Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

Ο ΚΑΠΤΑΙΝ ΣΤΡΑΒΟΞΥΛΟΣ.ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΛΥΡΑ ΕΚΠΑΔΕΥΤΙΚΟΥ
Για το 40ήμερο μνημόσυνο σήμερα του Θόδωρου Γεωργακόπουλου, ο οποίος μας έφυγε ξαφνικά, αλλά μας άφησε το έργο του, το οποίο και αναρτούμε στη μνήμη του. Μας βλέπει από ψηλά και χαίρεται.
Ο καπετάνιος τον κοίταξε με σιχασιά, έτοιμος να ξεράσει! Στο τέλος σηκώθηκε με φόρα:
Τον βλέπετε; λέει στους άλλους. Να γιατί δεν είδε προκοπή ο τόπος!! Αναμεράτε να περάσω!!!
Βγήκε βαρυπατώντας και τράβηξε μες στα σοκάκια. Πήγε…πήγε και ύστερα κοντοστάθηκε. Κάτι τον πείραζε από ώρα. Δεν ξέρει πώς…μα του κόλλησε η υποψία πώς, μπορεί και να μην ήταν αλήθεια και να του φάνηκε, μα…να, καθώς έβγαινε τού φάνηκε πώς γίνηκε κάτι που τον έκαψε!! Θάρρεψε πως την ώρα πόβγαιν’ απ’ τον καφενέ, τον κοίταζαν λιγουλάκι άφοβα και κάπως σαν περιπαιχτικά!!! Ο καπτα –Σπύρος το ήξερε. Άμα αρχίσει και γκρεμνά η αξία ενός ανθρώπου…γράψε αλίμονο!!! Δεν ξανασηκώνεται πια!!!!

ΘΟΔΩΡΟΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ
3ον Όλο του το άχτι έπεσε ξανά στον «μεγάλο» που τους πέταξε σα φρόκαλα όξω απ’ το γραφείο! «Δεν είστε στρατεύσιμοι» είπε. Ακούς; Και κρίνεσθε, είπε, ακατάλληλοι»!! Ένα άντερο εκεί ώμο! Ένας άκαπνος, ένα σαλιγγράρι!! Μα αυτός την άφηκε απόξω να βρωμοκοπήσ’ ο τόπος!! Εσύ βρε κρέας, θα μετρήσεις την παλικαριά του καθενού; Εσύ που σ’ έχει ακόμη η μάν’σου δεμέν’ απ’ τη βρακοζώνα της;!! «Είσθε, είπε, πώς το είπε; περι…περιήλικες»!! Δηλαδής, σαν να λέμε, γέροι, σάψαλα, αν το βγάζω σωστά. Και τι σκέση έχει η ελικία με την παλικαριά, μωρέ λέσι; Η ελικία, μωρέ σβουνιά, θα πολεμήσει ή η καρδιά;!! Εμένα, μωρέ κατουρλοκάνατο, έτσι μ’ αρέσει, κέφι μου είναι, να σκοτωθώ, εσύ τι μπαίνεις στη μέση και μ’ αμποδάς; Αυτά έλεγε και ξανάλεγε, από μέσα του, τραβώντας για το σπίτι! Εκεί τον περίμενε η γριά μάνα του με τη γλύκα στα χείλη και τον πόνο στην καρδιά! Γιατί να μείνει άκληρος; Γιατί ν’ αφήκει να τον πάρουν τα χρόνια από κάτου, να μην παντρευτεί κι αυτός σαν άντρας και τι άντρας!! Και τώρα πού θα τον αφήκει σαν κλείσει τα μάτια της;!!Γρίνιες γνωστές απ’ όλες τις μανάδες για όλους τους γιούς που μένουν «άκληροι». Πήγε και σήμερα κάτι να του πει, μα κείνος μούγγρισε κι έφυγε! Δεν τον χωρούσε και το σπίτι!! Ξαναγύρισε στο «Μαρικάκι»!! Τίποτα!!Και κείνο του φάνηκε μικρό σαν κιβούρι! Πού να πάει; Στην αγορά ντρεπόταν! Πώς να γκιζερίσει στη μέση του χωριού μ’ αυτή τη «ροχάλα» στο κούτελο; «Ακατάλληλος» λέει! Αχ μαγάρα!! «Ακατάλληλος» μπρέ! Ποιος μωρέ; Ο καπτα – Σπύρος! Ο Στραβόξυλος, το «καπλάνι του νησιού»!!
Αργά το βράδυ βαρύς, ζαβλακωμένος, πήγε στο σπίτι να γύρει λιγάκι!! Μα πού να βρεθεί ο ύπνος; Λάγανα κι αγκάθια είχε το μαξιλάρι του. Ξεπόρτισε πρωϊνός! Ήθελε να δει με τα ίδια του τα μάτια, με τι μύτη θα τον μύριζε το χωριό!! Μα η πρώτη μύτη που αντάμωσε, ήταν του γαϊδάρου του Λιάκουρα!! Το κακόμοιρο το ζώο τον κοίταξε με τέτοια φιλοσοφική λύπηση, που ο Στραβόξυλος ανακατώθηκε!!! Του ’ρθε, για πρώτη φορά στη ζωή του, να βρίσει το ζώο… Να τα χαλάσει, δηλαδή, με το μόνο απ’ τα πλάσματα του Θεού που ως τώρα σεβότανε!! Ας είναι. Ας δώσουμε τόπο στην οργή!! Έβρισε μόνο πατόκορφα τον Λιάκουρα που δεν έδωσε στο ζο του «ανατροφή» και προχώρησε κατά τον καφενέ! Ο Ματραπάς, χωμένος πίσω απ’ το τεζάχι του, καταγινόταν με τα φλυτζανοπότηρά του!! Ούτε «καλημέρες», ούτε σκυψίματα, ούτε γαλιφιές, ούτε τίποτα!!
Βρέ σύ! του φώναξε αγριεμένος ο Στραβόξυλος.
Ο Ματραπάς έβγαλε ένα μούτρο κρύο σα μπούζι.
  Βρέ σύ! κανάκαν’ ο Στραβόξυλος.
Α…εσύ είσαι; έκανε κρύα – κρύα ο Ματραπάς! Δε σε πρόσεξα!!
Ο καπετάνιος κόπηκε σαν να τον περίχυσαν με χυτό μολύβι!! Έκανε να τον κάψει με καμιά απ’ τις βρισιές που δεν αντέχονται, μα μετάνοιωσε!!
Δεν μου λες…του λέει! Δεν πέρασε από δω;
Ποιος; ρωτά ο Ματραπάς.
Η ράφτρα σου ες! Σε γύρευε απ’ το πρωί για να σου πάρει μέτρα για το φουστάνι σου!! Και δεν την άφηκε εγώ! Να, τέτοιες μποσικάδες κάνω! Τσακίσου γρήγορα, φτιάξε τον καφέ μου!! Αλλά στάσου. Μην τον φέρνεις. Πλερώσου και χύσ’τον!! Εγώ πίνω σέβας, ρε!! Άκουσες; Σέβας. Άει στο διάολο τώρα!! Κλώτσησε μιά καρέκλα, βρόντηξε την πόρτα και βγήκε. Πιο κάτω αντάμωσε τον Κολιοπάνο. «Αν μου κάνει τα ίδια καμώματα τούτον θα τον σκαμπιλίσω» είπε από μέσα του!! Δε χρειάστηκε! Ο Κολιοπάνος ζύγωσε με το σέβας του και την ταπεινή του «καλημέρα» στα χείλη!!
Καλημέρα…μούγγρισε ο καπετάνιος. Τι καιρός φυσάει;
Δεν ξέρω. Δεν τον καρατάρησα!
Τον καρατάρησα εγώ. Φυσάει ο αγέρας της ατιμίας και της ρουφιανιάς!!!
Αχ…έχεις δίκιο καπετάνιο, αναστέναξε ο Κολιοπάνος. Δίκιο έχεις μεγάλο!!! Μα δεν είν’ κανείς να στο δώκει.!!!
Είπες τώρα μιά μπαρούφα. Δίνεται το δίκιο βρε; Το δίκιο παίρνεται!!!
Καλά…καλά… Ξέρεις εσύ!! Άει η ώρα η καλή.
Στάσου. Για κείνο τον πόλεμο που είπες. Για το δικό μας πόλεμο, λέω!!
Τι κάθεσαι τώρα και θυμάσαι όλες τις μποσκάδες μου μωρέ καπετάνιο;
Χμ…Αυτό σκέφτομαι. Ότι μπορεί και να μην ήταν και τόσο μεγάλη μποσκάδα!! Άει τώρα, τσακίσου. Γειά σου!!
Προχώρησε κατά την πλατέα. Είδε και άλλα μούτρα! Αλλά κανένα δεν ήταν ταπεινό σαν τον Κολιοπάνο!! Όλοι αλάργευαν, κρύβονταν!! Άχ, πάει η υπόληψή του γκρέμισε, γίνηκε μικρά – μικρά κομματάκια!! Και τούτο το κακό τού το ’κανε ο «μεγάλος»!! Κείνοι θάρρευαν πως μόλις άκουαν τ’ όνομα του Στραβόξυλου θα ’σκυβαν να τον προσκυνήσουν όλοι!! Και αυτοί τον πέταξαν όξω απ’ την πόρτα!! Άχ, τώρα μετάνιωσε πικρά που δεν άρπαξε κείνον τον «μεγάλο» απ’ το γιακά να τον φέρει καναδυό σβουριξιές!! Μπορεί και να τον φυλάκωναν! Αλλά θα έδειχνε στους συγχωριανούς του ότι δεν παίζουν εύκολα με το «καπλάνι του νησιού»!!!
Τώρα… τα ’χασε όλα και πορπατάει στο δρόμο σα «μπουρντισμένο» άτι που κανείς δεν παραμερίζει στο διάβα του!! Και καλά αυτός. Αυτός έπαθε ό,τι έπαθε!! Έφαε τη ρομπατσίνα του και καθ’σε στην άκρη!! Η Πατρίδα όμως; Η Πατρίδα που παλεύει και ματώνεται;!!! Άχ, και να μη μπορεί να της δώκει ένα χεράκι!!! Γιατί, ναι, τον κάνανε δικό τους τον πόλεμο και σένα σε διώχνουν!! «Φεύγα σου λένε, δεν έχουμε ανάγκη απ’ τη βοήθειά σου»!! Σκάς αυγό για χύνεσαι; Χτήμα σας, βρε, είναι η Πατρίδα; Εμείς, μωρέ φρόκαλα, για να ξέρετε μητρός τεν και πατρός τεν, αχ, άτιμα γράμματα!! Πού ’σαι δάσκαλε; Που ’σαι κίσσα με το «γλυκύν το γάλα τής μητρός και γλυκύν η κλίνη τής γυναικός, γλυκυτέρα όμως πάντων η πατρίς»!! Και αυτοί μάς  φκναρίζουν σα φρόκαλα!! Φουκαριάρα Πατρίδα!!! Σε ποία κίντυνα βρίσκεσαι κι αυτήνοι παίζουν, οι καταραμένοι!!! Παίζουν!!! Κρίμα, βρε Κολιοπάνο!! Συμπάθα με που σ’ αποπήρα!! Ναι, θα κάνουμε τον δικό μας πόλεμο!!! Γιατί όχι; Κείνοι γιατί τον κάνανε τον πόλεμο δικό τους; Βρε συ! Ο ’Δυσσέας κι ο Γιώργης Καραϊσκάκης, ή ο Γέρος του Μωριά, καρτέραγαν τους χαρτογιακάδες να τους δώκουν την άδεια;!!! Άμ, αν ήταν έτσι…αντίο Παλιγγενεσία!!! Ποιος βρε κατουρλοκάνατο!! εξέτασε την ηλικία του Παπαφλέσσα;!!! Ποιος κοίταξε στα δόντια το Μαρκομπότσαρη για να ειδεί αν κόβουνε καλά;!! Με τα δόντια, μωρέ, παίρνουν τα κεφάλια ή με το σπαθί; Φτού σας, γεβεντισμένοι!!! Βρε σείς!! Άμα το γαίμα βράζει θα ’φήκω γω την ελικία να μου πει «καρτέρα»; Και πώς μπορείς εσύ, μωρέ λέσι, εσύ που δεν θέλεις να σκοτωθείς, να πεις στον άλλον που θέλει να σκοτωθεί «στάσου»;!! Μπορείς, μωρέ άκαπνε εσύ, να πεις στο λεβέντη «καρτέρα λεβέντη μου να θυμώσω για να πας να σκοτωθείς;»!!! Τι θαρρείς πώς είν’ ο θυμός; Βρέ; Άμ, αν καρτέραε το παλικάρι να του δανείσουν το θυμό τους κείνοι που δεν θυμώνουν, τότε φέξε μου και γλιστρησα!!! Άει στο διάολο!!! Σαπιοκοιλιές!!! Συχώριο μωρέ Κολιοπάνο! Σώπα! Έχε μόνο καρδιά!! Σώπα και θα τον κάνουμε τον πόλεμό μας!!
Πήγε και χώθηκε πάλι μες στο «Μαρικάκι» κι άρχισε να σκέπτεται, βαριά, ως τη νύχτα. Τίποτα! Η δουλειά αυτή δεν έπαιρνε αργοπόρεμα!! Πάει, τέλεψε!! Ταο κοπρόσκυλο, αυτός ο Μουσουλίμης, έπρεπε να λάβει το μάθημά του!!! Ο καπτα – Σπύρος Στραβόξυλος, θαλασσινός από τότες πού γίνηκε η θάλασσα αρμυρή, θα του το ’δινε αυτοπροσώπως!!! Μόνο μιά δυσκολία ήταν στη μέση: Πού θα τον έβρισκε; Σίγουρα! Ο δασκαλάκος με τ’ ακαταλαβίστικα λόγια και το σφηνάκι στο πηγούνι θα ήξερε πού βρίσκεται αυτός ο σκύλος του διαβόλου!!! Στάσου, μωρή Μουσουλίμα, και θα τα βρούμε μείς οι δυό!!!
Έδεσε το «Μαρικάκι» και πήδηξε στη στεριά! Δυό δρασκελιές ήταν το δασκαλόσπιτο!! Χτύπησε. Ένα δειλό βηχαλάκι του αποκρίθηκε από μέσα. Ύστερα άναψε ένα σπίρτο κι η σφηνίτσα ξεμύτισε απ’ τη χαραμάδα της πόρτας!!!
        Εγώ είμαι δάσκαλε. Συμπάθα με, είπε ταπεινά ο Στραβόξυλος!
        Χαίρε…Το τρέχει κύριε πλοίαρχε;
        Συμπάθα με…ξανάπε ο Στραβόξυλος πού ζαλίστηκε λιγάκι με το «πλοίαρχε»!
        Συμπαθημένος έσο!! Μα τι τρέχει; Και εν πρώτοις κόπιασε!
        Δάσκαλε…άρχισ’ ο Στραβόξυλος δυσκολεμένος. Τρία πράγματα μόνο θα ρωτήσω. Πρώτο: Ο καπτά – Κωσταντής που μας έλεγες…ήταν άνθρωπος ζωντανός, ή μόνο χαρτονένιος στον τοίχο;
        Θεέ και Κύριε!! Ο Κανάρης ο Πυρπολητής ή «Μπουρλοτιέρης» επί τω απλούστερον;
        Ναίσκε.
        Και αμφιβάλλεις;
        Τον είδες με τα μάτια σου ή μας τάιζες λόγια; Γιατί εγώ άμα δε δω, δεν πιστεύω! Είναι μακριά το σπίτι του;
        Πολύ. Στον άλλο κόσμο!! Αλλά το κατόρθωμά του είναι ζωντανόν. Έχουμε γραφές.
        Άσ’τα βιβλία! Εγώ ρωτάω εσένα και συ με στέλνεις στα βιβλία! Δε με βολεύουννε αυτά!!!
        Τότε ματαίως με ρωτάς!! Δεν μπορώ να σου κάνω τίποτα! Ο Κανάρης ήρθε και έφυγε από τον κόσμο πριν ακόμη εγώ γεννηθώ!!!
        Μα είναι θετικό; Το έκανε; Την τίναξε την αρμάδα;
        Όπως σε βλέπω και με βλέπεις!!!!
4ον
        Και ήταν μονάχος του; Ολομόναχος;
        Όχι. Είχε και κωπηλάτην!
        Και…λαμπάδιασε, λέει ο γιαλός!!
        Ακριβώς. Καιροί…καιροί…Πάει, σήμερονπιά δεν υπάρχουν τέτοιοι ήρωες!! Λειψανδρία, παιδί μου! Λειψανδρία!!
        Μωρέ ας ξέραμε μεις πού βρίσκεται τούτη τη στιγμή η αρμάδα της Μουσουλίμας και σου ’λεγα γω «λειψανία» και κουραφέξαλα!!!
        Μάταιον, γιέ μου! Τα πλοία σήμερον είναι σιδερόφρακτα και δεν τα πιάνουν τα μπουρλότα!!!
        Ούτε και την καπιτάνα;!!
        Ένας λόγος περισσότερον, αν και δε λέγεται πλέον έτσι. Ναυαρχίδα τη λένε.
        Σαν δεν ντρέπονται. Και τι έχει, τέλος πάντων, αυτή η…φτού! Αυτή η αρχ…και δεν την πιάνει μπουρλότο;!!
        Βαρείαν θωράκισην.
        Δε μ’ ευχαρίστησες, δάσκαλε. Όχι. Καθόλου! Αν μπόραες ταυλάϊστο να μου ζωγραφίσεις πού βρίσκεται η αρμάδα!! Μπορείς;
        Η αρμάδα ευρίσκεται εις το αγκυροβόλιόν της, δηλαδή στο Ναύσταθμόν της!
        Έτσι έ; Και είναι μακριά αυτές οι πολιτείες;!!
        Ουδόλως είναι πολιτείες! Και λυπούμαι διά τα έτη που έχασες στο σχολείον!!
        Πολλά τα έτη. Ποια έτη, μωρέ δάσκαλε; Δε θυμάμαι που μ’ έκοψε η μάνα μου απάνω στην  αλφαβήτα;
        Έστω. Έπρεπε να ηξεύρεις τι εστίν Ναύσταθμος! Ναύσταθμος λοιπόν εστίν πολεμικός λιμήν! Και ευρίσκεται εις τον Τάραντον της Ιταλίας. Μέρος όμως των πλοίων τώρα ναυλουχούσιν εις την Αυλώνα!!
        Είναι μακριά αυτή η…άϊντε ας μη πω καμιά κουβέντα!! Λέγε ντέ!!
        Απέναντι της Κέρκυρας. Ιδού!
Πήγε σ’ ένα χάρτη κι έδειξε με το δαχτυλάκι του! Του καπτα – Σπύρου τότε του ’ρθε μια ιδέα.
        Δε μου λες δάσκαλε, λέει στο γενάκι. Μού δίνεις αυτή τη χάρτα;
        Γιατί; Τι την θέλεις;
        Χμ…τίποτις. Τρελάθηκα και θέλω να μάθω γράμματα!!
        Δεινά τεκταίνεσε…Σε οσφραίνομαι. Πλήν, δεν θα σου αρνηθώ! Ιδού!!!
        Πάτα μόνο μια μολυβιά εκεί που είναι η…πέστο καλύτερα εσύ γιατί δε θέλω να ξαναβλαστημήσω!!
        Η Αυλών…Διατί να βλαστημήσεις; Δεν υπάρχει ουδέν το διφορούμενον!
        Αυτό λές εσύ; Ας είναι. Κοίτα, δάσκαλε, μη σου φύγει καμιά κουβέντα ε;
        Γιατί; Μήπως σκοπεύεις να…Πλοίαρχε!! Ένα πράγμα σου λέγω: Η εποχή του Κανάρη παρήλθεν ανεπιστρεπτί!! Γελοίον πράγμα οι Δονκιχωτισμοί! Μην αντιγράφεις ποτέ την παλαιάν δόξαν! Φτιάξε νέαν, ελθέ πρώτος!! Όπως ο Κανάρης με το μπουρλότον…Όπως ο Καλλίνικος με το «υγρό πυρ|! Όπως…
        Στάσου!! Πώς τον είπες αυτόν;
        Καλλίνικον. Μετέβαλε την θάλασσαν εις φλεγόμενον υγρόν. Δηλαδή έκαιε την θάλασσαν! Έρριπτεν εντός αυτής ένα, εύφλεκτον υγρόν!!!
        Αχ, μωρέ δάσκαλε, έκανε στεναχωρημένος ο καπτα – Σπύρος. Πολλά πράγματα ξέρεις!! Αν ήξερες και να τα ’λεγες!!! 
Ο δάσκαλος ξύνισε τη μυτίτσα του.
        Θα πάρεις επιτέλους τον χάρτην; του λέι ψυχρά! Δεν σε κρατώ άλλο!
Ο καπτα – Σπύρος πήρε το ρουλό κι έφυγε. «Κι αυτουνού δεν του γέμισα το μάτι, είπε!! Μα τι διάολο; Τόσο πολύ πιά γκρέμισα; Ας είναι! Θα πάω στον Κολιοπάνο!! Κι αν μου κάνει και κείνος τα ίδια, θα τον καπελώσω και θα φύγω! Καλό αυτό! Όμως ύστερα ποιον θα ’χω για να μιλάω; Θα με φάει η μουγγαμάρα! Στ’ ανάθεμα!! Οι γραμματιζούμενοι έχουν βρει ένα κολάϊ. Έχουν ένα πράμα που το λένε «συνείθηση» και κάθονται και στήνουν κουβέντα μαζί της!!! Αν ήξερα γράμματα θα κουβέντιαζα τώρα μαζί της και δε θα είχα κανέναν ανάγκη!! Αλλά, που να πάρει ο διάολος, δεν ξέρω! Γι’ ατό θα κάνω ένα κουβεντολόι απ’ αυτά που κάνουν οι αγράμματοι!! Θα κάνω το μυαλό μου δυό κομμάτια και θα τα βάλω να κουβεντιάζουν!!! Κι άμα μαλώνουνε θα μπαίνω στη μέση και θα τα χωρίζω!!! Όμως μιάς κι έχω τον Κολλιοπάνο γιατί να στήνω κουβέντα με τον εαυτό μου; Για να με πάρουνε για τρελό; Φτάνει που με πήραν για «κιοτή».!!!
Το Κολιοπανέϊκο ήταν κοντά. Δυό δρασκελιές! Ζύγωσε και χτύπησε. Κάποιος σαματάς ακούστ’ από μέσα. Κατόπι ένα αναμαλλιασμένο κεφάλι ήρτε στο τζάμι και παραμέρισε την κουρτίνα!!
Ο Στραβόξυλος του ’κανε νόημα να βρεί!!
         Τι τρέχει; Έκανε με τα χέρια ο Κολιοπάνος!!
         Η μύτη σου. Τσακίσου γλήγορα και έβγα!! Ακόμα κάθεσαι;
         Καλά τώρα. Γίνηκε!!
Έτσι, ναι. «Γίνηκε». Αυτός του άρεσε. Του απόμεινε δικός του, πιστός!! Σέβας μωρέ! Και τον απόπαιρνε τον κακομοίρη!! Άς είναι. Τα λάθη τα κάνουν οι άνθρωποι!!! Και πάλι όμως οι άνθρωποι τα διορθώνουν!!
           Έτοιμος Κολιοπάνο;
Ο γεμιτζής ήρτε κοντά του και τον καλησπέρισε ανήσυχος!!
          Στάθηκε τίποτα καπετάνιο; ρώτησε ταπεινά!
Ο Στραβόξυλος τον κοίταξε με σιχασιά.
          Για κοίτα τον εκεί…Η νύφη!! Κι έχει κάτι μούτρα. Σαν να μη έτρεξε τίποτα!!
          Μα…έτρεξε κατιτίς;
          Την ντροπή, μωρέ! Τη ντροπή που μας κάνανε στη χώρα πάει, την κατάπιαμε κι ησυχάσαμε; Φτού!!
Έφτυσε κι άναψε τσιγάρο. Απ’ τη μεριά του φεγγαριού κατέβαιναν κάτι ταραγμένα σύννεφα!! Χειμώνιαζε! Ο Κολιοπάνος μίλησε σοβαρά:
           Αν θέλεις να ξέρεις καπετάνιο, δεν ησύχασα. Δεν την κατάπια και δεν ησύχασα. Με καίει σαν ακουαφόρτι!!
 Κολιοπάνο! Αν δεν βρεθεί ένας τρόπος να ξεπλύνουμε τη ροχάλα που μας πέταξαν κατάμουτρα…εγώ…να το ξέρεις!
Τι μπορούμε να κάνουμε; Αυτοί, τους είδες, στον πόλεμό τους δε μας παίρνουνε!! Δικό μας πάλι να φτιάξουνε δεν κάνει!!!
Γιατί δεν κάνει;
Έτσι δε μου ’πες; Εγώ σου ’πα να κάνουμε έναν πόλεμο δικό μας και συ μ’ αποπήρες!! Ύστερις…και να τον κάνουμε, ποιος άλλος θα ’ρτει;
 Άσ’τον άλλον. Εσύ έρχεσαι;
 Εμένα τι να με κάνεις; Είμ’ αλέστα απ’ την αρχή!!
Έ, εσένα θέλω!! Τους άλλους να τους βράσω!! Όμως, πρέπει να ξέρεις από τα τώρα ένα πράγμα. Ότι στον πόλεμό μας αυτόν που θα πάμε, μπορεί να χάσουμε τη ζωή μας!! Είσαι έτοιμος;
 Γίνηκε!!



                              
   
     
         
 


     

       

Δεν υπάρχουν σχόλια: