Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Η Εδραίωση των Πελατειακών Σχέσεων & του Λαικισμού


Η χρονιά-ορόσημο στην πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας είναι το 1974, 

όταν έπεσε η δικτατορία και η χώρα είχε για πρώτη φορά πολιτική σταθερότητα. Αυτές ήταν οι μέρες κατά τις οποίες οι τοπικές πολιτικές ελίτ έπρεπε να εδραιώσουν την εκλογική τους βάση. Σύντομα συνειδητοποίησαν ότι, σε μια χώρα που ήταν πολύ πληγωμένη από τα πολιτικά πάθη και είχε μόλις βγει από στρατιωτική χούντα, το κλειδί για την εξουσία ήταν η κοινωνική νομιμοποίηση μέσω ισχυρής λαϊκής υποστήριξης. Ήταν αυτό το συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο στα μέσα της δεκαετίας του ’70 που έθεσε τη βάση για να εδραιωθούν οι πελατειακές σχέσεις και ο λαϊκισμός που συνεχίζει να κυριαρχεί στην ελληνική πολιτική.

Η Μεταπολίτευση και η Αλλαγή
Ανέκαθεν το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα χαρακτηριζόταν από τη λατρεία των προσώπων και δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι το σύστημα που επικρατούσε στην χώρα για περισσότερα από 40 χρόνια πηγάζει στην ουσία απο την αντιπαράθεση δύο πολιτικών: του «εθνάρχη» Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου.
Η πρώτη εκλεγμένη κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974 προχώρησε σε μια σειρά εθνικοποιήσεων στον τραπεζικό τομέα, στις μεταφορές και τα ναυπηγεία, δημιουργώντας ένα διευρυμένο κράτος και θέτοντας έτσι τις βάσεις των πελατειακών σχέσεων μεταξύ εξουσίας και ψηφοφόρων. Η τάση αυτή διευρύνθηκε υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα το 1981 με την υπόσχεση να φέρει ριζοσπαστικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου υποσχέθηκε τη μεγάλη αλλαγή στην ελληνική κοινωνία και πολιτική και, για να το κάνει αυτό, παρουσίασε το σύνολο των πολιτικών του ως ένα «συμβόλαιο με το λαό».

Ο Παπανδρέου εκσυγχρόνισε την Ελλάδα, εισήγαγε φιλελεύθερους νόμους και δημιούργησε το κράτος πρόνοιας και την δωρεαν δημόσια εκπαίδευση. Αλλά οι οικονομικές πολιτικές του αποδείχτηκαν βραχύβιες. Το ΠΑΣΟΚ δημιούργησε έναν δημόσιο τομέα βασισμένο στις πελατειακές σχέσεις, δίνοντας δημόσια έργα σε φίλα προσκείμενα πρόσωπα και διορίζοντας μέλη του κόμματος σε θέσεις-κλειδιά σε πανεπιστήμια, δημόσια αξιώματα και τοπικά συμβούλια. Δημιούργησε έτσι μια νέα ελιτ της οποίας η επιβίωση και ο πλουτισμός εξαρτιόταν αποκλειστικά απο τις σχέσεις διαπλοκής με την εξουσία.
Καμία από τις πολιτικές ελίτ της χώρας, ανεξαρτήτως κομματικού προσδιορισμού, δεν προσπάθησε ποτέ να κάνει ανταγωνιστική την οικονομία, να ενισχύσει τις επενδύσεις και να εδραιώσει μια δίκαιη φορολογία. Αντ’ αυτού, όλες επέλεξαν το μονοπάτι του λαϊκισμού που τους εξασφάλιζε τη δύναμή τους. Ενώ χάριζαν δημόσια έργα και φτηνά δάνεια στις φιλικές τους επιχειρήσεις με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους, ενθάρρυναν τη χαμηλού επιπέδου διαφθορά μεταξύ των εκλογέων τους δημιουργώντας έτσι εξαρτήσεις που θα τους εξασφάλιζαν την επανεκλογή τους.
Αυτό το σύστημα απαιτούσε μια ισχυρή γραφειοκρατία για να είναι λειτουργικό, δημιουργώντας με τη σειρά του ορδές συμβούλων, στελεχών και ακαδημαϊκών που έλαβαν θέσεις επιρροής με βάση την πολιτική τους αφοσίωση και όχι τα προσόντα τους. Οι πολιτικοί ηγέτες και οι ολιγάρχες είδαν το κράτος όχι ως μέσο για την εφαρμογή δίκαιων και αποτελεσματικών κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών, αλλά ως εργαλείο για την επίτευξη των κομματικών στόχων, των πελατειακών σχέσεων και των καθαρά προσωπικών συμφερόντων.
Ας πρόσεχαν…
Στη δεκαετία του 1990, η Ελλάδα πέρασε μια περίοδο όπου κυριαρχούσε ένα αίσθημα πλαστής ευημερίας και φτηνού πλουτισμού. Το αίσθημα αυτό το ενίσχυαν και διόγκωναν τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης τα οποία είχαν πλέον περάσει στα χέρια μιας νεόπλουτης και απαίδευτης «ελίτ», την οποία είχαν δημιουργήσει αποκλειστικά οι πολιτικές σχέσεις των «αυτοδημιούργητων» -όπως πλασαρίζονταν στην κοινή γνώμη- ιδιοκτητών τους. Στην εποχή του ΠΑΣΟΚ και του τότε ηγέτη του Κώστα Σημίτη (1996-2004) η πολιτική διαφθορά γίνεται συστημική.
Το 1999-2000 συνέβη η μεγαλύτερη και βιαιότερη αναδιανομή πλούτου προς τα πάνω στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, όταν κατά τη διάρκεια της «φούσκας» στο Χρηματιστήριο Αθηνών εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίοι επενδυτές έχασαν ολόκληρες περιουσίες οι οποίες στην ουσία πέρασαν στα χέρια κομματικών στελεχών, μεγαλοδημοσιογράφων, καναλαρχών και κάθε είδους επιτήδειου αρπακτικού που είχε τις καταληλλες πολιτικές διασυνδέσεις. Την περίοδο εκείνη (2000-2003) τα ασφαλιστικά ταμεία έχασαν πάνω από το 65% του κεφαλαίου τους (σχεδόν 3.000.000.000 σημερινά ευρώ) όταν τα αρπακτικά δεν δίστασαν να διοχετεύσουν ακόμα και τα αποθεματικά των ταμείων στην καταρρέουσα χρηματιστηριακή αγορά. Για όλα αυτά δεν οδηγήθηκε ποτέ κανείς στην δικαιοσύνη και το 2013, οι τελευταίοι κατηγορούμενοι στην υπόθεση αθωώθηκαν με το σκεπτικό ότι δεν ήταν δυνατόν να αποδειχθεί η απάτη.
Απο τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έως το 2009, οι δωροδοκίες της γερμανικής πολυεθνικής Siemens σε κυβερνητικούς αξιωματούχους και πολιτικά πρόσωπα, τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ, κόστισε στη χώρα, σύμφωνα με το πόρισμα της Βουλής, περισσότερα από δύο δισεκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο, η υπόθεση διευθετήθηκε με μια αποζημίωση ύψους 270 εκατομμυρίων ευρώ για την ελληνική κυβέρνηση, εκ των οποίων τα 100 εκατομμύρια έπρεπε να καταβληθούν με τη μορφή επενδύσεων. Το 2000, η τότε ελληνική κυβέρνηση υπογράφει συμφωνία με την Howaldtswerke – DeutscheWerft (HDW) και την Ferrostaal για τρία νέα υποβρύχια τύπου U-214 με δυνατότητα αγοράς ενός ακόμα. Το συμβόλαιο των 1,26 δισεκατομμυρίων ευρώ, γνωστό ως «σκάνδαλο των υποβρυχίων», κατέστη εφικτό με 100 εκατ. ευρώ δωροδοκία προς τους Έλληνες αξιωματούχους του υπουργείου Άμυνας και τους διάφορους συμβούλους που εμπλέκονταν στις διαπραγματεύσεις.
Αν και τα παραπάνω σκάνδαλα αφορούν μόνο ελάχιστες πολύ γνωστές περιπτώσεις, ο μόναδικός υπεύθυνος της οικονομικής καταστροφής της χώρας συνεχίζει να θεωρείται ο πολίτης που αγόρασε την τυρόπιτα χωρίς απόδειξη…
Λεφτά υπάρχουν…
Όταν η Ελλάδα υιοθέτησε το ευρώ το 2001, το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος διογκώθηκε. Ο δανεισμός αυξήθηκε κατά μέσο όρο στο 10,2% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με το κατά μέσο όρο 4,1% του ΑΕΠ ετησίως, κατά τη δεκαετία του 1990. Το ευρώ έφερε την ψευδαίσθηση της ευημερίας στην Ελλάδα, αλλά πίσω από τα υψηλά ποσοστά του ΑΕΠ, η χώρα συνέχισε τις ίδιες αναποτελεσματικές οικονομικές πολιτικές που υπήρχαν από τη δεκαετία του 1970. Οι οικονομολόγοι εξηγούν ότι η δομική ανισότητα της ισχύος του ευρώ οδήγησε σε εμπορικό έλλειμμα στην περιφέρεια της ευρωζώνης και σε εμπορικό πλεόνασμα στον πυρήνα. Η Ελλάδα μπορούσε να τροφοδοτεί την ανάπτυξη μόνο με περισσότερο δανεισμό. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 η ανάπτυξη της Ελλάδας αξιολογήθηκε θετικά από τους εταίρους και τους οικονομολόγους ενώ η Αθήνα είχε ήδη επιλεγεί ως η διοργανώτρια πόλη για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004…
Το 2009, το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου αναλαμβάνει την εξουσία και δηλώνει ότι «λεφτά υπάρχουν» και ότι η κυβέρνησή θα βρει χρήματα για «τον απλό λαό». Ο Γιώργος Παπανδρέου ήθελε να έρθει σε ρήξη με τη βαριά κληρονομιά του πατέρα του Ανδρέα, αλλά στην εμμονή του να αλλάξει την Ελλάδα, παρέδωσε τη χώρα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Δέχτηκε σχεδόν αδιαμαρτύρητα κάθε όρο που του επιβληθηκε απο την ΕΕ και το ΔΝΤ ώστε να πάρει το πρώτο πακέτο «διάσωσης» (αξίας 110 δισεκατομμυρίων ευρώ) ενώ παράλληλα προσπαθούσε να πείσει τον ελληνικό λαό ότι έπρεπε να δείξει υπομονή και «πατριωτικό καθήκον», καθώς η κρίση θα τελείωνε στα μέσα του 2011. Για άλλη μια φορά τα μέσα ενημέρωσης ήταν οι πιο πιστοί προπαγανδιστές αυτής της στρεβλης πραγματικότητας.
Επτά χρόνια αργότερα και η ελληνική τραγωδία ακόμα εξελίσσεται…
Τα όνειρα παίρνουν εκδίκηση…
Τον Ιανουάριο του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει τις εκλογές και διαδέχεται τον Αντώνη Σαμαρά μέσα σε ένα γενικό κλίμα ευφορίας και ελπίδας ότι ο κύκλος των μνημονίων θα κλείσει. Ο Σύριζα υπόσχεται να αντιταχθεί στις πολιτικές λιτότητας που απαιτούσαν οι δανειστές της Ελλάδας και να «καταργήσει τα μνημόνια με ένα νόμο». Δεν χρειάζεται να γράψει κανείς πολλά για εκείνη την φορτισμένη περίοδο των διαπραγματεύσεων και του δημοψηφίσματος. Είναι άλλωστε ακόμα νωπά και χαραγμένα στη μνήμη όλων μας καθώς οι συνέπειες των αποφάσεων που πάρθηκαν ή δεν πάρθηκαν θα βαραίνουν την χώρα για πολλές γενιές ακόμα. Μέσα σε ένα βρώμικο πολιτικό παρασκήνιο εκβιασμών και απειλών, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό, η νέα κυβέρνηση αντί να δώσει τέλος στην λιτότητα επέβαλλε ένα ακόμα πιο δρακόντειο πρόγραμμα φτωχοποίησης του λαού της.
Οι ελπίδες για ελάφρυνσή του δυσβάχτατου ελληνικού χρέους υπήρξε το δόλωμα όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων που διαδέχονταν την εξουσία απο το πρώτο πακέτο διάσωσης και έπειτα. Λιτότητα στη λιτότητα και υποσχέσεις ελάφρυνσης που οι τεχνοκράτες της ΕΕ ξέρουν ότι δεν θα υλοποιήσουν ποτέ: Ας θυμηθούμε κάποιες ημερομηνίες. Στις 27 Νοεμβρίου 2012, το Eurogroup συμφώνησε σε ελάφρυνση του χρέους στην Ελλάδα μόλις πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα. Παρά τη δέσμευση αυτή και παρόλο που η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα το 2013, ένα χρόνο πιο νωρίς από ότι είχε προγραμματιστεί αρχικά, δεν προτάθηκε κάνενα μέτρο ελάφρυνσης απο τους δανειστές. Οι εταίροι μας ανακοίνωσαν στην τότε κυβέρνηση Σαμαρά ότι θα πρέπει να περιμένει μέχρι τον Μάρτιο του 2014, στη συνέχεια να περιμένει μέχρι τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Μάιο. Επειτα της ζητήθηκε να περιμένει μέχρι την ολοκλήρωση της αξιολόγησης των πιστωτών που θα ξεκινούσε τον Σεπτέμβριο του 2015.
Δύο χρόνια μετά και η νέα ελληνική κυβέρνηση περιμένει την περίφημη ελάφρυνση που ως δια μαγείας θα σβήσει όλη την καταστροφή των τελευταίων επτά χρόνων μόλις η χώρα βγει στις αγορές. Και μέχρι να συμβεί αυτό οι πολιτικές της φτώχειας, οι περικοπές μισθών, η δυσβάχτατη φορολογία των μικρομεσαίων στρωμάτων, οι απολύσεις και η διάλυση του κοινωνικού κράτους έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους στον κοινωνικό ιστό της χώρας. Τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν ήδη χάσει τη μισή τους αγοραστική δύναμη απο το 2009 και το 40% των Ελλήνων ζει σε συνθήκες φτώχειας όπου αδυνατεί να πληρώσει δάνεια, λογαριασμούς, θέρμανση, ακόμα και ποιοτικό φαγητό.
Και ενώ υπάρχει ξεκάθαρη εναντίωση στη λιτότητα, δεν υπάρχει πλέον προοπτική και ένα πολιτικό κίνημα να την εκφράσει. Ο έλληνας πολίτης παραμένει απαθής θεατής όταν η ζωή του πωλείται στα πανάκριβα γραφεία των Βρυξελλών και της Ουασινγκτον.
Μέχρι πότε;
Σαράντα χρόνια (πολιτικής) μοναξιάς
Ιούνιος 24, 2017,   της Φραγκίσκας Μεγαλούδη

Δεν υπάρχουν σχόλια: