Αφιερωμένο σε όλα τα δίδυμα παιδιά του χωριού μας
Το Σωτήριον έτος 1961 είδαν το φως της ζωής στη Βαλύρα δύο άγγελοι, δύο ομοζυγωτικοί δίδυμοι, που μοιάζουν μεταξύ τους σαν μία σταγόνα νερό, και ο χρόνος με τις εμπειρίες και τις επιβαρύνσεις δεν αλλοίωσε τη μορφή και τον ψυχισμό τους . Η ευλογημένη κυρία Ασπασία, η οποία έμενε με τον ευγενή σύζυγό της Φώτη προς την Αγία Τριάδα, γέννησε δύο υπέροχες μελαχρινές θυγατέρες με λαμπερό βλέμμα και ένα πλατύ χαμόγελο από τα γεννοφάσκια τους. Το ζεύγος αγωνίστηκε κάτω από αντίξοες συνθήκες για να αναθρέψει σωστά τις δίδυμες κόρες , και παιδεύτηκε για μία ολόκληρη ζωή προκειμένου να διαπαιδαγωγήσει τις μικρές πριγκίπισσες με άριστο τρόπο , συνεχίζοντας την αυστηρή ηθική και Χριστιανική παράδοση του χωριού μας.
Ήμουν τριών ετών όταν η θεία Ασπασία σαράντισε και με τον σύζυγό της τύλιξαν τα μωρά στις λευκές τους πάνες και στις δαντελένιες κουβερτούλες τους και τα πήγαν στον Άγιο Αθανάσιο για να τα ευλογήσει ο πατήρ Δημήτριος Ξυδόπουλος. Να τα παραλάβει ο παπά Ξύδης μας, που ήταν σαν ξύδι οι εντολές μετανοίας που μας έδινε, προκειμένου να τύχουμε της Θείας Συγχωρήσεως και Κοινωνίας. Η Παναγία της Βαλύρας με τον Άγιο Αθανάσιο χαμογέλασαν από ευχαρίστηση σαν είδαν τους μικρούς αγγέλους και ο Μέγας Αρχιερέας έλαμψε στον θρόνο του. Η χάρες του Αγίου Πνεύματος κόσμησαν τις νεογέννητες δίδυμες και ο Θεός έδωσε δύναμη στη στοργική και προκομμένη μητέρα τους , ώστε να ανταπεξέλθει με τον θηλασμό και τη φροντίδα των διδύμων.
Μόλις επέστρεφε η οικογένεια από την εκκλησία ήταν η πρώτη φορά που είδα τις μικρές Χάριτες και προς έκπληξή μου διαπίστωσα ότι τα δύο βρέφη ήταν ακριβώς ίδια. Τόσο τις ερωτεύτηκα που ήθελα να τις πάρουμε στο σπίτι για να παίζω μαζί τους, αλλά η μητέρα μου με παρηγόρησε που έκλαιγα, αγοράζοντας μου δύο ίδιες κούκλες, μελαχρινές, από του Λατζούνη στη πλατεία. Για να είμαι ειλικρινής στην αρχή χάρηκα, αλλά όταν διαπίστωσα ότι οι πλαστικές κούκλες δεν έτρωγαν το φαγητό τους και δεν μιλούσαν, τις πέταξα από τα νεύρα μου κάτω από το κρεβάτι μου και διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν ήταν ζωντανές όπως οι δίδυμες της θείας Ασπασίας.
- Δεν είσαι ευχαριστημένη με την αδελφή σου τη Ντίνα ; Η μαμά σου θα έχει σε λίγο καιρό και άλλο μωρό, είπε η γιαγιά μου Κωνσταντίνα.
-Γιαγιά, απάντησα, αυτές είναι οι κούκλες της μαμάς μου!
-Μπα! Τι λες; απάντησε έκπληκτη η γιαγιά. Κι εσύ ζήλεψες και θέλεις να πάρεις τις κούκλες της Ασπασίας;
-Όχι, να μου αγοράσετε δύο ίδιες διαμαρτυρήθηκα.
-Τέτοιες δεν μπορούμε να βρούμε , απάντησε η γιαγιά. Τις δίνει στις καλές γυναίκες μόνο ο Θεός!
Έκτοτε παρακαλούσα τον Θεό να τύχω της εύνοιάς του μπας και στο πανηγύρι του χωριού, επιτέλους, βρω δυο ίδιες κούκλες που να τρώνε, να μιλάνε και να βρέχουν τη πάνα τους!
Οι δίδυμες που δεν μπορούσαμε να τις ξεχωρίσουμε και τις φωνάζαμε “Βασωμαρία” μεγάλωναν γρήγορα, ήταν υγιέστατες, πανέμορφες, αλλά είχαν σαφείς προτιμήσεις στο πώς να ντύνονται και να συμπεριφέρονται. Προτιμούσαν όλα να είναι ακριβώς ίδια που έκανε το έργο της θείας Ασπασίας πολύ δύσκολο. Η μητέρα τους προσπαθούσε να έχει μία ιδιαίτερη σχέση με την καθεμία, προκειμένου να διαμορφώσουν ανεξάρτητα την προσωπικότητά τους, αλλά αυτές ήταν απόλυτες στον στόχο τους ,”εμείς μαμά πάμε πακέτο”!
Μια φορά έτυχε να μας ψωνίζουν οι μητέρες μας κοκαλάκια και στέκες για τα μαλλιά μας στην πλατεία, στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδος.
-Τι χρώμα κορόμηλα θέλετε για να δένετε τα μαλλιά σας; ρώτησε η μητέρα μας.
-Ροζ, κόκκινα και κίτρινα απαντήσαμε. Εσείς τι θέλετε Βασωμαρία; ρωτήσαμε τις δίδυμες. -Κόκκινα ,απάντησαν και οι δύο μαζί.
-Γιατί Βάσω δεν αγοράζετε δύο διαφορετικά χρώματα ;ρώτησα τη Βασούλα.
-Σουτ! Μου απάντησε. Θα στενοχωρηθεί πολύ η Μαρία αν φοράμε διαφορετικά.
Το ίδιο διαπιστώσαμε και στο ραφείο της κυρίας Αθανασίας που ήταν άριστη μοδίστρα όταν είδαμε κρεμασμένα δύο ίδια φορεματάκια που ετοίμαζε για το Πάσχα.
-Για τη Βάσω και τη Μαρία είναι αυτά; ρωτήσαμε από παιδική περιέργεια.
-Ναι απάντησε η κυρία Αθανασία. Να μην έχουμε κλάματα και στενοχωριέται η Ασπασία.
Ήταν τόσο γλυκιές οι δίδυμες, το πρόσωπο της μίας ήταν σημείο αναφοράς για την άλλη και η διαίσθησή τους πολύ ανεπτυγμένη, αφού εξ αποστάσεως καταλάβαιναν αν είναι καλά το alter ego τους, η amica anima η αδελφή ψυχή τους. Η Βάσω έτρεχε όταν αισθανόταν ότι την χρειάζεται η Μαρία και η Μαρία δεν άφηνε μόνη της τη Βάσω ,ούτε για ένα λεπτό .Όσο κι αν προσπαθούσε η μητέρα τους να μην εκδηλώσει αδυναμία προς τη μία κατεύθυνση , αλλά παράλληλα να έχει ιδιαίτερη σχέση με την καθεμιά τους χωριστά ,τόσο οι δίδυμες έκαναν τα πάντα για να την πείσουν ότι είναι ένα σώμα και μία ψυχή, και να μην πολυκουράζεται ,γιατί εκείνες χαίρονταν πολύ και απολάμβαναν η μία τη συντροφιά της άλλης. Πέρασαν μαζί όλες τις παιδικές ασθένειες , ήταν ένα σώμα και δυο φωνούλες όσον αφορούσε τα παράπονά τους , χαίρονταν και έκλαιγαν μαζί ταυτόχρονα.
Η Εισαγωγή στο Δημοτικό Σχολείο ήταν ένα ορόσημο για τις δίδυμες αδελφές.
Μεγάλωσαν και διαμόρφωσαν την προσωπικότητά τους σε αλληλεξάρτηση συναισθηματικά και κοινωνικά κατά τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής τους γιατί δεν υπήρχε εκείνη την εποχή νηπιαγωγείο στο χωριό, με αποτέλεσμα να κεραυνοβοληθούν εκ πρώτης όψεως με την αυστηρή παρουσία των δασκάλων και τον επιβλητικό χώρο του σχολείου. Το σχολικό περιβάλλον τους προκαλούσε άγχος και φόβο , ιδίως κατά τα δύο πρώτα χρόνια του Δημοτικού Σχολείου. Με την πάροδο των ετών ενσωματώθηκαν στο μαθητικό σύνολο, έπαιξαν πολλά παιχνίδια, πάντα όμως και οι δύο μαζί. Η Μαρία δεν έπαιζε σε αντίπαλη ομάδα, γιατί ποτέ δεν φαντάστηκε τον εαυτό της στην απέναντι όχθη, συγκριτικά με τη Βάσω στα μαθητικά χρόνια, η δε Βάσω, η οποία έπαιρνε πρωτοβουλίες, είχε πάντα άγχος αν κάπου χανόταν το βλέμμα της και δεν συναντούσε τη Μαρία για να διαπιστώσει ότι είναι καλά. Η αγάπη και το δέσιμο τους ήταν μεγάλο.
Οι μικρές πριγκίπισσες ήταν πολύ ευγενικές, δεν αντιμιλούσαν στον δάσκαλο, έκλαιγαν σιωπηλά αν τις μάλωνε ο κύριος και με το τσιγκέλι τους έπαιρνε λόγια η θεία Ασπασία όταν γυρνούσαν στο σπίτι κλαμένες, προκειμένου να καταλάβει τι τους συνέβη στο σχολείο. Κάποτε ένα αγόρι της τάξης μου είχε ερωτευθεί τα κορίτσια, μου είχε εμπιστευθεί το μυστικό του, αλλά ποτέ δεν το αποκάλυψα στη Βασωμαρία! Μια μέρα πέταξε κατά λάθος και/ή επίτηδες τη μπάλα και σημάδεψε τη Μαρία. Η Μαρία δάκρυσε από τον πόνο αλλά δεν το μαρτύρησε στο δάσκαλο. Τότε ο Παναγής τις ερωτεύθηκε ακόμη περισσότερο.
-Ποια σημάδεψα; με ρώτησε.
-Τη Μαρία του απάντησα.
-Αυτή θέλω να παντρευτώ, μου εκμυστηρεύτηκε.
-Δεν γίνεται ,του εξήγησα. Τα κορίτσια είναι πολύ αγαπημένα μεταξύ τους και δεν σκέπτονται να παντρευτούν!
- Μπορείς να ρωτήσεις τον παπά Κώστα στο κατηχητικό σε ποια χώρα επιτρέπει ο Θεός να παντρευτείς δύο αδελφές μαζί; πρότεινε ο Παναγής.
-Δεν γίνεται του απάντησα. Αν το πω αυτό στον παπά Κώστα θα νομίζει ότι είμαι δαιμονισμένη και θα με στείλει να μου διαβάσει την ευχή με το πετραχήλι ο παπά Ξύδης, για να με συγχωρήσει ο Θεός και να κοινωνήσω. Μετά θα ντρέπομαι να πηγαίνω στην εκκλησία.
-Καλά! Απάντησε ο Παναγής. Θα το ψάξω μόνος μου και θα σου πω!
Ένα πρωινό, μου ψιθύρισε ο Παναγής στο αυτί:
- Είδα τη Μαρία και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, έχω ξεχάσει το μάθημα.
-Δεν είδες τη Μαρία του απάντησα. Η Μαρία είχε πυρετό και έμεινε σήμερα στο σπίτι. Αυτή είναι η Βάσω! Τον προβλημάτισα αρκετά γιατί του εξήγησα ότι αν δεν τις ξεχωρίσει πρώτα απ΄ όλα πώς θα γνωρίζει ποια πραγματικά θέλει; Όταν βέβαια ο Παναγής τελικά κατάλαβε ότι του αρέσει η Βάσω, άρχισε δειλά δειλά και διακριτικά να εκδηλώνεται μία μεγάλη αγάπη από τον “Άδωνη” προς τη Μαρία, η οποία κράτησε μέχρι την ενηλικίωση ,αλλά πλατωνική παρέμεινε, εφ΄όρου ζωής.
Εκείνος που είχε μεγάλη πλάκα ήταν ο Γιωργάκης της γειτόνισσάς μας, ο μοναχογιός της θείας Κατίνας , ο οποίος πίστευε ότι η Βάσω πετάει. Πολύ συχνά τον φρόντιζα από βρέφος και σχεδόν μεγάλωσε στα χέρια μου.
Μια φορά που παίζαμε το παιχνίδι “πετάει, πετάει” στην αυλή του σπιτιού ,τον ρώτησα το εξής;
-Πετάει ο γάιδαρος Γιωργάκη;
-Όχι δεν πετάει.
-Πετάει η πεταλούδα;
-Πετάει!
-Πετάει η Βάσω;
-Πετάει, πετάει, απάντησε ο Γιώργος.
-Μα η Βάσω είναι άνθρωπος, δεν πετάει Γιωργάκη μου, του απάντησα θωπεύοντας τον.
-Τι λες; μου απάντησε. Αφού ήταν μέσα στο δωμάτιο με τη Ντίνα και ζωγράφιζαν και ήταν την ίδια στιγμή έξω με την Πόλα και έπαιζαν!
Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχε αντιληφθεί ότι είναι δύο δίδυμες αδελφές και μια μέρα του τις παρουσίασα και τις δύο μαζί.
Στο σπίτι του Μπαρμπαλιά στο Μπιζάνι είχαμε στήσει ένα μίνι εργαστήριο ζωγραφικής. Ο λόγος ήταν ότι η θεία Ασπασία είχε πολύ στενοχωρηθεί γιατί ο δάσκαλος τιμωρούσε τις άριστες κατά τα άλλα μαθήτριες Βάσω και Μαρία, όταν αργούσαν να ολοκληρώσουν τις εργασίες τους, κατά την ώρα των καλλιτεχνικών. Τόσο η Βάσω, όσο και η Μαρία ζωγράφιζαν πολύ όμορφα, όμως ήταν ιδιαίτερα προσεκτικές,ιδίως η Μαρία είχε πολύ άγχος, με αποτέλεσμα να χρειάζονται διπλάσιο χρόνο συγκριτικά με τα άλλα παιδιά για να τελειώσουν. Κάποιες φορές τιμωρήθηκαν άδικα για την καθυστέρηση με τη σανίδα του διευθυντή του σχολείου, κυρίου Χρήστου, στα τρυφερά τους χέρια.
Θυμάμαι μία φορά στενοχωρήθηκε πολύ ο ερωτευμένος Παναγής, και ήθελε να τους φιλήσει τα χέρια, αλλά του απάντησα ότι αν το κάνει αυτό και εκθέσει τα κορίτσια ανεπανόρθωτα, ο κύριος Χρήστος θα τον δείρει παραδειγματικά. Η θεία Ασπασία ήξερε ότι ζωγράφιζα και ότι είχα στήσει ένα κρυφό εργαστήρι στο υπόγειο του σπιτιού μας, πίσω από τον αργαλειό της μητέρας μου, μακριά από τα μάτια του αυστηρού πατέρα μου, ο οποίος δεν είχε μεν παράπονο γιατί συνέχεια άριστα του έφερνα στο σπίτι, αλλά φοβόταν μην πάρουν αέρα τα μυαλά μου και αντί για επιστήμονας γίνω καλλιτέχνης , ζωγράφος. Μια μέρα ,είχε έλθει στο σπίτι η θεία Ασπασία , η οποία ήταν πολύ καλή υφάντρα, για να δει τη φλοκάτη που ύφαινε η μητέρα μου και ανακάλυψε τα σύνεργα ζωγραφικής και τα έργα μου, που είχα κρυμμένα στο υπόγειο. Η πόρτα του υπογείου άνοιγε όταν γνωρίζαμε ότι ο πατέρας μου ήταν στο σιδηρουργείο και είχε πολλή δουλειά. Τότε έπαιρνα τα σύνεργα μου, υποδεχόμουν στο ανώγι του σπιτιού τα παιδιά τις γειτονιάς, είχα αγοράσει κι ένα βιβλίο με μαθήματα ζωγραφικής άνευ διδασκάλου, κι αφού εμπέδωνα τα μαθήματα η ίδια, τα μετέφερα και στα άλλα παιδιά. Ο Μπαρμπαλιάς ήταν ίδιος η Ιερά Εξέταση. Πολλά έργα μου έγιναν προσάναμμα για το τζάκι, αλλά ο μεγαλύτερος φόβος μου ήταν μήπως μπει ξαφνικά μέσα στο υπόγειο και τα ανακαλύψει όλα. Ιδίως μην πάρει την μέθοδο εκμάθησης ζωγραφικής άνευ διδασκάλου και χάσουμε τη λογική συνέχεια των μαθημάτων με τη Βάσω και τη Μαρία.
Κατά την εφηβεία τους η Βάσω και η Μαρία άρχισαν σιγά σιγά να αποκτούν μία διαφορετική αίσθηση του εαυτού τους και να αναγνωρίζουν τόσο μεν τις ομοιότητες όσο και τις διαφορές τους, όσον αφορά τον χαρακτήρα τους. Το μυστήριο δέσιμο και η τηλεπαθητική επικοινωνία τους παρέμειναν, επίσης το κοινό ταμπεραμέντο τους , ιδίως ο τρόπος εκδήλωσης των συναισθημάτων τους. Όλοι στη Βαλύρα είχαν πολύ ωραία λόγια να πουν για την ευγένεια τους, τη λεπτότητα του χαρακτήρα τους, την επιμελημένη εμφάνισή τους, την υπευθυνότητα και την εργατικότητά τους. Ο Γιωργάκης κατά την ενηλικίωσή του αρίστευσε στη ζωγραφική , μάλιστα έλαβε μία χρονιά πριν φύγει από τη ζωή βραβείο για ένα από τα έργα του. Όσο για τη Βάσω και τη Μαρία,τα κατάφεραν καλύτερα με τη πρακτική στη ζωγραφική που κάναμε, επίσης καλλιέργησαν κατά την ενηλικίωσή τους τη τέχνη της αγιογραφίας και έχουν φτιάξει αρκετές αξιόλογες εικόνες. Νέες είναι ακόμη όσον αφορά την ηλικία τους, και στο χέρι τους είναι να συνεχίσουν αυτό που κάποτε ήταν τιμωρία, αλλά κατέληξε να τις γεμίζει με ευχάριστη , παράλληλα είναι μία θεάρεστη δραστηριότητα, όσον αφορά την αγιογράφηση. Η Βαλύρα έχει ανάγκη από όμορφες εικόνες στα εκκλησάκια της, γιατί έχουν αφαιρεθεί όλες οι παλιές που υπήρχαν εκεί. Η Βάσω και η Μαρία εκπαιδεύτηκαν κατάλληλα από έναν αξιόλογο καθηγητή αγιογραφίας, τον κύριο Στρατηγόπουλο, όσον αφορά την αγιογραφία και τη Θεολογία της εικόνας.
Η Βάσω παντρεύτηκε πρώτη και έγινε μητέρα, και μετά από χρόνια ακολούθησε και η Μαρία. Αν και τίμησαν τον γάμο οι άγγελοι του Κυρίου, υπάρχει πάντα μέσα τους το βιολογικό, γονιδιακό καμπανάκι που τους υπενθυμίζει την ομοιότητά τους και τον Γόρδιο δεσμό που δεν λύνεται, αλλά χρόνια τρέφεται με τα συναισθήματα μίας μοναδικής και ανιδιοτελούς αγάπης. Η αγάπη προς την αδελφή ψυχή είναι ταυτόσημη με αυτή προς τον ίδιο τον Θεό , αφού ο Θεός κατοικεί εντός μας.
Η Θεία Ασπασία έφυγε το 1988 άδικα από τη ζωή σε τροχαίο, λίγο πριν τον γάμο της Βάσως, η απώλεια της προκάλεσε πολλή θλίψη, αλλά ο Θεός έδωσε στη Βάσω μία όμορφη, υπεύθυνη και εργατική κόρη, ειδική παιδαγωγό, η οποία φέρει το όνομά της γιαγιάς της. Επίσης η Βάσω έγινε γιαγιά και χαίρεται με τη μικρή εγγονή της Βασούλα. Η Μαρία, η δεινή αγιογράφος μας ,είναι μία κομψή σύζυγος , στολίδι στη Βαλύρα μας. Όμως ,αισθάνομαι ότι η Βασωμαρία είναι μία ψυχή, ένα γονίδιο που κραυγάζει αέναα “θέλω να είμαστε μαζί αγάπη μου”, γιατί αυτή ήταν η θεία αιτία της διάσπασης του ωαρίου , να αγαπηθούν τόσο πολύ οι δυο αδελφές ψυχές, ώστε να γευτούν την πραγματική ουσία της άδολης και ανιδιοτελούς αγάπης σε τούτο τον πρόσκαιρο βίο. Η Σκέπη της Παναγίας Βουλκανιώτισσας, της μεγάλης μητέρας μας, ας προστατεύει τους επί γης διδύμους αγγέλους της Βαλύρας και να τους χαρίζει υγεία και ευτυχία.
Να χαίρεστε τα δίδυμα παιδιά στην οικογένεια σας.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
19/9/2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου