Του Γιάννη Κολλάτου
Βαριά πέφτει η σκιά της οικονομικής ύφεσης στον κάμπο. Αγρότες και κτηνοτρόφοι για πρώτη φορά την τελευταία 20ετία νιώθουν τόσο ανασφαλείς και απογοητευμένοι από την κατάρρευση των τιμών στα προϊόντα τους και την αύξηση του κόστους παραγωγής, ως συνέπεια των επιβαρύνσεων του 3ου μνημονίου και ετοιμάζονται να εισέλθουν στον «σκληρό χειμώνα» του 2015-16, δίχως όνειρα, φιλοδοξίες και σκέψεις για τη νέα καλλιεργητική περίοδο. Την ίδια στιγμή μαζί με την πρωτογενή παραγωγή καταρρέει και η παραγωγική βάση της χώρας.
Η βαμβακοκαλιιέργεια που στήριξε τις προηγούμενες δεκαετίες, την οικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλίας, συρρικνώνεται, λόγω του απαγορευτικού κόστους και της έλλειψης ρευστότητας (φέτος καλλιεργήθηκαν στη Θεσσαλία 750.000 στρέμματα συνολικά, όταν τη δεκαετία του 90 αυτή η έκταση καλλιεργούνταν με βαμβάκι μόνο στους Νομούς Λάρισας ή Καρδίτσας).
Ήδη στην Ισπανία έχει σχεδόν μηδενιστεί η παραγωγή βαμβακιού καθώς οι αγρότες βρίσκουν ασύμφορα τα τρέχοντα επίπεδα εμπορικών τιμών.
Σε περιόδους οικονομικής κρίσης οι πλέον ευάλωτες κοινωνικές ομάδες είναι εκείνες που πλήττονται περισσότερο και έχουν ανάγκη κρατικής αρωγής. Οι Έλληνες αγρότες πληρώνουν βαρύ το τίμημα της ανυπαρξίας κρατικών δομών ελέγχου και έλλειψης στρατηγικής από πλευράς ελληνικής πολιτείας και καλούνται μόνοι και αβοήθητοι να φέρουν εις πέρας το βαρύ έργο να παράγουν προϊόντα με κόστος μεγαλύτερο από τις τιμές που τους προσφέρει η εγχώρια αγορά.
Έμφαση στο διαφορετικό και όχι στο μεγάλο…
Επί της ουσίας όταν νοσεί ο πρωτογενής τομέας νοσεί ένα μεγάλο τμήμα της εθνικής οικονομίας από τη δευτερογενή μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων μέχρι τον τριτογενή τομέα και τις υποστηρικτικές δομές της παραγωγικής βάσης της χώρας. Το τι παράγουμε ως χώρα και πως θα πορευτούμε στο μέλλον έχοντας υπόψη ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διογκώνεται συνεχώς , έχει απασχολήσει πολλούς πολιτικούς και τεχνοκράτες τα τελευταία χρόνια. Όλοι συνήθως καταλήγουν στην ανάγκη να περιοριστεί το κόστος παραγωγής έτσι ώστε τα ελληνικά αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα να καταστούν ανταγωνιστικά και ως λύση στο πρόβλημα προτείνουν τις οικονομίες κλίμακας. Θεωρούν , πως το μεγάλο μειονέκτημα της ελληνικής αγροτικής οικονομίας είναι ο μικρός και κατακερματισμένος κλήρος και διαπράττουν το ίδιο λάθος προσεγγίζοντας τον πρωτογενή τομέα με τα ίδια εργαλεία με τα οποία προσεγγίζουν και τους άλλους τομείς και κλάδους της οικονομίας.
Το “small is beautiful” δεν το έχουν ακούσει, το ότι η προστιθέμενη αξία δεν μπορεί να δοθεί από το μεγάλο αλλά από το διαφορετικό δεν τους απασχολεί και ας έχουν να κάνουν με μια περιφερειακή οικονομία είτε στον αγροτικό είτε στον τομέα της μεταποίησης. Όταν η Daewoo η Κορεάτικη αυτή πολυεθνική αγόρασε στη Μαγαδασκάρη πρόσφατα 13 εκατομμύρια στρέμματα (περίπου 30% επιπλέον από τη συνολικά καλλιεργούμενη με σιτηρά έκταση στην Ελλάδα) για να καλλιεργήσει δημητριακά που θα τα προωθήσει στην αγορά της Άπω Ανατολής το να συζητάμε στη χώρα μας για διεύρυνση του κλήρου άρα και του τζίρου ώστε να επιτύχουμε με οικονομίες κλίμακας την μεγιστοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος αποτελεί στην ουσία μία ουτοπία
Το διαρθρωτικό πρόβλημα λοιπόν της εθνικής οικονομίας είναι ταυτόχρονα και πλεονέκτημα γιατί σε περιόδους παγκόσμιας οικονομικής κρίσης επιβιώνουν όχι οι «μεγαλομεσαίοι» (που για τα παγκόσμια δεδομένα είναι «μικρομέγαλοι») αλλά οι ευέλικτες και οικογενειακής μορφής επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις.
Για παράδειγμα το ζητούμενο δεν είναι ένας κτηνοτρόφος που έχει 200 πρόβατα να τα κάνει 1000 για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό όταν μάλιστα δεν διαθέτει και γη για να καλλιεργήσει τη ζωοτροφή , αφού το ίδιο θα τον «φεσώσει» ο έμπορος στο γάλα, με δεδομένο ότι ο αντίστοιχος Ευρωπαίος ανταγωνιστής του έχει 10.000 πρόβατα και είναι ήδη χρεωμένος…. Το ζητούμενο είναι αυτά τα 200 πρόβατα να πιστοποιηθούν ότι είναι βιολογικής εκτροφής και να πάρει προστιθέμενη αξία και για το γάλα και για το κρέας σε μία νέα και πολλά υποσχόμενη αγορά αυτή των βιολογικών προϊόντων. Δεύτερο παράδειγμα: το ζητούμενο δεν είναι ένας βαμβακοπαραγωγός να κάνει τα 100 στρέμματα βαμβάκι 300 αλλά να παράγει βιολογικό ή έγχρωμο βαμβάκι.
Ο κάτοικος της ορεινής ζώνης να τυποποιήσει την παραγωγή του κάστανου και να την εξάγει και όχι να την παραδίδει όσο-όσο σε πλανόδιους αθίγγανους! Ενώ σε όλη την Ευρώπη έχει προχωρήσει η συμβολαιακή γεωργία και οι αγρότες πρώτα πουλάνε και μετά παράγουν στην Ελλάδα πρώτα παράγουν και μετά πουλάνε!
Αποτέλεσμα αυτών των λανθασμένων επιλογών και της αδυναμίας της κεντρικής διοίκησης να κατευθύνει τον αγροτικό τομέα προς τη λεγόμενη «άλλη γεωργία» ήταν φέτος λόγω της υπερπροσφοράς και των λαθών από το συνεταιριστικό κίνημα, να καταρρεύσει η αγορά του καλαμποκιού (από 23-25 λεπτά πέρυσι το κιλό φτάσαμε φέτος στα 9 και 10 λεπτά το κιλό). Την ίδια στιγμή έχουμε απωλέσει παραδοσιακές αγορές όπως τα ψυχανθή και έχουμε φτάσει στο σημείο να κάνουμε εισαγωγή φακής, φασολιών και ρεβυθιού από την Αργεντινή και τη Νότια Αφρική!
Χωρίς κανένα προγραμματισμό χωρίς τεχνοκρατική υποστήριξη, χωρίς στρατηγική και σχεδιασμό και χωρίς την οργάνωση με τη μορφή συνεταιρισμών ή ομάδων παραγωγών κανείς δεν είναι ικανός «να τσακίσει την αγορά!». Στις περισσότερες περιπτώσεις «τσακίζει» τα μούτρα του! Δεν μπορεί από την άλλη να επιστρέψει ο αγροτικός τομέας στο χρεοκοπημένο μοντέλο της χωματερής και της παρέμβασης τύπου ΚΥΔΕΠ…
Η δεδομένη οικονομική κρίση απαιτεί κλαδικές πολιτικές για την αντιμετώπισή της. Όταν έχουν «παγώσει» οι εξαγωγές του ελαιολάδου ή της κομπόστας δύο άκρως συναλλαγματοφόρων εθνικών προϊόντων δεν μπορεί η πολιτεία να σφυρίζει αδιάφορα και να ρίχνει το ανάθεμα με επικοινωνιακού τύπου κορώνες στα «golden boys» του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όταν στην κεντρική και Βόρεια Ευρώπη ετοιμάζουν παρεμβάσεις με ενέσεις ρευστότητας στην αυτοκινητοβιομηχανία, στη χώρα μας θα έπρεπε να έχουμε ήδη έτοιμο σχέδιο για τη μοναδική βιομηχανία που μας απέμεινε αυτή της μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων. Και αν ακόμη οι αγρότες μας κάνουν την ανάγκη φιλότιμο και συνεχίσουν να παράγουν και του χρόνου με τους ίδιους ρυθμούς (μάλλον απίθανο αφού οι περισσότερες καλλιέργειες έχουν καταστεί ασύμφορες) δεν θα υπάρχουν οι βιομηχανικές μονάδες για να δώσουν προστιθέμενη αξία στο προϊόν τους και να συμβάλλουν στον εθνικό πλούτο…
Οι δενδρώδεις καλλιέργειες και τα πολυετή φυτά είναι μία λύση ακόμη και για το θεσσαλικό κάμπο αφού λόγω των κλιματικών αλλαγών το κλίμα από ηπειρωτικό μετατρέπεται σε εύκρατο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ισπανοί αντικατέστησαν τη βαμβακοκαλλιέργεια στην Ανδαλουσία με «κοντή ελιά». Τα θερμοκήπια σε μία χώρα με ηλιοφάνεια από τον Μάρτιο μέχρι τον Οκτώβριο ίσως είναι μονόδρομος για κάποιες περιοχές, αλλά όλα αυτά απαιτούν έρευνα σοβαρή και οριοθέτηση των στόχων.
Η προστασία της πρωτογενούς παραγωγής της χώρας είναι ένα εθνικό στοίχημα και όχι άσκηση επιλεκτικής και επικοινωνιακού τύπου ψηφοθηρικής πολιτικής. Μπορεί στη διαμόρφωση του ΑΕΠ της χώρας ο πρωτογενής τομέας να συνεισφέρει μόλις ένα 4%, ωστόσο με τον πολλαπλασιαστή στην οικονομία συγκρατεί τουλάχιστο ένα 50% των θέσεων απασχόλησης στο δευτερογενή και τριτογενή. Και κυρίως είναι ο μοναδικός τομέας που παράγει πρωτογενή πλούτο και συνεισφέρει τα μέγιστα στο εμπορικό ισοζύγιο. Αρκεί μόνον να τονιστεί πως ο τομέας του βάμβακος που καταρρέει, μέχρι πριν μερικά χρόνια (πριν την ψήφιση της νέας ΚΑΠ) απέφερε ετησίως περί τα 1,5 δις ευρώ σε συνάλλαγμα…
Ήδη στην Ισπανία έχει σχεδόν μηδενιστεί η παραγωγή βαμβακιού καθώς οι αγρότες βρίσκουν ασύμφορα τα τρέχοντα επίπεδα εμπορικών τιμών.
Σε περιόδους οικονομικής κρίσης οι πλέον ευάλωτες κοινωνικές ομάδες είναι εκείνες που πλήττονται περισσότερο και έχουν ανάγκη κρατικής αρωγής. Οι Έλληνες αγρότες πληρώνουν βαρύ το τίμημα της ανυπαρξίας κρατικών δομών ελέγχου και έλλειψης στρατηγικής από πλευράς ελληνικής πολιτείας και καλούνται μόνοι και αβοήθητοι να φέρουν εις πέρας το βαρύ έργο να παράγουν προϊόντα με κόστος μεγαλύτερο από τις τιμές που τους προσφέρει η εγχώρια αγορά.
Έμφαση στο διαφορετικό και όχι στο μεγάλο…
Επί της ουσίας όταν νοσεί ο πρωτογενής τομέας νοσεί ένα μεγάλο τμήμα της εθνικής οικονομίας από τη δευτερογενή μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων μέχρι τον τριτογενή τομέα και τις υποστηρικτικές δομές της παραγωγικής βάσης της χώρας. Το τι παράγουμε ως χώρα και πως θα πορευτούμε στο μέλλον έχοντας υπόψη ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διογκώνεται συνεχώς , έχει απασχολήσει πολλούς πολιτικούς και τεχνοκράτες τα τελευταία χρόνια. Όλοι συνήθως καταλήγουν στην ανάγκη να περιοριστεί το κόστος παραγωγής έτσι ώστε τα ελληνικά αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα να καταστούν ανταγωνιστικά και ως λύση στο πρόβλημα προτείνουν τις οικονομίες κλίμακας. Θεωρούν , πως το μεγάλο μειονέκτημα της ελληνικής αγροτικής οικονομίας είναι ο μικρός και κατακερματισμένος κλήρος και διαπράττουν το ίδιο λάθος προσεγγίζοντας τον πρωτογενή τομέα με τα ίδια εργαλεία με τα οποία προσεγγίζουν και τους άλλους τομείς και κλάδους της οικονομίας.
Το “small is beautiful” δεν το έχουν ακούσει, το ότι η προστιθέμενη αξία δεν μπορεί να δοθεί από το μεγάλο αλλά από το διαφορετικό δεν τους απασχολεί και ας έχουν να κάνουν με μια περιφερειακή οικονομία είτε στον αγροτικό είτε στον τομέα της μεταποίησης. Όταν η Daewoo η Κορεάτικη αυτή πολυεθνική αγόρασε στη Μαγαδασκάρη πρόσφατα 13 εκατομμύρια στρέμματα (περίπου 30% επιπλέον από τη συνολικά καλλιεργούμενη με σιτηρά έκταση στην Ελλάδα) για να καλλιεργήσει δημητριακά που θα τα προωθήσει στην αγορά της Άπω Ανατολής το να συζητάμε στη χώρα μας για διεύρυνση του κλήρου άρα και του τζίρου ώστε να επιτύχουμε με οικονομίες κλίμακας την μεγιστοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος αποτελεί στην ουσία μία ουτοπία
Το διαρθρωτικό πρόβλημα λοιπόν της εθνικής οικονομίας είναι ταυτόχρονα και πλεονέκτημα γιατί σε περιόδους παγκόσμιας οικονομικής κρίσης επιβιώνουν όχι οι «μεγαλομεσαίοι» (που για τα παγκόσμια δεδομένα είναι «μικρομέγαλοι») αλλά οι ευέλικτες και οικογενειακής μορφής επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις.
Για παράδειγμα το ζητούμενο δεν είναι ένας κτηνοτρόφος που έχει 200 πρόβατα να τα κάνει 1000 για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό όταν μάλιστα δεν διαθέτει και γη για να καλλιεργήσει τη ζωοτροφή , αφού το ίδιο θα τον «φεσώσει» ο έμπορος στο γάλα, με δεδομένο ότι ο αντίστοιχος Ευρωπαίος ανταγωνιστής του έχει 10.000 πρόβατα και είναι ήδη χρεωμένος…. Το ζητούμενο είναι αυτά τα 200 πρόβατα να πιστοποιηθούν ότι είναι βιολογικής εκτροφής και να πάρει προστιθέμενη αξία και για το γάλα και για το κρέας σε μία νέα και πολλά υποσχόμενη αγορά αυτή των βιολογικών προϊόντων. Δεύτερο παράδειγμα: το ζητούμενο δεν είναι ένας βαμβακοπαραγωγός να κάνει τα 100 στρέμματα βαμβάκι 300 αλλά να παράγει βιολογικό ή έγχρωμο βαμβάκι.
Ο κάτοικος της ορεινής ζώνης να τυποποιήσει την παραγωγή του κάστανου και να την εξάγει και όχι να την παραδίδει όσο-όσο σε πλανόδιους αθίγγανους! Ενώ σε όλη την Ευρώπη έχει προχωρήσει η συμβολαιακή γεωργία και οι αγρότες πρώτα πουλάνε και μετά παράγουν στην Ελλάδα πρώτα παράγουν και μετά πουλάνε!
Αποτέλεσμα αυτών των λανθασμένων επιλογών και της αδυναμίας της κεντρικής διοίκησης να κατευθύνει τον αγροτικό τομέα προς τη λεγόμενη «άλλη γεωργία» ήταν φέτος λόγω της υπερπροσφοράς και των λαθών από το συνεταιριστικό κίνημα, να καταρρεύσει η αγορά του καλαμποκιού (από 23-25 λεπτά πέρυσι το κιλό φτάσαμε φέτος στα 9 και 10 λεπτά το κιλό). Την ίδια στιγμή έχουμε απωλέσει παραδοσιακές αγορές όπως τα ψυχανθή και έχουμε φτάσει στο σημείο να κάνουμε εισαγωγή φακής, φασολιών και ρεβυθιού από την Αργεντινή και τη Νότια Αφρική!
Χωρίς κανένα προγραμματισμό χωρίς τεχνοκρατική υποστήριξη, χωρίς στρατηγική και σχεδιασμό και χωρίς την οργάνωση με τη μορφή συνεταιρισμών ή ομάδων παραγωγών κανείς δεν είναι ικανός «να τσακίσει την αγορά!». Στις περισσότερες περιπτώσεις «τσακίζει» τα μούτρα του! Δεν μπορεί από την άλλη να επιστρέψει ο αγροτικός τομέας στο χρεοκοπημένο μοντέλο της χωματερής και της παρέμβασης τύπου ΚΥΔΕΠ…
Η δεδομένη οικονομική κρίση απαιτεί κλαδικές πολιτικές για την αντιμετώπισή της. Όταν έχουν «παγώσει» οι εξαγωγές του ελαιολάδου ή της κομπόστας δύο άκρως συναλλαγματοφόρων εθνικών προϊόντων δεν μπορεί η πολιτεία να σφυρίζει αδιάφορα και να ρίχνει το ανάθεμα με επικοινωνιακού τύπου κορώνες στα «golden boys» του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όταν στην κεντρική και Βόρεια Ευρώπη ετοιμάζουν παρεμβάσεις με ενέσεις ρευστότητας στην αυτοκινητοβιομηχανία, στη χώρα μας θα έπρεπε να έχουμε ήδη έτοιμο σχέδιο για τη μοναδική βιομηχανία που μας απέμεινε αυτή της μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων. Και αν ακόμη οι αγρότες μας κάνουν την ανάγκη φιλότιμο και συνεχίσουν να παράγουν και του χρόνου με τους ίδιους ρυθμούς (μάλλον απίθανο αφού οι περισσότερες καλλιέργειες έχουν καταστεί ασύμφορες) δεν θα υπάρχουν οι βιομηχανικές μονάδες για να δώσουν προστιθέμενη αξία στο προϊόν τους και να συμβάλλουν στον εθνικό πλούτο…
Οι δενδρώδεις καλλιέργειες και τα πολυετή φυτά είναι μία λύση ακόμη και για το θεσσαλικό κάμπο αφού λόγω των κλιματικών αλλαγών το κλίμα από ηπειρωτικό μετατρέπεται σε εύκρατο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ισπανοί αντικατέστησαν τη βαμβακοκαλλιέργεια στην Ανδαλουσία με «κοντή ελιά». Τα θερμοκήπια σε μία χώρα με ηλιοφάνεια από τον Μάρτιο μέχρι τον Οκτώβριο ίσως είναι μονόδρομος για κάποιες περιοχές, αλλά όλα αυτά απαιτούν έρευνα σοβαρή και οριοθέτηση των στόχων.
Η προστασία της πρωτογενούς παραγωγής της χώρας είναι ένα εθνικό στοίχημα και όχι άσκηση επιλεκτικής και επικοινωνιακού τύπου ψηφοθηρικής πολιτικής. Μπορεί στη διαμόρφωση του ΑΕΠ της χώρας ο πρωτογενής τομέας να συνεισφέρει μόλις ένα 4%, ωστόσο με τον πολλαπλασιαστή στην οικονομία συγκρατεί τουλάχιστο ένα 50% των θέσεων απασχόλησης στο δευτερογενή και τριτογενή. Και κυρίως είναι ο μοναδικός τομέας που παράγει πρωτογενή πλούτο και συνεισφέρει τα μέγιστα στο εμπορικό ισοζύγιο. Αρκεί μόνον να τονιστεί πως ο τομέας του βάμβακος που καταρρέει, μέχρι πριν μερικά χρόνια (πριν την ψήφιση της νέας ΚΑΠ) απέφερε ετησίως περί τα 1,5 δις ευρώ σε συνάλλαγμα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου