ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Ο κεντρικός παράγοντας που καθόρισε την επέμβαση των τριών ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων στην ελληνική σύγκρουση ήταν οι φιλοδοξίες της Ρωσίας να επεκταθεί στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας εις βάρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η συναισθηματική υποστήριξή της για τους συντρόφους-ορθόδοξους χριστιανούς Έλληνες, οι οποίοι είχαν επαναστατήσειεναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας το 1821. Αφού οι προθέσεις της Ρωσίας θεωρήθηκαν σημαντική γεωστρατηγική απειλή από τις άλλες δυνάμεις, και ειδικά από τη Μεγάλη Βρετανία, η βρετανική και αυστριακή διπλωματία στόχευαν στην παρεμπόδιση της ρωσικής επέμβασης, με την ελπίδα ότι η οθωμανική κυβέρνηση θα πετύχαινε την καταστολή της εξέγερσης. Αλλά το 1825, η ενθρόνιση του τσάρου Νικόλαου Α΄ στο ρωσικό θρόνο, σημάδεψε την υιοθέτηση μιας επιθετικότερης "ελληνικής" πολιτικής, υποχρέωσε τη Μεγάλη Βρετανία να επέμβει, με το φόβο ότι μια ασυγκράτητη Ρωσία θα αποσυνέθετε ολοκληρωτικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Γαλλία ένωσε τις άλλες δύο δυνάμεις προκειμένου να αποκατασταθεί ο ηγετικός ρόλος της στις ευρωπαϊκές υποθέσεις μετά από την ήττα της στους Ναπολεόντειους πολέμους. Οι κυβερνήσεις και των τριών δυνάμεων δέχονταν επίσης υπό την έντονη πίεση της εγχώριας κοινής γνώμη τους ώστε να ενισχυθούν οι Έλληνες, ειδικά μετά από την εισβολή της Πελοποννήσου, το 1825, από τον υποτελή στους Οθωμανούς Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου και τις αγριότητες του στρατού του σε βάρος του γηγενούς πληθυσμού.
Οι δυνάμεις συμφώνησαν με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1827), περί τα τέλη Ιουνίου, να αναγκάσουν την οθωμανική κυβέρνηση να παραχωρήσει αυτονομία στους Έλληνες και απέστειλαν ναυτικές μοίρες στην ανατολική Μεσόγειο για να επιβάλουν την πολιτική τους αλλά και να καταστείλουν την πειρατεία που έβλαπτε το βρετανικό εμπόριο στην Αν. Μεσόγειο. Η Ελληνική πλευρά με πράξη της 21 Ιουνίου (παλαιό ημερολόγιο) δέχθηκε αμέσως την συμφωνία αλλά ο Ιμπραήμ, που στο μεταξύ ήλεγχε σχεδόν όλη την Πελοπόννησο, ζήτησε προθεσμία έως ότου λάβει εντολές από την Αίγυπτο και την Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος υποσχέθηκε ότι ο στόλος του δεν θα εξέλθη από την Πύλο πριν έλθουν οι διαταγές που περιμένει.
Διοικητής του συμμαχικού στόλου ανέλαβε ο αντιναύαρχος Εδουάρδος Κόδριγκτον (Sir Edward Codrington) ο οποίος από το 1826 είχε τοποθετηθεί ως ανώτατος διοικητής του βρετανικού στόλου της Μεσογείου.
Την 6η Σεπτεμβρίου (παλαιό ημερολόγιο) συνέβη ναυτικό επεισόδιο μεταξύ βρετανικών και τουρκοαιγυπτιακών πλοίων στα παράλια της Παρνασσίδας (εκεί όπου πολλά χρόνια αργότερα δημιουργήθηκε η κωμόπολη της Ιτέας και συγκεκριμένα στην τότε θέση Σκάλα Σαλώνων), όπου το ατμόπλοιο "Καρτερία" με κυβερνήτη το Φρανκ Χέιστινγκς κατέστρεψε 6 μικρά τουρκικά σκάφη και ένα αλγερινό. Μετά από αυτό, την 19 Σεπτεμβρίου, σημαντική μοίρα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου παραβίασε την υπόσχεση και απέπλευσε από την Πύλο για να τιμωρήσει τα βρετανικά πλοία. Ο ναύαρχος Κόδριγκτον ορμώμενος από τη Ζάκυνθο με δύο μόνο πλοία (μέρος του στόλου του είχε σταλεί στη Μάλτα για επισκευές) ανάγκασε την τουρκοαιγυπτιακή μοίρα να επιστρέψει στο λιμάνι αλλά ο Ιμπραήμ έστειλε στρατό στην ξηρά όπου προέβη σε εμπρησμούς και καταστροφές των καλλιεργειών ως αντίποινα. Ο καπετάνιος Χάμιλτον που αποβιβάστηκε στη ξηρά μαζί με Ρώσο αξιωματικό, σε αναφορά του προς τον Κόδριγκτον ανέφερε ότι πυκνοί καπνοί αναδύονταν, και γυναίκες και παιδιά πέθαιναν από την πείνα μή έχοντας για τροφή τίποτα περισσότερο από χόρτα. Κάποιοι είχαν βρει καταφύγιο στα βουνά όπου ο Χάμιλτον υποσχέθηκε να στείλει λίγο ψωμί. Κατέληγε με την εκτίμηση ότι "αν ο Ιμπραήμ παραμείνει στην Ελλάδα, περισσότερο από το ένα τρίτο των κατοίκων θα λιμοκτονήσει". Μετά από αυτή την αναφορά οι τρεις ναύαρχοι έστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας προς τον Ιμπραήμ, αλλά έλαβαν την απάντηση ότι αυτός ήταν άφαντος.
Οι τρεις επικεφαλής, αντιναύρχος Κόδριγκτον, υποναύαρχος Δεριγνύ (ιππότης De Rigny) και υποναύαρχος Χέιδεν την 18η Οκτωβρίου (νέο ημ/γιο) έκριναν ότι δεν πρέπει να παραμείνουν θεατές των βιαιοπραγιών των Οθωμανών. Προηγουμένως ο Στράτφορντ Κάνιγκ είχε δώσει στον Κόδριγκτον την δική του ερμηνεία της Συνθήκης του Λονδίνου: "Αν δεν εισακουσθεί ο λόγος σας, μεταχειριστείτε τα πυροβόλα".
Μετά από αυτό οι ναύαρχοι συμφώνησαν ότι ο Ιμπραήμ παραβιάζει τις συμφωνίες και απαίτησαν από αυτόν να αποπλεύσουν τα πλοία του προς Αίγυπτο ή Κωνσταντινούπολη αλλιώς θα του επιτεθούν. Ο συμμαχικός στόλος εισήλθε στην Πύλο την 8/20 Οκτωβρίου και άρχισε να παίρνει θέσεις μάχης. Ο Κόδριγκτον, πάνω στο πλοίο του "Ασία" (84 πυροβόλα), έλαβε μήνυμα ότι "ο Ιμπραήμ δεν είχε δόσει την άδεια για να εισέλθει ο συμμαχικός στόλος στο λιμάνι", στο οποίο απάντησε ότι "δεν ήλθε για να λάβει διαταγές αλλά για να δώσει" και ότι "αν ριχτεί πυροβολισμός κατά του συμμαχικού στόλου θα καταστρέψει τον τουρκικό, και ότι δεν θα λυπηθεί αν του δοθεί αυτή η ευκαιρία.»
Μια βρετανική λέμβος με σημαία κήρυκος προσέγγισε ένα αιγυπτιακό πυρπολικό με σκοπό να του ζητήσει να απομακρυνθεί. Οι Αιγύπτιοι πυροβόλησαν πρώτοι και σκότωσαν αξιωματικό που επέβαινε στην λέμβο. Ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών και σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν περισσότεροι ναυτικοί μέσα στην λέμβο. Παρόμοιο επεισόδιο έγινε και σε άλλο σημείο. Από τον οθωμανικό στόλο ρίχτηκαν πυροβολισμοί και προς το πλοίο Sirene του Γάλλου ναυάρχου.. Ο Κόδριγκτον έστειλε τον Έλληνα πρωρέα Μιχαήλ να ζητήσει από τον Αιγύπτιο ναύαρχο να παραμείνει ουδέτερος. Αφού ο Μιχαήλ παρέδωσε το μήνυμα, ενώ επέστρεφε στη λέμβο δέχθηκε εν ψυχρώ πυροβολισμό από Τούρκο ναυτικό, ο οποίος διέκρινε ότι ο απεσταλμένος του Άγγλου ναυάρχου ήταν Έλληνας. Ο Δεριγνύ από την πλευρά του ζήτησε επίσης από την πλησίον του Αιγυπτιακή φρεγάτα να μην ανοίξει πυρ. Ωστόσο, η ένταση δεν ήταν δυνατόν πλέον να ελεγχθεί. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, κρίνοντας ότι έχει υπεροχή άνοιξε πυρ κατά συμμαχικών πλοίων και η ναυμαχία άρχισε σε όλη τη διάταξη των πλοίων. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος υπερτερούσε αριθμητικά και ταυτόχρονα υποστηριζόταν από πυροβόλα των γύρω φρουρίων.
Σε κρίσιμη στιγμή της ναυμαχίας μπήκε στο λιμάνι ο Ρωσικός στόλος αποτελούμενος από οκτώ πλοία. Λεπτομερείς περιγραφές της μάχης αναφέρουν ότι τα πλοία ήταν τόσο κοντά μεταξύ τους, ώστε εμπλέκονταν τα ξάρτια τους οι δε ναύτες έβαλαν ακόμα και με πιστόλια. Μέχρι ώρα 5 το απόγευμα τα πλείστα των τουρκοαιγυπτιακών πλοίων είχαν καταστραφεί ή παραδοθεί. Οι απώλειες των Οθωμανών υπολογίζονταν σε 6.000 ενώ μόνο πάνω στην τουρκική και αιγυπτιακή ναυαρχίδα οι νεκροί και οι τραυματίες ήταν περίπου 1.000. Από τη συμμαχική πλευρά οι νεκροί και τραυματίες ήταν 654 άνδρες εκ των οποίων 272 Βρετανοί, 184 Γάλλοι και 198 Ρώσοι. Ο Δεριγνύ ανέφερε ότι "στην ιστορία δεν υπήρξε μεγαλύτερη καταστροφή στόλου". Στη διάρκεια της μάχης το "Ασία" είχε δεχτεί πάνω από 170 βολές και είχε πάθει ζημιές στην εξάρτησή του. Ο Κόδριγκτον δέχτημε μια βολή μουσκέτου που του τρύπησε το μανίκι στο ύψος του καρπού ενώ το ρολόι και το πανωφόρι του καταστράφηκαν από θραύσματα ξύλου. Επίσης, τραυματίσθηκε και ο γιος του.
Την επομένη ημέρα οι σύμμαχοι απαίτησαν από τον Ιμπραήμ, που στο μεταξύ είχε καταφύγει στα βουνά της Μεσσηνίας, να υψώσει λευκή σημαία σε όλα τα φρούρια με την απειλή ότι αν ριχτεί έστω και ένας πυροβολισμός θα θεωρηθεί ως κήρυξη πολέμου. Οι Οθωμανοί αποδέχτηκαν και υπεγράφη ανακωχή πάνω στην ναυαρχίδα του Κόδριγκτον.
Αυτός την επομένη της ναυμαχίας απέστειλε επιστολή προς το Ναυαρχείο όπου περιέγραφε με λεπτομέρειες τη ναυμαχία και τις απώλειες. Ανέφερε ότι η μάχη ήταν απαραίτητη για να τηρηθούν οι όροι που είχαν προβλεφθεί από τη συνθήκη και για να σταματήσει η άγρια εξολόθρευση που διεξήγαγε ο Ιμπραήμ.[4]
Η απήχηση του αποτελέσματος της ναυμαχίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η κοινή γνώμη στην Ευρώπη, που επί χρόνια παρακολουθούσε την αιματοχυσία του ελληνικού λαού και την απάθεια των ηγετών των μεγάλων κρατών, δέχθηκε με μεγάλη χαρά το αποτέλεσμα της ναυμαχίας και το θεώρησε ως νίκη των λαών σε πείσμα των αποφάσεων των πολιτικών ηγεσιών. Ο Γάλλος ακαδημαϊκός Πιέρ Αντουάν Λεμπρίν (1785-1873) έγραψε:
Η Γαλλική κυβέρνηση και ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Ι΄ ένιωσαν βαθιά ικανοποίηση: απευθυνόμενος ο τελευταίος στην εθνοσυνέλευση, είπε: « Η απρόοπτη ναυμαχία στο Ναβαρίνο απέβη ημέρα δόξας για το ναυτικό μας» Είναι επίσης χαρακτηριστικό πως καθώς η ναυμαχία αρχίζει να απεικονίζεται ευρύτατα στην Ευρώπη μέσα από ζωγραφικούς πίνακες, λιθογραφίες και χαλκογραφίες, ο κυριότερος όγκος των έργων αυτών προέρχεται από την Γαλλία που χαιρέτησε θερμά την κατάληξή της.
Στη Βρετανία πολλοί κατέκριναν την απόφαση του Κόδριγκτον ως βιαστική, άχρηστη, αντι-πολιτική, και εκτίμησαν ότι επεκτείνει την ισχύ της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη. Η κυβέρνηση έστειλε τον υποναύαρχο Sir John Gore να υποβάλει στον Κόδριγκτον μια σειρά 10 ερωτημάτων για να διερευνήσει την υπόθεση. Τα ερωτήματα προέρχονται από τον Υπουργό Εξωτερικών, Λόρδο Dudley (του κόμματος των Τόρις), και διαβιβάστηκαν μέσω του Ναυαρχείου. Αυτά επιδόθηκαν στον Κόδριγκτον την 4 Δεκεμβρίου, μαζί με φιλοφρονήσεις και την ανακοίνωση ότι προήχθησαν πολλοί από τους αξιωματικούς του. Ο Κόδριγκτον απάντησε επισυνάπτοντας και διάφορα ντοκουμέντα, μεταξύ των οποίων και εμπιστευτικές επιστολές του Κάνινγκ ο οποίος του συνιστά να μην επιδιώξει την πολεμική εμπλοκή αλλά αν χρειαστεί να χρησιμοποιήσει τα κανόνια για να εφαρμόσει τη συνθήκη ειρήνης και να εμποδίσει τον εφοδιασμό στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Ο Κόδριγκτον προσθέτει ότι ο Ιμπραήμ απειλούσε με εκδίκηση και καταστροφή όλη την Πελοπόννησο και τους άμαχους κατοίκους της. Επισυνάπτει αναφορές υφισταμένων του, όπως αυτή του Χάμιλτον, που αναφέρουν τις πράξεις του Ιμπραήμ.
Έτσι η Μεγάλη Βρετανία πήρε αποστάσεις από το γεγονός: Οι διάδοχοι του πρωθυπουργού Τζωρτζ Κάνινγκ, η κυβέρνηση Γουέλινγκτον, θεωρώντας την πολιτική του προκατόχου τους υπερβολικά αντιοθωμανική και αποσκοπώντας στην ενίσχυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως ανάχωμα σε πιθανή κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο, χαρακτήρισαν τη ναυμαχία και το αποτέλεσμά της ως απρόοπτο συμβάν, (untoward event), κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της τον Ιανουάριο του 1828. Το 1828 ο Κόδριγκτον απηλλάγη από τα καθήκοντά του με το αιτιολογικό ότι επέτρεψε τη μεταφορά Ελλήνων σκλάβων από την Πελοπόννησο προς την Αλεξάνδρεια μέσα στα πλοία του Ιμπραήμ που αποχωρούσαν. Είχε προηγηθεί θόρυβος στο Κοινοβούλιο και την κοινή γνώμη όταν τους πρώτους μήνες του 1828 έφτασαν οι πληροφορίες ότι 5.500 Έλληνες, κυρίως γυναίκες και παιδιά, πωλούνταν στα σκλαβοπάζαρα της Αλεξάνδρειας, κάτι που έφερε σε δύσκολη θέση τη βρετανική κυβέρνηση. Ο Κόδριγκτον απολογήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε λάβει διαταγές να αναχαιτίζει πλοία και να κάνει νηοψίες
Στον αντίποδα αυτής της επίσημης στάσης της κυβέρνησης και του βρετανικού τύπου κινήθηκε το αγγλικό θέατρο το οποίο με παραστάσεις του τίμησε την νίκη των τριών συμμαχικών στόλων για μια μακρά περίοδο, από τον Νοέμβριο του 1827 και για όλη τη διάρκεια του 1828.Η τουρκική κυβέρνηση αντέδρασε με οργή και απειλές χωρίς να καταφύγει σε ακρότητες. Αυτό οφειλόταν στο ότι θεωρούσε πως η ναυμαχία δεν θα είχε συνέπειες και ότι αν προέβαινε σε θηριωδίες θα ερχόταν σε σύγκρουση με τη μισή Ευρώπη.
Η αποτίμησή της
Η συνδυασμένη οθωμανική και αιγυπτιακή αρμάδα καταστράφηκε από συμμαχική βρετανική, γαλλική και ρωσική ναυτική δύναμη. Είναι η τελευταία σημαντική ναυμαχία στην ιστορία που διεξήχθη εξ ολοκλήρου με ιστιοφόρα σκάφη. Επίσης ποτέ στην ιστορία του πολέμου των κανονιοφόρων ιστιοφόρων δεν βρέθηκαν τόσα πολλά πλοία,με τόσο μεγάλη δύναμη πυρός, συγκεντρωμένα σε ένα τόσο περιορισμένο χώρο.
Οι συγκεντρωμένοι στόλοι των τριών μεγάλων δυνάμεων συνιστούσαν ισχυρή ναυτική δύναμη. Αν και υστερούσαν αριθμητικά του συνδυασμένου οθωμανοαιγυπτιακού στόλου, τόσο σε αριθμό πλοίων όσο και σε μεγάλα πλοία και σε αριθμό πυροβόλων, η τριμερής πλευρά υπερτερούσε σε πειθαρχία, εκπαίδευση και ιδίως σε πείρα στον θαλάσσιο πόλεμο- κυρίως από ναυμαχίες μεταξύ Άγγλων και Γάλλων. Επιπλέον τα πυροβόλα τους, αν και λιγότερα-1324 η τριμερής και 2240 οι Τουρκοαιγύπτιοι- ήταν μεγαλύτερα και επομένως ισχυρότερα σε δύναμη πυρός.
Η καταβύθιση του οθωμανικού μεσογειακού στόλου έσωσε την Ελληνική Επανάσταση από την κατάρρευση προς την οποία έβαινε μετά από 6 και πλέον χρόνια άνισου αγώνα του ελληνικού λαού εναντίον δυνάμεων που επιστράτευε η Οθωμανική Αυτοκρατορία από τα Βαλκάνια, την Μικρά Ασία, τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, ακόμα και τη Δυτική Ευρώπη (σημειώνεται ότι κατά την ναυμαχία σε πολλά Αιγυπτιακά πλοία επέβαιναν Γάλλοι αξιωματικοί). Αργότερα απαιτήθηκαν δύο πρόσθετες στρατιωτικές παρεμβάσεις, από τη Ρωσία υπό μορφή ρωσο-τουρκικού πολέμου (1828-9) και από μια γαλλική εκστρατευτική μονάδα στην Πελοπόννησο (γνωστή ως Εκστρατεία του Μωριά), προκειμένου να επιτευχθεί η απόσυρση των οθωμανικών δυνάμεων από την κεντρική και νότια Ελλάδα και να εξασφαλιστεί η Ελληνική ανεξαρτησία.
Οι Γάλλοι, μετά από μια μεγάλη περίοδο περιθωριοποίησης που ακολούθησε, την ήττα του Ναπολέοντα, έβρισκαν ξανά τη θέση τους ανάμεσα στις δυνάμεις της Ευρώπης και το Ναυαρίνο θεωρήθηκε μία από τις αποδείξεις του ενεργού ρόλου που κλήθηκαν και πάλι να αναλάβουν στη διαχείριση των ευρωπαϊκών υποθέσεων.Επίσης η νίκη αυτή ήταν γι΄αυτούς μια ηθική ικανοποίηση για την αξία του πολεμικού τους ναυτικού, «που τόσο είχε ταπεινωθεί από την πανωλεθρία του Τραφάλγκαρ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου