Τα ελληνικά είδη φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών που έχουν καταγραφεί ξεπερνούν τα 6.500, από τα οποία τα 1.500 είναι ενδημικά. Ενώ η Γερμανία με έκταση τριπλάσια της Ελλάδας έχει 2.700 είδη και 6 ενδημικά και η Αγγλία με έκταση διπλάσια έχει 1.550 είδη και 16 ενδημικά. Δηλαδή η Ελλάδα παρουσιάζει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην καλλιέργεια φαρμακευτικών φυτών.
Οι εξαγωγές προϊόντων αρωματικών και φαρμακευτικών παρουσίασαν τα τελευταία χρόνια μια σημαντική αύξηση, φτάνοντας σε όγκο προϊόντος τους 2.500 τόνους (από 900 τόνους πριν από 5 χρόνια) και σε αξία τα 5 εκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο την ίδια περίοδο οι εισαγωγές αντίστοιχων προϊόντων έφτασαν τους 5.000 τόνους, ενώ η αξία τους ήταν περίπου 9 εκατομμύρια ευρώ. Το παραπάνω αντικατοπτρίζει τη σημαντική προοπτική ανάπτυξης που έχει ο κλάδος με την αξιοποίηση αποκλειστικά και μόνο της εγχώριας αγοράς, που ούτως ή άλλως είναι ευαισθητοποιημένη στην επιλογή και κατανάλωση ελληνικών προϊόντων. Οι σημερινές τάσεις της αγοράς αφορούν κυρίως στην παραγωγή βιολογικών αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών. Καθώς το ενδιαφέρον των καταναλωτών στρέφεται ολοένα και περισσότερο στη ζήτηση όσων παράγονται βιολογικά με βάση τα πρωτόκολλα της αειφόρου ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τις αυξημένες τιμές που αυτά απολαμβάνουν, δημιουργούν τις κατάλληλες επενδυτικές ευκαιρίες τις οποίες θα πρέπει να εκμεταλλευτεί η περιφερειακή οικονομία.
Το παραπάνω σε συνδυασμό με τη δυνατότητα παραγωγής υψηλής ποιότητας προϊόντος αποτελεί μια άκρως ελπιδοφόρα προοπτική για την ανάπτυξη του τομέα και τη διεκδίκηση ενός σημαντικού μέρους της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας αγοράς. Για την πραγματοποίησή της, ωστόσο, απαιτείται αρχικά η παραγωγή πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού, ώστε να διατηρείται το προνόμιο της υψηλής ποιότητας, το οποίο θα αποτελέσει και το ισχυρό ανταγωνιστικό προνόμιο των ελληνικών αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών.
Τα κυριότερα προβλήματα που πρόκειται να αντιμετωπίσουν οι βασικοί κλάδοι και οι εξεταζόμενοι υποκλάδοι της περιφερειακής αυτής οικονομίας τα επόμενα χρόνια αφορούν:
Την έλλειψη επαρκούς πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού ή την είσοδο στην ελληνική αγορά πολλαπλασιαστικού υλικού από μη ελληνικά είδη ή ποικιλίες.
Την ανεπαρκή ενημέρωση των παραγωγών με άμεσο αντίκτυπο στη μείωση της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος, στην αύξηση του κόστους παραγωγής και κατά συνέπεια στον περιορισμό της ανταγωνιστικότητάς του.
Τη διασφάλιση μεγάλου όγκου παραγωγής ώστε να καταστεί δυνατή η πρόσβαση και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές, δεδομένης της αδυναμίας εκμηχάνισης και του εκσυγχρονισμού της παραγωγής πολλών αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών.
Την έλλειψη σύνδεσης της πρωτογενούς παραγωγής και της βιομηχανίας μεταποίησης και τυποποίησης του προϊόντος, δηλαδή συσκευαστηρίων, μονάδων απόσταξης και παραγωγής αιθέριων ελαίων κ.λπ., ώστε να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο δίκτυο.
Την αύξηση της προστιθέμενης αξίας του παραγόμενου προϊόντος και τη διατήρηση του υπερκέρδους σε τοπικό επίπεδο, κάτι που σήμερα δεν είναι δυνατό αφού οι κυριότερες μονάδες μεταποίησης και τυποποίησης των προϊόντων είναι συγκεντρωμένες στην Αθήνα, στην Κρήτη και στη Μακεδονία.
Το χαμηλό κόστος παραγωγής των αντίστοιχων προϊόντων που παράγονται σε χώρες όπως η Αίγυπτος, η Τυνησία, η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Τουρκία και το Μαρόκο, κυρίως λόγω των χαμηλών εργατικών. Την καταχώριση νέων προϊόντων ως Προϊόντων Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και Προϊόντων Γεωγραφικής Ενδειξης (ΠΓΕ).
Την προώθηση της βιολογικής και ολοκληρωμένης καλλιέργειας αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών.
Τα κατάλληλα κίνητρα για επένδυση σε έρευνα και ανάπτυξη θα μπορούσαν να είναι η χρηματοδότηση στοχευμένων προγραμμάτων από τις περιφέρειες της χώρας από τα νέα ΕΣΠΑ 2014-2020, με αξιοποίηση του επιστημονικού προσωπικού και των εγκαταστάσεων που διαθέτουν τα σχετικά με το αντικείμενο τμήματα των ΑΕΙ και ΤΕΙ, καθώς και η συνεργασία των τοπικών παραγωγών και των μονάδων μεταποίησης της περιοχής, οι οποίες θα αποτελέσουν πυρήνες διάδοσης της νέας γνώσης.
Τα σχέδια αυτά έχουν κατατεθεί στην Ε.Ε. εδώ και μήνες από κάθε περιφέρεια της χώρας. Νομίζω ότι έχουν χρέος οι περιφέρειες να ενημερώσουν τους πολίτες για το πώς θα υλοποιήσουν τον σχεδιασμό σε αυτό τον σημαντικό τομέα της αγροτικής ανάπτυξης για την Ελλάδα, κάτι για το οποίο έχουν δεσμευτεί στην Ε.Ε. Αμεσα.
* Ο Δημήτρης Κουρέτας είναι μέλος της Πανελλήνιας Επιτροπής
21 Οκτωβρίου 2014, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου