοιμάσει η κυρία Τασία πριν από το Σάββατο του Λαζάρου. Είχαμε αγοράσει άσπρα καλτσάκια με δαντέλες ,από  το κατάστημα που πωλούσε  ασπρόρουχα στη πλατεία του χωριού, για να ταιριάζουν με τα   πασχαλινά  παπούτσια , που μας έκανε δώρο  και  στις τρεις  ο πατέρας μας.  Στολίσαμε τη λαμπάδα μας με δικές μας δαντελένιες  δημιουργίες, στρώσαμε το Πασχαλινό τραπέζι και πήγαμε στην εκκλησία για να παρακολουθήσουμε την Αναστάσιμο Ακολουθία. Τα πυροτεχνήματα έσχισαν τον ουρανό, το φως, η λάμψη και ο κρότος έδιωξαν μακριά τα κακά πνεύματα και ανέδειξαν τα τρομερά στολίδια της λαμπρής φορεσιάς της Βαλύρας. Δεχτήκαμε το φως της Αναστάσεως  και ανταλλάξαμε ευχές πίστης και αγάπης, Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!  Μεταφέραμε προσεκτικά το Άγιο Φως  στο σπίτι. Η μητέρα μας έκανε ένα σταυρό με τη λαμπάδα της στο  ανώγι  της εξώπορτας και ανάψαμε το καντηλάκι στο εικονοστάσι. Κάψαμε το Μαρτιάτικο βραχιόλι μας και σβήσαμε τις λαμπάδες μας με μία πετρούλα, γιατί δεν ήταν σωστό να φυσήξουμε το Άγιο Φως. Δεν κράτησε πολύ το πασχαλινό τραπέζι, αν και όλα ήταν υπέροχα. Ήμασταν όμως πολύ κουρασμένες, νυστάζαμε και πέσαμε στα κρεβάτια μας ,σαν πουλάκια.

      Η Κυριακή του Πάσχα ήταν μια ξεχωριστή ημέρα. Βοηθήσαμε τον παππού ,που  είχε αναλάβει από το πρωί τη σούβλα με το αρνί. Μία γύριζε η Ντίνα τη σούβλα, μια εγώ και μια ο παππούς. Η μαμά και η γιαγιά ετοίμαζαν ψητές πατάτες, σαλάτες, πίτες και διάφορα ορεκτικά. Το απόγευμα μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά της γειτονιάς και παίξαμε. Κάναμε αυγομαχίες με τα αυγά της γιαγιάς και μας κέρδισε ο Γιάννης, γιατί   ήξερε από ποια  πλευρά να κρατάει το αυγό και σε τι ύψος να το στηρίζει ,με το δεξιό αντίχειρα και δείκτη του , σφιχτά ενωμένους. Όταν διαπιστώσαμε ότι το αυγό του δεν  ήταν από φραγκόκοτα, ή γαλοπούλα και μας το επιβεβαίωσε ο παππούς, παραδεχτήκαμε επισήμως ότι κέρδισε. Τον ρωτήσαμε πώς  διάλεξε ένα τόσο γερό αυγό, αλλά είπε δεν σας λέω , χαμογελώντας. Η Πόλα  στενοχωρήθηκε, γιατί έσπασαν μονομιάς όλα τα αυγά και η γιαγιά της έδωσε ,ως έπαθλο, ένα κόκκινο ξύλινο αυγό, που δεν έσπαζε με τίποτα!   Ο Θοδωρής και ο Σταύρος είχαν φορέσει   τρίχινα σακιά ,που χρησιμοποιούσαν οι γονείς τους για να μαζεύουν τις ελιές και έκαναν αγώνες δρόμου. Η Ευριδίκη και η Μεταξία κουβέντιαζαν μαζί μου. Η Ευριδίκη μου εξηγούσε για τους μεταξοσκώληκες, πώς εκκολάπτονται και πώς  στρώνει τα μουρόφυλλα  στα κρεβάτια τους. Η Μεταξία , που της άρεσε η λογοτεχνία,  μας   έλεγε ωραίες φράσεις που έγραψε στην έκθεσή της.   Εγώ, η μικρότερη της παρέας ανάμεσα σε εκείνες τις δύο, επανέλαβα την  παραβολή για τις μωρές παρθένες , που μας είχε πει η γιαγιά Κωνσταντίνα τη Μ.Δευτέρα , γιατί μου είχε κάνει εντύπωση. Ύστερα συζητούσαμε τι κάνουμε και πώς βοηθούμε τους άλλους, αλλά είπαμε ότι αυτό δεν είναι σωστό να το λέμε δημόσια και θα το κρατήσουμε μυστικό μεταξύ μας. Η Ντίνα έφτιαχνε σαϊτες από εφημερίδες και προσπαθούσε να σημαδέψει τη σκυλίτσα, την Αλίκη ,που έτρεχε πέρα δώθε. Παράλληλα , όποτε το θυμόταν, σφύριζε με μία πλαστική σφυρίχτρα, που της είχε αγοράσει ο παππούς στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδος, στο Θοδωρή και στο Σταύρο ,κατά την έναρξη και το τέρμα των σακοδρομιών. Η Πόλα καθόταν σε ένα ξύλινο σκαμνάκι και παρακολουθούσε τη Κοκκίνω, έξω από το κοτέτσι. Όταν κάποιες μαθήτριες δεν συμπεριφέρονταν καλά , τους έκανε παρατήρηση και κτυπούσε το κόκκινο αυγό στο σκαμνί.  Ο κόκορας ήταν ο πιο άτακτος μαθητής γιατί τις πείραζε.  Είπε στον παππού να τον πιάσει από το πόδι και να τον   δέσει τιμωρία, στη γωνία στο κοτέτσι. Η γιαγιά έτρεχε πέρα δώθε με τη μαμά ,για να μας προσφέρουν όλα τα καλά του Θεού και ο παππούς, που τον είχαμε κουράσει όλη την ημέρα,  δραπέτευσε αργά  το απόγευμα, για να πιει καφέ με τον φίλο του. Ο πατέρας μας με τους γονείς των παιδιών  , τον Γιάννη, που ήταν ο νικητής στις αυγομαχίες και τον πατέρα του Ερρίκο, άλλους  γείτονες και συγγενείς της μητέρας μου ,είχαν  ψήσει καφεδάκι , είχαν γεμίσει μία μεγάλη κανάτα με κρύο νερό και είχαν απλώσει ,πάνω σε ένα παλιό ξύλινο τραπέζι, τη συλλογή με τα γυάλινα ποτήρια του πατέρα μου, που τη  φύλαγε, για κάθε περίσταση, στο μαγαζί.  Συζητούσαν  με στόμφο, γέλια και χαρά στον κήπο , πίσω από το μαγαζί. Η γιαγιά Αλέξω τους  έφερε ένα δίσκο με κουλουράκια και κάθισε μέχρι αργά μαζί τους. Η  γιαγιά Κωνσταντίνα με έστειλε και τους πήγα μια στολισμένη πιατέλα με διάφορα ορεκτικά κι ένα μπουκάλι ρακί. Αργά το βράδυ επιστρέψαμε όλοι μαζί ,ευχαριστημένοι στο σπίτι μας.

      Την επόμενη μέρα ήταν η γιορτή του παππού μας. Η μαμά τού είχε αγοράσει μία μάλλινη μπλούζα και πουκάμισο. Εμείς του φτιάξαμε μία ωραία ζωγραφιά με νερομπογιές και γράψαμε επάνω “χρόνια πολλά παππού”. Φτιάξαμε και  σπιτικά σοκολατάκια με άσπρα αμύγδαλα και λιωμένη σοκολάτα. Ετοιμάσαμε και μία ανθοδέσμη με βιολέτες από τον κήπο μας  και τη δέσαμε φιόγκο , με  μία γαλάζια σατέν κορδέλα.

Καθώς κατηφορίζαμε,  αργά το απόγευμα, από το Μπιζάνι προς το σπίτι του παππού, επέστρεφε με το άλογο του ο Μάκης.

- Πώς τα πήγε ο Μακρυμάλλης ; τον ρώτησε ένας περαστικός από το Μπιζάνι.

- Καλά τα πήγε, είπε ο Μάκης, αλλά χρειάζεται περισσότερη  προπόνηση.

-Και προσοχή, να μη λερώνει τον ασβέστη,  πρόσθεσε η Ντίνα!

Εκείνη την ώρα ανέβαινε προς το σπίτι της στο Μπιζάνι η κουμπάρα Παναγούλα, η μητέρα του Γιώργου και του Γιάννη.

-Εσύ είσαι η  αρχηγός στο παιχνίδι με τα αγόρια της γειτονιάς ;ρώτησε τη Ντίνα χαμογελώντας .   Καθώς η Ντίνα έξυσε  από  χαρά αλλά και αμηχανία   το κεφάλι της, λύθηκε ο ωραίος φιόγκος στα μαλλιά της, αλλά πρόλαβα και της τον έδεσα αμέσως.

-Χριστός Ανέστη!Χρόνια πολλά για τον Γιώργο κουμπάρα,  ευχήθηκε η μητέρα μου.

-Αληθώς Ανέστη! Ευχαριστώ Ευγενία, να χαίρεσαι τον πατέρα σου,  είπε εγκάρδια η κουμπάρα Παναγούλα.

-Πώς είναι τα παιδιά΄; ρώτησε η μητέρα μου.

-Καλά είναι, ο Γιώργος  συνέχεια διαβάζει, αλλά δεν έχω παράπονο,με βοηθάει πολύ. Κι ο Γιάννης, όταν βλέπει τον Γιώργο να διαβάζει και να θέλει να παίξει, τι να κάνει, διαβάζει κι αυτός!

-Εσύ τι κάνεις κοπέλα μου; με ρώτησε.

-Κι εγώ διαβάζω, απάντησα, με χαμηλωμένο το βλέμμα.

 -Πηγαίνετε στον παππού;

-Ναι, απάντησε η Πόλα.

Αφού σκούντησα τη μαμά μου και δεν κατάλαβε γιατί, πήρα το θάρρος και είπα:

-Κουμπάρα Παναγούλα, έχουμε ετοιμάσει με τη  μαμά κάτι για σας και την οικογένεια σας. Να μας συγχωρείτε, γιατί τώρα πηγαίνουμε στον παππού και δεν μπορούμε να σας το  προσφέρουμε.

Η κουμπάρα Παναγούλα  γέλασε και απάντησε , σας ευχαριστώ.   Αύριο  θα σας  φέρει   ο Μιχάλης το μέλι που ζήτησε ο πατέρας σας και   θα σας στείλω τα κεράσματα για τον Γιώργο.

-Ευχαριστούμε, είπαμε όλες μαζί.

-Καλό δρόμο να έχετε  και καλή πρόοδο, μας ευχήθηκε η κουμπάρα Παναγούλα.

Καθώς κατηφορίζαμε στο δρόμο ,μού έκανε παρατήρηση η μητέρα μας , γιατί δεν έπρεπε να το πω εγώ αυτό στη κουμπάρα , αλλά η ίδια.

-Γιατί μαμά, διαμαρτυρήθηκε η Ντίνα, αφού έτσι μας έχεις πει ότι  λένε οι κυρίες. Σωστά το είπε.

-Ναι, αλλά αυτό το λέει η μαμά και όχι τα παιδιά.

Α! Αυτό δεν μας το είπες καθόλου, μα καθόλου ,εντελώς, μα εντελώς  καθόλου, απάντησε η Πόλα και γελάσαμε όλες.

Ήταν ένας “εικός  μύθος”, μία αληθινή ιστορία, που φαντάζει σαν να είναι μύθος. Αυτή ήταν η πραγματική ,λαμπρή φορεσιά της Βαλύρας!

      Γιώργο μου ,όπου και να είναι  έρχονται! Είναι τα εγγονάκια σου με δώρα, για να γιορτάσουν μαζί με τον αγαπημένο τους παππού. Έχεις τόσα πολλά να τους πεις. Σίγουρα δεν θα είναι ανάμεσα στα παιδιά που  καταναλώνουν, άνευ ορίου, κάποια από τα 90 εκατομμύρια σοκολατένια κουνελάκια ,που κυκλοφορούν στην παγκόσμια αγορά κάθε Πάσχα και μετά τα πονάει η κοιλιά τους.  Θα χαίρονται και θα βοηθούν τον  αγαπημένο τους παππού και θα φρεσκάρουν μαζί του τους τοίχους και τα κάγκελα της αυλής, για να δεχθείτε  αγαπημένοι το Άγιο Πάσχα. Δεν θα ξεχάσουν ποτέ, όπως εσύ δεν ξέχασες. Μόνο ,κάνε λίγο υπομονή. Κράτησε όπως πάντα ψηλά τη σημαία σου. 

 

Καλή Ανάσταση και Χρόνια σου Πολλά!

 

 










Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΜΠΑΜΠΟΥΣΚΑΣ ΑΠΟ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ










ΟΡΧΙΔΕΕΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 

ΤΟ ΠΛΕΚΤΟ ΒΑΓΙΟ ΤΗΣ ΕΦΗΣ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ 
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΣΚΑΣΙΜΑΤΟΣ  ΤΩΝ ΜΑΣΚΟΥΛΩΝ ΣΤΗ ΒΑΛΥΡΑ ΣΤΟΝ ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ.









 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: