Αθανάσιος Α. Τσακνάκης
Θεολόγος – Φιλόλογος
«Ιμερτά Μυθαναγνώσματα»
Διαύγασμα Α΄
Εισαγωγικό σημείωμα
Τα «Ιμερτά Μυθαναγνώσματα»
φιλοδοξούν να αποτελέσουν μία συλλογή από ελληνικούς μύθους, διατυπωμένους υπό
μορφή τερπνών παραμυθιών, που σκοπεύουν να διδάξουν ευχάριστα τους αναγνώστες
και τους ακροατές τους. Η ηλεκτρονική ή έντυπη αναπαραγωγή και διάδοσή τους,
καθώς και η τυχόν μετάφρασή τους σε άλλες γλώσσες, επιτρέπεται υπό τον
απαρέγκλιτο όρο τής αυστηρής διατήρησης τής απόλυτης ακεραιότητας τού
περιεχομένου των Διαυγασμάτων.
Επισφαλές, όμως, είναι και να
πιστεύουμε σφοδρά και να απιστούμε εντελώς προς αυτά, επειδή η ανθρώπινη
ασθένεια δεν έχει όριο ούτε συγκρατεί τον εαυτό της, αλλά κάποτε καταλήγει στην
δεισιδαιμονία και στην αλαζονεία, κάποτε στην ολιγωρία και στην περιφρόνηση
προς τους Θεούς. Η ευλάβεια, ωστόσο, και η μηδενική υπερβολή είναι το άριστο»
(Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κάμιλλος, στ΄).
Η
γέννηση τού Δία
Σ’ αλλοτινούς καιρούς και χρόνια
περασμένα, σ’ έναν πανύψηλο πύργο, χτισμένο με γερές, τεράστιες, μαύρες πέτρες,
επάνω σε απότομους βράχους, τού οποίου οι στέγες χάνονταν μέσα σε πυκνά
σύννεφα, ζούσε ο σκληρός και καχύποπτος άρχοντας Κρόνος. Ο Κρόνος ήταν άγριος
και βλοσυρός και, όταν θύμωνε – κάτι που δυστυχώς συνέβαινε πολύ συχνά – τα
φθονερά μάτια του κοκκίνιζαν και πετούσαν φλόγες, ενώ τα μακριά μαλλιά του
ανέμιζαν πέρα-δώθε με μανία. Σύζυγός του ήταν η θυγατέρα τού Ουρανού και τής
Γαίας, η πανέμορφη αρχόντισσα Ρέα: ψηλή και καλλίγραμμη, με όμορφα, αμυγδαλωτά,
γαλανά μάτια και λευκόχρυσα μαλλιά, χαμογελαστή και ευγενική με όλους, πάντοτε
τρυφερή και περιποιητική.
Ο Κρόνος, όμως, δεν αγαπούσε την
καλή γυναίκα του και την τυραννούσε ανελέητα. Κάθε φορά που εκείνη έφερνε στον
κόσμο ένα παιδί τους, αυτός το άρπαζε βίαια μέσα από την αγκαλιά της και το
κατάπινε ολόκληρο, φυλακίζοντάς το μέσα στο σιδερένιο στομάχι του και γελώντας
έπειτα με απερίγραπτη κακία. Αυτή η απαίσια συμπεριφορά τού άνδρα της
στενοχωρούσε την Ρέα και την έκανε μελαγχολική. Συνεχώς σκεφτόταν πώς έπρεπε να
αντιδράσει, τι είδους σχέδιο να καταστρώσει, ώστε να σώσει τα παιδιά της, που
τα υπεραγαπούσε, όπως όλες οι μητέρες τα δικά τους παιδιά.
Κάποιο φεγγαρόλουστο βράδυ, ενώ ο
Κρόνος κοιμόταν βαριά και παραμιλούσε ακατανόητα, η αρχόντισσα Ρέα αναστατώθηκε
και ξύπνησε απότομα γιατί ένιωσε ότι μέσα σε λίγες ώρες θα γεννούσε και πάλι.
Σηκώθηκε κρυφά, λοιπόν, από το κρεβάτι τους, με την κοιλίτσα φουσκωμένη και
ετοιμόγεννη, έριξε στους ώμους της ένα μάλλινο επανωφόρι, βγήκε προσεκτικά στον
μεγάλο εξώστη τού πύργου και άρχισε να σιγοτραγουδά με νόημα. Τότε, μαζί με το
πρώτο, αμυδρό φως τής αυγής, φάνηκε να έρχεται πετώντας αγέρωχα από την ανατολή
ένα μεγάλο, περίτεχνο, χρυσό άρμα, που το έσερναν υπερήφανα δώδεκα ρωμαλέοι
πελαργοί. Αθόρυβα και σταθερά, το άρμα κατέβηκε επάνω στον εξώστη και, μόλις ο
ποθητός ήλιος άρχισε να χαράζει τον μακρινό ορίζοντα με τις πρώτες χρυσακτίνες
του, η Ρέα ήδη πετούσε πάνω από πολιτείες και χωριά, λιβάδια και βουνά, νησιά,
ποτάμια, λίμνες και θάλασσες, και κατευθυνόταν προς την όμορφη Κρήτη, την
φιλόξενη μεγαλόνησο τής Μεσογείου.
Εκεί, κοντά στην πανάρχαια πόλη
Λύκτο, την παλαιότερη τού νησιού, επάνω στο καταπράσινο όρος Δίκτη, μέσα σε ένα
δροσερό και ήσυχο σπήλαιο, το Δικταίο Άντρο, που το περιτριγύριζαν έλατα και
βαλανιδιές, η γλυκύτατη Ρέα έφερε στο φως έναν όμορφο γιό, τον Δία, ένα
υγιέστατο και δυνατό αγοράκι με κατάμαυρα, σγουρά μαλλιά και μαύρα μάτια, που
έκλαιγε και φώναζε ασταμάτητα αμέσως μετά την γέννησή του. Τότε, οι γονείς τής
Ρέας, οι άρχοντες Ουρανός και Γαία, φοβούμενοι πολύ ότι το ηχηρό κλάμα τού
μικρούλη εγγονού τους, τού Δία, θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή τού
τρομερού Κρόνου, έστειλαν έξω από το σπήλαιο τής γέννησης τους Κουρήτες και
τους Κορύβαντες, ενθουσιώδεις Κρητικούς, άξιους βοσκούς και μαζί θαρραλέους
πολεμιστές, οι οποίοι ξεκίνησαν αμέσως έναν ακατάπαυστο πολεμικό χορό γύρω από
το Δικταίο Άντρο, τραγουδώντας δυνατά και χτυπώντας ρυθμικά τα αστραφτερά
σπαθιά τους επάνω στις ολοστρόγγυλες ασπίδες τους, καλύπτοντας έτσι το γοερό
κλάμα τού μικρού άρχοντα. Επίσης, μία μεγαλόσωμη και ζωηρή γίδα, η καλοσυνάτη
Αμάλθεια, προσήλθε ήρεμα στο σπήλαιο και πρότεινε πρόθυμα τους μαστούς της γιά
να θηλάσει το νεογέννητο αγόρι, ενώ ένα πολυάριθμο σμάρι από χρυσές μέλισσες
κατασκεύασε με τέχνη την κυψέλη του επάνω από το πρόχειρο στρωματάκι τού Δία,
προσφέροντάς του κάθε μέρα μικρές σταγόνες από αγνό και μυρωδάτο μέλι.
Η μητέρα Ρέα, εξαντλημένη από την
γέννα, αλλά έχοντας αντιληφθεί έγκαιρα ότι η απουσία της θα προξενούσε
επικίνδυνες υποψίες στον αδίστακτο Κρόνο, έβαλε έξω από το σπήλαιο άγρυπνο
φύλακα, έναν τεράστιο και φοβερό σκύλο, τον αθάνατο Πανόπτη, φίλησε στοργικά
στο κεφαλάκι το νεογέννητο αγόρι της, ανέβηκε σκεφτική στο φτερωτό άρμα και
πήρε τον δρόμο τής επιστροφής γεμάτη δισταγμούς, θλίψη και αγωνία. Λίγο πριν
φτάσει στον σκοτεινό πύργο τού Κρόνου, έκανε μία έξυπνη κίνηση: έψαξε και βρήκε
μία πέτρα, που το σχήμα της έμοιαζε με νεογέννητο παιδί, την τύλιξε καλά-καλά
με βρεφικά σπάργανα και την πήρε μαζί της. Το ίδιο βράδυ, λοιπόν, αφού ο Κρόνος
έφαγε και ήπιε πολύ και νύσταξε, εξαπατήθηκε από την Ρέα, η οποία τού παρέδωσε
την σπαργανωμένη πέτρα σαν να ήταν το βρέφος της, και εκείνος την κατάπιε με
βουλιμία, χωρίς να καταλάβει τίποτε, θεωρώντας ότι καταπίνει ακόμη ένα παιδί
του.
Μετά από αρκετούς μήνες, ο μικρός
Δίας σταμάτησε το κλάμα και οι Κουρήτες μαζί με τους Κορύβαντες επέστρεψαν στα
κοπάδια τους, επάνω στο όρος Δίκτη. Τότε κατέφτασαν στο σπήλαιο οι πανίσχυροι
Κύκλωπες – άνδρες γιγάντιοι και φοβεροί στο παρουσιαστικό, αλλά με καλή καρδιά
και αγαθή ψυχή – που αμέσως έγιναν οι καλύτεροι φίλοι τού Δία, καθώς και η
χαριτωμένη νύμφη Αδράστεια, με τα πράσινα μάτια και τα καστανόξανθα μαλλιά, που
τον προστάτευε, τον αγαπούσε και τον φρόντιζε πολύ. Με τον καιρό, το αγόρι
μεγάλωσε και έγινε ένας όμορφος, ρωμαλέος και πανέξυπνος άνδρας. Έγινε ένας
παντοδύναμος θεός. Με την ρώμη και την σοφία του τιμώρησε τον αυθάδη Κρόνο,
απελευθέρωσε όλα τ’ αγαπημένα αδέλφια του και έφερε την ειρήνη, την δικαιοσύνη,
την γνώση και την ηρεμία ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους.
Λένε ότι μία φορά τον χρόνο,
ανήμερα των γενεθλίων τού Δία, ένα λαμπρό και απόκοσμο φως ξεχύνεται μέσα από
το Δικταίο Άντρο, που είναι πλέον τόπος ιερός, και χιλιάδες μέλισσες πετούν και
βουΐζουν γιορτινά ολόγυρά του, από το ξημέρωμα ως αργά την νύχτα, και είναι
πολύ μεγάλη τύχη και ανείπωτη χαρά γιά τον άνθρωπο που θα βρεθεί εκεί και θα
δει και θ’ ακούσει όλα τούτα τα θαυμαστά.
Έτσι τα γράψαν κάποτε οι σοφοί,
έτσι κ’ εμείς τα λέμε τώρα…
Αθανάσιος Τσακνάκης
15/12/2014
***
*** ***
Αθανάσιος Α. Τσακνάκης
Θεολόγος – Φιλόλογος
Ερασινώδυνα
Ανάλεκτα
Διατριβή Β΄
Τα
«Ερασινώδυνα Ανάλεκτα» φιλοδοξούν να αποτελέσουν μία συλλογή από λιγότερο
γνωστά στο ευρύ κοινό, εκλεκτά κείμενα, κυρίως τής Ελληνικής, τής Λατινικής,
τής Ιταλικής, τής Ισπανικής και τής Πορτογαλικής Γραμματείας, μεταφρασμένα –
όπου κρίνεται απαραίτητο – ή μεταγλωττισμένα, αναλόγως, στην νέα ελληνική
γλώσσα, και εμπλουτισμένα με κατατοπιστικές εισαγωγές, διευκρινιστικά σχόλια
και βοηθητικά παραρτήματα. Σκοπός τους είναι η τέρψη των αναγνωστών, αλλά και η
αφύπνιση τής διάνοιάς τους, η γνωριμία των Ελλήνων και των ελληνομαθών με τον
πλούτο τού ευρωπαϊκού μεσογειακού πνεύματος, αλλά και η έμπρακτη αποδόμηση τής
υστερόβουλης θεωρίας περί τού «ανεπίκαιρου» ή «δυσπρόσιτου» χαρακτήρα αυτών των
κειμένων. Η ηλεκτρονική ή έντυπη αναπαραγωγή και διάδοσή τους, καθώς και η
τυχόν μετάφρασή τους σε άλλες γλώσσες, επιτρέπεται υπό τον απαρέγκλιτο όρο τής
αυστηρής διατήρησης τής απόλυτης ακεραιότητας τού περιεχομένου των Διατριβών.
Πρόλογος
Τα «Ερασινώδυνα Ανάλεκτα»
αφιερώνουν την δεύτερη Διατριβή στον πρώτο Ευρωπαίο «γραμματικό», τον Διονύσιο
τον Θρακιώτη. Έργο των «γραμματικών» ήταν, επί αιώνες, η μελέτη τής Γραμματικής
και τού Συντακτικού των γλωσσών. Στην εποχή μας, αυτού τού είδους η ενασχόληση
αποτελεί κοινό αντικείμενο των επιστημών τής Φιλολογίας και τής Γλωσσολογίας.
Διονύσιος ο Θρακιώτης
Ο Διονύσιος ο Θρακιώτης υπήρξε
φιλόλογος και «γραμματικός», μαθητής τού Αρίσταρχου τού Γραμματικού. Γεννήθηκε
στην Αλεξάνδρεια, γύρω στα 170 π.Χ., και απεβίωσε γύρω στα 90 π.Χ. Γνωρίζουμε
ότι κατά το έτος 140 π.Χ. διέμενε στην Ρόδο. Είναι ο συγγραφέας τής αρχαιότερης
στοιχειώδους «Γραμματικής», από την οποία, δυστυχώς, δεν φαίνεται να έχει σωθεί
η Σύνταξη. Αυτό το μικρό – σε έκταση – έργο του απετέλεσε μοναδικής αξίας
θεμέλιο των σπουδών Γραμματικής μέχρι και την εποχή τής ευρωπαϊκής Αναγέννησης,
αλλά και πολύτιμη βάση γιά τις Γραμματικές όλων των ευρωπαϊκών λογοτεχνικών
γλωσσών. Εξαιτίας τού προσωνυμίου τού Διονυσίου δικαίως εικάζεται η θρακική
καταγωγή τού ρηξικέλευθου επιστήμονα.
Η παρούσα μετάφραση
Γιά την παρούσα μετάφραση τής
«Γραμματικής» τού Διονυσίου στην νεοελληνική, χρησιμοποιήθηκαν τρία κείμενα:
(α΄) η έντυπη έκδοση τού πρωτοτύπου από τον A. I. Bekker,
στα «Anecdota Graeca»,
τόμος β΄, Βερολίνο, 1816, (β΄) η ηλεκτρονική έκδοση τού πρωτοτύπου από την Bibliotheca Augustana, υπό τον τίτλο
«Διονυσίου Θραικός Τέχνη Γραμματική» και (γ΄) η μελέτη «L’ Ars Grammatica di Dionisio Trace» τού Giovanni Costa, στην «Storiadelmondo» (n. 40, 27/03/2006).
Οδηγίες γιά την ανάγνωση
(α΄) Τα εντονότερα στοιχεία
χρησιμοποιήθηκαν, αντί τής χρήσης εισαγωγικών, γιά τα είκοσι τέσσερα γράμματα
τής ελληνικής γλώσσας, όταν αυτά υποδηλώνουν αποκλειστικά τον εαυτό τους. Το
ίδιο συνέβη γιά τις διφθόγγους και γιά τις καταλήξεις λέξεων. Εντονότερα
στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν και γιά τις λέξεις ή τις προτάσεις (ομηρικούς
στίχους) που ο συγγραφέας παραθέτει ως παραδείγματα. (β΄) Οι υποσημειώσεις
είναι τού υποφαινόμενου και σκοπεύουν να διασαφηνίσουν το νόημα συγκεκριμένων
σημείων τού κειμένου.
Αθανάσιος Τσακνάκης
12/12/2014
Διονύσιος ο Θρακιώτης
Γραμματική
Α΄. Η γραμματική
Γραμματική
είναι η επιστήμη όσων συνήθως λέγονται από τους ποιητές και τους συγγραφείς.
Χωρίζεται σε έξι μέρη.
Πρώτο:
η έμπειρη ανάγνωση σύμφωνα με τον τονισμό.
Δεύτερο:
η εξήγηση σύμφωνα με τις ενυπάρχουσες ποιητικές αλληγορίες[1].
Τρίτο:
η πρόσφορη έκθεση των διαλέκτων[2]
και των ιστορικών κειμένων.
Τέταρτο:
η εύρεση τής ετυμολογίας.
Πέμπτο:
ο υπολογισμός τής αναλογίας[3].
Έκτο:
η κριτική των έργων, που είναι και το ωραιότερο όλων σε αυτή την επιστήμη.
Β΄. Η ανάγνωση
Ανάγνωση
είναι η αλάνθαστη προφορά ποιημάτων ή συγγραμμάτων. Η ανάγνωση πρέπει να
γίνεται κατά τρόπο παραστατικό, σύμφωνα με τον τονισμό και τον διαχωρισμό. Από
τον παραστατικό τρόπο βλέπουμε την αρετή, από τον τονισμό την τέχνη, και από
τον διαχωρισμό τα περιεχόμενα νοήματα. Να αναγιγνώσκουμε, λοιπόν, την τραγωδία
με τρόπο ηρωικό, την κωμωδία με τρόπο καθημερινό, τα ελεγεία με τρόπο μελωδικό,
το έπος ρωμαλέα, την λυρική ποίηση αρμονικά, τους θρήνους χαμηλόφωνα και γοερά.
Όσα δεν εκτελούνται σύμφωνα με αυτές τις παρατηρήσεις, καταρρίπτουν τις αρετές
των ποιητών και παρουσιάζουν ως καταγέλαστες τις ικανότητες των αναγνωστών.
Γ΄. Ο τόνος
Τόνος
είναι η απήχηση τής αρμονικής φωνής, με ανάταση στους οξείς τόνους, με
ομοιομορφία στους βαρείς, και με περιλύγισμα στους περισπώμενους.
Δ΄. Η στίξη
Τα
σημεία στίξης είναι τρία: η τελεία, η άνω τελεία και το κόμμα. Η τελεία είναι
σημάδι ολοκληρωμένου νοήματος, η άνω τελεία σημάδι λήψης αναπνοής, και το κόμμα
σημάδι ανολοκλήρωτου νοήματος, που χρειάζεται επιπλέον στοιχεία. Σε τι, όμως,
διαφέρει η τελεία από την άνω τελεία; Στον χρόνο. Στην τελεία το μεσοδιάστημα
είναι πολύ, ενώ στην άνω τελεία παντελώς λίγο.
Ε΄. Η ραψωδία
Ραψωδία
είναι ένα τμήμα ποιήματος, που συμπεριλαμβάνει μία υπόθεση. Ονομάζεται, λοιπόν,
ραψωδία επειδή είναι σαν μία ραβδωδία, αφού όσοι απαγγέλουν ποιήματα τού Ομήρου
τριγυρίζουν με ένα δάφνινο ραβδί.
ΣΤ΄. Τα γράμματα
Είκοσι
τέσσερα είναι τα γράμματα από το α
μέχρι το ω. Λέγονται γράμματα επειδή
εντυπώνονται με γραμμές και ξυσμούς, επειδή το ξύνω λεγόταν γράφω από
τους παλιούς, όπως συμβαίνει και στον Όμηρο: νῦν
δέ
μ᾽
ἐπιγράψας τάρσον
ποδὸς
εὔχεαι
αὕτως. Αυτά ονομάζονται και στοιχεία, επειδή
διαθέτουν κάποιον στοίχο και τάξη.
Από
αυτά, επτά είναι τα φωνήεντα: α, ε, η,
ι, ο, υ, ω. Λέγονται φωνήεντα επειδή αποτελούν
φωνή από μόνα τους. Από τα φωνήεντα, δύο είναι μακρά, η και ω, δύο είναι
βραχέα, ε και ο, και τρία είναι δίχρονα, α,
ι, υ. Λέγονται δίχρονα επειδή εκτείνονται και συστέλλονται[4].
Τα
προτακτικά φωνήεντα είναι πέντε: α, ε, η,
ο, ω. Λέγονται προτακτικά επειδή σχηματίζουν συλλαβή όταν προτάσσονται
στο ι και στο υ. Γιά παράδειγμα: αι, αυ. Τα υποτακτικά είναι δύο: ι και υ. Ενίοτε και το υ είναι
προτακτικό τού ι, όπως στα μυῖα και ἅρπυια. Οι δίφθογγοι είναι έξι: αι, αυ, ει, ευ, οι, ου.
Σύμφωνα
είναι τα δεκαεπτά που απομένουν: β, γ, δ,
ζ, θ, κ, λ, μ,
ν, ξ, π, ρ, σ,
τ, φ, χ, ψ. Λέγονται σύμφωνα επειδή αυτά δεν
διαθέτουν δική τους φωνή, αλλά αποτελούν φωνή συντασσόμενα με τα φωνήεντα. Από
αυτά, οκτώ είναι τα ημίφωνα: ζ, ξ, ψ,
λ, μ, ν, ρ, σ.
Λέγονται ημίφωνα επειδή, στους μυγμούς και στους σιγμούς[5],
είναι κατά τι λιγότερο εύφωνα από τα φωνήεντα. Τα άφωνα είναι εννέα: β, γ,
δ, κ, π, τ, θ,
φ, χ. Λέγονται άφωνα επειδή είναι περισσότερο κακόφωνα από τα άλλα,
όπως αποκαλούμε άφωνο τον κακόφωνο τραγωδό. Από αυτά, ψιλά είναι τρία, κ, π,
τ, δασέα είναι τρία, θ, φ,
χ, και μέσα είναι τα άλλα τρία, β, γ,
δ. Λέγονται μέσα επειδή είναι
δασύτερα από τα ψιλά και ψιλότερα από τα δασέα. Μέσο, λοιπόν, τού π και τού φ είναι το β, τού κ και τού χ είναι το γ, τού θ και τού τ είναι το δ.
Η
αντιστοιχία δασέων και ψιλών είναι η εξής: το φ γιά το π, ἀλλά
μοι εἴφ᾽ ὅπηι
ἔσχες
ἰὼν
εὐεργέα νῆα, το χ γιά το κ, αὐτίχ᾽
ὁ
μὲν
χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕννυτ᾽ Ὀδυσσεύς, και το θ γιά
το τ, ὣς
ἔφαθ᾽· οἱ
δ᾽
ἄρα
πάντες
ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῆι.
Επίσης,
από τα σύμφωνα, διπλά είναι τρία: ζ,
ξ, ψ. Λέγονται διπλά επειδή καθένα τους αποτελείται από δύο σύμφωνα.
Το ζ από το σ και το δ, το ξ από το κ και το σ, και το ψ από το π και το σ. Αμετάβλητα
είναι τέσσερα: λ, μ, ν,
ρ. Λέγονται αμετάβλητα επειδή δεν
μεταβάλλονται ούτε στους μελλοντικούς χρόνους των ρημάτων ούτε στις κλίσεις των
ονομάτων. Αυτά καλούνται και υγρά.
Πέντε
είναι τα τελικά γράμματα των αρσενικών ονομάτων όταν αυτά είναι ανεπέκτατα,
δηλαδή στην ονομαστική πτώση τού ενικού αριθμού: ν, ξ, ρ, σ,
ψ. Παραδείγματα: Δίων, Φοῖνιξ, Νέστωρ, Πάρις, Πέλοψ. Οχτώ είναι των θηλυκών: α, η, ω, ν,
ξ, ρ, σ, ψ. Παραδείγματα: Μοῦσα, Ἑλένη, Κλειώ,
χελιδών, ἕλιξ, μήτηρ, Θέτις, λαῖλαψ. Έξι των ουδετέρων: α,
ι, ν, ρ, σ, υ.
Παραδείγματα: ἅρμα, μέλι, δένδρον, ὕδωρ, δέπας, δόρυ. Κάποιοι προσθέτουν και το ο, όπως στην λέξη ἄλλο. Τρία των δυϊκών αριθμών: α, ε,
ω. Παραδείγματα: Ἀτρείδα, Ἕκτορε, φίλω. Τέσσερα των πληθυντικών αριθμών: ι, σ, α, η.
Παραδείγματα: φίλοι, Ἕκτορες, βιβλία, βέλη.
Ζ΄. Η συλλαβή
Συλλαβή
είναι κυρίως η από κοινού προφορά συμφώνων και φωνήεντος ή φωνηέντων, όπως κάρ, βοῦς. Καταχρηστικά, είναι και η προφορά
ενός φωνήεντος, όπως α, η.
Η΄. Η μακρά συλλαβή
Μακρά
γίνεται η συλλαβή με οχτώ τρόπους, εκ φύσεως τρεις και λόγω θέσεως πέντε.
Εκ
φύσεως: (α’) όταν η συλλαβή εκφέρεται μέσω μακρών γραμμάτων, όπως ἥρως, (β’) όταν εμπεριέχει ένα δίχρονο που εκλαμβάνεται ως
επεκτεινόμενο, όπως Ἄρης, και (γ’) όταν εμπεριέχει μία
δίφθογγο, όπως Αἴας.
Λόγω
θέσεως: (α’) όταν λήγει σε δύο σύμφωνα, όπως ἅλς, (β’) όταν ένα βραχύ ή βραχυνόμενο
φωνήεν ακολουθείται από δύο σύμφωνα, όπως ἀγρός, (γ’) όταν λήγει σε απλό σύμφωνο και η επόμενη αρχίζει
από σύμφωνο, όπως ἔργον, (δ’) όταν ακολουθείται από διπλό
σύμφωνο, όπως ἔξω, και (ε’) όταν λήγει σε διπλό σύμφωνο,
όπως Ἄραψ.
Θ΄. Η βραχεία συλλαβή
Βραχεία
γίνεται η συλλαβή με δύο τρόπους: (α’) όταν εμπεριέχει ένα εκ φύσεως βραχύ
γράμμα, όπως βρέφος, ή (β’) όταν εμπεριέχει ένα δίχρονο που εκλαμβάνεται ως
συστελλόμενο, όπως Ἄρης.
Ι΄. Η κοινή συλλαβή
Κοινή
γίνεται η συλλαβή με τρεις τρόπους: (α’) όταν λήγει σε μακρό φωνήεν και η
επόμενη αρχίζει από φωνήεν, όπως οὔ τί
μοι αἰτίη ἐσσί· θεοί
νύ
μοι αἴτιοί εἰσιν, (β’) όταν ένα βραχύ ή βραχυνόμενο
φωνήεν ακολουθείται από δύο σύμφωνα, από τα οποία το δεύτερο είναι αμετάβλητο,
ενώ το κατά συνένωση πρώτο είναι άφωνο, όπως Πάτροκλέ μοι δειλῆι πλεῖστον
κεχαρισμένε
θυμῶι, ή (γ’) όταν, όντας βραχεία, περατώνει
ένα μέρος τού λόγου και η επόμενη αρχίζει από φωνήεν, όπως Νέστορα
δ᾽
οὐκ
ἔλαθεν
ἰαχὴ πίνοντά περ ἔμπης.
ΙΑ΄. Η φράση
Φράση
είναι το ελάχιστο μέρος τού συντασσόμενου λόγου. Λόγος είναι η σύνθεση απλής
φράσης που δηλώνει αυτοτελές νόημα. Τα μέρη τού λόγου είναι οχτώ: όνομα, ρήμα,
μετοχή, άρθρο, αντωνυμία, πρόθεση, επίρρημα, σύνδεσμος. Το επίθετο, εξάλλου,
έχει θεωρηθεί ως είδος ονόματος.
ΙΒ΄. Το όνομα
Όνομα
είναι το κλιτό μέρος τού λόγου που σημαίνει σώμα ή πράγμα, σώμα όπως λίθος, πράγμα όπως παιδεία, και που λέγεται είτε γενικά είτε
συγκεκριμένα, γενικά όπως ἄνθρωπος, ἵππος, και συγκεκριμένα όπως Σωκράτης. Πέντε είναι τα χαρακτηριστικά
τού ονόματος: γένος, είδος, μορφή, αριθμός, πτώση.
Τρία
είναι τα γένη: αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο. Ορισμένοι προσθέτουν σε αυτά άλλα
δύο, το κοινό και το μεικτό[6],
κοινό όπως ἵππος, κύων, μεικτό όπως χελιδών, ἀετός.
Δύο
είναι τα είδη: πρωτότυπο και παράγωγο. Πρωτότυπο είναι εκείνο που ειπώθηκε
αρχετυπικά, όπως Γῆ, και παράγωγο είναι εκείνο που γεννήθηκε από
άλλο, όπως Γαιήιος.
Επτά
είναι τα είδη των παραγώγων: πατρωνυμικά, κτητικά, συγκριτικά, υπερθετικά,
υποκοριστικά, παρώνυμα, ρηματικά.
(α’)
Πατρωνυμικό είναι εκείνο που σχηματίζεται κυρίως από το πατρικό, και
καταχρηστικά από το προγονικό, όπως Πηλείδης, Αἰακίδης, γιά τον Αχιλλέα. Τρεις είναι οι τύποι
των αρσενικών πατρωνυμικών: σε –δης,
σε –ων και σε –αδιος, όπως Ἀτρείδης, Ἀτρείων και ο ιδιαίτερος αιολικός τύπος, όπως Ὑρράδιος. Ὕρρα ονόμαζαν τον Πιττακό όταν ήταν παιδί.
Τρεις είναι και οι τύποι των θηλυκών, σε –ις,
όπως Πριαμίς, σε –ας, όπως Πελιάς, και σε –νη, όπως Ἀδρηστίνη. Από το όνομα των μητέρων δεν σχηματίζει πατρωνυμικό
είδος ο Όμηρος, αλλά οι νεώτεροι.
(β’)
Κτητικό είναι εκείνο που αποτελεί κτήμα, συμπεριλαμβανομένου και τού κτήτορα,
όπως Νηλήϊαι
ἵπποι, Ἑκτόρεος χιτών, Πλατωνικὸν βιβλίον.
(γ’)
Συγκριτικό είναι εκείνο που φέρει την σύγκριση ενός ονόματος προς ένα άλλο,
ομοιογενές, όπως Ἀχιλλεὺς ἀνδρειότερος Αἴαντος, ή ενός ονόματος προς πολλά ετερογενή,
όπως Ἀχιλλεὺς ἀνδρειότερος τῶν
Τρώων. Τρεις είναι οι τύποι των συγκριτικών:
σε –τερος, όπως ὀξύτερος, βραδύτερος, σε –ιων, όπως
βελτίων, καλλίων, και σε –ων,
όπως κρείσσων, ἥσσων.
(δ’)
Υπερθετικό είναι εκείνο που χρησιμοποιείται στην σύγκριση, ως προς την ένταση,
ενός ονόματος έναντι πολλών. Δύο είναι οι τύποι του: σε –τατος, όπως ὀξύτατος, βραδύτατος, και σε –τος,
όπως ἄριστος, μέγιστος.
(ε’)
Υποκοριστικό είναι εκείνο που δηλώνει την μείωση τού πρωτοτύπου, εκτός
συγκρίσεως, όπως ἀνθρωπίσκος, λίθαξ, μειρακύλλιον.
(στ’)
Παρώνυμο είναι εκείνο που κατασκευάστηκε από μετατροπή άλλου ονόματος, όπως Θέων, Τρύφων.
(ζ’)
Ρηματικό είναι εκείνο που προήλθε από ρήμα, όπως Φιλήμων, Νοήμων.
Οι
μορφές των ονομάτων είναι τρεις: απλό, σύνθετο, παρασύνθετο. Απλό όπως Μέμνων, σύνθετο όπως Ἀγαμέμνων, παρασύνθετο όπως Ἀγαμεμνονίδης, Φιλιππίδης. Οι διαφορές των σύνθετων είναι τέσσερις. Κάποια
συντίθενται από δύο πλήρεις λέξεις, όπως Χειρίσοφος, κάποια από δύο ελλιπείς, όπως Σοφοκλῆς, άλλα από μία ελλιπή και μία πλήρη,
όπως Φιλόδημος, και άλλα από μία πλήρη και μία
ελλιπή, όπως Περικλῆς.
Οι
αριθμοί είναι τρεις: ενικός, δυϊκός, πληθυντικός. Ενικός: ὁ Ὅμηρος. Δυϊκός: τὼ Ὁμήρω. Πληθυντικός: οἱ Ὅμηροι. Υπάρχουν και ορισμένοι ενικοί τύποι,
οι οποίοι λέγονται γιά πολλούς, όπως δῆμος, χορός, ὄχλος, αλλά και πληθυντικοί τύποι που
λέγονται γιά ενικούς και δυϊκούς. Γιά ενικούς: Ἀθῆναι, Θῆβαι. Γιά δυϊκούς: ἀμφότεροι.
Οι
πτώσεις των ονομάτων είναι πέντε: ορθή, γενική, δοτική, αιτιατική, κλητική. Η
ορθή λέγεται και ονομαστική και ευθεία, η γενική λέγεται και κτητική και
πατρική, η δοτική λέγεται και επισταλτική, η αιτιατική λέγεται και κατ’
αιτιατική, και η κλητική λέγεται και προσαγορευτική.
Υποκατηγορίες
τού ονόματος είναι και τα ακόλουθα, τα οποία επίσης ονομάζονται είδη: κύρια,
προσηγορικά, επίθετα, σχετικά με κάτι, κατά κάποιον τρόπο σχετικά, ομώνυμα,
συνώνυμα, φερώνυμα, διώνυμα, επώνυμα, εθνικά, ερωτηματικά, αόριστα, αναφορικά,
που ονομάζονται και ομοιωματικά και δεικτικά και ανταποδοτικά, περιληπτικά,
επιμεριζόμενα, περιεκτικά, ηχομιμητικά, γενικά, ειδικά, τακτικά, αριθμητικά,
απόλυτα, μετουσιαστικά.
(α’)
Κύριο είναι εκείνο που σημαίνει την ιδιαίτερη ουσία, όπως Ὅμηρος, Σωκράτης.
(β’)
Προσηγορικό είναι εκείνο που σημαίνει την κοινή ουσία, όπως ἄνθρωπος, ἵππος.
(γ’)
Επίθετο είναι εκείνο που τίθεται ομώνυμα σε ένα κύριο ή σε ένα προσηγορικό,
δηλώνοντας έπαινο ή ψόγο. Χωρίζεται σε τρία είδη: το ψυχικό, το σωματικό και το
εξωτερικό. Ψυχικό: σώφρων, ἀκόλαστος. Σωματικό: ταχύς, βραδύς. Εξωτερικό: πλούσιος, πένης.
(στ’)
Ομώνυμο είναι εκείνο το όνομα που τίθεται ομωνύμως σε πολλά. Είναι είτε κύριο,
όπως Αἴας
ὁ
Τελαμώνιος, Αἴας ὁ
Ὀϊλέως, είτε προσηγορικό, όπως μῦς
θαλάσσιος, μῦς γηγενής.
(ζ’)
Συνώνυμο είναι εκείνο που με διαφορετικά ονόματα δηλώνει το ίδιο πράγμα, όπως ἄορ, ξίφος, μάχαιρα, σπάθη, φάσγανον.
(η’)
Φερώνυμο είναι εκείνο που έχει τεθεί εξαιτίας κάποιου συμβάντος, όπως Τισαμενός, Μεγαπένθης.
(θ’)
Διώνυμο έχουμε όταν δύο ονόματα τάσσονται αντί ενός κυρίου, όπως Ἀλέξανδρος ὁ καὶ Πάρις, χωρίς να αλλάζει νόημα ο λόγος και χωρίς να εννοείται
ότι εάν κάποιος είναι Ἀλέξανδρος, αυτός θα είναι και Πάρις.
(ι’)
Επώνυμο, που ονομάζεται και διώνυμο, είναι εκείνο που, μαζί με ένα άλλο κύριο,
λέγεται γιά μία έννοια[9],
όπως Ἐνοσίχθων ὁ Ποσειδῶν, Φοῖβος ὁ Ἀπόλλων.
(ια’)
Εθνικό είναι το δηλωτικό τού έθνους, όπως Φρύξ, Γαλάτης.
(ιβ’)
Ερωτηματικό, που ονομάζεται και διερευνητικό, είναι εκείνο που λέγεται στις
ερωτήσεις, όπως τίς, ποῖος, πόσος, πηλίκος.
(ιγ’)
Αόριστο είναι εκείνο που λέγεται κατέναντι τού ερωτηματικού, όπως ὅστις, ὁποῖος, ὁπόσος, ὁπηλίκος.
(ιδ’)
Αναφορικό, που ονομάζεται και ομοιωματικό και δεικτικό και ανταποδοτικό, είναι
εκείνο που σημαίνει ομοίωση, όπως τοιοῦτος, τοσοῦτος, τηλικοῦτος.
(ιε’)
Περιληπτικό είναι εκείνο που, όντας στον ενικό αριθμό, σημαίνει πλήθος, όπως δῆμος, χορός, ὄχλος.
(ιστ’)
Επιμεριζόμενο είναι εκείνο που, προερχόμενο από δύο ή περισσότερα, αναφέρεται
σε ένα, όπως ἑκάτερος, ἕκαστος.
(ιζ’)
Περιεκτικό είναι εκείνο που φανερώνει εντός του κάποιο περιεχόμενο, όπως δαφνών, παρθενών.
(ιη’)
Ηχομιμητικό είναι εκείνο που λέγεται κατά μίμηση των ιδιοτήτων των ήχων, όπως φλοῖσβος, ῥοῖζος, ὀρυμαγδός.
(ιθ’)
Γενικό είναι εκείνο που δύναται να διαιρεθεί σε πολλά είδη, όπως ζῶον, φυτόν.
(κ’)
Ειδικό είναι εκείνο που προέρχεται από την διαίρεση τού γένους, όπως βοῦς, ἵππος, ἄμπελος, ἐλαία.
(κα’)
Τακτικό είναι εκείνο που δηλώνει τάξη, όπως πρῶτος, δεύτερος, τρίτος.
(κβ’)
Αριθμητικό είναι εκείνο που σημαίνει αριθμό, όπως εἷς, δύο, τρεῖς.
(κγ’)
Απόλυτο είναι εκείνο που νοείται αυτό καθ’ εαυτό, όπως θεός, λόγος.
(κδ’)
Μετουσιαστικό είναι εκείνο που μετέχει κάποιας ουσίας, όπως πύρινος, δρύϊνος, ἐλάφινος.
Οι
διαθέσεις των ονομάτων είναι δύο: ενεργητική και παθητική. Ενεργητική, όπως κριτής, αυτός που κρίνει. Παθητική,
όπως κριτός, αυτός που κρίνεται.
ΙΓ΄. Το ρήμα
Ρήμα
είναι μία λέξη χωρίς πτώσεις, ικανή να υποδεικνύει χρόνο, πρόσωπο και αριθμό,
και να υποδηλώνει ενεργητική ή παθητική μορφή. Οχτώ είναι τα χαρακτηριστικά τού
ρήματος: έγκλιση, διάθεση, είδος, μορφή, αριθμός, πρόσωπο, χρόνος, συζυγία.
Πέντε
είναι οι εγκλίσεις του: οριστική, προστακτική, ευκτική, υποτακτική, απαρέμφατο.
Τρεις
είναι οι διαθέσεις του: ενεργητική, παθητική, μέση. Ενεργητική, όπως τύπτω, παθητική, όπως τύπτομαι, μέση – η οποία άλλοτε δηλώνει
ενέργεια και άλλοτε πάθος – όπως πέποιθα, διέφθορα, ἐποιησάμην, ἐγραψάμην.
Δύο
είναι τα είδη του: πρωτότυπο και παράγωγο. Πρωτότυπο, όπως ἄρδω, παράγωγο, όπως ἀρδεύω.
Τρεις
είναι οι μορφές του: απλό, σύνθετο, παρασύνθετο. Απλό, όπως φρονῶ, σύνθετο,
όπως καταφρονῶ,
παρασύνθετο, όπως ἀντιγονίζω, φιλιππίζω.
Τρεις
είναι οι αριθμοί του: ενικός, δυϊκός, πληθυντικός. Ενικός, όπως τύπτω, δυϊκός, όπως τύπτετον, πληθυντικός, όπως τύπτομεν.
Τρία
είναι τα πρόσωπά του: πρώτο, δεύτερο, τρίτο. Πρώτο είναι εκείνο, από το οποίο
προέρχεται ο λόγος. Δεύτερο είναι εκείνο, προς το οποίο απευθύνεται ο λόγος.
Τρίτο είναι εκείνο, γιά το οποίο γίνεται λόγος.
Τρεις
είναι οι χρόνοι: παροντικός, παρελθοντικός και μέλλοντας. Ο παρελθοντικός έχει
τέσσερις διαφοροποιήσεις: τον παρατατικό, τον παρακείμενο, τον υπερσυντέλικο
και τον αόριστο. Τρεις είναι οι συγγένειές τους: τού ενεστώτα προς τον
παρατατικό, τού παρακειμένου προς τον υπερσυντέλικο, και τού αορίστου προς τον
μέλλοντα.
ΙΔ΄. Η συζυγία
Συζυγία
είναι μία ακολουθία κλίσης ρημάτων.
Έξι
είναι οι συζυγίες των βαρύτονων ρημάτων. (α’) Η πρώτη εκφέρεται με το β ή το φ ή το π ή το πτ, όπως λείβω, γράφω, τέρπω, κόπτω. (β’) Η δεύτερη εκφέρεται με το γ ή το κ ή το χ ή το κτ, όπως λέγω, πλέκω, τρέχω, τίκτω. (γ’) Η
τρίτη εκφέρεται με το δ ή το θ ή το τ, όπως ἄιδω, πλήθω, ἀνύτω. (δ’) Η τέταρτη εκφέρεται με το ζ ή με το διπλό σ, όπως φράζω, νύσσω, ὀρύσσω. (ε’) Η πέμπτη εκφέρεται με τα τέσσερα αμετάβλητα
γράμματα, λ, μ, ν, ρ, όπως πάλλω, νέμω, κρίνω, σπείρω. (στ’) Η έκτη εκφέρεται με το καθαρό ω, όπως ἱππεύω, πλέω, βασιλεύω. Ορισμένοι εισάγουν και έβδομη συζυγία, που εκφέρεται με
το ξ και το ψ, όπως ἀλέξω, ἕψω.
Τρεις
είναι οι συζυγίες των περισπωμένων ρημάτων. (α’) Η πρώτη εκφέρεται με την
δίφθογγο ει στο δεύτερο και τρίτο
πρόσωπο, όπως νοῶ,
νοεῖς, νοεῖ. (β’) Η δεύτερη εκφέρεται με την δίφθογγο αι, όπου το ι προσγράφεται αλλά δεν προφέρεται, όπως βοῶ,
βοᾶις, βοᾶι. (γ’) Η τρίτη εκφέρεται με την δίφθογγο οι, όπως χρυσῶ, χρυσοῖς, χρυσοῖ.
Τέσσερις είναι οι συζυγίες των ρημάτων που λήγουν
σε –μι. (α’) Η πρώτη προέρχεται από
την πρώτη των περισπωμένων, όπως σχηματίστηκε το τίθημι από το τιθῶ. (β’) Η
δεύτερη προέρχεται από την δεύτερη[10],
όπως σχηματίστηκε το ἵστημι από το ἱστῶ. (γ’) Η τρίτη προέρχεται από την τρίτη[11],
όπως σχηματίστηκε το δίδωμι από το διδῶ. (δ’) Η τέταρτη προέρχεται από την έκτη των
βαρύτονων, όπως σχηματίστηκε το πήγνυμι
από το πηγνύω.
ΙΕ΄. Η μετοχή
Μετοχή
είναι η λέξη που μετέχει τής ιδιότητας και των ρημάτων και των ονομάτων. Αυτή
χαρακτηρίζεται από όσα χαρακτηρίζουν και τα ονόματα και τα ρήματα, εκτός των
προσώπων και των εγκλίσεων.
ΙΣΤ΄. Το άρθρο
Άρθρο
είναι εκείνο το μέρος τού λόγου που έχει πτώσεις και τοποθετείται πριν ή μετά
από την κλίση των ονομάτων. Τοποθετείται πριν, όπως το ὁ, και μετά, όπως το ὅς. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά του: γένος, αριθμός, πτώση.
Τρία είναι τα γένη του: ὁ
ποιητής, ἡ
ποίησις, τὸ
ποίημα. Τρεις και οι αριθμοί του: ενικός,
δυϊκός, πληθυντικός. Ενικός: ὁ, ἡ, τό. Δυϊκός: τώ,
τά.
Πληθυντικός: οἱ, αἱ,
τά. Πτώσεις: ὁ,
τοῦ, τῶι, τόν, ὦ, ἡ, τῆς, τῆι, τήν, ὦ.
ΙΖ΄. Η αντωνυμία
Αντωνυμία
είναι η λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα και δηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο. Η
αντωνυμία έχει έξι χαρακτηριστικά: πρόσωπο, γένος, αριθμό, πτώση, μορφή, είδος.
Τα πρόσωπα των πρωτοτύπων αντωνυμιών είναι τα ἐγώ,
σύ, ἵ, και των
παραγώγων είναι τα ἐμός, σός, ὅς. Τα γένη των πρωτοτύπων δεν
διακρίνονται μέσω τής φωνής, αλλά μέσω αυτού που τα πρωτότυπα υποδεικνύουν,
όπως ἐγώ. Των παραγώγων διακρίνονται, όπως ὁ ἐμός, ἡ
ἐμή,
τὸ
ἐμόν. Οι αριθμοί των πρωτοτύπων είναι ο ενικός, ἐγώ, σύ,
ἵ, ο δυϊκός, νῶϊ, σφῶϊ, και ο πληθυντικός, ἡμεῖς, ὑμεῖς, σφεῖς. Των παραγώγων είναι ο ενικός, ἐμός, σός, ὅς, ο δυϊκός, ἐμώ,
σώ, ὥ, και ο
πληθυντικός, ἐμοί,
σοί, οἵ. Οι πτώσεις των πρωτοτύπων είναι η ονομαστική, ἐγώ,
σύ, ἵ, η γενική,
ἐμοῦ,
σοῦ, οὗ, η δοτική, ἐμοί,
σοί, οἷ, η αιτιατική, ἐμέ, σέ,
ἕ, και η κλητική, σύ. Των παραγώγων είναι ἐμός, σός, ὅς, με γενική ἐμοῦ,
σοῦ, οὗ, δοτική ἐμῶι, σῶι, ὧι, και αιτιατική ἐμόν, σόν, ὅν. Οι μορφές είναι δύο: απλή και
σύνθετη. Απλή, όπως ἐμοῦ,
σοῦ, οὗ, και σύνθετη, όπως ἐμαυτοῦ, σαυτοῦ,
ἑαυτοῦ. Σχετικά με τα είδη, άλλες είναι πρωτότυπες, όπως
ἐγώ,
σύ, ἵ, και άλλες
παράγωγες, όπως όλες οι κτητικές, που ονομάζονται και διπρόσωπες. Παράγονται ως
εξής: από τους ενικούς εκείνες που δηλώνουν έναν κτήτορα, όπως ἐμός από την ἐμοῦ, από τους δυϊκούς εκείνες που δηλώνουν δύο
κτήτορες, όπως νωΐτερος από την νῶϊ, και από τους πληθυντικούς εκείνες που
δηλώνουν πολλούς, όπως ἡμέτερος από την ἡμεῖς. Άλλες αντωνυμίες δεν έχουν άρθρο, άλλες έχουν. Χωρίς
άρθρο: ἐγώ. Με άρθρο: ὁ
ἐμός.
ΙΗ΄. Η πρόθεση
Πρόθεση
είναι εκείνη η λέξη που τοποθετείται εμπρός από όλα τα μέρη τού λόγου κατά την
σύνθεση και την σύνταξη. Όλες οι προθέσεις είναι δεκαοχτώ. Έξι είναι οι
μονοσύλλαβες: ἐν, εἰς, ἐξ, σύν, πρό,
πρός. Αυτές δεν αναστρέφονται[12].
Δώδεκα είναι οι δισύλλαβες: ἀνά,
κατά, διά,
μετά, παρά,
ἀντί, ἐπί,
περί, ἀμφί,
ἀπό, ὑπό,
ὑπέρ.
ΙΘ΄. Το επίρρημα
Επίρρημα
είναι το άκλιτο μέρος τού λόγου, το οποίο χρησιμοποιείται είτε σύμφωνα με το
ρήμα είτε σε σύνδεση με το ρήμα. Άλλα επιρρήματα είναι απλά και άλλα σύνθετα,
απλά όπως το πάλαι, σύνθετα όπως το πρόπαλαι.
(α’)
Υπάρχουν εκείνα που δηλώνουν τον χρόνο[13],
όπως νῦν, τότε, αὖθις. Υποκατηγορία αυτών είναι όσα σημαίνουν τις συνθήκες[14],
όπως σήμερον, αὔριον, τόφρα, τέως, πηνίκα.
(β’)
Εκείνα που δηλώνουν την μεσότητα, όπως καλῶς, σοφῶς.
(γ’)
Τα ποιοτικά, όπως πύξ, λάξ, βοτρυδόν, ἀγεληδόν.
(δ’)
Τα ποσοτικά, όπως πολλάκις, ὀλιγάκις.
(ε’)
Εκείνα που δηλώνουν αριθμό, όπως δίς, τρίς, τετράκις.
(στ’)
Τα τοπικά, όπως ἄνω, κάτω. Τρεις είναι οι μορφές τους: στάση σε τόπο, κίνηση προς
τόπο, κίνηση από τόπο. Παραδείγματα: οἴκοι, οἴκαδε, οἴκοθεν.
(ζ’)
Εκείνα που σημαίνουν ευχή, όπως εἴθε, αἴθε, ἄβαλε.
(θ’) Εκείνα που εκφράζουν άρνηση ή αρνητική
απόφαση, όπως οὔ, οὐχί, οὐδῆτα, οὐδαμῶς.
(ι’)
Εκείνα που εκφράζουν συγκατάθεση, όπως ναί,
ναίχι.
(ια’)
Τα απαγορευτικά, όπως μή,
μηδῆτα, μηδαμῶς.
(ιβ’)
Εκείνα που δηλώνουν παραβολή ή ομοίωση, όπως ὡς, ὥσπερ, ἠΰτε, καθάπερ.
(ιγ’)
Τα θαυμαστικά, όπως βαβαὶ.
(ιδ’) Εκείνα που σημαίνουν εικασία, όπως ἴσως, τάχα, τυχόν.
(ιε’)
Τα τακτικά, όπως ἑξῆς, ἐφεξῆς, χωρίς.
(ιστ’)
Τα αθροιστικά, όπως ἄρδην, ἅμα, ἤλιθα.
(ιζ’)
Τα παρακελευστικά, όπως εἶα, ἄγε, φέρε.
(ιη’)
Τα συγκριτικά, όπως μᾶλλον, ἧττον.
(ιθ’)
Τα ερωτηματικά, όπως πόθεν, πηνίκα, πῶς.
(κ’)
Τα επιτατικά, όπως λίαν, σφόδρα, πάνυ, ἄγαν, μάλιστα.
(κα’)
Εκείνα που δηλώνουν σύλληψη, όπως ἅμα, ὁμοῦ,
ἄμυδις.
(κβ’)
Εκείνα που σημαίνουν ένορκη άρνηση, όπως μά.
(κγ’)
Εκείνα που δηλώνουν ένορκη κατάφαση, όπως νή.
(κδ’) Τα βεβαιωτικά, όπως δηλαδή.
(κε’) Τα θετικά, όπως γραπτέον, πλευστέον.
(κστ’)
Τα εκθειαστικά, όπως εὐοῖ, εὐάν.
Κ΄. Ο σύνδεσμος
Σύνδεσμος
είναι εκείνη η λέξη που συνδέει με τάξη ένα νόημα και που δηλώνει το χάσμα τής
έκφρασης[16].
Άλλοι σύνδεσμοι είναι συμπλεκτικοί, άλλοι διαζευκτικοί, άλλοι συναπτικοί, άλλοι
παρασυναπτικοί, άλλοι αιτιολογικοί, άλλοι απορρηματικοί, άλλοι συλλογιστικοί,
άλλοι παραπληρωματικοί.
(α’)
Συμπλεκτικοί είναι όσοι συνδέουν την ομιλία όταν καθίσταται απέραντη. Είναι οι
ακόλουθοι: μέν, δέ,
τέ, καί,
ἀλλά, ἠμέν, ἠδέ,
ἀτάρ, αὐτάρ, ἤτοι.
(β’)
Διαζευκτικοί είναι όσοι, ενώ συνδέουν την φράση, αντιδιαστέλλουν ένα πράγμα από
ένα άλλο πράγμα. Είναι οι ακόλουθοι: ἤ, ἤτοι, ἠέ.
(γ’) Συναπτικοί είναι όσοι, ενώ δεν δηλώνουν ύπαρξη[17],
σημαίνουν ακολουθία. Είναι οι ακόλουθοι: εἴ,
εἴπερ, εἰδή, εἰδήπερ.
(δ’)
Παρασυναπτικοί είναι όσοι δηλώνουν και ύπαρξη και τάξη. Είναι οι ακόλουθοι: ἐπεί, ἐπείπερ, ἐπειδή,
ἐπειδήπερ.
(ε’)
Αιτιολογικοί είναι όσοι χρησιμοποιούνται προκειμένου να αποδώσουν αιτία. Είναι
οι ακόλουθοι: ἵνα, ὄφρα, ὅπως, ἕνεκα, οὕνεκα, διό,
διότι, καθ᾽ ὅ, καθ᾽ ὅτι, καθ᾽ ὅσον.
(στ’)
Απορρηματικοί είναι όσοι συνηθίζουν να συνδέουν εκφράζοντας αμφιβολία. Είναι οι
ακόλουθοι: ἆρα, κἆτα, μῶν.
(ζ’)
Συλλογιστικοί είναι όσοι διάκεινται καλώς έναντι τής απόδοσης και τής σύλληψης
των αποδείξεων. Είναι οι ακόλουθοι: ἄρα, ἀλλά,
ἀλλαμήν, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν.
(η’)
Παραπληρωματικοί είναι όσοι χρησιμοποιούνται γιά χάρη τού μέτρου ή τής
κόσμησης. Είναι οι ακόλουθοι: δή,
ῥά,
νύ, ποῦ,
τοί, θήν, ἄρ, δῆτα, πέρ, πώ,
μήν, ἄν, αὖ,
νῦν, οὖν, κέν, γέ.
Ορισμένοι προσθέτουν και εναντιωματικούς, όπως ἔμπης, ὅμως.
*** ***
***
[1] Γιά την κατανόηση ενός κειμένου είναι απαραίτητη η
γνώση τής έννοιας και τής χρήσης τής αλληγορίας, αγαπημένου τρόπου έκφρασης
κυρίως των ποιητών. Η αλληγορία είναι μία μη κυριολεκτική ή συμβολική μέθοδος
διατύπωσης ενός νοήματος, μία τεχνική γιά να λέμε «κάτι» λέγοντας «κάτι άλλο».
[2] Εννοούνται οι διάλεκτοι τής ελληνικής γλώσσας, όπως η
δωρική, η αιολική και άλλες, οι οποίες παρουσιάζουν γραμματικές διαφορές.
[3] Ως «υπολογισμός τής αναλογίας» εννοείται η εξαγωγή
ορθών συμπερασμάτων, σχετικών με διάφορα γραμματικά φαινόμενα, και η διατύπωση
αληθών κανόνων, με γνώμονα το τι αναλογεί σε κάθε περίπτωση. Παράδειγμα: το
θηλυκό γένος τού επιθέτου «βραδύς» είναι «βραδεῖα», κατ’ αναλογία προς το «ταχύς» και το «ταχεῖα», άρα τα αρσενικού γένους επίθετα σε «-ύς»
σχηματίζουν το θηλυκό τους σε «-εῖα».
[4] Δηλαδή: άλλοτε εκλαμβάνονται ως μακρά και άλλοτε ως
βραχέα.
[5] Μυγμός: ο συνεχώς ή ανά διαστήματα επαναλαμβανόμενος
ήχος τού γράμματος «μ», το «μούγκρισμα». Σιγμός: ο συνεχώς ή ανά διαστήματα
επαναλαμβανόμενος ήχος τού γράμματος «σ», το «σύριγμα».
[6] Οι λέξεις «ἵππος» και «κύων»
ανήκουν στο κοινό είδος, επειδή είναι και αρσενικού και θηλυκού γένους, ανάλογα
με το άρθρο που τοποθετείται ή εννοείται πριν από αυτές, ενώ οι λέξεις «χελιδών»
και «ἀετός»
ανήκουν στο μεικτό είδος, επειδή – καίτοι είναι ενός γένους – υπονοούν άλλοτε
το αρσενικό και άλλοτε το θηλυκό.
[7] «Σχετικό με κάτι»: το όνομα «υἱός» είναι σχετικό με το όνομα «πατήρ»,
δηλαδή δεν δύναται να είναι κάποιος «υἱός»
εάν δεν διαθέτει «πατέρα».
[8] «Κατά κάποιον τρόπο σχετικό»: το όνομα «νύξ» είναι σχετικό με το όνομα «ἡμέρα» κατά τον τρόπο με τον οποίο η γλωσσική κοινότητα
αντιλαμβάνεται τις εναλλαγές τού φυσικού φωτός και σκότους στο περιβάλλον όπου
ζει.
[9] Η διαφορά μεταξύ τού «επωνύμου» και τού
προαναφερόμενου «διωνύμου» είναι η εξής: ο «Ἀλέξανδρος» ονομάζεται και «Πάρις», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε «Ἀλέξανδρος» ονομάζεται και «Πάρις», αλλά ο «Ποσειδῶν»
ονομάζεται και «Ἐνοσίχθων»
επειδή μόνον ο «Ποσειδῶν»
ονομάζεται «Ἐνοσίχθων».
[10] Εννοείται «των περισπωμένων».
[11] Εννοείται «των περισπωμένων».
[12] Δηλαδή δεν τοποθετούνται μετά από την λέξη με την
οποία συνδέονται νοηματικά, όπως ενίοτε συμβαίνει με τις δώδεκα δισύλλαβες
προθέσεις.
[13] Πρόκειται γιά τα λεγόμενα «χρονικά επιρρήματα», κατά
την σύγχρονη ορολογία.
[14] Και εδώ πρόκειται γιά «χρονικά επιρρήματα», κατά την
σύγχρονη ορολογία.
[15] Πρόκειται γιά εκείνα τα επιρρήματα που εκφράζουν
ταυτόχρονα και παράπονο και αγανάκτηση.
[16] «Χάσμα τής έκφρασης» (παράδειγμα): «πρώτῃσι καὶ ὑστατίῃσι βόεσσι» σημαίνει «δίπλα στα πρώτα και στα τελευταία βόδια»,
αλλά είναι αδύνατο να βρίσκεται το ίδιο άτομο, ταυτόχρονα, σε αυτές τις εκ
διαμέτρου αντίθετες θέσεις, οπότε ο σύνδεσμος «και» εκφράζει νοηματικά και
καλύπτει συντακτικά το χωρικό και χρονικό χάσμα (κενό, έλλειψη) στην διατύπωση
τής μετακίνησης και τής στάσης τού ατόμου στις δύο θέσεις.
[17] Δηλαδή, στον υποθετικό λόγο, δεν δηλώνουν την
υποχρεωτική αλληλουχία μεταξύ υπόθεσης και απόδοσης, σε αντίθεση με τους
παρασυναπτικούς που την δηλώνουν.
Αθανάσιος Α. Τσακνάκης
Θεολόγος – Φιλόλογος
Ερασινώδυνα
Ανάλεκτα
Διατριβή Α΄
Τα
«Ερασινώδυνα Ανάλεκτα» φιλοδοξούν να αποτελέσουν μία συλλογή από λιγότερο
γνωστά στο ευρύ κοινό, εκλεκτά κείμενα, κυρίως τής Ελληνικής, τής Λατινικής,
τής Ιταλικής, τής Ισπανικής και τής Πορτογαλικής Γραμματείας, μεταφρασμένα –
όπου κρίνεται απαραίτητο – ή μεταγλωττισμένα, αναλόγως, στην νέα ελληνική
γλώσσα, και εμπλουτισμένα με κατατοπιστικές εισαγωγές, διευκρινιστικά σχόλια
και βοηθητικά παραρτήματα. Σκοπός τους είναι η τέρψη των αναγνωστών, αλλά και η
αφύπνιση τής διάνοιάς τους, η γνωριμία των Ελλήνων και των ελληνομαθών με τον
πλούτο τού ευρωπαϊκού μεσογειακού πνεύματος, αλλά και η έμπρακτη αποδόμηση τής
υστερόβουλης θεωρίας περί τού «ανεπίκαιρου» ή «δυσπρόσιτου» χαρακτήρα αυτών των
κειμένων. Η ηλεκτρονική ή έντυπη αναπαραγωγή και διάδοσή τους, καθώς και η
τυχόν μετάφρασή τους σε άλλες γλώσσες, επιτρέπεται υπό τον απαρέγκλιτο όρο τής
αυστηρής διατήρησης τής απόλυτης ακεραιότητας τού περιεχομένου των Διατριβών.
Πρόλογος
Τα
«Ερασινώδυνα Ανάλεκτα» αφιερώνουν την πρώτη Διατριβή σε δύο εξέχουσες
προσωπικότητες τής ελληνικής φιλοσοφίας: τον Διογένη τον Κυνικό και τον Δίωνα
Χρυσόστομο. Μέσα από τον «Ισθμικό Λόγο» τού Δίωνα θα προσεγγίσουμε την γνώμη τού
Διογένη γιά τους «αθλητές» και τους «εξαθλιωμένους», ειδικά όταν οι πρώτοι
αναδεικνύονται «πρωταθλητές» και οι δεύτεροι υποκρίνονται τους «φιλάθλους». Το
αρχαίο κείμενο, που μεταφράστηκε εδώ, προέρχεται από την στερεότυπη έκδοση τής Loeb Classical Library (1932). Τού «Ισθμικού
Λόγου» προηγούνται σύντομες βιογραφίες τού Δίωνα και τού Διογένη, καθώς και μία
κατατοπιστική Εισαγωγή.
Δίων Χρυσόστομος
Ο Δίων ο
Κοκκηιανός γεννήθηκε στην Προύσα τής Βιθυνίας, γύρω στα 40 μ.Χ., από αρχοντική
οικογένεια. Σπούδασε στην Ρώμη, έχοντας διδάσκαλό του τον Λατίνο Στωικό
φιλόσοφο Μουσώνιο. Η ρητορική δεινότητά του τον κατέστησε πολύ δημοφιλή και τον
τίμησε με το παρωνύμιο «Χρυσόστομος». Ως φιλόσοφος, κινήθηκε αρχικά στον
ιδεολογικό χώρο τού Στωικισμού, ενώ αργότερα, εξαιτίας των πολιτικών περιπετειών
του, προσέγγισε επιτυχώς και τον Κυνισμό.
Στα 82 μ.Χ.
καταδικάστηκε σε εξορία από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Δομιτιανό, ο οποίος τού
απαγόρευσε να ζει στην Ιταλία και στην γενέτειρά του. Υπέστη, τότε, πολυχρόνιες
περιπλανήσεις και οδυνηρές δοκιμασίες, αλλά τελικά επέστρεψε εκ νέου στην Ρώμη
και συνδέθηκε φιλικά με τους αυτοκράτορες Νέρβα και Τραϊανό, κατά την βασιλεία
των οποίων ανέλαβε σημαντικές διπλωματικές αποστολές γιά την ιδιαίτερη πατρίδα
του.
Το κύρος και η
σοβαρότητά του, καθώς και η μεγάλη αγάπη και εκτίμηση των λαϊκών στρωμάτων προς
το πρόσωπό του, προκάλεσαν την εχθρότητα μερίδας των συμπολιτών του, που τον
ταλαιπώρησε με δικαστικούς αγώνες κατά τα τέλη τής ζωής του. Απεβίωσε γύρω στα
120 μ.Χ.
Το σωζόμενο
έργο του συμπεριλαμβάνει 80 εξαίρετους Λόγους, στην πλειονοψηφία των οποίων
εξυμνείται, είτε έμμεσα είτε άμεσα, το παντοτινά γονιμοποιό πνεύμα και το
λαμπρό ψυχικό μεγαλείο τού αρχαίου ελληνισμού, ενώ παραδίδονται και χρήσιμες
πληροφορίες γιά την ζωή στην εποχή τού συγγραφέα. Τμήμα τού έργου του είναι
αφιερωμένο στην δράση και στην διδασκαλία τού Διογένη τού Κυνικού.
Διογένης ο Κυνικός
Ο Διογένης
γεννήθηκε γύρω στα 400 π.Χ. στην Σινώπη τού Εύξεινου Πόντου και έφτασε στην περικλεή
Αθήνα εξόριστος, μαζί με τον πατέρα του, επειδή είχαν κατηγορηθεί γιά
παραχάραξη τού νομίσματος τής ιδιαίτερης πατρίδας τους. Ο ιδιόρρυθμος φιλόσοφος
έζησε κυρίως στην Αθήνα και στην Κόρινθο, απορρίπτοντας όλους τους συμβατικούς κανόνες
και θεσμούς, περιφρονώντας την κοινωνική ευπρέπεια και τυπικότητα, επιδιώκοντας
την αυτάρκεια μέσω τής συνεχούς άσκησης και απαξιώνοντας πλήρως την υποκριτική αστική
συμπεριφορά.
Θεμελιώδη
χαρακτηριστικά τής λιτής ζωής του ήταν ο καθημερινός έλεγχος τής συμπεριφοράς
των συνανθρώπων του, ο χλευασμός των καθιερωμένων αξιών, η απόλυτη πενία και η
σκληρή κριτική προς την εξουσία. Κατάλυμά του ήταν ένα πιθάρι και μοναδικό
ένδυμά του ο τρίβωνας. Την περιουσία του αποτελούσε ένα ραβδί και ένα παλιό σακκούλι,
μέσα στο οποίο συγκέντρωνε ελάχιστα τρόφιμα, απαραίτητα γιά την συντήρησή του. Ο
απόλυτος σεβασμός προς την φύση και τους νόμους της, καθώς και ο ευκολότερος
και οικονομικότερος τρόπος κάλυψης των φυσικών αναγκών υπήρξαν το βασικό
συστατικό τής ηθικής πλευράς τής φιλοσοφικής διδασκαλίας του.
Πιθανολογείται
ότι συνέγραψε Διαλόγους και Τραγωδίες, αλλά κανένα έργο του δεν έφτασε μέχρι
την εποχή μας. Ο Διογένης και ο βίος του καλύφθηκαν τάχιστα από τον θρύλο και
εμπλουτίστηκαν από πολλά φανταστικά στοιχεία. Η σχετική με αυτόν αρχαία βιβλιογραφία
φιλοξενεί μεγάλο πλήθος διηγήσεων, ευφυολογημάτων και ρητών τού φιλοσόφου, των
οποίων το περιεχόμενο είναι απολαυστικά καυστικό και δηκτικά αφυπνιστικό.
Στην διάδοση τής
διδασκαλίας του, θεμέλιας λίθου τού Κυνισμού αλλά και βασικής παραμέτρου τής
μετεξέλιξης τού Στωικισμού, συνέβαλλε κυρίως ο πιστός μαθητής του, Κράτης, γόνος
εύπορης οικογένειας, ο οποίος άκμασε κατά το 330 π.Χ., περίπου πέντε έτη μετά
τον θάνατο τού Διογένη.
Εισαγωγή
Όσοι αθλούνται
είναι αθλούμενοι. Όσοι αθλούνται τακτικά και συστηματικά είναι αθλητές. Οι
αθλητές χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στους ερασιτέχνες και στους
επαγγελματίες. Τόσο οι πρώτοι, όσο και οι δεύτεροι, αναδεικνύουν τους πρωταθλητές
τους.
Όσοι αγαπούν
τον αθλητισμό είναι φίλαθλοι. Κάθε αθλητής είναι φίλαθλος, αλλά κάθε φίλαθλος
δεν είναι αθλητής και ίσως να μην είναι ούτε καν αθλούμενος, είτε επειδή δεν
δύναται είτε επειδή δεν επιθυμεί να είναι. Εδώ ακριβώς ανακύπτει ένα θεμελιώδες
ερώτημα: γιατί ένας φίλαθλος να μην επιθυμεί να είναι αθλητής;
Ο αθλητισμός,
ως πρακτική, περιποιείται το σώμα. Απώτερος σκοπός τού αθλητή, ο οποίος
αθλείται επειδή επιθυμεί να ολοκληρωθεί ως άνθρωπος, είναι να συνδυάσει μία
καλλιεργημένη ψυχή με ένα φροντισμένο σώμα. Απώτερος σκοπός τού αθλητή, ο
οποίος αδιαφορεί γιά την ανωτέρω σύζευξη σώματος και ψυχής, είναι να
εκμεταλλευτεί το σώμα του γιά διασκέδαση ή γιά βιοπορισμό.
Ο φίλαθλος
συναντά τον αθλητή στους χώρους όπου ο αθλητισμός προσλαμβάνει και την μορφή τού
δημόσιου θεάματος. Εδώ το τοπίο ξεκαθαρίζεται. Ο φίλαθλος, που είναι και
αθλητής, αναζητά πρότυπα και τεχνικές ώστε να βελτιωθεί ως αθλητής. Ο φίλαθλος,
που δεν δύναται να είναι αθλητής, ικανοποιεί μία βασική ψυχική ανάγκη του. Ο
αθλητής, που επιθυμεί να ολοκληρωθεί ως άνθρωπος, αγωνίζεται απερίσπαστος προς
αυτόν τον στόχο. Ο αθλητής, που αθλείται γιά διασκέδαση ή γιά βιοπορισμό,
προβάλλει και διαφημίζει τις σωματικές ικανότητές του.
Τοποθετώντας
τον φίλαθλο, που δεν επιθυμεί να είναι αθλητής, μέσα σε έναν από τους
προαναφερθέντες χώρους, οφείλουμε να τοποθετήσουμε και τον όρο φίλαθλος μέσα σε
εισαγωγικά: «φίλαθλος». Αυτός ο άνθρωπος δεν αναζητά ούτε πρότυπα ούτε τεχνικές
βελτίωσης των επιδόσεών του στην άθληση, επειδή ακριβώς δεν επιθυμεί να είναι
αθλητής. Επίσης, δεν ικανοποιεί την ίδια βασική ανάγκη με τον φίλαθλο που
επιθυμεί αλλά δεν δύναται να είναι αθλητής. Συνεπώς, δεν ενδιαφέρεται ούτε γιά
εκείνον τον αθλητή, ο οποίος αθλείται ώστε να ολοκληρωθεί ως άνθρωπος, αλλά
ακόμη και αν ενδιαφερθεί γιά εκείνον, ένας τέτοιος αθλητής δεν θα του επιτρέψει
να τον προσεγγίσει. Ο «φίλαθλος», λοιπόν, αναζητά τον αθλητή που αθλείται γιά
διασκέδαση ή γιά βιοπορισμό, ώστε να γίνει συνεργάτης του στην πρώτη ή
καταναλωτής του στην δεύτερη δραστηριότητα.
Αυτή, η
τελευταία μορφή σχέσης μεταξύ «φιλάθλου» και αθλητή απέχει ήδη πολύ από τους
κύριους σκοπούς τού αθλητισμού και μας αναγκάζει να τοποθετήσουμε μέσα σε
εισαγωγικά και τον όρο «αθλητής». Σε αυτήν την περίπτωση βρισκόμαστε,
ουσιαστικά, ενώπιον ενός φιλοθεάμωνα καταναλωτή και ενός διαφημιζόμενου εμπόρου,
ή έστω ενώπιον δύο φιλέορτων ή φιλήδονων ανθρώπων.
Η συμπεριφορά τού
ανθρώπου, όπως έχει αποδείξει η ψυχολογία και η κοινωνιολογία, αλλάζει όταν
αυτός ενταχθεί σε σύνολο. Η μάζα συγκαλύπτει και προστατεύει. Εάν παρατηρήσουμε
την δράση μίας μάζας ανθρώπων, που αποτελείται από «φιλάθλους» και «αθλητές»,
θα διακρίνουμε ένα πλήθος χαρακτηριστικών, τα οποία αρμόζουν σε εξαθλιωμένα
υποκείμενα: αλλοφροσύνη και μανία, έπαρση και υπεροψία, αυθάδεια και ιταμότητα,
παρορμητισμός και αποχαλίνωση, θράσος και προπέτεια, ταπεινά ένστικτα και
ειδωλολατρία. Η πνευματική και ψυχική εξαθλίωση, μέσα σε τέτοιο περιβάλλον,
αυξάνεται και επιδεινώνεται, επειδή λείπει ο ηθικός έλεγχος και αυτοέλεγχος,
ενώ περισσεύει ο παραλογισμός και η εξ αυτού προερχόμενη έκλυση ηθών.
Εντός τής
εξαθλιωμένης μάζας, επίσης, ο άνθρωπος «ξεδιψά» χωρίς νερό και «χορταίνει»
χωρίς φαγητό, λησμονεί και λησμονείται, απολαμβάνει την εξαχρείωσή του χωρίς να
την αντιλαμβάνεται, θαυμάζει την υποδούλωσή του εκλαμβάνοντάς την ως
απελευθέρωση και, τελικά, χειραγωγείται πλήρως από όσους έντεχνα και
υστερόβουλα ελέγχουν τις μάζες. Αρκεί μία απλή, αλλά όχι απλοϊκή, θεώρηση τής
πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας, γιά να οδηγηθεί ο ενδιαφερόμενος στην ανακάλυψη τής
πραγματικής σχέσης μεταξύ τού «αθλητισμού», τής μάζας και τής εξουσίας, καθώς
και τής πραγματικής χρήσης, εκ μέρους τυραννικών καθεστώτων (κομμουνιστικών,
ναζιστικών, φασιστικών, όπως και άλλων) και προς ίδιον όφελος, τού αναιδούς και
επικίνδυνου διδύμου «φιλάθλου» και «αθλητή».
Η ελληνική φιλοσοφία,
αναγνωρίζοντας στον αθλητισμό την ετέρα συνιστώσα τού «ευ ζην» και διδάσκοντας
το «νους υγιής εν σώματι υγιεί», δεν θα μπορούσε να μην αποφανθεί σχετικά με
όσα θλιβερά φαινόμενα αναφέρθηκαν στις προηγούμενες παραγράφους. Η ακλόνητη
παρρησία τού σκληρού αλλά και ορθού λόγου τού Διογένη τού Κυνικού, όπως
καταγράφεται από τον θαυμάσιο Δίωνα Χρυσόστομο, μάς προτρέπει πρώτα να στοχαστούμε
και έπειτα να επιλέξουμε συνειδητά.
Αθανάσιος Τσακνάκης
11/11/2014
Προτεινόμενη βιβλιογραφία:
Amato, E., Xenophontis imitator fidelissimus. Studi su tradizione e fortuna
erudite di Dione Crisostomo tra XVI e XIX secolo, Edizioni dell'Orso, Alessandria , 2011.
Canetti, Elias, Massa e potere, trad. it. di Furio Jesi, Adelphi,
Rizzoli, 1972.
Cutler, Ian, Cynicism from Diogenes to Dilbert, McFarland
& Company Inc.
Dudley, Donald, A History of Cynism, Editora Methuen, London , 1937.
Laursen, John Christian, Cynicism and Cosmopolitanism at the
Roots of Freedom of the Press, 2007.
Le Bon, Gustave, Psicología de las masas, Morata , Madrid , 2000.
Mazella, David, The making of modern cynicism, University of Virginia Press , Charlottesville , 2007.
Navia, Luis E., Classical cynicism : a critical study,
Greenwood Press, Westport ,
1996.
Navia, Luis E., Diogenes of Sinope : the man in the tub,
Greenwood Press, Westport ,
1998.
Sayre, Farrand, Diogenes of Sinope: A Study of Greek Cynicism,
J.H. Furst,
Baltimore, 1938.
Shea, Louisa, The cynic enlightenment : Diogenes in
the salon, Johns Hopkins University Press, Baltimore , 2010.
Taylor, P. M., Munitions of the Mind:
A History of Propaganda from the Ancient World to the Present Day, Manchester University
Press, 2003.
Δίων Χρυσόστομος
Ισθμικός
Κατά την
διάρκεια των Ισθμίων[1], ο
Διογένης κατέβηκε στον Ισθμό[2], όπως
συνήθιζε τότε που έμενε στην Κόρινθο. Παρευρισκόταν στα πανηγύρια, όχι όμως γιά
τον λόγο γιά τον οποίο παρευρίσκονται οι πολλοί, οι οποίοι επιθυμούν να δουν
τους αθλητές και να χορτάσουν, αλλά γιά να παρατηρήσει, νομίζω, τους ανθρώπους
και την ανοησία τους, επειδή γνώριζε ότι αυτοί εκδηλώνονται εμφανέστερα στις γιορτές
και στα πανηγύρια, ενώ κατά τον πόλεμο και μέσα στο στρατόπεδο κρύβονται
καλύτερα, εξαιτίας τού κινδύνου και τού φόβου, καθώς και επειδή θεωρούσε ότι
δύνανται να θεραπευθούν καλύτερα, αφού τα νοσήματα τού σώματος θεραπεύονται
ευκολότερα από τους γιατρούς όταν καταστούν έκδηλα, παρά όταν καλύπτονται.
Όσοι, όμως, από τους ανθρώπους δείχνουν αμέλεια σε αυτές τις ενέργειες, τάχιστα
χάνονται. Γι’ αυτό, λοιπόν, εμφανιζόταν στα πανηγύρια και έλεγε σκωπτικά, σε
όσους τον επέπλητταν σαν σκυλί[3], ότι
τα σκυλιά ακολουθούν τα πανηγύρια, και τίποτε από όσα συμβαίνουν εκεί δεν τους
ξεφεύγει, αλλά γαβγίζουν και αντιμάχονται τους κακούργους και τους ληστές, και
όταν οι άνθρωποι μεθύσουν και αποκοιμηθούν, τα σκυλιά ξαγρυπνούν και τους
φυλάσσουν.
Όταν, όμως,
παρουσιάστηκε στο πανηγύρι, κανένας από τους Κορίνθιους δεν του έδωσε σημασία,
επειδή πολλές φορές τον έβλεπαν στην πόλη και γύρω από το Κράνειο[4]. Οι
άνθρωποι δεν νοιάζονται πολύ γιά όσους βλέπουν συνεχώς και γιά όσους θεωρούν
ότι δύνανται να πλησιάσουν όποτε θελήσουν, ενώ τρέχουν προς εκείνους που βλέπουν
ανά διαστήματα ή που ποτέ δεν έχουν ξαναδεί. Γι’ αυτό, λοιπόν, ελάχιστα
ωφελούνταν οι Κορίνθιοι από τον Διογένη, σαν τους αρρώστους που δεν
προσέρχονται στον επισκέπτη γιατρό, αλλά θεωρούν ότι είναι αρκετό και μόνο που
τον βλέπουν μέσα στην πόλη.
Από τους λοιπούς,
όσοι έρχονταν από μακριά τον πλησίαζαν αμέσως, όσοι παρευρίσκονταν εκεί από την
Ιωνία, την Σικελία, την Ιταλία, καθώς και μερικοί από την Λιβύη, την Μασσαλία
και την Βορυσθένη[5]. Όλοι αυτοί επιθυμούσαν να
δουν κυρίως αυτόν και να ακούσουν να τους λέει κάτι σύντομο, γιά να έχουν κάτι[6] να
αναγγείλουν σε άλλους, παρά γιά να βελτιωθούν οι ίδιοι, επειδή είχε την φήμη
τού ικανού να λοιδορεί και κατευθείαν να απαντά σε όσους τον ρωτούσαν. Όπως
ακριβώς οι άπειροι επιχειρούν να γευθούν το ποντικό μέλι[7] και,
αφού το γευθούν, δυσανασχετούν και αμέσως το φτύνουν, επειδή είναι πικρό και
αηδιαστικό, έτσι και με τον Διογένη: ήθελαν να τον πειράξουν εξαιτίας τής μάταιης
περιέργειάς τους, αλλά μόλις ελέγχονταν, στρέφονταν αλλού και έφευγαν.
Ευχαριστιούνταν, βέβαια, να βλέπουν άλλους να λοιδορούνται, αλλά οι ίδιοι
φοβούνταν και αποχωρούσαν. Εάν εκείνος περιγελούσε και περιέπαιζε, όπως ενίοτε
συνήθιζε, χαίρονταν υπερβολικά, εάν όμως ορθωνόταν και σοβαρευόταν, δεν
ανέχονταν την παρρησία του, όπως, νομίζω, τα παιδιά, που ευχαριστιούνται όταν
περιπαίζουν τα γενναία σκυλιά, αλλά όταν τα σκυλιά θυμώσουν και γαβγίσουν
περισσότερο, τα παιδιά εκπλήσσονται και πεθαίνουν από τον φόβο τους[8].
Εκείνος,
λοιπόν, τέτοια έκανε, χωρίς να αλλάζει συμπεριφορά και χωρίς να ενδιαφέρεται
εάν κάποιος από τους παρόντες τον επαινούσε ή τον έψεγε, ούτε εάν προσερχόταν
γιά να συνομιλήσει μαζί του κάποιος από τους πλούσιους και ένδοξους ή στρατηγός
ή δυνάστης ή από τους πλέον εξαθλιωμένους και φτωχούς. Όταν μερικοί από αυτούς
φλυαρούσαν, ενίοτε τους καταφρονούσε, ενώ όσους επιθυμούσαν να είναι υπερόπτες
και είχαν μεγάλη ιδέα γιά τον εαυτό τους, είτε εξαιτίας τού πλούτου τους είτε
εξαιτίας τής γενιάς τους είτε εξαιτίας άλλης δύναμής τους, αυτούς κατ’ εξοχήν
πίεζε και τιμωρούσε με κάθε τρόπο. Κάποιοι, λοιπόν, τον θαύμαζαν, ως το
σοφότερο όλων, σε κάποιους φαινόταν να είναι μανιακός, πολλοί τον καταφρονούσαν
ως φτωχό και ανάξιο λόγου, άλλοι τον λοιδορούσαν, άλλοι επιχειρούσαν να τον
προπηλακίσουν, ρίχνοντας κόκκαλα[9]
μπροστά στα πόδια του, όπως κάνουν στα σκυλιά, ενώ άλλοι έρχονταν και του
τραβούσαν τον τρίβωνα[10], και
πολλοί δεν άντεχαν και αγανακτούσαν, όπως ακριβώς διηγείται ο Όμηρος ότι οι μνηστήρες
περιέπαιζαν τον Οδυσσέα, που και εκείνος, γιά λίγες μέρες, ανεχόταν την
ακολασία και την ύβρη τους. Ο Διογένης τού έμοιαζε σε όλα. Πράγματι, έμοιαζε σε
βασιλιά ή δεσπότη, που έχει στολή φτωχού και περιφέρεται μεταξύ ανδραπόδων και
δούλων, οι οποίοι διασκεδάζουν και αγνοούν ποιός είναι, και τους υπομένει,
ανθρώπους μεθυσμένους και μαινόμενους από την άγνοια και την αμάθειά τους.
Γενικά,
λοιπόν, οι αθλοθέτες των Ισθμίων, καθώς και όσοι από τους λοιπούς ήταν διάσημοι
και είχαν εξουσία, έπεφταν σε μεγάλη αμηχανία και σε συστολή όποτε τον
συναντούσαν, και όλοι αυτοί σιωπηλά τον προσπερνούσαν και τον κοιτούσαν άγρια.
Όταν, μάλιστα, στεφάνωσε τον εαυτό του με κλαδί πεύκου[11], οι
Κορίνθιοι έστειλαν μερικούς υπηρέτες ζητώντας του να αποθέσει το στεφάνι και να
μην κάνει τίποτε παράνομο. Εκείνος, λοιπόν, τους ρώτησε γιατί είναι παράνομο να
στεφανώνει τον εαυτό του με κλαδί πεύκου, ενώ γιά άλλους δεν είναι. Τότε τού
είπε κάποιος από αυτούς: «Επειδή δεν έχεις νικήσει σε αγώνα, Διογένη». Και
εκείνος απάντησε: «Πολλούς και μεγάλους ανταγωνιστές έχω νικήσει, και όχι
τέτοιους – σαν αυτά τα ανδράποδα, που εδώ παλεύουν και ρίχνουν δίσκο και
τρέχουν – αλλά σκληρότερους σε όλα, δηλαδή την φτώχια, την εξορία, την
ασημαντότητα, καθώς και την οργή και την λύπη και την επιθυμία και τον φόβο,
αλλά και το πλέον ακαταμάχητο θηρίο, το ύπουλο και μαλθακό, την ηδονή. Αυτήν
κανείς από τους Έλληνες και τους βάρβαρους δεν θα ισχυριζόταν ότι πολέμησε και
κατάκτησε με την δύναμη τής ψυχής, αλλά όλοι ηττώνται και αποτυγχάνουν σε
τούτον τον αγώνα, οι Πέρσες και οι Μήδοι και οι Σύροι και οι Μακεδόνες και οι
Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι, εκτός από εμένα. Εγώ, λοιπόν, δεν σας φαίνομαι άξιος
τού πεύκου και θα μου το πάρετε γιά να το δώσετε στον πλέον παραγεμισμένο από
κρέατα[12];
Αυτά να αναφέρετε σε εκείνους που σας έστειλαν, καθώς και ότι αυτοί οι ίδιοι
παρανομούν, επειδή τριγυρίζουν φορώντας στεφάνια[13]
χωρίς να έχουν νικήσει σε κανέναν αγώνα, αλλά και ότι έκανα ενδοξότερα τα
Ίσθμια κρατώντας το στεφάνι γιά τον εαυτό μου. Αυτό θα έπρεπε πραγματικά να
ήταν περιζήτητο από τις γίδες[14] και
όχι από τους ανθρώπους».
Μετά από αυτό,
είδε κάποιον άνδρα να φεύγει από το στάδιο μαζί με πολύ πλήθος και ούτε καν να
πατά στην γη, αλλά ψηλά να μεταφέρεται από τον όχλο. Όταν κατάφερε να
πλησιάσει, ρώτησε κάποιους – από εκείνους που ακολουθούσαν τον άνδρα και
φώναζαν, καθώς και όσους χοροπηδούσαν από χαρά και σήκωναν τα χέρια τους προς
τον ουρανό, και όσους τού φορούσαν στεφάνια και ταινίες – γιατί γίνεται τόσος
θόρυβος γιά εκείνον και τι συνέβη.
Ο άνδρας είπε:
- Νικάμε, Διογένη,
στο στάδιο των ανδρών[15]!
Και ο Διογένης
απάντησε:
- Και τι μ’
αυτό; Ούτε κατ’ ελάχιστο δεν έγινες εξυπνότερος ξεπερνώντας όσους έτρεχαν μαζί
σου, ούτε είσαι τώρα συνετότερος από πριν, ούτε λιγότερο δειλός, ούτε πονάς
λιγότερο, ούτε θα έχεις ανάγκη από λιγότερα πράγματα στο εξής, ούτε θα ζήσεις
με λιγότερη λύπη.
- Αλλά, μα τον
Δία, είμαι ο ταχύτερος από όλους τους άλλους Έλληνες!
- Όχι, όμως,
και από τους λαγούς, ούτε από τα ελάφια. Αυτά τα θηράματα, αν και είναι
ταχύτερα όλων, είναι και πολύ δειλά, και φοβούνται τους ανθρώπους και τα σκυλιά
και τους αετούς, και ζουν έναν άθλιο βίο. Δεν γνωρίζεις ότι η ταχύτητα είναι
σημάδι δειλίας; Στα ίδια ζώα συμβαίνει να είναι και τάχιστα και πολύ δειλά. Ο
Ηρακλής, ωστόσο, επειδή ήταν βραδύτερος από πολλούς και δεν μπορούσε να τρέξει γιά
να συλλάβει τους κακούργους, έφερε τόξα και τα χρησιμοποιούσε εναντίον όσων
έτρεχαν μακριά του.
- Ο Αχιλλεύς,
όμως, ήταν ταχύς, όπως λέει ο ποιητής[16],
αλλά και πολύ ανδρείος.
- Και πώς
γνωρίζεις ότι ο Αχιλλεύς ήταν ταχύς; Τον Έκτορα δεν μπορούσε να τον συλλάβει,
αν και τον καταδίωκε επί μία ολόκληρη ημέρα! Δεν ντρέπεσαι να υπερηφανεύεσαι
γιά πράγματα στα οποία εκ φύσεως είσαι χειρότερος και από τα πλέον φαύλα
θηράματα; Νομίζω, λοιπόν, ότι δεν δύνασαι να ξεπεράσεις ούτε αλεπού! Και γιά
πόσο ξεπέρασες τους άλλους;
- Γιά λίγο,
Διογένη, και γι’ αυτό κατέστη θαυμαστή η νίκη μου.
- Ώστε έγινες
ευδαίμων γιά ένα βήμα[17].
- Αφού τρέχαμε
όλοι οι καλύτεροι.
- Και οι
κορυδαλλοί πόσο γρηγορότερα από εσάς διέρχονται το στάδιο;
- Επειδή είναι
πτηνά.
- Άρα, εάν το
ταχύτερο είναι και το καλύτερο, ίσως να είναι πολύ καλύτερο να είσαι κορυδαλλός
παρά άνθρωπος. Οπότε, ούτε τα αηδόνια ούτε τους θαμνοπετεινούς[18]
χρειάζεται να λυπόμαστε, που ήταν άνθρωποι και έγιναν πτηνά, όπως λέει και ο
μύθος[19].
- Εγώ, όμως,
όντας άνθρωπος είμαι ο ταχύτερος των ανθρώπων!
- Ε, και;
Μήπως και μεταξύ των μερμηγκιών δεν συνηθίζεται κάποιο να είναι ταχύτερο κάποιου
άλλου; Μήπως το θαυμάζουν; Ή μήπως δεν σου φαίνεται γελοίο να θαυμάζει κάποιος
ένα μερμήγκι γιά την ταχύτητά του; Λοιπόν; Εάν όλοι οι δρομείς ήταν χωλοί, εσύ
θα έπρεπε να υπερηφανεύεσαι που, όντας και ο ίδιος χωλός, προσπέρασες χωλούς;
Τέτοια
λέγοντας προς τον άνθρωπο, έκανε πολλούς από τους παρόντες να καταφρονήσουν το
συμβάν, ενώ εκείνον τον έκανε να απέλθει λυπημένος και πολύ ταπεινότερος. Και
αυτό δεν ήταν μικρή υπηρεσία προς τους ανθρώπους, το να προκαλεί, δηλαδή, μία
μικρή συστολή και το να αφαιρεί λίγη από την ανοησία κάποιου, όποτε τον έβλεπε
να επαίρεται μάταια και να υπερηφανεύεται γιά πράγματα καμμίας αξίας, όπως
ακριβώς κάποιοι χτυπούν ή κεντρίζουν τα φουσκωμένα και πρησμένα μέρη.
Τότε, επίσης,
παρατήρησε δύο ίππους, που ήταν δεμένοι μαζί, να αντιμάχονται και να λακτίζουν
ο ένας τον άλλον, καθώς και πολύ όχλο να στέκεται ολόγυρα και να τους κοιτάζει,
μέχρι που ο ένας ίππος απόκαμε, λύθηκε και έφυγε. Ο Διογένης πλησίασε,
στεφάνωσε εκείνον που παρέμεινε και τον ανακήρυξε ισθμιονίκη, επειδή νίκησε στο
λάκτισμα. Γι’ αυτή την πράξη προκλήθηκε σε όλους γέλιο και θόρυβος, ενώ πολλοί
θαύμαζαν τον Διογένη και περιγελούσαν τους αθλητές. Λένε ότι ορισμένοι έφυγαν
χωρίς να δουν τους αθλητές, κυρίως εκείνοι που είχαν κακό κατάλυμα ή που δεν
είχαν καθόλου[20].
***
*** ***
[1]
Περίφημοι πανελλήνιοι αγώνες, που τελούνταν κάθε δύο έτη – κατά το δεύτερο και
το τέταρτο έτος τής Ολυμπιάδας – δίπλα στον ναό τού θεού Ποσειδώνα, στην
Ισθμία.
[2] Τής
Κορίνθου.
[3] Ο
όρος «Κυνικός» προέρχεται από την λέξη «κύων», που σημαίνει «σκυλί». Όσοι
εχθρεύονταν τους Κυνικούς, ενίοτε φρόντιζαν να τους συσχετίζουν ευθέως με τα
σκυλιά, προκειμένου να τους υποτιμήσουν. Συχνά ο Διογένης αποκαλούνταν
«σκύλος», όχι μόνον επειδή ζούσε «σκυλίσια ζωή», αλλά και επειδή «γάβγιζε»,
δηλαδή μιλούσε επιθετικά προκειμένου να νουθετήσει, ή «δάγκωνε», δηλαδή έθιγε
με οδυνηρά λόγια τις αδυναμίες των συνομιλητών του. Αυτή η συμπεριφορά – άκρως
αφυπνιστική, αλλά και λίαν προκλητική – αποτελούσε ενσυνείδητη πρακτική των
Κυνικών φιλοσόφων.
[4]
Ειδυλλιακό προάστιο τής Κορίνθου.
[5]
Πρόκειται γιά την Ολβία Ποντική, αρχαία ελληνική αποικία στις ακτές τής Μαύρης
Θάλασσας.
[6] Ώστε
να υποκριθούν τους σπουδαίους και να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των άλλων.
[7] Πικρό
μέλι που προερχόταν από περιοχές τού Εύξεινου Πόντου.
[8] Η
φράση «πεθαίνω από τον φόβο μου» είναι μεταφορική και χρησιμοποιείται μέχρι τις
μέρες μας.
[9]
Προσβλητικά.
[10] Λιτό
και φτωχικό ένδυμα των φιλοσόφων.
[11] Οι
ισθμιονίκες στεφανώνονταν με κλαδί πεύκου.
[12] Το
κρέας ήταν η βασική τροφή των αθλητών, επειδή η κατανάλωσή του ωφελούσε το
μυϊκό σύστημά τους.
[13]
Πρόκειται γιά τιμητικά στεφάνια, τα οποία έφεραν τα διακεκριμένα πρόσωπα, κατά
την διάρκεια των αγώνων.
[14] Ως
εξαιρετικά ευχάριστη τροφή.
[15] Είδος αγωνίσματος.
[16] Ο
θεϊκός Όμηρος.
[17] Η
φράση είναι σαφώς ειρωνική.
[18] Τους
γνωστούς και ως «τσαλαπετεινούς».
[19]
Πρόκειται γιά τον πασίγνωστο, εκείνη την εποχή, μύθο τής μεταμόρφωσης τής
Αηδόνας, θυγατέρας τού Πανδάρεου, σε αηδόνι, και τού αδελφού της σε
θαμνοπετεινό. Στο βιβλίο του, «Μεταμορφώσεων Συναγωγή», ο Αντωνίνος Λιβεράλις
(2ος με 3ο αιώνα μ.Χ.) αναφέρεται στον ανωτέρω μύθο
(κεφάλαιο 11), τον οποίο είχε αναγνώσει στην «Ορνιθογονία» τού Βοίου, έργο που
φαίνεται να μην σώζεται στις μέρες μας, αλλά που γνωρίζουμε ότι υπήρξε βασική
πηγή τού αριστουργήματος «Μεταμορφώσεις», τού Λατίνου ποιητή Οβίδιου.
[20] Το
φίλαθλο και φιλοθέαμον κοινό εκείνης τής εποχής, με εξαίρεση τους εύπορους
πολίτες και τους άρχοντες, σπάνια διέθετε άνετο και ευχάριστο κατάλυμα στην
περιοχή όπου τελούνταν οι αγώνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου