Παρακολουθώντας τον τρόπο που λειτούργησε η πολιτική κατά τα τριανταπέντε τελευταία χρόνια, η σκέψη μου οδηγείται στον τίτλο αυτού του κειμένου: χρειάζεται ευπατρίδες ο δημόσιος βίος για να ανακάμψει η χώρα. Χρησιμοποιώ την έννοια ευπατρίδες, με τη σημασία των ατόμων εγνωσμένης αξίας, κύρους και ευγενούς ήθους που έχουν ήδη διακριθεί στον κοινωνικό βίο για την προσφορά τους. Οι ευπατρίδες αποτελούν αναγκαιότητα σ` αυτή τη χρονική περίοδο για να αντικαταστήσουν τους τυπικούς πολιτικούς που στην πλειοψηφία τους, στην καλύτερη περίπτωση, λειτούργησαν ως τυπικοί διαχειριστές των κοινών μας υποθέσεων.
Οι μέχρι τώρα διαχειριστές των κοινών μας υποθέσεων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ευπατρίδες αν οι πολιτικές διαχειρίσεις τους αποδειγμένα είχαν καταλήξει σε όφελος του συνόλου των πολιτών. Η διαμόρφωση, κατά τα τελευταία 35 χρόνια, του τεράστιου δημόσιου χρέους των άνω των 300 δις ευρώ που καλούμαστε όλοι οι πολίτες να συμβάλλομε στην αποπληρωμή του, αποτελεί ένα ισχυρό στοιχείο ότι οι διαχειρίσεις που προαναφέρθηκαν έβλαψαν τελικά τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Από την κατάληξη αυτή συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι μέχρι τώρα διαχειρίσεις των κοινών υποθέσεων ωφέλησαν σημαντικά συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Η πρώτη και κυριότερη είναι οι κομματικοί μηχανισμοί. Η έννοια δεν αναφέρεται στη μεγάλη πληθυσμιακή ομάδα των απλών ψηφοφόρων των κομμάτων, αλλά σε ένα μεγάλο τμήμα από τις λίγες χιλιάδες στελεχών που εντάσσονταν σε κρατικές θέσεις μετά από κάθε κυβερνητική μεταβολή. Η ομάδα αυτή συμπεριλάμβανε στο μεγαλύτερο μέρος της στελέχη του εκάστοτε κυβερνητικού κόμματος, χωρίς όμως να είναι αμελητέα και η παραχώρηση αρκετών θέσεων σε κόμματα της εκάστοτε αντιπολίτευσης και μάλιστα αναλογικά με την εκλογική τους δύναμη. Αυτονόητα προκύπτει ότι, με τέτοιου είδους στελέχωση νευραλγικών θέσεων του δημόσιου τομέα, πρώτιστος στόχος πρόβαλε η αναπαραγωγή των ιδίων και κυρίως των δομών μέσω των οποίων προωθήθηκαν και κατέλαβαν τις θέσεις. Αυτό όμως ήταν αναντίστοιχο με τα συμφέροντα της κοινωνίας στο σύνολό της, που κάθε άλλο παρά τη δημιουργία δημόσιου χρέους επιδίωκε, σφού η αναπαραγωγή των κομματικών πελατειών προϋπόθετε αυξημένα κόστη στον κρατικό προϋπολογισμό. Τα αυξημένα κόστη στην κοινωνία δημιουργούσαν οι, δυσανάλογοι με τις πραγματικές ανάγκες, διορισμοί και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις ατόμων με μειωμένη ικανότητα παραγωγής έργου. Όπως επίσης αυξημένα κόστη δημιουργούσαν οι συντεχνιακού χαρακτήρα παροχές σε επιλεγμένες κοινωνικές ομάδες, εκείνες που είχαν πολλαπλασιαστικές δυνατότητες παρέμβασης στην εκλογική διαδικασία υπέρ αυτών που τις ενίσχυαν οικονομικά. Οι στρεβλώσεις που προκάλεσαν αυτές οι πολιτικές, που εφαρμόστηκαν για πολλές δεκαετίες, και οι οικονομικές τους επιπτώσεις σε βάρος του συνόλου της χώρας θέτουν το κρίσιμο ερώτημα: αυτές τις πολιτικές θα συνεχίσομε και μετά την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου μέσω του οποίου παραδεχθήκαμε ότι όχι μόνο δε μειώσαμε το χρέος, αλλά το αυξήσαμε σημαντικά κατά το τρέχον έτος; Αν κάτι τέτοιο είναι το πολιτικό διακύβευμα του αμέσου μέλλοντος, τι είναι εκείνο που θα δημιουργήσει την παρέκκλιση από τη γενική αρχή: τα ίδια αίτια οδηγούν στα ίδια αποτελέσματα; Και τι τελικά θα σημαίνει η υποχρέωση που αναλάβαμε με την υπογραφή του 3ου Μνημονίου που προβλέπει: «οι ελληνικές αρχές οφείλουν να εκσυγχρονίσουν και να ενισχύσουν σε σημαντικό βαθμό την ελληνική διοίκηση και να θέσουν σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για τη δημιουργία ικανοτήτων και την αποπολιτικοποίηση της ελληνικής διοίκησης. Η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται να μειώσει περαιτέρω το κόστος της ελληνικής διοίκησης, βάσει χρονοδιαγράμματος σε συμφωνία με τους θεσμούς».
Η αβεβαιότητα για το μέλλον, που είναι διάχυτη στην κοινωνία, δημιουργείται από τη μεγάλη αμφιβολία αν είναι δυνατή η εφαρμογή των όσων υπογράψαμε για να πάρομε το Νέο Δάνειο των 90 δις ευρώ που απέτρεψε προσωρινά τη χρεοκοπία της χώρας. Ιδιαίτερα αν είναι δυνατή από άτομα που έχουν διαμορφωθεί πολιτικά στα πλαίσια σφιχτών κομματικών διαδικασιών, δηλαδή σε λογικές μικρής ομάδας που φαντασιώνεται ότι εκπροσωπεί ολόκληρη την κοινωνία. Τίποτα δεν αποκλείεται σ` αυτή τη ζωή, αφού και η θρησκεία μας με τη μετατροπή του διώκτη Σαύλου σε Απόστολο Παύλο, μας προβάλλει σχετικό παράδειγμα. Όμως, παραδείγματα ευπατρίδων στην πολιτική διαδικασία έχομε αρκετά κατά την νεότερη περίοδο. Δεν προέκυψαν από παρθενογένεση, δρούσαν σε κοινωνικές εκφράσεις και, όταν κλήθηκαν σε δύσκολες συγκυρίες όπως η τωρινή, λειτούργησαν σύμφωνα με τον ορισμό του ευπατρίδη που παράθεσα πιο πάνω. Νομίζω ότι τέτοιων συμπεριφορών άτομα χρειαζόμαστε και τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου