Του Σπύρου Κακουριώτη
Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο ενός σπουδαίου καλλιτέχνη, του χαράκτη Τάσσου, του οποίου το έργο σηματοδότησε, ίσως περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου εικαστικού, τη δημοκρατική κοινωνική και πολιτική ανάταση που χαρακτήρισε την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης. Τιμώντας αυτήν την επέτειο, εγκαινιάζεται αύριο στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στο έργο του, που προσφέρει την ευκαιρία σε ένα νεότερο κοινό να επανεκτιμήσει τον καλλιτέχνη αποτιμώντας το σύνολο του έργου του.
Μια μνημειακή μουσειογραφική κατασκευή, φτιαγμένη από τις ξύλινες πλάκες που χάραζε ο Τάσσος, δεσπόζει στο κέντρο της αίθουσας όπου εκτίθενται τα έργα του. "Στην αναδρομική, που καλύπτει την περίοδο από το 1932 έως το 1985, παρουσιάζονται 125 εκθέματα συνολικά, έργα και δίπλα οι πλάκες όπου τα χάραζε, προσχέδια, ξυλογραφίες τοίχου, όπως ονόμασε κάποια έργα της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του που δεν τυπώθηκαν ποτέ στο χαρτί, εικονογραφημένα βιβλία, λευκώματα, γραμματόσημα και άλλα δείγματα της δουλειάς του στις γραφικές τέχνες, που ξεκινά τη δεκαετία του 1950" λέει η επιμελήτρια της έκθεσης Ειρήνη Οράτη. Ανάμεσά τους και ένα από τα ελάχιστα ζωγραφικά έργα του, η μακέτα της μεγάλης ζωφόρου Η καλλιέργεια του καπνού, ένα έργο που εκτίθεται για πρώτη φορά στην Αθήνα.
"Θέλουμε να δείξουμε όλη την εξέλιξη του χαράκτη: πώς ξεκινά από μαθητής στο σπουδαστήριο του Κεφαλληνού, πώς διαμορφώνεται ο χαρακτήρας των έγχρωμων έργων του μετά τον πόλεμο, με θέματα αγροτικά, και οι δύο ενότητες Άσπρο - μαύρο, έργα με απλοποιημένες φιγούρες που σταδιακά αποκτούν μνημειακότητα, με έντονο συμβολισμό, ώστε να μπορέσει το κοινό να αντιληφθεί τι ήταν ο καλλιτέχνης μέσα από το σύνολο της δουλειάς του" επισημαίνει η Ειρ. Οράτη.
"Είναι δύσκολο, ίσως, να αναφερθεί κάτι νέο για τη ζωή και το έργο του Τάσσου" λέει από τη μεριά του ο επιμελητής του Μουσείου Μπενάκη Κωνσταντίνος Παπαχρήστου. "Όμως, πάντοτε μια αναδρομική έκθεση είναι μια καλή αφορμή για συζήτηση. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, αφού η ζωή και το έργο του ήταν ταυτισμένα με την κοινωνική και πολιτική του στάση".
Συνεχίζοντας, η επιμελήτρια της έκθεσης αναφέρεται "στα έργα που έκανε για το ΕΑΜ Καλλιτεχνών, όπως ο Τρελός, που του κόστισε τη φυλάκισή του, γιατί θεωρήθηκε αντιστασιακή χειρονομία. Όταν τελειώνει ο πόλεμος, στρέφεται στην έγχρωμη ξυλογραφία, όπου επηρεάζεται από την αρχαία ελληνική τέχνη, όπως δείχνουν οι αγρότισσες που σχεδιάζει. Πηγαίνει κάθε καλοκαίρι στη Μεσσηνία, την πατρίδα του, φωτογραφίζει, σχεδιάζει και στη συνέχεια όλα αυτά τα μεταφέρει στις έγχρωμες ξυλογραφίες του".
Βλέποντας αυτά τα χαρακτικά αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να είναι το έργο ενός ανθρώπου που βίωσε μια δεκαετία πολέμου, στερήσεων, κατατρεγμών... "Πιστεύω πως όλοι θέλουν εκείνη την εποχή να ξεφύγουν από την πολεμική δεκαετία, γι' αυτό αρχίζουν να χρησιμοποιούν το χρώμα. Ο Τάσσος αναζητά μια αχτίδα αισιοδοξίας και εγκαταλείπει τελείως τα θέματα της δυστυχίας, της απώλειας, της μνήμης του θανάτου" απαντά η Ειρ. Οράτη. "Θα επιστρέψει στο ασπρόμαυρο τη δεκαετία του 1960 κατακτώντας σταδιακά το προσωπικό ύφος που γνωρίζουν οι περισσότεροι: φαρδαίνει τα περιγράμματα, οι μορφές γίνονται πιο μνημειακές, σταδιακά χάνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους...".
Έργο αυτής της περιόδου είναι το μνημειακό τρίπτυχο Λεπτομέρεια εμφυλίου πολέμου, που ο χαράκτης χάρισε στον Δήμο Νίκαιας. Το έργο χάθηκε επί χούντας και το 1977 ο Τάσσος το ξανατύπωσε και το χάρισε πάλι στον δήμο, απ' όπου δόθηκε για την έκθεση.
Τη σύντομη άνοιξη της δεκαετίας του 1960 θα ανακόψει απότομα η δικτατορία του 1967. Ο Τάσσος θα αντιδράσει σε αυτήν συμμετέχοντας στην κίνηση της "σιωπής" των καλλιτεχνών: "Κλείνεται συνειδητά στο εργαστήριο, δεν εκθέτει παρά μόνον στο εξωτερικό και φιλοτεχνεί την ενότητα Μαύρο-άσπρο ΙΙ, μεγάλες τρίπτυχες συνθέσεις, που θα εκθέσει το 1975 στην Εθνική Πινακοθήκη, σε μια έκθεση που γνώρισε τεράστια επιτυχία", λέει η επιμελήτρια. "Εκεί εκθέτει και το έργο των 5 μ. για το Πολυτεχνείο, που όσο κι αν προσπαθήσαμε, η Βουλή των Ελλήνων, στην κατοχή της οποίας βρίσκεται, αρνήθηκε να μας το παραχωρήσει για την έκθεση" τονίζει εκφράζοντας τη λύπη της που αυτό το τόσο σημαντικό έργο θα λείπει από την έκθεση.
"Αυτός είναι ο λόγος που οι περισσότεροι αριστεροί καλλιτέχνες της εποχής αγκάλιασαν τη χαρακτική" συμπληρώνει η Ειρ. Οράτη. "Είναι το μάθημα που τους δίδαξε ο Κεφαλληνός, ότι η χαρακτική μπορεί να φτάσει παντού. Σήμερα, που η αναπαραγωγή γίνεται με το πάτημα ενός κουμπιού, οι πλάκες που παρουσιάζονται εδώ είναι ένα μάθημα χαρακτικής από μόνες τους. Δεν πρέπει να σταθούμε μόνο στο τυπωμένο αποτέλεσμα, αλλά και στην υψηλότατη μαστοριά της χάραξης".
Ο ίδιος ο Τάσσος έλεγχε την ποσότητα των αναπαραγωγών. Έβαζε πάνω σε κάθε πλάκα γραμμές για το πόσα τυπώματα είχε κάνει, σημάδια που ο θεατής μπορεί να παρατηρήσει στις πλάκες που εκτίθενται. "Ήθελε το έργο του να πάει σε όσο το δυνατόν περισσότερους, αλλά ποτέ σε βάρος της ποιότητας. Όταν πλέον αλλοιωνόταν το αποτέλεσμα, σταματούσε να τυπώνει" τονίζει η επιμελήτρια.
Η αναδρομική έκθεση συνδιοργανώνεται από το Μουσείο Μπενάκη, τη Συλλογή της Alpha Bank και την Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσος, που έχει και το αρχείο του χαράκτη. Εγκαινιάζεται τη Δευτέρα, στις 8.00 μ.μ., στο κτήριο της οδού Πειραιώς, και θα παραμείνει ανοιχτή μέχρι τις 31 Ιανουαρίου.
Ο Τάσσος είχε ιδιαίτερη αγάπη για το βιβλίο και τις γραφικές τέχνες, καθώς εικονογράφησε πλήθος βιβλίων, φιλοτέχνησε γραμματόσημα για λογαριασμό των Ελληνικών Ταχυδρομείων και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ανέλαβε την διεύθυνση του Τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου δίδαξε μέχρι το 1967.
Κατά την περίοδο της δικτατορίας έζησε αυτοεξόριστος εκτός Ελλάδας και φιλοτέχνησε έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας. Μετά την κατάρρευση της χούντας, εξέθεσε έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη (1975), ενώ το 1977 ήταν από τα ιδρυτικά μέλη και πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης. Συνέχισε να εργάζεται σκληρά μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, τον Οκτώβριο του 1985.
Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο ενός σπουδαίου καλλιτέχνη, του χαράκτη Τάσσου, του οποίου το έργο σηματοδότησε, ίσως περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου εικαστικού, τη δημοκρατική κοινωνική και πολιτική ανάταση που χαρακτήρισε την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης. Τιμώντας αυτήν την επέτειο, εγκαινιάζεται αύριο στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στο έργο του, που προσφέρει την ευκαιρία σε ένα νεότερο κοινό να επανεκτιμήσει τον καλλιτέχνη αποτιμώντας το σύνολο του έργου του.
Μια μνημειακή μουσειογραφική κατασκευή, φτιαγμένη από τις ξύλινες πλάκες που χάραζε ο Τάσσος, δεσπόζει στο κέντρο της αίθουσας όπου εκτίθενται τα έργα του. "Στην αναδρομική, που καλύπτει την περίοδο από το 1932 έως το 1985, παρουσιάζονται 125 εκθέματα συνολικά, έργα και δίπλα οι πλάκες όπου τα χάραζε, προσχέδια, ξυλογραφίες τοίχου, όπως ονόμασε κάποια έργα της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του που δεν τυπώθηκαν ποτέ στο χαρτί, εικονογραφημένα βιβλία, λευκώματα, γραμματόσημα και άλλα δείγματα της δουλειάς του στις γραφικές τέχνες, που ξεκινά τη δεκαετία του 1950" λέει η επιμελήτρια της έκθεσης Ειρήνη Οράτη. Ανάμεσά τους και ένα από τα ελάχιστα ζωγραφικά έργα του, η μακέτα της μεγάλης ζωφόρου Η καλλιέργεια του καπνού, ένα έργο που εκτίθεται για πρώτη φορά στην Αθήνα.
"Θέλουμε να δείξουμε όλη την εξέλιξη του χαράκτη: πώς ξεκινά από μαθητής στο σπουδαστήριο του Κεφαλληνού, πώς διαμορφώνεται ο χαρακτήρας των έγχρωμων έργων του μετά τον πόλεμο, με θέματα αγροτικά, και οι δύο ενότητες Άσπρο - μαύρο, έργα με απλοποιημένες φιγούρες που σταδιακά αποκτούν μνημειακότητα, με έντονο συμβολισμό, ώστε να μπορέσει το κοινό να αντιληφθεί τι ήταν ο καλλιτέχνης μέσα από το σύνολο της δουλειάς του" επισημαίνει η Ειρ. Οράτη.
"Είναι δύσκολο, ίσως, να αναφερθεί κάτι νέο για τη ζωή και το έργο του Τάσσου" λέει από τη μεριά του ο επιμελητής του Μουσείου Μπενάκη Κωνσταντίνος Παπαχρήστου. "Όμως, πάντοτε μια αναδρομική έκθεση είναι μια καλή αφορμή για συζήτηση. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, αφού η ζωή και το έργο του ήταν ταυτισμένα με την κοινωνική και πολιτική του στάση".
Από τον εξπρεσιονισμό στο χρώμα
Τα έργα με τα οποία ξεκινά η αφήγηση ανήκουν στη δεκαετία του 1930 και είναι συνδεδεμένα με τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, κυρίως από την πλευρά της έντασης, όπως παρατηρείται και σε άλλους χαράκτες εκείνης της εποχής, όπως η Βάσω Κατράκη. "Σε αυτά τα έργα διακρίνουμε έντονο κοινωνικό, όχι όμως πολιτικό περιεχόμενο. Απεικονίζει εργάτες, άνεργους, συλλαλητήρια κ.ά., θεματικές που γνωρίζει καλά. Βλέπουμε σε αυτά την αγάπη του για τον κατατρεγμένο, τον αδικημένο, τον καρτερικό, που όμως δεν σκύβει το κεφάλι".Συνεχίζοντας, η επιμελήτρια της έκθεσης αναφέρεται "στα έργα που έκανε για το ΕΑΜ Καλλιτεχνών, όπως ο Τρελός, που του κόστισε τη φυλάκισή του, γιατί θεωρήθηκε αντιστασιακή χειρονομία. Όταν τελειώνει ο πόλεμος, στρέφεται στην έγχρωμη ξυλογραφία, όπου επηρεάζεται από την αρχαία ελληνική τέχνη, όπως δείχνουν οι αγρότισσες που σχεδιάζει. Πηγαίνει κάθε καλοκαίρι στη Μεσσηνία, την πατρίδα του, φωτογραφίζει, σχεδιάζει και στη συνέχεια όλα αυτά τα μεταφέρει στις έγχρωμες ξυλογραφίες του".
Βλέποντας αυτά τα χαρακτικά αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να είναι το έργο ενός ανθρώπου που βίωσε μια δεκαετία πολέμου, στερήσεων, κατατρεγμών... "Πιστεύω πως όλοι θέλουν εκείνη την εποχή να ξεφύγουν από την πολεμική δεκαετία, γι' αυτό αρχίζουν να χρησιμοποιούν το χρώμα. Ο Τάσσος αναζητά μια αχτίδα αισιοδοξίας και εγκαταλείπει τελείως τα θέματα της δυστυχίας, της απώλειας, της μνήμης του θανάτου" απαντά η Ειρ. Οράτη. "Θα επιστρέψει στο ασπρόμαυρο τη δεκαετία του 1960 κατακτώντας σταδιακά το προσωπικό ύφος που γνωρίζουν οι περισσότεροι: φαρδαίνει τα περιγράμματα, οι μορφές γίνονται πιο μνημειακές, σταδιακά χάνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους...".
Έργο αυτής της περιόδου είναι το μνημειακό τρίπτυχο Λεπτομέρεια εμφυλίου πολέμου, που ο χαράκτης χάρισε στον Δήμο Νίκαιας. Το έργο χάθηκε επί χούντας και το 1977 ο Τάσσος το ξανατύπωσε και το χάρισε πάλι στον δήμο, απ' όπου δόθηκε για την έκθεση.
Τη σύντομη άνοιξη της δεκαετίας του 1960 θα ανακόψει απότομα η δικτατορία του 1967. Ο Τάσσος θα αντιδράσει σε αυτήν συμμετέχοντας στην κίνηση της "σιωπής" των καλλιτεχνών: "Κλείνεται συνειδητά στο εργαστήριο, δεν εκθέτει παρά μόνον στο εξωτερικό και φιλοτεχνεί την ενότητα Μαύρο-άσπρο ΙΙ, μεγάλες τρίπτυχες συνθέσεις, που θα εκθέσει το 1975 στην Εθνική Πινακοθήκη, σε μια έκθεση που γνώρισε τεράστια επιτυχία", λέει η επιμελήτρια. "Εκεί εκθέτει και το έργο των 5 μ. για το Πολυτεχνείο, που όσο κι αν προσπαθήσαμε, η Βουλή των Ελλήνων, στην κατοχή της οποίας βρίσκεται, αρνήθηκε να μας το παραχωρήσει για την έκθεση" τονίζει εκφράζοντας τη λύπη της που αυτό το τόσο σημαντικό έργο θα λείπει από την έκθεση.
Η πρώτη για Έλληνα χαράκτη
"Η έκθεση είναι η πρώτη που αφιερώνεται εξ ολοκλήρου σε Έλληνα χαράκτη" μας λέει από τη μεριά του ο Κ. Παπαχρίστου, που παραδέχεται πως "ακόμη και αν δεν δεχτούμε ότι η χαρακτική αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον καλλιτεχνικό είδος, σίγουρα δεν βρίσκεται στις προτιμήσεις των εκθετών, ούτε και του κοινού. Ίσως η αιτία γι' αυτή την περιθωριοποίηση να είναι η αναπαραγωγή, η ίδια ακριβώς ιδιότητα που την καθιστά την πιο 'δημοκρατική' τέχνη"."Αυτός είναι ο λόγος που οι περισσότεροι αριστεροί καλλιτέχνες της εποχής αγκάλιασαν τη χαρακτική" συμπληρώνει η Ειρ. Οράτη. "Είναι το μάθημα που τους δίδαξε ο Κεφαλληνός, ότι η χαρακτική μπορεί να φτάσει παντού. Σήμερα, που η αναπαραγωγή γίνεται με το πάτημα ενός κουμπιού, οι πλάκες που παρουσιάζονται εδώ είναι ένα μάθημα χαρακτικής από μόνες τους. Δεν πρέπει να σταθούμε μόνο στο τυπωμένο αποτέλεσμα, αλλά και στην υψηλότατη μαστοριά της χάραξης".
Ο ίδιος ο Τάσσος έλεγχε την ποσότητα των αναπαραγωγών. Έβαζε πάνω σε κάθε πλάκα γραμμές για το πόσα τυπώματα είχε κάνει, σημάδια που ο θεατής μπορεί να παρατηρήσει στις πλάκες που εκτίθενται. "Ήθελε το έργο του να πάει σε όσο το δυνατόν περισσότερους, αλλά ποτέ σε βάρος της ποιότητας. Όταν πλέον αλλοιωνόταν το αποτέλεσμα, σταματούσε να τυπώνει" τονίζει η επιμελήτρια.
Η αναδρομική έκθεση συνδιοργανώνεται από το Μουσείο Μπενάκη, τη Συλλογή της Alpha Bank και την Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσος, που έχει και το αρχείο του χαράκτη. Εγκαινιάζεται τη Δευτέρα, στις 8.00 μ.μ., στο κτήριο της οδού Πειραιώς, και θα παραμείνει ανοιχτή μέχρι τις 31 Ιανουαρίου.
Α. Τάσσος (1914-1985)
Ο Τάσσος (Αλεβίζος) γεννήθηκε το 1914 στη Μεσσηνία. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών γλυπτική, ζωγραφική και χαρακτική και συνέχισε στο Παρίσι, στη Ρώμη και στη Φλωρεντία. Από τα χρόνια των σπουδών του οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ και αργότερα έγινε μέλος του ΕΑΜ Καλλιτεχνών. Την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης χάραξε ξυλογραφίες και προπαγανδιστικό υλικό και σχεδίασε αφίσες που κυκλοφορούσαν παράνομα.Ο Τάσσος είχε ιδιαίτερη αγάπη για το βιβλίο και τις γραφικές τέχνες, καθώς εικονογράφησε πλήθος βιβλίων, φιλοτέχνησε γραμματόσημα για λογαριασμό των Ελληνικών Ταχυδρομείων και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ανέλαβε την διεύθυνση του Τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου δίδαξε μέχρι το 1967.
Κατά την περίοδο της δικτατορίας έζησε αυτοεξόριστος εκτός Ελλάδας και φιλοτέχνησε έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας. Μετά την κατάρρευση της χούντας, εξέθεσε έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη (1975), ενώ το 1977 ήταν από τα ιδρυτικά μέλη και πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης. Συνέχισε να εργάζεται σκληρά μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, τον Οκτώβριο του 1985.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου