Ως επιστήμονας που έζησα
ορισμένα καθοριστικά χρόνια στο εξωτερικό, όπως πολλοί άλλοι Έλληνες
επιστήμονες, αναρωτιόμουνα συχνά-πυκνά όταν ήμουν στις ΗΠΑ στα τέλη της
δεκαετίας του ’80 και αρχές του ’90, γιατί άραγε μερικοί επιστήμονες
φεύγουν και γυρίζουν πίσω στην πατρίδα, ενώ άλλοι μένουν και κάνουν
καριέρα έξω.
Έχοντας δώσει την απάντηση στον εαυτό μου επέστρεψα στην Ελλάδα και προσπάθησα να βοηθήσω στο να αποδειχθούν ορισμένα αυτονόητα στην πατρίδα μου - που είχαν σχέση με τη δουλειά μου, βέβαια. Είναι αλήθεια ότι εμείς οι πανεπιστημιακοί έχουμε την πεποίθηση ότι αν λείπαμε από τη χώρα, η Ελλάδα θα ήταν ορφανή. Παρόλο που θεωρούμαι πετυχημένος στη δουλειά μου, και θα έπρεπε να το πιστεύω αυτό, ζορίζομαι πάρα πολύ να το ενστερνιστώ το παραπάνω. Αντίθετα, θα έλεγα ότι η συντριπτική πλειοψηφία του σιναφιού μου δεν με πείθει ότι πράγματι δικαιολογούμε αυτό που θεωρεί ο πολύς κόσμος ότι είμαστε: μπροστάρηδες. Ίσως πριν από χρόνια, όταν οι πανεπιστημιακοί ήταν κριτές της εξουσίας, να μου φαινόταν κάπως λογικό.
Από τη στιγμή όμως που γίναμε συνδαιτυμόνες της εξουσίας, αλλάζουν πολλά. Τέλος πάντων, αυτές οι σκέψεις ήταν επίκαιρες στο μυαλό μου μέχρι που συνδύασα πριν από μερικά χρόνια την επιστήμη με την επιχειρηματικότητα. Πριν από δέκα χρόνια όταν έλεγα δημοσίως ότι το πανεπιστήμιο παράγει δύο «προϊόντα», την έρευνα και τον απόφοιτο. Αν δεν υπάρχει κάποιος να αγοράσει στη χώρα που πληρώνει, αυτά τα «προϊόντα», θα πρέπει να αναρωτηθεί η κοινωνία αν πρέπει να κρατά αυτό το πανεπιστήμιο δεν μπορούσα να τα δημοσιεύσω ούτε στην «Φωνή των συνταξιούχων». Τα χρόνια άλλαξαν. Η δουλειά μου έγινε ταινία στη γερμανική τηλεόραση (ακόμη βέβαια το πανεπιστήμιό μου δεν πολυξέρει τι ακριβώς κάνω), είμαι αντιπρύτανης στο πανεπιστήμιό μου σε αντικείμενο για την καινοτομία και την εξωστρέφεια, και οι σκέψεις μου δημοσιεύονται σε διάφορα έντυπα της χώρας - και έξω, φυσικά.
Όμως, τελικά, η επιστήμη αυτή καθαυτή ή η έρευνα να πω, είναι αυτές που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε; Μας δίνουν μια υπεραξία ως λαό; Ή προστίθενται σε μια παγκοσμιοποιημένη αποθήκη ιδεών που κατά καιρούς ανασύρει από την αποθήκη, το χέρι της αγοράς τις πιο πιασάρικες και τις προωθεί; Και οι ιδέες αυτές συμβάλλουν στην προβολή και την ανάδειξη της πατρίδας μας, ή δεν έχουν πατρίδα, όπως δεν έχει και η επιστήμη; Γιατί παρόλο που μας έλεγαν όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, να γίνουμε επιστήμονες και να κάνουμε τη χώρα μας γνωστή με τις έρευνές μας, μάλλον μας κορόιδευαν αυτοί που μας τ' έλεγαν. Άθελα τους, πιστεύω.
Δυστυχώς για τους επιστήμονες που έταξαν τον εαυτό τους στην επιστήμη είτε λόγω πίστης είτε λόγω απόκτησης φήμης (οι πετυχημένοι επιστήμονες έχουν την αναγνωρισιμότητα που κάποτε είχαν οι πολιτικοί και οι κληρικοί μόνο), η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Αυτό που ταξιδεύει και κάνει γνωστή την κάθε πατρίδα στα πέρατα του κόσμου, είναι το προϊόν. Είναι το εμπόριο. Τα προϊόντα τα ελληνικά, όσα μπορούμε να εξάγουμε και να εξαπλώσουμε στο εξωτερικό, είναι εκείνα που εμπεριέχουν τον πολιτισμό μας ως Έλληνες. Αυτά είναι οι πρεσβευτές μας. Αυτά είναι η Ελλάδα. Είναι ότι συμπυκνώνεται ως ελληνικότητα. Το λάδι μας, η φέτα μας. Είναι η ιστορία μας ως λαός. Είναι αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει ο ξένος, και το νιώθει μόνο μετέχοντας στον ελληνικό πολιτισμό μέσω αυτών. Είναι όταν καταλαβαίνει ότι για μας το φαγητό είναι ένα κοινωνικό γεγονός και όχι βιολογικό γεγονός που είναι για τον Βορειοαμερικανό ή τον Κεντροευρωπαίο.
Και αυτό το λέει ένας βιοεπιστήμονας που χαλάλισε (όχι χαράμισε) τριάντα χρόνια της ζωής του για να κατανοήσει το πώς ένα κύτταρο γίνεται καρκινικό. Και αυτή η κατανόηση με κάνει σοφότερο. Με κάνει πιο πειστικό όταν λέω στους φοιτητές μου, ότι η γνώση δεν έχει πατρίδα. Να γίνουν καλύτεροι επιστήμονες, να πάνε έξω να συμπληρώσουν τις γνώσεις τους. Να γυρίσουν όμως εδώ πίσω. Γιατί ανήκουν εδώ. Πολλές φορές, όταν τους μιλάω για αυτά, τελειώνω βάζοντάς τους να ακούσουν το τραγούδι του Νίκου Πορτοκάλογλου «Τα καράβια μου καίω».
Ο Δημήτρης Κουρέτας είναι καθηγητής και αναπληρωτής Πρύτανης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Έχοντας δώσει την απάντηση στον εαυτό μου επέστρεψα στην Ελλάδα και προσπάθησα να βοηθήσω στο να αποδειχθούν ορισμένα αυτονόητα στην πατρίδα μου - που είχαν σχέση με τη δουλειά μου, βέβαια. Είναι αλήθεια ότι εμείς οι πανεπιστημιακοί έχουμε την πεποίθηση ότι αν λείπαμε από τη χώρα, η Ελλάδα θα ήταν ορφανή. Παρόλο που θεωρούμαι πετυχημένος στη δουλειά μου, και θα έπρεπε να το πιστεύω αυτό, ζορίζομαι πάρα πολύ να το ενστερνιστώ το παραπάνω. Αντίθετα, θα έλεγα ότι η συντριπτική πλειοψηφία του σιναφιού μου δεν με πείθει ότι πράγματι δικαιολογούμε αυτό που θεωρεί ο πολύς κόσμος ότι είμαστε: μπροστάρηδες. Ίσως πριν από χρόνια, όταν οι πανεπιστημιακοί ήταν κριτές της εξουσίας, να μου φαινόταν κάπως λογικό.
Από τη στιγμή όμως που γίναμε συνδαιτυμόνες της εξουσίας, αλλάζουν πολλά. Τέλος πάντων, αυτές οι σκέψεις ήταν επίκαιρες στο μυαλό μου μέχρι που συνδύασα πριν από μερικά χρόνια την επιστήμη με την επιχειρηματικότητα. Πριν από δέκα χρόνια όταν έλεγα δημοσίως ότι το πανεπιστήμιο παράγει δύο «προϊόντα», την έρευνα και τον απόφοιτο. Αν δεν υπάρχει κάποιος να αγοράσει στη χώρα που πληρώνει, αυτά τα «προϊόντα», θα πρέπει να αναρωτηθεί η κοινωνία αν πρέπει να κρατά αυτό το πανεπιστήμιο δεν μπορούσα να τα δημοσιεύσω ούτε στην «Φωνή των συνταξιούχων». Τα χρόνια άλλαξαν. Η δουλειά μου έγινε ταινία στη γερμανική τηλεόραση (ακόμη βέβαια το πανεπιστήμιό μου δεν πολυξέρει τι ακριβώς κάνω), είμαι αντιπρύτανης στο πανεπιστήμιό μου σε αντικείμενο για την καινοτομία και την εξωστρέφεια, και οι σκέψεις μου δημοσιεύονται σε διάφορα έντυπα της χώρας - και έξω, φυσικά.
Όμως, τελικά, η επιστήμη αυτή καθαυτή ή η έρευνα να πω, είναι αυτές που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε; Μας δίνουν μια υπεραξία ως λαό; Ή προστίθενται σε μια παγκοσμιοποιημένη αποθήκη ιδεών που κατά καιρούς ανασύρει από την αποθήκη, το χέρι της αγοράς τις πιο πιασάρικες και τις προωθεί; Και οι ιδέες αυτές συμβάλλουν στην προβολή και την ανάδειξη της πατρίδας μας, ή δεν έχουν πατρίδα, όπως δεν έχει και η επιστήμη; Γιατί παρόλο που μας έλεγαν όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, να γίνουμε επιστήμονες και να κάνουμε τη χώρα μας γνωστή με τις έρευνές μας, μάλλον μας κορόιδευαν αυτοί που μας τ' έλεγαν. Άθελα τους, πιστεύω.
Δυστυχώς για τους επιστήμονες που έταξαν τον εαυτό τους στην επιστήμη είτε λόγω πίστης είτε λόγω απόκτησης φήμης (οι πετυχημένοι επιστήμονες έχουν την αναγνωρισιμότητα που κάποτε είχαν οι πολιτικοί και οι κληρικοί μόνο), η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Αυτό που ταξιδεύει και κάνει γνωστή την κάθε πατρίδα στα πέρατα του κόσμου, είναι το προϊόν. Είναι το εμπόριο. Τα προϊόντα τα ελληνικά, όσα μπορούμε να εξάγουμε και να εξαπλώσουμε στο εξωτερικό, είναι εκείνα που εμπεριέχουν τον πολιτισμό μας ως Έλληνες. Αυτά είναι οι πρεσβευτές μας. Αυτά είναι η Ελλάδα. Είναι ότι συμπυκνώνεται ως ελληνικότητα. Το λάδι μας, η φέτα μας. Είναι η ιστορία μας ως λαός. Είναι αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει ο ξένος, και το νιώθει μόνο μετέχοντας στον ελληνικό πολιτισμό μέσω αυτών. Είναι όταν καταλαβαίνει ότι για μας το φαγητό είναι ένα κοινωνικό γεγονός και όχι βιολογικό γεγονός που είναι για τον Βορειοαμερικανό ή τον Κεντροευρωπαίο.
Και αυτό το λέει ένας βιοεπιστήμονας που χαλάλισε (όχι χαράμισε) τριάντα χρόνια της ζωής του για να κατανοήσει το πώς ένα κύτταρο γίνεται καρκινικό. Και αυτή η κατανόηση με κάνει σοφότερο. Με κάνει πιο πειστικό όταν λέω στους φοιτητές μου, ότι η γνώση δεν έχει πατρίδα. Να γίνουν καλύτεροι επιστήμονες, να πάνε έξω να συμπληρώσουν τις γνώσεις τους. Να γυρίσουν όμως εδώ πίσω. Γιατί ανήκουν εδώ. Πολλές φορές, όταν τους μιλάω για αυτά, τελειώνω βάζοντάς τους να ακούσουν το τραγούδι του Νίκου Πορτοκάλογλου «Τα καράβια μου καίω».
Ο Δημήτρης Κουρέτας είναι καθηγητής και αναπληρωτής Πρύτανης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου