Η Τσουκαλοβγενιά, όπως την αποκαλούσαν στη Βαλύρα, ήταν μία αρχοντοπούλα, το γένος Τσαγκάρη, αναθρεμμένη χριστιανικά με αυστηρότητα, γι΄ αυτό από την νεανική της ηλικία δεν αποχωριζόταν το μαύρο τσεμπέρι και το μακρύ μαύρο φουστάνι της. Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου, την πάντρεψαν με τον προκομμένο Θανάση Φειδά, ο οποίος ήταν μετανάστης στην Αμερική και επέστρεψε στη Βαλύρα. Ο Θανάσης ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερος από την Ευγενία, και η ασχολία του στο χωριό αφορούσε την καλλιέργεια των οικογενειακών αγρών και το κάρο του, με το οποίο εργαζόταν ως μεταφορέας. Η πεθερά της Ευγενίας ήταν από τις λίγες γυναίκες του χωριού, η οποία δούλευε σκληρά στα καμίνια, στη λεγόμενη Τσουκαλόρουγα, ψηλά στον Άγιο Δημήτριο, κοντά στο σπίτι του Παπασαραντόπουλου, που έμενε ο Τζαφέρ Αγάς.
Στο καμίνι κατασκεύαζε ο Στασινός Φειδάς και η πεθερά της Ευγενίας διάφορα πήλινα είδη, όπως τούβλα, κεραμίδια, στάμνες, πιθάρια και είδη μαγειρικής. Εκείνο όμως το προϊόν, το οποίο είχε μεγαλύτερη ζήτηση, ήταν τα πήλινα τσουκάλια, τέχνη που ακολούθησε στη συνέχεια η Ευγενία, με μεγάλη επιτυχία, μετά από τον θάνατο της πεθεράς της. Γι΄ αυτό η μεν ράχη με τα καμίνια ονομάστηκε Τσουκαλόρουγα, η δε Ευγενία, που η τέχνη της εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα, μέχρι από τον Νομό Τρικάλων της έστελναν παραγγελίες για κατασκευή τσουκαλιών, έλαβε το παρανόμι Τσουκαλοβγενιά.Ο αείμνηστος άνδρας της Θανάσης, αφού της χάρισε οκτώ παιδιά, έφυγε από τη ζωή και την άφησε με χρέη . Εκείνη ανέλαβε, αγόγγυστα και με πίστη στον Θεό, όλες τις ευθύνες της οικογένειας μόνη της. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό, που επιφύλαξε η τύχη στην όμορφη αρχοντοπούλα της Βαλύρας. Μόλις ο παπά Δημήτρης Ξυδόπουλος ήταν 12 ετών, πέθανε η μητέρα του , η οποία ήταν αδελφή της Ευγενίας. Εκείνη αγκάλιασε, πάνω στο μνήμα της αδελφής της, το ορφανό ανίψι της, και το πήρε στο σπίτι της, να το αναθρέψει ακόμη καλύτερα και από τα ίδια τα παιδιά της. Το σπίτι της ήταν στον πρώτο παράδρομο αριστερά, μετά το αστυνομικό τμήμα της Βαλύρας, και πριν από την πλατεία του χωριού. Είχε τρία άνετα υπνοδωμάτια, αλλά η Ευγενία νοίκιαζε το μεγαλύτερο στο σχολείο του χωριού, γιατί δεν επαρκούσε, κατά εκείνη την εποχή, ο χώρος για τη λειτουργία όλων των τάξεων στο Δημοτικό Σχολείο της Βαλύρας.
Στο δεύτερο μεγάλο υπνοδωμάτιο κοιμόνταν, πάνω σε στρώματα απλωμένα στη σειρά στο ξύλινο πάτωμα, τα έξι αγόρια της, ο Παρασκευάς, Μίμης, Ανδρέας, Χαράλαμπος, Λεωνίδας, και Κώστας, μαζί με τον αγαπημένο της ανιψιό Δημήτρη .
Το δικό της υπνοδωμάτιο μοιράζονταν εκείνη με τις δύο κόρες της, την Πολυτίμη και τη Γεωργία.
-Ελάτε να με βοηθήσετε παιδιά να φορτώσουμε στο κάρο τα τσουκάλια και τις στάμνες, για να τα πάμε στην πλατεία να τα στήσουμε στον πάγκο, τελείωσε η θεία λειτουργία, είπε η Ευγενία, καθώς επέστρεψε από την εκκλησία στο σπίτι, μαζί με τον ανιψιό της Δημήτρη, ανήμερα της Αγίας Τριάδος.
Πρώτος Δημήτρης, πήρε προσεκτικά κάτω από τις μασχάλες του δύο τυλιγμένα τσουκάλια και τα τοποθέτησε μέσα σε μία μεγάλη ξύλινη κασέλα, που ήταν δεμένη πάνω στο κάρο.
-Για έλα εσύ εδώ Δημητράκη μου, είπε η Ευγενία, σε παρατήρησα στην Αγία Τριάδα που έκλαιγες και σκούπιζες κρυφά τα δάκρυα στο μανίκι σου. Γιατί παιδάκι μου; Τι σου συμβαίνει και μου σπαράζεις την καρδιά;
-Θεία μου, είπε εκείνος, γέρνοντας πάνω στο κάρο με χαμηλωμένο το βλέμμα του, ο Παρασκευάς θέλει να γίνει αγρότης και να αναλάβει την περιουσία του πατέρα του, ο Μίμης αστυνομικός, ο Ανδρέας μεγάλος μαθηματικός, καθηγητής στο πανεπιστήμιο, ο Χαράλαμπος ράφτης, αλλά εγώ δεν θέλω να γίνω τίποτα από όλα αυτά.
-Και τι θέλεις να γίνεις εσύ αγόρι μου; λέγε το και θα γίνεις. Μόνο πες μου για να ξέρω, γιατί πολύ πικράθηκα, που σε είδα σε αυτή την κατάσταση σήμερα, και έχουμε τόσο μεγάλη εορτή στο χωριό μας.
-Θέλω να γίνω ένας πολύ καλός ιερέας του Θεού θεία μου, εδώ στη Βαλύρα, απάντησε ο Δημήτρης, και έβαλε τα κλάματα. Εκείνη τον αγκάλιασε και σκούπισε τα δάκρυά του πάνω στο καλό φουστάνι της.
-Σου υπόσχομαι Δημητράκη μου, τόσο μεγάλη γιορτή θα κάνουμε, όπως της Αγίας Τριάδος σήμερα, όταν θα χειροτονηθείς παπάς και θα αναλάβεις όλο το ευλογημένο χωριό μας. Θα γίνεις αυτό που θέλεις! Ο Θεός με ακούει εμένα την αμαρτωλή. Κάθε ημέρα προσεύχομαι για σένα και θα γίνει αγόρι μου αυτό που ζητάς ,σε λίγα χρόνια από σήμερα. Κάνε υπομονή, το Άγιο Πνεύμα είναι μέσα σου.
Τα δάκρυα τού μικρού Δημήτρη έγιναν δάκρυα χαράς και ψυχικής αγαλλίασης. Φόρτωσε μόνος του, από την πολλή ευθυμία του, όλα τα τσουκάλια στο κάρο, ανέβηκαν τα ξαδέλφια του στη συνέχεια επάνω, οδηγούσε ο Παρασκευάς, για να πάνε να τα ξεφορτώσουν στην πλατεία και να τα πουλήσουν, ενώ η Ευγενία παρέμεινε στο σπίτι για να τους μαγειρέψει. Δεν την άφησε καθόλου μόνη ,από εκείνη τη στιγμή ο Δημήτρης, έγινε η σκιά της. Έβγαλε η αείμνηστη από μία παλιά ξύλινη κασέλα της μητέρας της μία Καινή Διαθήκη κι έναν μικρό Συναξαριστή και του τα έδωσε, για να αρχίσει να διαβάζει και να προετοιμάζεται για το θεάρεστο έργο του. Καθισμένος πάνω στο στρώμα του, ή στα πεζούλια της γειτονιάς, ο Δημήτρης μελετούσε συνεχώς θρησκευτικά βιβλία, μετά το σχολείο και στις διακοπές. Στο πανηγύρι του χωριού, τα ξαδέλφια του αγόρασαν με τα χρήματα που έβγαλαν από τις κατσαρόλες γλυκά και ο Δημήτρης βίους Αγίων. Όταν το παρατήρησε η θεία του Ευγενία και επειδή ήταν αδύνατος αρκετά, του είπε:
-Πάρε παιδάκι μου και κάτι να φας, ευλογημένη από τον Θεό είναι η τροφή του ανθρώπου.
Για να μη τη δυσαρεστήσει, αγόρασε ένα κουλούρι με σουσάμι και το μοιράστηκε μαζί της.
Το Ευαγγέλιο και τα Πατερικά Κείμενα έγιναν αναπόσπαστο μέρος της δεξιάς χείρας του και ένδυμα θείο του ευλογημένου εφηβικού νου του. Μέχρι στα δεκάξι χρόνια του υπηρετούσε στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου , βοηθώντας τον πατέρα Ευθύμιο Ματσούκα από την Αγριλιά, και συνόδευε τη βαθιά θρησκευόμενη θεία του Ευγενία ανελλιπώς στην εκκλησία , η οποία προσευχόταν γονατιστή, παρακαλώντας να τον αξιώσει ο Θεός να υπηρετήσει ως ιερέας στη Βαλύρα.
Ώσπου ήλθε εκείνη η αξέχαστη και λαμπρή ημέρα, μια εβδομάδα πριν από τον Δεκαπενταύγουστο . Πριν ανατείλει ο ήλιος, είπε η Ευγενία στον Δημήτρη:
-Πλύσου καλά παιδάκι μου, και να φορέσεις τα καλά ρούχα σου, τα έχω σιδερωμένα πάνω στην καρέκλα σου. Σήμερα θα πάμε με το τραίνο, εσύ και εγώ, στη Καλαμάτα, έχω κανονίσει και μας περιμένει ο Δεσπότης στη Μητρόπολη.
Πολύ εντύπωση έκανε στον Μητροπολίτη Μεσσηνίας η Ευγενία, με τη θεία της παρουσία και την ανατροφή που είχε δώσει στον νεαρό Δημήτρη, καθώς και την αμέριστη βοήθεια της, όσον αφορούσε την προετοιμασία του παιδιού για την ιεροσύνη.
-Παιδί μου, του είπε ο μακαριστός Μητροπολίτης, αναγνωρίζω ότι έχασες την αγαπημένη σου μητέρα, αλλά ο Θεός σε παρέδωσε στα χέρια μίας αγίας γυναίκας. Η θεία σου Ευγενία είναι ευλογημένη, όπως η Αγία Εμμέλεια, η μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου, του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης και της Αγίας Μακρίνας, και η Αγία Νόννα, η μητέρα του Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου.
Όμως και οι αρετές του νεαρού Δημητρίου Ξυδόπουλου εντυπωσίασαν τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας, γι΄ αυτό ανέλαβε προσωπικά την εκπαίδευσή του, για σειρά ετών, μέχρι που τον έστειλε, ως θείο δώρο στη θεία του Ευγενία, το έτος 1940, ως μόνιμο ιερέα στην Ενορία της Βαλύρας.
Όλα τα παιδιά της ευλογημένης Ευγενίας είχαν πολύ καλή αποκατάσταση, όπως επιθυμούσαν, εκείνη δε, όσο άντεχε και λειτουργούσαν τα καμίνια, έφτιαχνε συνέχεια τσουκάλια, κι ένα ζευγάρι από αυτά συνήθως δώριζε στους νεόνυμφους, στη Βαλύρα, που την καλούσαν στον γάμο τους. Εκείνο όμως που εύφραινε την ψυχή της και ποτέ δεν το έχανε, ήταν η θεία λειτουργία του λατρεμένου ανιψιού της, στους ιερούς ναούς της Βαλύρας.
Από αριστερά, ο πατήρ Δημήτριος Ξυδόπουλος, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος Δασκαλάκης, και ο Διάκονος-συνοδός του Δεσπότη.Φωτο: καθ.Ι.Δ.Λύρας
Έφυγε από τη ζωή ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά η τρισευλογημένη Ευγενία, το έτος 1968, αφού πέρασε τα 80 χρόνια της.
Μέσα στη αγκαλιά του ανιψιού της παπά Δημήτρη Ξυδόπουλου αναπαύτηκε η ψυχούλα της, αφού πρόλαβε και την κοινώνησε, ο οποίος ανέλαβε τη κηδεία της, και την μνημόνευε, μέχρι την τελευταία του πνοή.
Η αλησμόνητη Ευγενία Τσαγκάρη Φειδά ήταν ένα λαμπρό παράδειγμα γυναίκας, που συνδύασε, με τις ευλογίες του Θεού, τη μητρότητα και την εργασία, χωρίς να χάσει η ψυχή της τη θεία υπόσταση της και ο νους της το μεγαλείο της σοφίας.
-Περπατούσα στην Τσουκαλόρουγα, είπε ο κ. Γιώργος Φειδάς, το Καλοκαίρι του έτους 2000, όταν επισκέφτηκα το χωριό μετά από χρόνια, και νοσταλγικά έφερα στη μνήμη μου την εικόνα της αείμνηστης γιαγιάς μου Ευγενίας. Τότε, έσκυψα τυχαία στη γη και είδα άπειρα θραύσματα από τα τσουκάλια, στον χώρο που λειτουργούσαν παλιά τα καμίνια. Αυτό το πολύτιμο κομμάτι της ζωής μου, με αγάπη ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.
Οι ευλογίες της αγίας μητέρας Ευγενίας της Βαλύρας, να συνοδεύουν όλους στο θεάρεστο έργο τους.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
26/5/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου