Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Λουκιανός ο Σαμοσατεύς «Εγκώμιο γιά την Πατρίδα[1]»



Αθανάσιος Α. Τσακνάκης
Θεολόγος – Φιλόλογος

  Νυγμο  Εθυντήριοι 

Οι «Νυγμοὶ Εὐθυντήριοι» αποσκοπούν να καταστούν μία σειρά νεοελληνικών μεταφράσεων πολύτιμων κειμένων τής Αρχαίας Ελληνικής και τής Βυζαντινής Γραμματείας, με περιεχόμενο συμβουλευτικό και προτρεπτικό, διδακτικό και ενθαρρυντικό. Τα κείμενα συνοδεύονται από διευκρινιστικές υποσημειώσεις, επεξηγηματικά σχόλια και επίκαιρες αναλύσεις. Η ενδεχόμενη ηλεκτρονική ή έντυπη αναπαραγωγή και διάδοσή τους, καθώς και η τυχόν μετάφρασή τους σε άλλες γλώσσες, επιτρέπεται μόνον υπό τον απαρέγκλιτο όρο τής αυστηρής διατήρησης τής απόλυτης ακεραιότητας τού περιεχομένου τους.



Λουκιανός ο Σαμοσατεύς
«Εγκώμιο γιά την Πατρίδα[1]»

[1] Ότι τίποτε δεν είναι γλυκύτερο από την πατρίδα[2], έχει ήδη ειπωθεί[3]. Αφού, λοιπόν, τίποτε δεν είναι πιό ευχάριστο, τι άλλο να είναι πιό σεβαστό και πιό θεϊκό; Αλλά και γιά όσα οι άνθρωποι θεωρούν σεβαστά και θεϊκά, και γιά αυτά αιτία και διδάσκαλος είναι η πατρίδα που τους γέννησε, τους ανέθρεψε και τους εκπαίδευσε.

[2] Πολλοί θαυμάζουν το μέγεθος κάποιων πόλεων, καθώς και την λαμπρότητα και την πολυτέλεια των κατασκευών τους, αλλά όλοι αισθάνονται στοργή γιά τις πατρίδες τους, και κανείς, από όσους κυριεύτηκαν πολύ από την ηδονή τής θέας[4], δεν έχει εξαπατηθεί τόσο, ώστε να λησμονήσει την πατρίδα του εξαιτίας τού υπερβολικού θαυμασμού του προς τους άλλους τόπους. Όποιος, εξάλλου, υπερηφανεύεται επειδή είναι πολίτης σε πόλη που ευδαιμονεί, μου φαίνεται ότι αγνοεί πόσο οφείλει να τιμά την πατρίδα του, και ο ίδιος είναι πρόδηλο ότι θα ενοχλούνταν εάν του τύχαινε λιγότερο διακεκριμένη πατρίδα[5]. Γιά μένα, ωστόσο, είναι πολύ ευχάριστο να τιμώ ακόμη και το όνομα τής πατρίδας μου.

[3] Σε όποιον αποπειράται να συγκρίνει πόλεις, σε αυτόν ταιριάζει να εξετάζει το μέγεθος και την ομορφιά και την αφθονία των αγαθών τους, αλλά όπου πρόκειται γιά επιλογή πόλης, κανείς δεν θα επέλεγε την λαμπρότερη εγκαταλείποντας την πατρίδα του, παρά θα ευχόταν να ήταν και η πατρίδα του παραπλήσια με όσες ευδαιμονούν και θα την επέλεγε όποια και να ήταν. Αυτό το ίδιο κάνουν και τα πλέον δίκαια παιδιά και οι σωστοί πατέρες: ο καλός και ενάρετος νέος δεν θα προτιμούσε άλλον, αντί γιά τον πατέρα του, ούτε ο πατέρας θα παραμελούσε το παιδί του γιά να αγαπήσει άλλον νέο, αλλά τόσο πολύ νικιούνται[6] οι πατέρες και υποστηρίζουν τα παιδιά τους, ώστε αυτά να τους φαίνονται ότι είναι τα ωραιότερα και τα δυνατότερα και ότι διαθέτουν άριστα προσόντα στα πάντα, ενώ όποιος δεν κρίνει κατά τέτοιο τρόπο τον γιό του, αυτός μου φαίνεται ότι δεν έχει μάτια πατέρα. Της πατρίδας, λοιπόν, το όνομα είναι το πρώτο και το πλέον οικείο μεταξύ όλων, επειδή τίποτε δεν είναι πιό οικείο από τον πατέρα[7]. Εάν, λοιπόν, κάποιος απονέμει στον πατέρα του δίκαια τιμή, όπως ακριβώς προστάζει και ο νόμος και η φύση, κατάλληλα θα τιμήσει και την πατρίδα του. Εξάλλου, και ο ίδιος ο πατέρας είναι κτήμα τής πατρίδας, και ο πατέρας τού πατέρα, και όλοι οι προηγούμενοι αυτών συγγενείς, και μέχρι επάνω, στους πατρώους θεούς, φτάνει αυτή η σχέση.

[4] Και οι θεοί χαίρονται γιά τις πατρίδες τους και, ενώ εποπτεύουν, όπως εικάζεται, όλα τα ανθρώπινα, θεωρώντας κτήματά τους όλη την γη και την θάλασσα, καθένας τους προτιμά, μεταξύ όλων των άλλων πόλεων, την πόλη στην οποία γεννήθηκε. Πιό σεβαστές πόλεις είναι οι πατρίδες των θεών και πιό ιερά νησιά είναι εκείνα που υμνούνται ως γενέτειρες θεών, ενώ οι πλέον ευάρεστες στους θεούς ιερουργίες είναι εκείνες που τελούνται στην ιδιαίτερη πατρίδα καθενός εξ αυτών. Εάν, λοιπόν, τιμάται από τους θεούς το όνομα τής πατρίδας, πώς να μην τιμάται από τους ανθρώπους πολύ περισσότερο; Ακόμη και τον Ήλιο ο καθένας μας τον πρωτοείδε από την πατρίδα του, ώστε και αυτός ο θεός, καίτοι είναι κοινός, από τον καθένα μας θεωρείται πατρώος, εξαιτίας τής πρώτης θέασής του από την πατρίδα. Εδώ πρωτάρχισε καθένας να μιλά, μαθαίνοντας την τοπική γλώσσα, και εδώ γνώρισε τους θεούς.

[5] Εάν, ωστόσο, σε κάποιον έλαχε τέτοια πατρίδα, ώστε να χρειαστεί να πάει σε άλλη γιά να λάβει ανώτερη παιδεία, τότε χάρη στην πατρίδα του έλαβε και εκείνη την παιδεία, διότι δεν θα γνώριζε ούτε το όνομα τής άλλης πόλης εάν χάρη στην πατρίδα του δεν μάθαινε γιά την ύπαρξη τής άλλης πόλης. Νομίζω, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι συλλέγουν παιδεία και μάθηση ώστε μέσω αυτών να γίνουν χρησιμότεροι γιά χάρη τής πατρίδας τους. Επίσης, αποκτούν χρήματα λόγω φιλοτιμίας, ώστε να συνεισφέρουν στις δαπάνες τής πατρίδας τους. Και αυτό είναι το καθήκον τους, νομίζω, επειδή δεν πρέπει να είναι αχάριστοι όσοι τύχει να λάβουν μέγιστες ευεργεσίες αλλά, εάν κάποιος απονέμει ευχαριστίες σε ένα άτομο, όπως είναι δίκαιο εάν έχει ευεργετηθεί από αυτό, πολύ περισσότερο αρμόζει να ανταμείβουν την πατρίδα τους εκείνοι που της το οφείλουν. Στις πόλεις υπάρχουν νόμοι γιά την κακοποίηση προς τους γονείς. Αρμόζει, λοιπόν, να θεωρούμε την πατρίδα ως κοινή μητέρα όλων μας και να τις αποδίδουμε ευχαριστίες γιά την ανατροφή μας και γιά την γνώση αυτών των νόμων.

[6] Κανείς δεν έχει παρατηρηθεί τόσο αμνήμων προς την πατρίδα ώστε, αφού βρέθηκε σε άλλη πόλη, να την έχει παραμελήσει. Όσοι κακοπαθαίνουν στην ξενιτειά, συνεχώς ανακαλούν την πατρίδα τους ως το μέγιστο αγαθό, ενώ όσοι ευδαιμονούν, καίτοι καλοπερνούν σε όλα τα άλλα, σε τούτο κυρίως θεωρούν ότι υστερούν: ότι δεν κατοικούν στην πατρίδα τους, αλλά στην ξενιτειά. Η ξενιτειά είναι όνειδος. Όσοι, εξάλλου, γίνονται λαμπροί – είτε λόγω απόκτησης περιουσίας είτε λόγω τιμητικής δόξας είτε λόγω αναγνωρισμένης παιδείας είτε λόγω επαίνου γιά την ανδρεία τους – κατά τον χρόνο που είναι απόδημοι, τους βλέπουμε όλους να επείγονται να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, σαν να μην υπάρχει καλύτερο μέρος γιά να επιδείξουν τα καλά τους. Και τόσο ταχύτερα σπεύδει κάποιος να επιστρέψει στην πατρίδα του, όσο περισσότερο φαίνεται ότι καταξιώνεται σε άλλα μέρη.

[7] Αλλά και στους νέους είναι ποθητή η πατρίδα, και στους ήδη γερασμένους, που όσο περισσότερη φρόνηση αποκτούν σε σχέση με τους νέους, τόσο περισσότερο γεννιέται μέσα τους ο πόθος γιά την πατρίδα. Καθένας από τους ηλικιωμένους και σπεύδει και εύχεται να περατώσει τον βίο του στην πατρίδα του ώστε, εκεί όπου άρχισε να ζει, εκεί πάλι να αποθέσει το σώμα του, στην γη που τον ανέθρεψε, και να βρεθεί στους πατρικούς τάφους. Στον καθένα φαίνεται οδυνηρό να παραμείνει στην ξενιτειά και μετά τον θάνατό του και να κείτεται σε ξένη γη.

[8] Πόση εύνοια δείχνουν προς την πατρίδα τους οι αληθινά γνήσιοι πολίτες δύναται κάποιος να το μάθει από τους αυτόχθονες, επειδή οι επήλυδες[8], όντας νόθοι[9], εύκολα μεταναστεύουν, χωρίς να γνωρίζουν και χωρίς να αγαπούν το όνομα τής πατρίδας[10], θεωρώντας ότι παντού θα προσποριστούν τα αναγκαία και θέτοντας ως μέτρο τής ευδαιμονίας τους τις ηδονές τής κοιλιάς τους, ενώ εκείνοι, γιά τους οποίους η πατρίδα είναι μητέρα, αγαπούν την γη όπου γεννήθηκαν και ανατράφηκαν, ακόμη και αν είναι λίγη ή τραχιά και άγονη. Και αν δεν μπορούν να επαινέσουν τις αρετές τής γης της, θα μπορέσουν να εγκωμιάσουν την πατρίδα τους, αλλά και αν δουν άλλους να υπερηφανεύονται γιά τις πλατειές πεδιάδες τους και γιά την ποικιλία των φυτών των λιβαδιών τους, τότε και οι ίδιοι θα θυμηθούν να εγκωμιάσουν την πατρίδα τους, παραβλέποντας την αδυναμία της να θρέψει ίππους και επαινώντας την ανατροφή των παιδιών της.

[9] Σπεύδει, λοιπόν, καθένας προς την πατρίδα του, ακόμη και αν είναι νησιώτης[11], ακόμη και αν δύναται να ευδαιμονήσει σε άλλα μέρη, και δεν δέχεται ούτε την αθανασία ως αντάλλαγμα, αλλά προτιμά τον τάφο στην πατρίδα. Λαμπρότερος από την ξένη φωτιά τού φαίνεται ο καπνός τής πατρίδας[12]. Τόσο πολύτιμη, λοιπόν, σε όλους φαίνεται ότι είναι η πατρίδα, ώστε θα παρατηρούσε κάποιος ότι οι απανταχού νομοθέτες έχουν επιβάλει την εξορία ως την χειρότερη τιμωρία γιά τα μεγαλύτερα αδικήματα. Δεν ενεργούν, όμως, κατά τέτοιο τρόπο μόνον οι νομοθέτες, ενώ οι στρατηγοί αλλιώς, αλλά, και στις μάχες, η μέγιστη προς τους οπλίτες διαταγή είναι να πολεμήσουν γιά την πατρίδα τους. Και κανείς, από όσους το ακούσουν αυτό, δεν θέλει να είναι κακός πολεμιστής, επειδή το όνομα τής πατρίδας κάνει ανδρείο και τον δειλό[13].

*  *  *

Μία επιφανειακή, πρόχειρη, τυπική ή αρνητικώς προκατειλημμένη ανάγνωση τού «Εγκωμίου γιά την Πατρίδα», ιδιαιτέρως σε εποχές ή σε περιβάλλοντα εθνομηδενισμού και δωσιλογισμού, δεν θα επέτρεπε στο δύστυχο θύμα μίας τέτοιου είδους προσέγγισης ούτε να αντιληφθεί ούτε καν να υποπτευθεί την μεγάλη αξία των νοημάτων τού εν λόγω κειμένου. Το φυσιολογικό φαινόμενο τού πατριωτισμού, όπως και κάθε άλλο φυσιολογικό φαινόμενο, δεν δύναται να εννοηθεί από άτομα ή κοινωνίες που έχουν υποστεί πολυετή και έντονη κατήχηση στις «αρχές» τού παρά φύσιν και τού παραλόγου με αποτέλεσμα να βιώνουν – ενίοτε και με έκδηλη ευχαρίστηση – την πλέον ειδεχθή μορφή ενός κτηνώδους ψυχοπνευματικού ευνουχισμού. Ως εκ τούτου, η αμερόληπτη αντιμετώπιση τού «Εγκωμίου γιά την Πατρίδα», καθώς και κάθε παρόμοιου έργου, είναι εφικτή μόνον εκ μέρους ενός κατ’ ουσίαν μορφωμένου – όχι κατ’ ανάγκην «πτυχιούχου» – και σαφώς καλλιεργημένου αναγνώστη. Στην αντίθετη περίπτωση, ο κόπος, εάν καταφέρει να καταβληθεί, θα αποβεί μάταιος.

Ως πλέον σημαντική διασάφηση, με σκοπό την πληρέστερη κατανόηση τού έργου, τίθεται εξ αρχής η ακόλουθη: ο Λουκιανός, ζώντας μέσα στην επικράτεια μίας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, αναφέρεται στον όρο «πατρίδα» έχοντας υπ’ όψιν κυρίως την γενέθλια πόλη του[14], άρα την λεγόμενη σήμερα «ιδιαίτερη πατρίδα» του. Ο βαθιά φιλοσοφημένος και διαχρονικά επίκαιρος στοχασμός του περί τής σχέσης αφενός μεταξύ των πολιτών και τής πόλης-πατρίδας τους, και αφετέρου μεταξύ των πολιτών μίας πόλης-πατρίδας και των ξένων πόλεων-πατρίδων, ισχύει κατ’ αναλογία και στην εποχή μας, στην οποία είναι ιδιαιτέρως ευνοημένα από το ιστορικό γίγνεσθαι τα έθνη, δηλαδή οι αυτόχθονες ομοεθνείς πολίτες, που κατέχουν την «πατρώα γη» τους υπό την μορφή ενοποιημένων πόλεων και πολισμάτων, «εθνικών κρατών», και που καλούνται – ενίοτε επειγόντως – να την αντιμετωπίσουν όπως πολύ σοφά διδάσκει ο συγγραφέας.

Στην εισαγωγή τού λόγου του, ο Λουκιανός προβαίνει σε μία πανάρχαια διαπίστωση, την οποία στην συνέχεια θα αιτιολογήσει και θα τεκμηριώσει με πληρότητα. Η πατρίδα είναι το «γλυκύτερο» και το «πιό ευχάριστο» από όλα τα αγαθά τής ζωής των ανθρώπων και, ως τέτοιο, εύλογα είναι και το «πιό σεβαστό» και το «πιό θεϊκό» ταυτόχρονα. Σε σοβαρό σφάλμα υποπίπτει όποιος εκλάβει ως «απόλυτη», άρα και εν μέρει ή εξ ολοκλήρου «απαράδεκτη», την θέση τού συγγραφέα, δηλώνοντας – προς υπεράσπιση τής διαφωνίας του – ότι από πολλούς ανθρώπους κάποια άλλα αγαθά θεωρούνται γλυκύτερα και πιό ευχάριστα. Η ορθή εκτίμηση τής εισαγωγής προαπαιτεί την κατανόηση τού γεγονότος ότι ο συγγραφέας αναφέρεται, αφενός, μόνον σε φυσιολογικούς ανθρώπους, με υγιή συναισθηματικό και διανοητικό κόσμο και, αφετέρου, μόνον σε φυσιολογικές πατρίδες, που μεριμνούν αδιάλειπτα ώστε να διαμορφώνουν τέτοιας ποιότητας πολίτες μέσω τής κατάλληλης ανατροφής και παιδείας που τους παρέχουν. Οι αντίθετες περιπτώσεις, ως διεστραμμένες και νοσηρές, δεν φαίνονται προς στιγμήν να τον απασχολούν.

Ως πρώτη απόδειξη τής εισαγωγικής τοποθέτησής του, ο Λουκιανός παραθέτει ένα πραγματικό παράδειγμα: όσο μεγαλείο και αν έχει θαυμάσει ένας άνθρωπος σε άλλες πατρίδες, ποτέ δεν λησμονεί την δική του. Ο αντίλογος φαίνεται και εδώ να είναι απλός: υπάρχουν άνθρωποι που λησμονούν την πατρίδα τους επειδή σε ξένες πατρίδες ανακαλύπτουν το θαυμάσιο και το μεγαλειώδες. Ωστόσο, και αυτή η άποψη αποτελεί προϊόν λανθασμένης ανάγνωσης επειδή, αφενός, η έννοια τού «θαυμάσιου» και τού «μεγαλειώδους» δύναται να γίνει επιτυχώς αντιληπτή μόνον μέσω τής προαναφερθείσας κατάλληλης παιδείας και, αφετέρου, διότι οι άνθρωποι, στους οποίους αναφέρεται ο συγγραφέας, είναι μόνον εκείνοι που υπονοούνται στην εισαγωγή. Επιπλέον, η συνέχεια τής παραγράφου, όπου ελέγχονται γιά την «άγνοιά» τους όσοι αγαπούν την πατρίδα τους μόνον γιά την εξωτερική όψη της, δηλώνει ξεκάθαρα την συναισθηματική παράμετρο τού υγιούς πατριωτισμού, η οποία ριζώνει και ακμάζει μόνον σε έναν ισορροπημένο ψυχικό κόσμο και όχι σε έναν διαταραγμένο ή θαμπωμένο ψυχισμό, έρμαιο των απατηλών θεαμάτων και τής ηδονιστικής αποχαλίνωσης. Αυτή η διασαφήνιση προδιαθέτει τον αναγνώστη και γιά την συνέχεια τής τεκμηρίωσης τής φυσιολογικότητας τού φαινομένου τής φιλοπατρίας.

Στην τρίτη παράγραφο παρατίθεται ακόμη ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό τού πατριώτη: εύχεται το καλύτερο γιά την πατρίδα του, ενώ δεν επιχειρεί να την αλλάξει με καλύτερη «πατρίδα». Αυτή ακριβώς η θεωρητική αρχή συνοδεύει αδιαλείπτως τον ευγενή μετανάστη (πργφ. 5, 6), ο οποίος ενίοτε μετατρέπεται και σε έντιμο ευεργέτη τής πατρίδας. Η κακή προαίρεση θα έσπευδε και εδώ να κατηγορήσει τον Λουκιανό ως «απόλυτο», επειδή στην φράση «δεν θα επέλεγε την λαμπρότερη εγκαταλείποντας την πατρίδα του» το υποκείμενο είναι η λέξη «κανείς», όπως και σε άλλα σημεία τού κειμένου: «Κανείς δεν έχει παρατηρηθεί τόσο αμνήμων προς την πατρίδα, ώστε, αφού βρέθηκε σε άλλη πόλη, να την έχει παραμελήσει» (πργφ. 6) και «κανείς, από όσους το ακούσουν αυτό, δεν θέλει να είναι κακός πολεμιστής, επειδή το όνομα τής πατρίδας κάνει ανδρείο και τον δειλό» (πργφ. 9). Προκειμένου, όμως, να μην καταλογίσουμε άδικα στον συγγραφέα «άγνοια τής πραγματικότητας», ας λάβουμε υπ’ όψιν – όπως διευκρινίστηκε και στην αρχή τής παρούσας ανάλυσης – ότι και εδώ ο Λουκιανός αναφέρεται αποκλειστικά και μόνον στους φυσιολογικούς ανθρώπους, όπως ακριβώς και σε σημεία τού λόγου του όπου το υποκείμενο είναι η λέξη «καθένας» (πργφ. 7: «Καθένας από τους ηλικιωμένους και σπεύδει και εύχεται να περατώσει τον βίο του στην πατρίδα του») ή η σύνταξη των προτάσεων εμπεριέχει ή υπονοεί την έννοια τής ολοκληρίας (πργφ. 6: «Και τόσο ταχύτερα σπεύδει κάποιος να επιστρέψει στην πατρίδα του, όσο περισσότερο φαίνεται ότι καταξιώνεται σε άλλα μέρη»).

Η συνέχεια τής παραγράφου φιλοξενεί ένα ευνόητο και αδιαμφισβήτητο παράδειγμα από τον καθημερινό ανθρώπινο βίο, δηλαδή την υγιή σχέση μεταξύ πατέρα και γιού ως αντικατοπτρισμό τής υγιούς σχέσεως μεταξύ πατρίδας και πολίτη, το οποίο τεκμηριώνει την φιλοπατρία διά τής Λογικής, με την συνδρομή τής Βιολογίας και τής Ετυμολογίας[15]. Προφανώς ο Λουκιανός δεν επιθυμεί να ασχοληθεί με όσους ενδεχομένως θα αμφισβητούσαν είτε τον «λόγο», δηλαδή την ορθή διανοητική λειτουργία, είτε το «έτυμο», δηλαδή το αληθές δεδομένο.

Ολόκληρη η τέταρτη παράγραφος διαπνέεται κομψά από αδρό θεολογικό στοχασμό. Ακόμη και οι αναφορές στον Ήλιο και στην μητρική γλώσσα, οι οποίες παραπέμπουν σε αμιγώς βιολογικά φαινόμενα, είναι βαθύτατα εμποτισμένες από το θείον. Θεωρώντας μέγιστη αφέλεια την γνώμη που θα μας καλούσε να υποθέσουμε ότι ο Λουκιανός αγνοεί την αθεΐα και την ύπαρξη άθεων ανθρώπων, οφείλουμε να δεχτούμε ότι ο συγγραφέας αρνείται να συμπεριλάβει τους προαναφερθέντες μεταξύ των πατριωτών, αναγνωρίζοντας ότι η αγάπη προς τον θεό ή τους θεούς των πατέρων βρίσκεται σε στενή αλληλεξάρτηση με την αγάπη προς την γη των πατέρων, όπως επακριβώς διδάσκει μέχρι τις ημέρες μας η Ιστορία και η Κοινωνιολογία, η Θεολογία και η Ψυχολογία. Οι θεοί και οι άγιοι, εξάλλου, είναι οι πολιούχοι κάθε λαού.

Έχοντας πάντοτε στον νου μας το είδος των ανθρώπων που μελετά ο συγγραφέας, εύκολα θα προσεγγίσουμε την πέμπτη παράγραφο τού έργου του, όπου η προσπάθεια τής ατομικής – πνευματικής ή υλικής – βελτίωσης τού πατριώτη αποβλέπει στην επωφελή προς χάριν τής πατρίδας δράση του. Εδώ θίγεται και το εξόχως αντικοινωνικό φαινόμενο τής αχαριστίας, είτε προς τον συμπολίτη είτε προς τον γονέα είτε προς την πατρίδα, θλιβερό απότοκο τής κακής ή ελλιπούς ή ανύπαρκτης παιδείας, το οποίο καταδικάζεται αυστηρά από τους δίκαιους νόμους των σοβαρών, αξιοπρεπών και πολιτισμένων πατρίδων, ενώ παραβλέπεται – ενίοτε ίσως και να υποκινείται – από εξαθλιωμένες, καχεκτικές και εξευτελισμένες κοινωνίες ανδραπόδων. Όπως, λοιπόν, οι δίκαιοι νόμοι θεσπίζονται από στοργικές πατρίδες και διαμορφώνουν ενάρετους πατριώτες, έτσι και οι πρόστυχοι νόμοι επιβάλλονται από υπόδουλες χώρες σε αναξιοπρεπή ανδρείκελα. Η ποιοτική σχέση πατρίδας και πολίτη είναι αμοιβαία.

Η έκτη και η έβδομη παράγραφος συνδέουν τον πατριωτισμό με την ξενιτειά και περιγράφουν τον τρόπο κατά τον οποίο ενεργεί ο έντιμος και υπερήφανος μετανάστης, αφενός θύμα κάποιας αδήριτης ανάγκης – κοινωνικής, οικονομικής, εκπαιδευτικής – και αφετέρου αθεράπευτος νοσταλγός τής πατρώας γης και των οικείων προσώπων. Αυτός ο μετανάστης, σε αντίθεση με τον ψυχρό υλιστή τής επόμενης παραγράφου, φεύγει αναγκαστικά προκειμένου να επιστρέψει οικειοθελώς, και δεν φεύγει οικειοθελώς φοβούμενος μήπως επιστρέψει αναγκαστικά. «Η ξενιτειά είναι όνειδος» γιά τον ίδιο και γιά την οικογένειά του, και γι’ αυτόν τον λόγο θέτει εξαρχής τον ατομικό περιορισμό του στην διαμονή του στον ξένο τόπο, ορίζει επακριβώς τους στόχους του, καθορίζει την πορεία του χρονικά και χωρικά, και τελικός σκοπός του είναι η επιστροφή στην πατρίδα, ανεξαρτήτως των επιλογών τής μοίρας, η οποία συχνά είναι πολύ σκληρή.

Στον αντίποδα των ενάρετων μεταναστών τοποθετούνται οι επήλυδες, οι νόθοι, οι απάτριδες, (πργφ. 8) ανθρώπινα όντα που δομούν τον βδελυρό βίο τους αποκλειστικά επάνω στις ανάγκες τής κοιλιάς και των γεννητικών μορίων τους, αμνήμονες και αχάριστοι, ασεβείς προς την πατρίδα και τους προγόνους τους, και συνεπώς ασεβέστατοι έναντι των ξένων πατρίδων και των φιλόξενων ανθρώπων. Με εμφανή απέχθεια ο Λουκιανός τούς παρουσιάζει συνοπτικά αλλά εύστοχα στην αρχή τής όγδοης παραγράφου τού κειμένου του, ενώ αμέσως μετά επανέρχεται στους ευυπόληπτους μετανάστες γιά να προβάλει ακόμη ένα στοιχείο τής ευγενούς συμπεριφοράς τους στο εξωτερικό, εκείνο τού σθεναρού και μετά παρρησίας εγκωμιασμού τής πατρίδας τους σε κάθε ευκαιρία, καθώς και τον διακαή πόθο τους γιά την επιστροφή στην πατρίδα, αφού γι’ αυτούς τους πατριώτες η ξενιτειά είναι μορφή εξορίας (πργφ. 9) και η εξορία είναι βαρύτατη τιμωρία γιά τους θνητούς.

Στο τελευταίο τμήμα τού επιλόγου του ο συγγραφέας αναδεικνύει την ύψιστη μορφή φιλοπατρίας, που είναι η συμμετοχή τού πολίτη στους ένοπλους αγώνες τής πατρίδας του και η ενδεχόμενη θυσία τής ζωής του γιά χάρη τής προγονικής γης. Όσο πολυτιμότερη είναι μία πατρίδα, τόσο προθυμότεροι να την υπερασπιστούν είναι οι πολίτες της, και το αντίστροφο. Η σχέση είναι και πάλι αμοιβαία. Όταν ο δειλός μεταβάλλεται σε ανδρείο προκειμένου να υπερασπιστεί την τιμή τής πατρίδας του, κάθε άλλη δειλία του συγχωρείται, αλλιώς συγκαταλέγεται δικαιολογημένα μεταξύ των άτιμων και των αρνησιπατρίδων, δίπλα στους δήθεν στρατευόμενους, στους δολίως αστράτευτους και στους ασυνείδητους «αντιρρησίες συνειδήσεως». Αυτό, βέβαια, συμβαίνει στις υπερήφανες πατρίδες, διότι στις παρηκμασμένες συνηθίζεται όλοι οι προαναφερόμενοι να λαμβάνουν ζηλευτά δημόσια αξιώματα και να πλουτίζουν αναιδώς ενόσω οι συμπολίτες τους πολεμούν και πεθαίνουν.

*  *  *

Ενδεικτική Βιβλιογραφία


Α’. Βιογραφίες γιά τον Λουκιανό:

CROISET M., Essai sur la vie et les œuvres de Lucien, Paris, 1882.
SCHWART J., Biographie de Lucien de Samosate, Bruxelles-Berchem, 1965.

Β’. Το συγγραφικό έργο τού Λουκιανού:

ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ Ι., Λουκιανού Άπαντα, εκδ. Φέξης, Αθήνα, 1910-1911.
JACOBITZ C., Lucani Samosatensis opera, I-IV, Lipsia, 1834-41.
Luciano de Samosata – Obras, Editorial Gredos, Madrid, 1988-1997.
MACLEOD M. D., Luciani opera, I-III, Oxford, 1972-80.

Γ’. Μελέτες γιά τον Λουκιανό:

BALDWIN B., Studies in Lucian, Toronto, 1973.
CASTER M., Lucien et la pensée religieuse de son temps, Paris, 1937.
JONES C. P., Culture and Society in Lucian, Cambridge, MA: Harvard University Press, 1986.
MATTIOLI E., Luciano e l’ umanesimo, Napoli, 1980.
PERETTI A., Luciano un intellettuale greco contro Roma, Firenze, 1946.
ROBINSON C., Lucian and His Influence in Europe, London, 1978.


Α. Τ. 16/01/2016




[1] Η ακόλουθη μετάφραση βασίστηκε στο αρχαιοελληνικό πρωτότυπο κείμενο τής ψηφιακής βιβλιοθήκης «Perseus».
[2] Όμηρος, «Οδύσσεια», ι, 34.
[3] Εννοείται: από προγενέστερους συγγραφείς.
[4] Δηλαδή: από όσα όμορφα και εντυπωσιακά είδαν σε άλλους τόπους.
[5] Ο Λουκιανός θεωρεί ότι η τιμή, που οφείλουμε προς την πατρίδα μας, δεν εξαρτάται από το βαθμό τού πλούτου ή τής δόξας της, αλλά από στοιχεία που ο ίδιος εκλαμβάνει ως πολύ σημαντικότερα και αναφέρει σε άλλα σημεία τού κειμένου του (παράγραφοι 1, 4, 8).
[6] Εννοείται: από το συναίσθημα.
[7] Από το ουσιαστικό «πατήρ» (πατέρας) προέρχεται το αρχικώς επίθετο και ακολούθως ουσιαστικό «πατρίς» (πατρική / πατρική γη / πατρίδα).
[8] Δηλαδή: οι ξένοι μετανάστες.
[9] Δηλαδή: εκ φύσεως μη γνήσιοι πολίτες. Ο Luigi Settembrini (Opere di Luciano voltate in italiano, Volume terzo, “Encomio della Patria”, Felice Le Monnier, Firenze, 1862) μεταγλωττίζει τον όρο ως «bastardi» και ο Andrés Espinosa Alarcón (Biblioteca Clásica Gredos, 42, Luciano, Obras, I, “Elogio de la Patria”, Madrid, 1996) ως «bastardos».
[10] Βλέπε: Θουκυδίδης, «Ιστορία», Α, 1.
[11] Έμμεση αναφορά στον Οδυσσέα και στις περιπέτειές του.
[12] Όμηρος, «Οδύσσεια», α, 58.
[13] Ο Andrés Espinosa Alarcón (ό.π.) σημειώνει ότι η τελευταία φράση τού κειμένου, ο λεγόμενος «κολοφώνας», ανήκει σε κάποιο άγνωστο στις ημέρες μας αρχαιοελληνικό έργο.
[14] Τα Σαμόσατα τής τότε εξελληνισμένης και γι’ αυτόν τον λόγο ακμάζουσας Συρίας.
[15] Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα εξωφρενικής παρερμηνείας τού όρου «πατριωτισμός», κατόπιν εσκεμμένης αποφυγής τής ετυμολογίας του, αποτελεί το ακόλουθο: «Πατριωτισµός σηµαίνει πολιτικός αγώνας για τη διαφύλαξη και ενδυνάµωση: α) των δηµοκρατικών και κοινωνικών δικαιωµάτων του λαού· β) των δικαιωµάτων και δυνατοτήτων της χώρας στο διεθνές σύστηµα» (Ν. Κοτζιάς, Πατριωτισμός και Αριστερά, εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 2014). Ο «πατριωτισμός» εμφανίζεται να «ερμηνεύεται» χωρίς καμμία αναφορά στους όρους «πατρίδα» και «πατέρας», ενώ ο αγώνας, που εκ φύσεως τον συνοδεύει, περιορίζεται μόνον στον χώρο τής πολιτικής και μόνον στα πλαίσια τού δημοκρατικού πολιτεύματος κατά τρόπο που αγνοεί προκλητικά – ίσως και ύποπτα – τα ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα χιλιετιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: