Αφιερωμένο στην σφαγή των προσκόπων
τ’ Αϊδινίου Μ. Ασίας (Ιούνιος -1919)
Ένα αηδόνι του Μαγιού
και δυό χελιδονάκια
στου Εύδωνα* τις όχθες πήγανε
να κελαϊδίσουν με μεράκια.
Τ’ αηδόνι πήγε αριστερά
δεξιά τα χελιδόνια
και σκαρφαλώσαν μονομιάς
στ’ ανθισμένα κλώνια.
Ο ήλιος πάνω έλαμπε
το ποτάμι τραγουδούσε
και το νερό κελαριστό
όλη τη γη ρουφούσε
Σβέλτα, καθάρια, δυνατά
άκουγες την ορμή του
και τα πουλιά δροσίζονταν
μέσα απ΄ την πηγή του!
Ξάφνου αητός περήφανος
πέφτει μες΄ το ποτάμι
και παίρνει χρώμα το νερό
μαύρο σαν τα κατράμι
Τα χελιδάνια τα ‘χασαν
τ’ αηδόνι λαχταράει
κι ευθύς πετάγονται με μιας
σε κείνον που πονάει!
Τι έχεις αητέ περήφανε
γιατί είσαι πληγωμένος
γιατί έτσι φαίνεσαι εσύ
ανήμπορος καημένος;
Αυτό που τώρα θα σας πω
με λιώνει με πονάει
σε κανένα άνθρωπο στη γη
το μυαλό του δε χωράει!
Καθώς πετούσα εκεί ψηλά
μες τ’ Αϊδινιού τη χώρα
βλέπω αντάρα καταχνιά
μια σκοτεινιά μια μπόρα!
Κι ακούω φωνές περίεργες
μες’ απ’ την κοιλάδα
που ‘χε μια όψη πένθιμη
μεγάλης Πέμπτης τη λαμπάδα!
Πάω σιμώνω για να δω
ποιοι κλαίνε ποιοι φωνάζουν
και νοιώθω βόλια στα φτερά
τη δύναμη ν’ αρπάζουν
Τσέτες, σκληροί, αδίστακτοι
σκότωναν τα παιδιά μας
με τρόπο άγριο φριχτό
βαλάντωσε πολύ η καρδιά μας
τριανταένα πρόσκοποι
έδωσαν τη ζωή τους
κι η Ιστορία μάτωσε
μέσα απ’ την πληγή τους
Αφού τους γδάραν ζωντανούς
τους βγάλανε τα μάτια
και τεμαχίσαν τα κορμιά
σε χίλια πέτσινα κομμάτια!
Άλλους τους πέταξαν στη γη
κι έβαψε κόκκινο το χώμα
κι άλλους φωτιά τους βάλανε
κι άλλαξε ο αέρας χρώμα!
Ο κάμπος γέμισε καπνούς
μαύρισε το σιτάρι όλο
έστησε ο πόλεμος χορό
με τη κακία και το δόλο!
Οι μάνες θρηνήσανε βαριά
μαύρα φορέσανε μαντήλια
και οι εκκλησιές ανάψανε
όλα τα σκαλιστά καντήλια
Αυτά τους είπε ο αητός
καθ’ όσο ξεψυχούσε
με τη περήφανη ματιά
όλη τη γη φιλούσε
Μόλις τ’ ακούσαν τα πουλιά
ράγισε η καρδιά τους
μέγας σεισμός εγίνηκε
γκρεμίστηκε η φωλιά τους
Απ’ τα δέντρα πέσαν οι ανθοί
τσακίστηκαν τ’ αστέρια
και πήγαν και καρφώθηκαν
σ’ ολόκληρα, στητά, μαχαίρια
Τα χόρτα όλα ξεράθηκαν
στέρεψε το ποτάμι
κι η γη εξαφάνισε με μιας
κάθε δυσεύρετο βοτάνι
ποιος είδε μάτι αηδονιού
να κλαίει, να δακρύζει
και χελιδόνας τη καρδιά
να καίει να μαυρίζει;
Τα νέα ευθύς μαθεύτηκαν
στα Θείρα και στη Σώκια
στο Μενισλί και στο Ναζλή
στις Σμύρνη και στη Φώκ(α)ια
Από παντού ήρθανε πουλιά
τρυγόνια περιστέρια
και πιάστηκαν μια αγκαλιά
και σφίξανε τα χέρια
Το Οδεμήσιο έστειλε
πέρδικες ζηλεμένες
κι ήρθαν κι αυτές κατάλυπες
και όλες πικραμένες
Όλα μαζί συνάχτηκαν
στου ποταμιού την άκρη
και κλαίγαν μέρες ξάγρυπνα
με πόνο και με δάκρυ
Κλαίγαν γι’ αυτούς που η νιότη τους
χαμένη πήγε αδίκως
γι’ αυτούς που έφαγε ο πόλεμος
σαν ο κακός ο λύκος
Κλαίγαν και τα μελλούμενα*
αυτά που δεν ήρθανε ακόμα
και που κανένα στόμα μες’ τη γη
δεν τα ξεστόμισε ακόμα
Μέρες αναρωτιόντουσαν
γιατί σκοτώνονται οι ανθρώποι
γιατί στο αίμα, βουλιάζουνε
τόσες φυλές, λαοί και τόποι!
Όσο κι αναρωτήθηκαν
απάντηση δε βρήκαν
γιατί τα πουλιά εδώ στη γη
γι’ άλλο σκοπό βρεθήκαν!
Ευαγγελία Τσώλη
Αθήνα 9 Νοεμβρίου 2014
*Εύδωνας : παραπόταμαμος του ποταμού
Μαίανδρος στην περιοχή τ’ Αϊδινίου
* Μελλούμενα: Μικρασιατική καταστροφή
Στη Δέσποινα κανενός
Αφιερωμένο σ’ όλα τα μικρά ορφανά προσφυγόπουλα της Σμύρνης
Προσφυγοπούλα ήρθες απ’ την Σμύρνη
Κορίτσι πέντε ‘η εφτά χρονών
Κατακόκκινα τα μάτια σου απ’ το κλάμα
Βαθιές πληγές οι άκρες των ποδιών!
Οι γονείς σου άγγελοι στον ουρανό
κι εσύ βρέθηκες μόνη στην παραλία
τρομαγμένο πουλί μες΄το χαμό
με μια εικόνα συνοδεία!
Η εικόνα του προφήτη Ηλία
απ’ ΄την εκκλησιά της γειτονιάς σου
πολύτιμο φυλαχτό απ’ τη Σμύρνη
που φρόντισε η φωτιά τίποτα να μη μείνει!
Ποτάμια τα δάκρυα της ψυχής σου
κι ο φόβος ο μεγάλος: «Τι θα γίνει”;
Που πάω; Ποιος με περιμένει;
Δεν έχω κανέναν. Η ζωή ένα μπουρίνι!
Ένας καπετάνιος απ’ το Γαλαξίδι
Έπιασε το μικρό χεράκι σου και είπε:
«Η ζωή δεν είναι ξίδι»
«Είναι και μέλι όμορφη μικρή μου»!
Μη στεναχωριέσαι και μη σε μέλει
Πες μου τίνος είσαι; πως σε λένε;
Με λένε Δέσποινα δεν ξέρω τίποτα άλλο
τα μάτια κι η ψυχή μου όλο κλαίνε!
Μεγάλη ταραχή έχει το μυαλό μου
κόλλησε μες την καταστροφή
μέρες ολόκληρες γύρναγα ζαλισμένη
για λίγο νερό και για τροφή
Ποτέ δεν θυμήθηκε τ΄όνομά της
Εγινε Η Δέσποινα του «Κανενού»
Τη μικρή ορφανή τη μάζεψε
ο ταβερνιάρης του χωριού!
Μαζί με την γυναίκα του
την πήραν μια τεράστια αγκαλιά
βρήκε η ορφάνια προστασία
κι η μοναξιά μια ζεστασιά!
Δέσποινα ανήκεις στις καρδιές μας
τ’ όνομά σου είναι η Ελλάδα
ας είναι ελαφρύ ο χώμα σου
κι η ιστορία σου λαμπάδα!
Ευαγγελία Τσώλη
Βιβλιοθηκονόμος «ΕΣΤΙΑΣ Νέας Σμύρνης» - Ποιήτρια
Νέα Σμύρνη 21 Μαρτίου 2016 ( Παγκόσμια ημέρα ποίησης)
Σημ. Το ποίημα βασίζεται σε αληθινή ιστορία την οποία διηγήθηκε ο κ. Λουκάς Γκούλντας Πρόεδρος του Συλλόγου « Παναγία Γάλαξα η θαλασσοκρατούσα» που εδρεύει στο Γαλαξίδι Φωκίδος.
Η δική μας Κορώνη
Στους Δημήτρη και Ελένη Μανιατάκη
Το ένστικτό μου το βαθύ
με οδήγησε εκεί
που σε ξεχνούνε οι άνθρωποι
και σε θυμούνται οι Θεοί!
Αυτό το μέρος το γλυκό
κι όμορφο σαν παγώνι
έχει βαρύ το όνομα
το είπανε Κορώνη!
Είχα την τύχη την καλή
και τη χαρά μεγάλη
να νοιώσω αύρα θεϊκή
σαν μητρική αγκάλη!
Και νοιώσω από κοντά
και να γνωρίσω κόσμο
που’ χουν περίσσια ανθρωπιά
και μια ψυχή από δυόσμο!
Και μια καρδιά περιβολιού
μ’ ελιές και με σταφίδες
βασιλικούς και γιασεμιά
όνειρα, φως κι ελπίδες!
Η Ελεήστρα η Παναγιά
μας στέλνει τα φιλιά της
μας προστατεύει από ψηλά
σαν να είμαστε παιδιά της!
Το μοναστήρι τα’ Άη Γιαννιού
έχει μεγάλη χάρη
το προσκυνούνε οι πιστοί
με πίστη και καμάρι!
Κι εκείνος τους χαμογελά
τους ευλογεί και λέει
χαρά σ’ αυτόν τον ταπεινό
που όλο γι’ αγάπη κλαίει!
Αυτός θα πάρει του Χριστού
και των αγγέλων δώρα
απ’ τα παλάτια του Θεού
την πιο όμορφη Κορώνα
Και θα τη δώσει σε αυτούς
που κρίνει ότι αξίζουν
γιατί με όλες τις πράξεις τους
αυτή τη γη στολίζουν!
Και κάνουν να είναι οι μέρες μας
καθάριες όλο χρώμα
να μοσχοβολούνε οι στιγμές
σαν το βρεγμένο χώμα!
Και να τους δίνει δύναμη
το έργο να συνεχίζουν
και να μπορέσουν το καλό
αυτοί να το ορίζουν!
Ευαγγελία Τσώλη
Κορώνη Μεσσηνίας 18 – 25 Αυγούστου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου