Αφιερωμένο στους Βαλυραίους ,που υπερασπίστηκαν τη πίστη τους με την ίδια τη ζωή τους
Μια μέρα, που είχε ορίσει σύναξη ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης για να πάνε να στήσουν καρτέρι, σύμφωνα με πληροφορίες
που είχαν ότι θα περνούσαν από ένα χωριό Αρβανίτες, ένα από τα παλικάρια του
αργούσε να΄ ρθει. Ήταν ο παπά Λευτέρης
που είχε αφήσει τα τελετουργικά του καθήκοντα και είχε αφιερωθεί στον Άγιο
αγώνα της απελευθέρωσης της πατρίδας από τους Τούρκους. Εκεί που ήταν έτοιμος ο
αρχηγός να δώσει εντολή στο ασκέρι να ξεκινήσει, νάσου φάνηκε από μακριά να
έρχεται τρέχοντας ο ιερέας. Όταν ο
Κολοκοτρώνης τον ρώτησε γιατί άργησε, εκείνος απάντησε ότι καθώς περνούσε από
το χωριό είδε τη χήρα του συγχωρεμένου
Θανάση να προσπαθεί να ζευγαρώσει το μικρό της χωράφι, αλλά της ήταν
αδύνατο. Τη λυπήθηκε και κάθισε να τη βοηθήσει. Ή παπάς ή ζευγάς θα είσαι,
του απάντησε ο Κολοκοτρώνης και έδωσε
εντολή να ξεκινήσουν. Από τότε, τα
καπετανάτα και οι οπλαρχηγοί τους , που ήταν κάτω από τη γενική εποπτεία
του Κολοκοτρώνη στη Πελοπόννησο, όποιον παπά έκανε άλλες εργασίες, εκτός από τα
βασικά καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί
, τον έλεγαν “ζευγά”.
Όταν τα παλικάρια μαζεύονταν στο βουνό και
έστηναν ένα νέο καπετανάτο, δεν πρότειναν ποτέ τον εαυτό τους ως αρχηγό,ακόμη
κι αν διέθεταν τα απαραίτητα προσόντα.
Διάλεγαν μεταξύ τους αυτόν που θεωρούσαν ως τον πλέον κατάλληλο για να τους οδηγήσει στον αγώνα
προς την ελευθερία. Αφού επέλεγαν τον καπετάνιο τους, τον τύλιγαν συμβολικά με
μία κάπα, που φορώντας την ξεχώριζε ανάμεσα στα παλικάρια. Ο “ζευγάς” όμως,
άφηνε τα άμφια του στο
κατώι και πήγαινε να πολεμήσει για τη λευτεριά σε απάτητα λημέρια μόνο
με τα ράσα του ή και χωρίς αυτά.
Κάποτε ο Αναστάσης, που ήταν Μεσσήνιος
οπλαρχηγός υπό την εποπτεία του Κολοκοτρώνη,
είδε τη μάνα του και τη θεια του που έκλαιγαν γιατί ήταν
Αναστάσιμη ημέρα και δεν
μπορούσαν να λειτουργηθούν , να
κοινωνήσουν και να τον γιορτάσουν ελεύθερες. Όλες οι εκκλησίες ήταν πριν από
την επανάσταση του 1821 κλειστές και οι ιερείς απαγορευόταν να εκτελέσουν τα
εκκλησιαστικά τους καθήκοντα. Γι αυτό εκείνος κατέστρωσε στον νου του ένα
σχέδιο , ώστε να διαμορφωθεί το κατώι ενός
πέτρινου σπιτιού στο Μπιζάνι , στη Βαλύρα σε παρεκκλήσιο. Το σπίτι ανήκε
σε μία μακρινή του συγγενή, που ήταν χήρα και την φώναζαν γιαγιά Αγγέλω.
Η μαυροφορεμένη γιαγιά έμενε μόνη της στο έρημο αρχοντικό της, γιατί οι Τούρκοι
είχαν σκοτώσει τον άντρα της και ο μοναχογιός της πέθανε από ασθένεια σε νεαρή
ηλικία. Μόλις είδε τον Αναστάση και της μίλησε για τον ιερό σκοπό του, ξανάνιωσε. Μοίρασε τα υπάρχοντά της στους
φτωχούς του χωριού, διαμόρφωσε το σπίτι
της σαν μοναστήρι και η ίδια συμπεριφερόταν σαν
καλόγρια, στο δε κατώι του αρχοντικού της εγκαθιδρύθηκε
μυστικό θυσιαστήριο από τρεις ζευγάδες,
που έφερε στο χωριό από το βουνό ο Αναστάσης, ένα σκοτεινό χειμωνιάτικο βράδυ.
Βλέποντας τον νεαρό οπλαρχηγό με τη
φουστανέλα και την αρματωσιά του όλο ζωή , ομορφιά και δύναμη ,η γιαγιά ένιωθε ότι το παιδί της γύρισε στο σπίτι και η χαρά της ήταν
απερίγραπτη. Η ζωή της απέκτησε νόημα,
γιατί το καθημερινό της μέλημα ήταν πλέον να φροντίζει ώστε τα πάντα να είναι
στη θέση τους στο κατώι που στέγαζε το παρεκκλήσι, και τίποτα να μην
υπολείπεται των άλλων εκκλησιών. Είχαν αφαιρέσει μία μεγάλη πλάκα στον τοίχο
του υπογείου και είχαν φτιάξει ένα μυστικό αρμάρι ,που φύλαγαν τα ιερά σκεύη
τους. Εμπρός από το αρμάρι είχαν τοποθετήσει ένα ξύλινο τέμπλο ,που το είχαν
περισώσει τη τελευταία στιγμή από μία μικρή εκκλησία που καιγόταν ψηλά στην Αρκαδία. Η γιαγιά Αγγέλω είχε ένα
αμεταχείριστο σκαλιστό τραπέζι στο οποίο
στεγάστηκε το Άγιο Θυσιαστήριο . Καθίσματα δεν υπήρχαν, αλλά η μαυροφορεμένη αρχόντισσα πήρε τα δύο
μακριά μονοκόμματα ξύλινα καθίσματα της τραπεζαρίας της μάνας της, που χωρούσε το
καθένα μέχρι οκτώ άτομα το ένα δίπλα στο άλλο, και τα τοποθέτησε
στο κατώι. Άνοιξε το σεντούκι της και έβγαλε έξω ένα άσπρο λινό
τραπεζομάντιλο με εφτά δάχτυλα παχιά
δαντέλα με σταυρούς και το προσέφερε για
τον στολισμό της Αγίας Τράπεζας. Όλα τα ιερατικά σκεύη τα έφεραν οι ζευγάδες
μυστικά, μέσα σε τρίχινα σακιά, που τα είχαν περισώσει από λεηλατημένες και καμένες εκκλησίες κατά
καιρούς και τα έκρυβαν σε μία σπηλιά πάνω ψηλά στην Αρκαδία.
Μία νύχτα, τυλιγμένο με
λιόπανα έφερε ο Αναστάσης ένα αναλόγιο, δεμένο στο σαμάρι του αλόγου του.
Το
παρεκκλήσι στο κατώι αφιερώθηκε στη Υπεραγία Θεοτόκο και για να
το διαχωρίζουν από άλλα, το έλεγαν Παναγία η Βαλυρώτισσα. Η εικόνα του , το
Ρόδον το Αμάραντον, ήταν ασημένια. Υπήρχαν και άλλες εικόνες εκεί, από δωρεές
γυναικών του χωριού της Βαλύρας , της Σκάλας , από το Μπάστα κι από το Λέζι,
όσων είχαν συγγενείς στη Βαλύρα και τους είχαν μιλήσει μυστικά για το
παρεκκλήσι στο κατώι της Αγγέλως.
Καθώς η γιαγιά τάιζε τη γουρούνα της στην αυλή και τα τέσσερα γουρουνάκια της ,σταμάτησε
ένα μουλάρι έξω από το σπίτι της και
κατέβηκε ένας νεαρός πολεμιστής κρατώντας στη πλάτη του ένα σακί.
-Γιαγιά
Αγγέλω ,εσύ είσαι; Ρώτησε.
-Καλωσόρισες
παλικάρι μου, εμένα γυρεύεις; Ρώτησε
εκείνη παραξενεμένη.
Αφού
ακούμπησε το σακί μπροστά στα πόδια της , της είπε:
-Ο καπετάνιος είπε ότι χρειάζονται τα ρούχα του πλύσιμο ,να
ψήσεις κι ένα ψωμί από κείνο που
του αρέσει. Θα περάσει αύριο με τον ζευγά για να δουν το χωράφι σου.
-Εντάξει
να του πεις παλικάρι μου, την ευχή μου να έχεις. Περίμενε να σε φιλέψω κάτι. Έφυγε γρήγορα και επέστρεψε
με μία πετσέτα που είχε τυλιγμένο ψωμί και
νηστίσιμες πίτες, ψημένες στον
ξυλόφουρνο της αυλής της.
Όταν έμεινε μόνη ,τράβηξε το σακί στο πλυσταριό , το έλυσε με δυσκολία και τρόμαξε, γιατί είδε τα ιερά άμφια και τα
ράσα αγνώστου “ ζευγά”, μαζί με τη κάπα
του Αναστάση βουτηγμένα στο αίμα. Έσπρωξε τα ξύλα κάτω από τη σιδερωστιά, έριξε στο καζάνι νερό και το άφησε να βράσει καλά. Σιγά σιγά
και με υπομονή καθάρισε πρώτα με κρύο νερό και σπιτικό σαπούνι και στη συνέχεια
με ζεστό νερό όλα τα ρούχα. Όταν δεν είχε μείνει κανένα σημάδι επάνω τους, τα
ξέπλυνε και τα άπλωσε σ ένα σχοινί
,μέσα σε ένα παλιό στάβλο που υπήρχε στην αυλή
και τον είχε διαμορφώσει σε πλυσταριό.
Το
ψωμί που “άρεσε” στον Αναστάση ήταν το πρόσφορο. Αφού ετοίμασε το προζύμι της, άναψε ένα
κερί, τοποθέτησε την εικόνα της Παναγίας , τράβηξε από μία πάνινη
σακούλα αριθμημένα χαρτιά που
χρησιμοποιούσε η μητέρα της από παλιά και διάβασε τις προσευχές
ζυμώνοντας το πρόσφορο, με κατάνυξη
ψυχής. Έπλασε δύο μικρούς άρτους, σφράγισε τον ένα με το μικρό
μέρος της σφραγίδας της και τον τοποθέτησε κάτω. Έβαλε τον άλλο πάνω , αλεύρωσε
και πάτησε καλά τη μεγάλη σφραγίδα , άφησε το ζυμάρι να φουσκώσει και βγήκε έξω
στην αυλή για να ετοιμάσει τον φούρνο.
Ήταν
8 Αυγούστου και όλοι οι σκλαβωμένοι του χωριού τηρούσαν ανελλιπώς τη νηστεία,
μέχρι της Παναγίας, που γιόρταζε η Παναγία Βουλκανιώτισσα, στο Μοναστήρι της
Ιθώμης.
Αφού
έψησε τα πρόσφορα και σιδέρωσε τα ρούχα, κίνησε με τον γάιδαρο για να
πάει να βρει τη μάνα του Αναστάση.
Εκείνη
καθάριζε φλούδες καρπουζιού με έναν
σουγιά που είχε χαρίσει ο Κολοκοτρώνης στον γιο της, κι εκείνος τον είχε αφήσει ως τρόπαιο στη μάνα του. Την είχε
ειδοποιήσει το παλικάρι το πρωί ότι
θα κατέβει ο Αναστάσης την επόμενη μέρα
και ετοίμαζε γλυκό κουταλιού. Πολύ χάρηκε που είδε τη γιαγιά Αγγέλω .Αφού
συνεννοήθηκαν, της έδωσε ένα καλάθι με
νηστίσιμα κουλουράκια για να σερβίρει
την επόμενη νύχτα, μετά τη θεία λειτουργία στους εκκλησιαζόμενους . Αφού έφυγε η γιαγιά
, η μάνα του Αναστάση έστειλε μήνυμα στο Λέζι και στη Σκάλα, σε δικούς της
ανθρώπους ,με δύο ξαδέλφια του Αναστάση,
να ετοιμαστούν για τις δώδεκα το βράδυ της επόμενης μέρας.
Όλα πήγαν κατ ευχήν. Έφθασε ο οπλαρχηγός με έναν ισχνό ζευγά, τον πατέρα
Ευδόκιμο. Αφού λειτουργήθηκαν κανονικά
και κοινώνησαν όλοι, διάβασαν την παράκληση στην Παναγία και τελείωσαν τρεις τα
ξημερώματα. Στη συνέχεια έκαναν μία
μικρή διακοπή, μοιράστηκαν άρτο και νηστίσιμα εδέσματα και κάθισαν όλοι γύρω
από τον ιερέα, ο οποίος τους μίλησε για τα θαύματα της Παναγίας και πόσες φορές
πάνω στα ψηλά βουνά την είχε δει να
περπατάει ανάμεσά τους. Κι εδώ είναι μαζί μας τους είπε, μας κοιτάζει, αλλά
εμείς δεν την βλέπουμε. Μόνο με τη βαθιά πίστη μας μπορούμε να την
αντιληφθούμε.
-Την
αισθανόμαστε δίπλα μας, εδώ είναι , απάντησαν όλοι με βαθιά πίστη.
Τους εξήγησαν ο ιερέας με τον Αναστάση, ότι τραυμάτισαν θανάσιμα οι Τούρκοι ένα ορφανό
παλικάρι σε μία συμπλοκή , τον τύλιξαν
με τα ράσα του παπά Ευδόκιμου και τη κάπα του Αναστάση και τον μετέφεραν ψηλά στο βουνό.
Έκαναν κανονικά τη νεκρώσιμο ακολουθία και τον έθαψαν κάτω από μία βελανιδιά.
Μίλησαν
στη συνέχεια για τη νηστεία και πώς ο δαίμονας μπορεί να παρασύρει έναν
ανυποψίαστο άνθρωπο και να τον οδηγήσει στη λήθη. Να ξεχάσει τη πατρίδα, τη
θρησκεία και τον ιερό σκοπό της λευτεριάς.
Εξήγησαν ότι κι αυτοί, αν και μάχονται σκληρά και η τροφή είναι πολύ απαραίτητη για να έχουν αντοχή,
νηστεύουν όλοι μέχρι της Παναγιάς. Τους
ανέφερε ο πατέρας Ευδόκιμος ότι ακόμη και τους ιερείς κτυπά ο δαίμονας,
χωρίς να το καταλάβουν ,και τους αναγκάζει με διάφορες ασθένειες να διακόψουν
τη νηστεία τους.
Οι παρευρισκόμενοι πιστοί κάποια στιγμή
ταξίδεψαν με τον νου τους σε μία ελεύθερη Ελλάδα. Πήγαν μακριά, στη κόκκινη μηλιά, και στον
Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
-
Πότε θα ξυπνήσει ο Βασιλιάς ;Ρωτούσαν.
-Πότε
θα πάμε στη κόκκινη μηλιά ;
-Πότε
θα πάρουμε τη Πόλη;
-Που
είναι η κόκκινη μηλιά; Στο Μονοδέντρι που λένε; Ή μήπως είναι εκεί μακριά στη
γη που οι Οθωμανοί προσκυνούν τη μαύρη πέτρα; Ρωτούσαν επίμονα τον πατέρα
Ευδόκιμο.
-Η
κόκκινη μηλιά δεν είναι ούτε στο Μονοδέντρι, ούτε στη Μέκκα απάντησε ο πατήρ
Ευδόκιμος. Είναι εκεί που φυτρώνει το σπέρμα των Ελλήνων και διαιωνίζεται το
γένος μας. Γι αυτό να μην φοβάστε!Η Παναγιά είναι μαυροφορεμένη στο κατώι και
ευλογεί τη σπορά. Το δέντρο τρέφεται και δυναμώνει και η λευτεριά θα έρθει
γρήγορα. Όπου νάναι χαράζει!
Πέρασαν εκατόν πενήντα χρόνια από τότε.
Όλα χάθηκαν από το κατώι, χωρίς να
γνωρίζει κανένας πώς και τι. Κάποιοι κληρονόμησαν το σπίτι, γκρέμισαν το
μισό,και κράτησαν μόνο ένα μικρό μέρος
άθικτο στο υπόγειο. Άσπρισαν
και χρησιμοποιούσαν τον χώρο σαν αποθήκη για το λάδι τους. Μια γιαγιά, που ζούσε στο παλιό αρχοντικό το 1960, πήρε ένα πολύ
μεγάλο καρφί και πήγε να το καρφώσει με το σφυρί ανάμεσα σε δύο πέτρες στο κατώι, γιατί ήθελε
να κρεμάσει τις σκορδοπλεξίδες της. Η πέτρα που κτύπησε υποχώρησε και πίσω από
αυτήν φανερώθηκε μία λόγχη που
τεμαχίζει ο ιερέας το πρόσφορο και μία μικρή ξύλινη εικόνα, λίγο μεγαλύτερη από
το φύλλο ενός τετραδίου. Είχε φύγει από την υγρασία όλο το χρώμα της αγιογραφίας, μόνο στο κάτω μέρος του
ενδύματος της Αγίας φαινόταν αχνά κάτι και το φωτοστέφανο λίγο στη κεφαλή. Όμως
δεν είχε μουχλιάσει. Είχε τη μυρωδιά φρέσκου ξύλου! Η γιαγιά κράτησε την εικόνα
και αντί να αποθηκεύσει τα σκόρδα της
στο κατώι, προτίμησε να κρεμάσει αυτή στη θέση τους. Όμως, η λόγχη δεν
κατάλαβε τι ήταν και την πέταξε, γιατί νόμισε πως επρόκειτο για παλιό μαυρισμένο εργαλείο που δεν της χρησίμευε σε κάτι. Έπαιρνε την
εικόνα κάθε χρονιά, όσο ζούσε και
μπορούσε να περπατήσει, την πήγαινε στον Άγιο Αθανάσιο ,την Κυριακή της
Ορθοδοξίας για να την ευλογήσει ο
ιερέας. Κάποια φορά, κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης της , ανέφερε στον παπά
Δημήτρη για το εργαλείο που βρήκε μαζί
με την εικόνα και ότι το πέταξε. Τότε εκείνος μπήκε στο ιερό και της έδειξε τη λόγχη.
-
Ίδιο ήταν είπε, ο Θεός να με συγχωρήσει που δεν γνώριζα και αμάρτησα.
Μέχρι
τα βαθιά της γεράματα επέμενε ότι η εικόνα είναι στο κατώι, αλλά κανένας από
εκείνους που την είχαν δει δεν την εύρισκαν πλέον .Κι όμως, η εικόνα παραμένει
εκεί, για εμάς να πάμε να την ανακαλύψουμε. Η λαϊκή μας παράδωσε το διέσωσε!
Κάτου
στο κατώι ,είναι η Παναγιά
έγια
μόλα για
κι
από πάνου παίζουν κόκκινα τα φέσια
έγια,
έγια λέσα!
Ας διαφυλάξουμε τη Παναγιά μέσα μας, για να
κάνει καρπούς θείους η κόκκινη μηλιά,
και η πόλη της Ουράνιας Βασιλείας να
δεχτεί τη φωτεινή ψυχή μας, όταν θα σημάνουν οι καμπάνες της αιωνιότητας.
Ο
Θεός μαζί σας!
Ευθυμία
Η. Κοντοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου