Από το φίλο και συνεργάτη Δημήτρη Πετρόπουλο έλαβα τη φωτογραφία, με μαθητές του χωριού του Μερόπη Μεσσηνίας. Τα χρόνια περνούν, η μνήμη εξασθενίζει και όποιος ή όποια γνωρίζει τα ονόματα των άλλων μαθητών ας μας ενημερώσει, και ευχαριστούμε εκ των προτέρων.
Του αφιερώνω το ποίημα που θυμάται και το οποίο είχε αναρτήσει στον τοίχο του Φ.Β. και να το θυμηθούν οι μαθητές της γενιάς του οι οποίοι το άκουγαν και έλεγαν στις διάφορες εκδηλώσεις των σχολικών-μαθητικών γιορτών.
Τι είναι τελικά το σχολείο μας ; Είναι όλες οι στιγμές του, οι πάντα πρωτόγνωρες στιγμές του, είναι ό,τι έχει συμβεί, ό,τι συμβαίνει και ό,τι θα συμβεί στο χρόνο τον άπαντα είναι ό,τι ζήσαμε...και το αναζητάμε σήμερα στις φωτογραφίες .
Είναι το πέρασμα όλων των ανθρώπων, το συναπάντημα των βλεμμάτων μας, των αγωνιών μας και των ονείρων μας ,ήταν ένα ξέφωτο που το πρώτιστο που προσπαθούσε να μας μάθει ήταν πώς να φτιάχνουμε τα δικά μας ξέφωτα, ξέφωτα ζωής…Σ ένα τέτοιο ξέφωτο ζωής θα συναντηθούμε όλοι εμείς που μια μέρα διαβήκαμε την πόρτα του δημοτικού σχολείου Μερόπης …τώρα πια που ο χρόνος για μας κλείνει τις οποιεσδήποτε ηλικιακές διαφορές..που μέσα μας ανθεί το συν ανήκειν σε χώρους άφθαρτους .. που οι μνήμες λειτουργούν ως βάλσαμο…
Θα πρέπει να ξαναβρεθούμε στους διαδρόμους της νίοτης μας..της τάξης μας…στην αυλή, στο θέατρο.
Θα συναντήσουμε τους δασκάλους μας, τους συμμαθητές μας, θα ξανακτίσουμε εκείνο τον συνεκτικό ιστό της νιότης…απαραίτητο σήμερα στην εποχή της κρίσης.
Ο καθένας από μας έχει να ειπεί μια πολύτιμη ιστορία ζωής.
Το Σχολείο μας, οι δασκαλοί μας, οι συμμαθητές-τριες …σίγουρα έχουν να θυμούνται.... ευχάριστα ή και ορισμένα δυσάρεστα συναισθήματα.
ΡΟΜΑΝΤΙΚΑ ΛΟΓΙΑ!!!!!!!!!
Οι εικονιζόμενοι στην παραπάνω φωτογραφία είναι:
Φωτογραφία από το σχολείο Μερόπης το 1949
α’ σειρά κάτω
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΠΑΝΟΣ ΚΩΝ του ΒΑΓΓΕΛΗ
ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
ΡΗΓΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡΗΣΤΟΥ
-
-
ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝ του ΦΩΤΙΟΥ
-
-
ΜΠΑΛΝΤΟΥΜΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΜΠΙΝΙΟΣ ΗΛΙΑΣ
2η Σειρά
ΚΑΡΑΦΩΤΙΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
ΗΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ του ΑΔΑΜ
ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
ΤΡΑΓΟΣ ΖΑΦΕΊΡΙΟΣ του ΗΛΙΑ
-
-
ΓΥΦΤΑΚΗ ΕΙΡΗΝΗ του ΠΟΥΛΟΥ
- ΚΑΜΠΟΥΡΗ ΝΤΙΝΑ του ΧΡΙΣΤΟΥ
ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΛΛΙΡΡΟΗ του ΑΘΑΝ.
ΝΑΣΙΟΠΟΎΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ του
ΑΠΟΣΤΟΛΗ
3Η Σειρά
ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗΣ ΠΑΝ του ΑΝΔΡΕΑ
-
-
-
-
ΚΩΣΤΙΝΑΙΝΑ ; η μεγάλη κυρία
-
-
-
ΚΑΜΑΡΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑ
ΠΙΕΡΡΑΚΟΥ ΒΕΡΑ του Κων.
Ὁ
Δικέφαλος
Στὴν πόρτα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, ποὺ σφάλισεν
ἑνὸς ἀγγέλου χέρι.
διπλοσφαγμένος ἔπεσ᾿ ὁ Δικέφαλος
ἀπ᾿ τ᾿ ἄπιστο μαχαίρι.
Στὴν πόρτα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, σπαράζοντας
μὲ ματωμένα στήθη,
τὶς δυὸ φτεροῦγες ἅπλωσ᾿ ὁ Δικέφαλος
καὶ πάλι ὀρθὸς ἐστήθη.
Καὶ στοίχειωσε καὶ θέριεψε καὶ πλήθυνεν
ὁ νεκραναστημένος
κι ἔγιν᾿ ὁ ἕνας μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι
στὸ δουλωμένο Γένος.
Καὶ πέταξε στὰ πέρατα καὶ φώλιασεν,
ὅπου σκεπὴ τὸν κρύβει:
Σὲ μοναστήρι, σ᾿ ἐκκλησιὰ καὶ σ᾿ ἄρχοντα
καὶ σὲ φτωχοῦ καλύβι.
Στὴν πλάκα τοῦ μοναστηριοῦ τὸν σκάλισε
καλόγερος τεχνίτης,
ἡ καλομανα φυλαχτὸ τὸν φόρεσε
στ᾿ ἀνήμπορο παιδί της.
Στὸν ἀργαλειό της καθιστὴ μερόνυχτα
τὸν ὕφαν᾿ ἡ βοσκούλα,
περήφανος ὁ ἄρχοντας τὸν ἔδεσε
στὸ δαχτυλίδι βούλα.
Κρεμάστηκε ἀπ᾿ τὰ νύχια του τ᾿ ἀκοίμητο
τῆς Παναγιᾶς καντήλι
κι ἅγιασε στοῦ Χριστοῦ τὸ Τετραβάγγελο
γραμμένος μὲ κοντύλι.
Τέσσερα μαῦρα ἀτέλειωτα ἑκατόχρονα
βουβὸς κι ἀποκρυμένος
κλωσοῦσε τὴν ἐκδίκηση ὁ Δικέφαλος
στὸ δουλωμένο γένος.
Ξάφνου μιὰ μέρα βρόντησ᾿ ὁ ἀντίλαλος:
«Ὡς πότε, παλληκάρια!»
Καὶ μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι φτερούγισαν
ἀπὸ σπαθιῶν θηκάρια.
Στὴν πόρτα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, ποὺ σφάλισεν
ἑνὸς ἀγγέλου χέρι.
διπλοσφαγμένος ἔπεσ᾿ ὁ Δικέφαλος
ἀπ᾿ τ᾿ ἄπιστο μαχαίρι.
Στὴν πόρτα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, σπαράζοντας
μὲ ματωμένα στήθη,
τὶς δυὸ φτεροῦγες ἅπλωσ᾿ ὁ Δικέφαλος
καὶ πάλι ὀρθὸς ἐστήθη.
Καὶ στοίχειωσε καὶ θέριεψε καὶ πλήθυνεν
ὁ νεκραναστημένος
κι ἔγιν᾿ ὁ ἕνας μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι
στὸ δουλωμένο Γένος.
Καὶ πέταξε στὰ πέρατα καὶ φώλιασεν,
ὅπου σκεπὴ τὸν κρύβει:
Σὲ μοναστήρι, σ᾿ ἐκκλησιὰ καὶ σ᾿ ἄρχοντα
καὶ σὲ φτωχοῦ καλύβι.
Στὴν πλάκα τοῦ μοναστηριοῦ τὸν σκάλισε
καλόγερος τεχνίτης,
ἡ καλομανα φυλαχτὸ τὸν φόρεσε
στ᾿ ἀνήμπορο παιδί της.
Στὸν ἀργαλειό της καθιστὴ μερόνυχτα
τὸν ὕφαν᾿ ἡ βοσκούλα,
περήφανος ὁ ἄρχοντας τὸν ἔδεσε
στὸ δαχτυλίδι βούλα.
Κρεμάστηκε ἀπ᾿ τὰ νύχια του τ᾿ ἀκοίμητο
τῆς Παναγιᾶς καντήλι
κι ἅγιασε στοῦ Χριστοῦ τὸ Τετραβάγγελο
γραμμένος μὲ κοντύλι.
Τέσσερα μαῦρα ἀτέλειωτα ἑκατόχρονα
βουβὸς κι ἀποκρυμένος
κλωσοῦσε τὴν ἐκδίκηση ὁ Δικέφαλος
στὸ δουλωμένο γένος.
Ξάφνου μιὰ μέρα βρόντησ᾿ ὁ ἀντίλαλος:
«Ὡς πότε, παλληκάρια!»
Καὶ μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι φτερούγισαν
ἀπὸ σπαθιῶν θηκάρια.
*Κάνοντας κλικ στο όνομα θα εμφανιστεί στο Φ.Β.
ΤΟ ΧΩΡΙΟ
Το χωριό μου βρίσκεται στα ριζά του βουνού και καρσί απέναντι ο
κάμπος.
Είναι τρυγητής και ήρθε ο μπάρμπας μ΄’ από τ’ απέναντι χωριό να μας βοηθήσει και κουβάλησε μαζί τα πέντε ξαδέρφια μου και τη θειάμ.
Κοιμηθήκαμε. Το βράδυ ένας χουρχουλιός δεν μας άφηνε να κοιμηθούμε αλλά μόλις έσκασε η Αλετροπόδα σηκωθήκαμε ούλοι και χωρίς να ξετσιμπλιαστούμε κινήσαμε για τις δουλειές. Βάλαμε στην πηνιάτα μια ρέγγα με ελιές και στο βυκί κρασί και κινήσαμε.
Ούλοι πήγαν για τον τρύγο και μόνο εγώ με τον Κωστάκη και τη Φανή πήγαμε σιαπάνου κατά το διάσελο να μαζέψουμε μαραγκούλες. Τα μπρίσκαλα τα αφήναμε. Γεμίζαμε τις ποδιές μας και τις ρίχναμε στις πουργίτσες και μετά τις ρίχναμε στα πούργια που ήταν πάνου στο βασταγούρι δεμένα από τα κολιτσάκια με φορτσάτο και τριχιά. Είχαμε όμως αφήσει το βασταγούρι ξεϊγγλοτο και χωρίς καπιστράνα και μας τα αναποδογύρισε. Δεν πειράζει όμως, τα ξαναμαζέψαμε.
Αφού τελειώσαμε το μάζεμα τις πήγαμε στ 'αλώνι και τις απλώσαμε στα καλαμωτά και το βράδυ πρέπει να τις κάνουμε κωλοτούμπα να λιαστούν και από την 'αλλη μεργιά
Εκεί σταλώνι κάθεται ο παππούλης μας και κοιμάται πάνου στα κώτσαλα έχει βάλει κάτι λουμπούσια για προσκέφαλο και σκεπάζεται μ΄ενα μαύρο σάισμα.
Κάθε τόσο αμπολάει και κάτι δυνατές που αγριέυουν τα κοτόπουλα. Η βάβω, που φοράει την μπόλκα της ανάποδα και το φακιόλι της λίγο στραβά, λέει ότι από τα νιάτα του ήταν μεγάλος πορδαλάς. Δίπλα του έχει μια γκριτζάλα και ένα δεκριάνι για μικροδουλειές και να μαζεύει πότε το κοτσίρι γαι πότε τον ξερό βέλιουρα για τα ζα. ΄Οτι και να κάνει όμως γεμίζει τον τόπο με φλέσουρα και σαρίδια και η γιαγιά γεμίζει τον αέρα με βρισιές. Κάθε τόσο παίρνει τη σαρωματίνα και τα μαζεύει Η γιαγιά κάθεται σε έναν ντουράκο και ούλο γνέθει και έχει βάλει ένα μικρό μποτσίκι για σφοντύλι. Μερικές φορές αγκουσεύει, βγάζει τη μπόλκα ντώνει τα βρακοζώνια της, πετάει τα τσουράπια της και την παίρνει ο ύπνος με το κεφάλι γυρτό στον ώμο της και με το αστείο ροχαλητό της εμείς γελάμε. Όταν ξυπνήσει τσαγκλίζει τα μαλλιά της και μπαμπουλώνεται με το φακιόλι. Καμιά φορά μας λέει παραμύθια για νεράιδες για δράκους, για τα σμερδάκια που παραμονεύουν στις ποταμιές, μας λέει για τον χουρχουλιό που φέρνει φοβερά πράματα και εμείς τα ακούμε με φόβο αλλά και περιέργεια.
Την άλλη μέρα, έβαλε και έπλυνε τις φασκές και τα φωτίκια του μπέμπη που τον βάφτισαν Βασιλάκη, έφτιαξε ζυμάρι και έκανε τριφτάδια για το βραδινό.
Εγώ πήγα να μεριάσω ένα μικρό βαένι που πάνω του είχαν αφήσει μια καπιστράνα ,τα μιτάρια της γιαγιάς το χτένι και κάμποσα τρουμπούκια και από κάτω ήτανε μια μπρασκαφούτα μια οκά μεγάλη και την σκότωσα.
Μόλις δειλήνισε ήρθαν και οι άλλοι από τον τρύγο και μούπε η θειάμ΄να πάου να φέρω δυο μπλεζενιές από του κυρ Αντρέα να φάμε. Δεν έστειλε τη μεγάλη μου ξαδέρφη πούνε δεκαπέντε χρονώ γιατί λέει το πάει το γράμμα και φοβάται τον κυραντρέα πούνε και κομμάτι νόστιμος.
Δεν είχε όμως μπλεζενιές ο κυραντρέας και μούδωσε λίγα καστραπέτσια και λίγες ντομάτες που η μάνα μου τις έριξε στο γουρούνι γιατί ήτανε σάν μπόκαλα .΄Ετσι μαγέρεψε κάτι τσεκουρίτσες όψιμες που δεν κρατάνε όμως πείνα.
Η θειάμ έβαλε το λεβέτι και έπλενε τα σκουτιά και τις φασκιές του μπέμπη που τον είχε αφήσει στο μπεσίκι του και έβαλε τις φωνές στο Φώτη πούβγαλε το ζεμπερέκι και το κοπάναγε στον κορίτα που κόντευε να σπάσει.
Ξαφνικά βρώμισε ο τόπος. Ο Φώτης είχε σπάσει τον φόλο και ήτανε να φύγουμε από κει. Η θειά έβαλε να πλύνει τον τόπο με πρωτιό μη μολυνθεί κανένας και βγάλει κανα λουθουνάρι.
Μετά μας έστειλε πραδίπλα στο ποταμάκι να φέρουμε μερικά χειρόβολα σγουρτζέλια που αρέσουν στον παππού να τα μασουλάει Εγώ πήρα κάτι δόκανα που είχα μπάς και πιάσω τίποτε τζουμάκια Ο Αντρέας με ένα φλούπι στο χέρι έτρεχε ξυπόλυτος και ιδρωμένος και φοβάμαι ότι θα βγάλει λιθοπάτη. άσε που βήχει σαν χλαμπατσιάρης.
Εκεί στην αυλή ήταν το τσιγκέλι και το πήρε η θειά μου και πήγε για φραγκόσυκα κατά του Τόσκεσι δίπλα στο ποτάμι. Μας είπε να μην τα φάμε νηστικοί και στουμποκωλιάσουμε και μας τα βγάλουν με το ματικάπι.
Μέχρι να έρθει η ώρα για φαί, τα μεγάλα παιδιά πήγαμε να παίξουμε κλίτσικα, βασιλιά - ραβδά και αρμάδες. Στίσαμε το πίτσι , βάλαμε απάνου τον τόκο ,διαλέξαμε αρμάδες και παίξαμε.
Ο θείος Ηλίας, δανείστηκε τα χαράρια απο τον γείτονα και κουβάλησε το άχυρο που είχε μείνει στ’αλώνι από τον Αλωνάρη.
-Κουδουνάτη μέρα, δουλέψαμε νταλιάνικα είπε η θειά Χρυσούλα.
-Εγώ βλέπω το βράδυ να περάσει κανένας δρόλαπας και να μας τα πάρει ούλα από τα αλώνια , είπε η Ρουμπίνη.
-Σώπα καημένη και συ, δεν είδες που πήγε ο ήλιος ξαστεριά. ΄Ασε που φυσάει και καράγυαλης.
.
Κατά το βραδάκι έδιακε και ήρθε η τσιφιλιά της εκκλησιάς για να βγάλουμε μούστο να κάνουμε μουσταλευριά. Τον τσιμπιρδίκο της τσιφιλιάς πολύ τον χαζεύω όταν ανεβοκατεβαίνει.
Τον μούστο τον βάζουμε στο βαένι και το βουτσί που τα έχει φτιάξει ο παππούς μου με δόγες από κέδρο και μετά τα βουλώνουμε με ένα λουμπούσι από τις κούκλες
Είναι τρυγητής και ήρθε ο μπάρμπας μ΄’ από τ’ απέναντι χωριό να μας βοηθήσει και κουβάλησε μαζί τα πέντε ξαδέρφια μου και τη θειάμ.
Κοιμηθήκαμε. Το βράδυ ένας χουρχουλιός δεν μας άφηνε να κοιμηθούμε αλλά μόλις έσκασε η Αλετροπόδα σηκωθήκαμε ούλοι και χωρίς να ξετσιμπλιαστούμε κινήσαμε για τις δουλειές. Βάλαμε στην πηνιάτα μια ρέγγα με ελιές και στο βυκί κρασί και κινήσαμε.
Ούλοι πήγαν για τον τρύγο και μόνο εγώ με τον Κωστάκη και τη Φανή πήγαμε σιαπάνου κατά το διάσελο να μαζέψουμε μαραγκούλες. Τα μπρίσκαλα τα αφήναμε. Γεμίζαμε τις ποδιές μας και τις ρίχναμε στις πουργίτσες και μετά τις ρίχναμε στα πούργια που ήταν πάνου στο βασταγούρι δεμένα από τα κολιτσάκια με φορτσάτο και τριχιά. Είχαμε όμως αφήσει το βασταγούρι ξεϊγγλοτο και χωρίς καπιστράνα και μας τα αναποδογύρισε. Δεν πειράζει όμως, τα ξαναμαζέψαμε.
Αφού τελειώσαμε το μάζεμα τις πήγαμε στ 'αλώνι και τις απλώσαμε στα καλαμωτά και το βράδυ πρέπει να τις κάνουμε κωλοτούμπα να λιαστούν και από την 'αλλη μεργιά
Εκεί σταλώνι κάθεται ο παππούλης μας και κοιμάται πάνου στα κώτσαλα έχει βάλει κάτι λουμπούσια για προσκέφαλο και σκεπάζεται μ΄ενα μαύρο σάισμα.
Κάθε τόσο αμπολάει και κάτι δυνατές που αγριέυουν τα κοτόπουλα. Η βάβω, που φοράει την μπόλκα της ανάποδα και το φακιόλι της λίγο στραβά, λέει ότι από τα νιάτα του ήταν μεγάλος πορδαλάς. Δίπλα του έχει μια γκριτζάλα και ένα δεκριάνι για μικροδουλειές και να μαζεύει πότε το κοτσίρι γαι πότε τον ξερό βέλιουρα για τα ζα. ΄Οτι και να κάνει όμως γεμίζει τον τόπο με φλέσουρα και σαρίδια και η γιαγιά γεμίζει τον αέρα με βρισιές. Κάθε τόσο παίρνει τη σαρωματίνα και τα μαζεύει Η γιαγιά κάθεται σε έναν ντουράκο και ούλο γνέθει και έχει βάλει ένα μικρό μποτσίκι για σφοντύλι. Μερικές φορές αγκουσεύει, βγάζει τη μπόλκα ντώνει τα βρακοζώνια της, πετάει τα τσουράπια της και την παίρνει ο ύπνος με το κεφάλι γυρτό στον ώμο της και με το αστείο ροχαλητό της εμείς γελάμε. Όταν ξυπνήσει τσαγκλίζει τα μαλλιά της και μπαμπουλώνεται με το φακιόλι. Καμιά φορά μας λέει παραμύθια για νεράιδες για δράκους, για τα σμερδάκια που παραμονεύουν στις ποταμιές, μας λέει για τον χουρχουλιό που φέρνει φοβερά πράματα και εμείς τα ακούμε με φόβο αλλά και περιέργεια.
Την άλλη μέρα, έβαλε και έπλυνε τις φασκές και τα φωτίκια του μπέμπη που τον βάφτισαν Βασιλάκη, έφτιαξε ζυμάρι και έκανε τριφτάδια για το βραδινό.
Εγώ πήγα να μεριάσω ένα μικρό βαένι που πάνω του είχαν αφήσει μια καπιστράνα ,τα μιτάρια της γιαγιάς το χτένι και κάμποσα τρουμπούκια και από κάτω ήτανε μια μπρασκαφούτα μια οκά μεγάλη και την σκότωσα.
Μόλις δειλήνισε ήρθαν και οι άλλοι από τον τρύγο και μούπε η θειάμ΄να πάου να φέρω δυο μπλεζενιές από του κυρ Αντρέα να φάμε. Δεν έστειλε τη μεγάλη μου ξαδέρφη πούνε δεκαπέντε χρονώ γιατί λέει το πάει το γράμμα και φοβάται τον κυραντρέα πούνε και κομμάτι νόστιμος.
Δεν είχε όμως μπλεζενιές ο κυραντρέας και μούδωσε λίγα καστραπέτσια και λίγες ντομάτες που η μάνα μου τις έριξε στο γουρούνι γιατί ήτανε σάν μπόκαλα .΄Ετσι μαγέρεψε κάτι τσεκουρίτσες όψιμες που δεν κρατάνε όμως πείνα.
Η θειάμ έβαλε το λεβέτι και έπλενε τα σκουτιά και τις φασκιές του μπέμπη που τον είχε αφήσει στο μπεσίκι του και έβαλε τις φωνές στο Φώτη πούβγαλε το ζεμπερέκι και το κοπάναγε στον κορίτα που κόντευε να σπάσει.
Ξαφνικά βρώμισε ο τόπος. Ο Φώτης είχε σπάσει τον φόλο και ήτανε να φύγουμε από κει. Η θειά έβαλε να πλύνει τον τόπο με πρωτιό μη μολυνθεί κανένας και βγάλει κανα λουθουνάρι.
Μετά μας έστειλε πραδίπλα στο ποταμάκι να φέρουμε μερικά χειρόβολα σγουρτζέλια που αρέσουν στον παππού να τα μασουλάει Εγώ πήρα κάτι δόκανα που είχα μπάς και πιάσω τίποτε τζουμάκια Ο Αντρέας με ένα φλούπι στο χέρι έτρεχε ξυπόλυτος και ιδρωμένος και φοβάμαι ότι θα βγάλει λιθοπάτη. άσε που βήχει σαν χλαμπατσιάρης.
Εκεί στην αυλή ήταν το τσιγκέλι και το πήρε η θειά μου και πήγε για φραγκόσυκα κατά του Τόσκεσι δίπλα στο ποτάμι. Μας είπε να μην τα φάμε νηστικοί και στουμποκωλιάσουμε και μας τα βγάλουν με το ματικάπι.
Μέχρι να έρθει η ώρα για φαί, τα μεγάλα παιδιά πήγαμε να παίξουμε κλίτσικα, βασιλιά - ραβδά και αρμάδες. Στίσαμε το πίτσι , βάλαμε απάνου τον τόκο ,διαλέξαμε αρμάδες και παίξαμε.
Ο θείος Ηλίας, δανείστηκε τα χαράρια απο τον γείτονα και κουβάλησε το άχυρο που είχε μείνει στ’αλώνι από τον Αλωνάρη.
-Κουδουνάτη μέρα, δουλέψαμε νταλιάνικα είπε η θειά Χρυσούλα.
-Εγώ βλέπω το βράδυ να περάσει κανένας δρόλαπας και να μας τα πάρει ούλα από τα αλώνια , είπε η Ρουμπίνη.
-Σώπα καημένη και συ, δεν είδες που πήγε ο ήλιος ξαστεριά. ΄Ασε που φυσάει και καράγυαλης.
.
Κατά το βραδάκι έδιακε και ήρθε η τσιφιλιά της εκκλησιάς για να βγάλουμε μούστο να κάνουμε μουσταλευριά. Τον τσιμπιρδίκο της τσιφιλιάς πολύ τον χαζεύω όταν ανεβοκατεβαίνει.
Τον μούστο τον βάζουμε στο βαένι και το βουτσί που τα έχει φτιάξει ο παππούς μου με δόγες από κέδρο και μετά τα βουλώνουμε με ένα λουμπούσι από τις κούκλες
Ο Σεπτέμβρης και ο Μάης είναι
μήνες που τα ζωντανά μας ζωηρεύουν. Όπως λέει η γιαγιά η γαιδουρίτσα μας
ζητάει. Η γουρούνα μας γουβράει και η κατσίκα μας τελευταία μαρκαλιέται. ΄Ασε
που οι κότες μας βατεύουνται κάθε μέρα. Μόνο η σκύλα μας δεν πηδιέται ακόμη
αλλά που θα πάει θα πηδηχτεί και κείνη. Για την μεγάλη ξαδέρφη μου είπαμε . το
πάει το γράμμα.
΄Αλλη μέρα θα σας πω περισσότερα για το χωριό και αν έχετε καμιά λέξη άγνωστη, να μου το πείτε.
Με αγάπη,
Ο Χωριάτης
΄Αλλη μέρα θα σας πω περισσότερα για το χωριό και αν έχετε καμιά λέξη άγνωστη, να μου το πείτε.
Με αγάπη,
Ο Χωριάτης
Εξηγήσεις για το ΧΩΡΙΟ
το ΧΩΡΙΟ το έγραψα πριν
μερικά χρόνια για τα παιδιά μου και τα ανήψια μου, έτσι για να παίξουμε. Το
κείμενο δεν λέει σχεδόν τίποτα, αλλά προσπάθησα σε αυτό να εντάξω λέξεις του
τόπου μας, που οι περισσότερες και εκεί έχουν λησμονηθεί από τους νεώτερους. Θα
προσπαθήσω παρακάτω να σας εξηγήσω κάποιες λέξεις που μερικοί φίλοι μου, που
δεν έχουν την ‘’ευτυχία΄΄ να είναι από τα μέρη μας, όπως και νέοι της περιοχής
μας, δεν γνωρίζουν την σημασία τους.
1.
φορτσάτο, λεπτή τριχιά σχεδόν χονδρός σπάγκος
1.κώτσαλα. Από το σιτάρι αυτά τα χονδρά, που δεν απομακρύνθηκαν από το στάχυ.
3. Βέλιουρας. Κοινότατο χόρτο και στην Αττική, το γνωρίζετε ‘ολοι. Το στάχυ του είναι δηλητηριώδες και για τα ζώα.
4.κοτσίρι. Φυτό σαν αγριομπίζελο τροφή για ζώα.
5.φλέσιουρα. Τα φύλλα τα ξερά όταν ξεγυμνώνουμε την κούκλα – καλαμπόκι.
6. ντουράκος, μικρό χτιστό κάθισμα
1.κώτσαλα. Από το σιτάρι αυτά τα χονδρά, που δεν απομακρύνθηκαν από το στάχυ.
3. Βέλιουρας. Κοινότατο χόρτο και στην Αττική, το γνωρίζετε ‘ολοι. Το στάχυ του είναι δηλητηριώδες και για τα ζώα.
4.κοτσίρι. Φυτό σαν αγριομπίζελο τροφή για ζώα.
5.φλέσιουρα. Τα φύλλα τα ξερά όταν ξεγυμνώνουμε την κούκλα – καλαμπόκι.
6. ντουράκος, μικρό χτιστό κάθισμα
7,
σμερδάκια. Κακοποιά πνεύματα που τις νύχτες επιτίθενται σε ανθρώπους και ζώα.
Θεωρούσαν ότι ήταν τα πνεύματα μικρών παιδιών προερχομένων εκ κλεψιγαμίας και
τα είχαν πνίξει οι μάνες τους και τα έθαψαν κρυφά. Τον νόθο μερικές φορές τον
έλεγαν και σμερδό.( να ερευνήσεις περισσότερο γι αυτά όπου μπορείς.
Ενδιαφέρον.)
8.χουρχουλιός.
Νυχτοπούλι που προμηνύει πάντα κακά.
9.φωτίκια.
Τα ρουχαλάκια που φοράει η νονά στο βαφτιστήρι.
10.τριφτάδια.
Χειροποίητο ζυμαρικό που έμοιαζε λίγο με το κριθαράκι.
11,
τρουμπούκι. Βέργα από ξύλο η καλάμι πάνω στο οποίο τύλιγαν το κουρέλι για τις
κουρελούδες η και λινάρι για λιόπανα.
12
καστραπέτσι. Το αγγούρι
.13.
τσεκουρίτσα. Όσπριο αλλά πλατύ. Μαγειρεύεται όπως τα φρέσκα φασολάκια. Έχουν
στα χωριά μας.
14.
μπεσίκι. Φορητή κούνια για μωρά. Δύο ξύλα 70 πόντων και ύφασμα.
15.
κορίτας η κορίτος συνήθως πέτρινος η τσιμεντένιος. Μικρή σκάφη.
16.
σγουρτζέλια. Υδρόβια φυτά με άρωμα σαν κάρδαμο με λίγο καυστική γεύση.
17.
τζουμάκια. Πουλιά στο μέγεθος της τσίχλας. Κάπου διάβαζα ότι ανήκουν στα
γερακοειδή, αλλά δεν θυμάμαι το πραγματικό τους όνομα.
18.
λιθοπάτης. Φλεγμονή της φτέρνας που προερχόταν από χτυπήματα.
19.
ματικάπι. Η αρίς , το αρίδι, το τρυπάνι.
20.χαράρια.
Διάταξη ράβδων περίπου 1,5 μ με σχοινιά για την μεταφορά του άχυρου. Χωρούσαν
μεγάλες ποσότητες.
21.
νταλιάνικα. Σημαίνει δυνατά .προέρχεται από την λέξη νταλιάνης αλβανική; που θα
πει ανδρείος.
22.
τσιμπιρδίκος. Η σφήνα της τσιφιλιάς που κοντράρει για την πίεση.
23.
γουβράει. Η οχεία της γουρούνας.
24.
τσαγκλίζω. Χτενίζω πρόχειρα τα μαλλιά μου.
25.Αλετροπόδα.
Η Πούλια
26.
μαραγκούλες. Τα ώριμα σύκα.
27.
μπρασκαφούτα. Μεγάλος βάτραχος, ο φρύνος. Το λένε και για βρισιά.
28.
μπλεζενιά. Το καρπούζι.
29.
ζεμπερέκι. Το πόμολο της πόρτας.
30.
λουμπούσι. Αυτό που μένει όταν αφαιρέσουμε τον καρπό από το καλαμπόκι.
Δεν
ξέρω πόσο σας ...φώτισα, αλλά είμαι στην διάθεσή σας για κάθε
διευκρίνιση.
Δημ.
Πετρόπουλος*
ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
ΣΤΗΝ ΜΕΡΟΠΗ
Εψές, περπάτησε η Σελήνη. Ήμουν βολεμένος στο κρεβάτι μου, αλλά αυτή η καταφερτζού με ξεσήκωσε. Πάνω αυτή, κάτω εγώ, με έβγαλε στο δρόμο της αγοράς. Γεμάτος λακούβες ο δρόμος αλλά κάποτε θα τον κάνουν άσφαλτο έτσι είπε ο Πρόεδρος αλλά πότε;
Εκεί στην αρχή, μπροστά- μπροστά το πεταλωτήριο του Μήτσου του Τάρνα. Πετάλωνε ένα άλογο κάποιου Μπαλαίου. Απέναντι ο φούρνος του Ρήγα και μυρωδιές από το άσπρο ψωμί. Αχ νάχα ένα πενηνταράκι να πάρω μισό φρατζολάκι ψωμί... Λες και το κατάλαβε ο μπάρμπα Χρήστος.- έλα ρε ,πάρε μισό φρατζολάκι. Έγινε όλος ο κόσμος δικός μου.
Μασουλώντας το φρατζολάκι, έκανα λίγα βήματα. Γεμάτος μαγαζιά ο δρόμος. Ο Μητσιάκος είχε ανοίξει το καφενείο, είχε απλώσει τις καρέκλες, ο Θοδωράκης ο Τσούκλος είχε καταβρέξει και εκεί στη Δάφνη πόσους δεν συνάντησα...
Ήταν εκεί ο Κάiζερ και έπαιζε πρέφα. Ο Δημητράκης ο Τράκας τον πείραζε. Ο Χρήστος ο Μάρκος με τον δάσκαλο τον Πανούση περίμεναν τον Τάρνα να παίξουν πινόκλι.
Ήταν και ο πατέρας μου εκεί. Καθόταν λίγο άβολα στην καρέκλα γιατί δεν τον άφηναν οι άτιμοι οι ρευματισμοί. Στο ίδιο τραπέζι καθόταν ο Μιχάλης ο Λιώτσης και ο γερο Γιαννούλης από του Μούστα.
Κανένας τους δεν έπινε καφέ. Το κατάλαβα, δεν είχαν να πληρώσουν... ας ήταν δυνατό να μπορούσα να τους κεράσω εγώ. Όμως κι εγώ δεν είχα....
Άσε τις συγκινήσεις και προχώρα, μου ψυθίρισε η Σελήνη.
Ο Γιώργης ο Κουντούνης λαγοκοιμόταν στον πάγκο του, όταν τον ξύπνησε μια φωνή.
-Εφημερίδεεεεες ακούστηκε από μακρυά η φωνή του Κολινιάτη. Άφησε μια στο καφενείο, έδωσε στα κρυφά και μια ΑΥΓΗ στον Πέτρο τον Μάμαλη και πήγε στα παραπέρα καφενεία.
Από απέναντι άλλη βραχνή φωνή ακούστηκε. Πορτοκαλάκιαααα- μανταρινάκιααα φώναζε ο Μανίτσας και τραβούσε το γαιδουράκι του φορτωμένο με δυο κόφες μαναβικά .
Περπάταγα στη μέση του δρόμου αγναντεύοντας την κουκουναριά του Κριμπά. Άλλωστε τι να φοβηθώ ότι θα με πατήσει; Το λεωφορείο αργεί να περάσει. Δεν περνάει τίποτα άλλο. .Μωρέ, είναι ωραίο το χωριό μου, ας μην έχει ασφατοστρωμένο δρόμο, ας έχει λασπουριά και παλιόσπιτα. Μπορεί κάποια μέρα αν είμαστε καλά να τα φιάξουμε.
Ο Τσιρο Μίμης μου χαμογέλασε μέσα από το ραφείο του και προχώρησα.
Ο Μήτσος Πίκινος , ήταν πίσω από τον πάγκο του μπακάλικου και έκοβε ένα κομμάτι χαλβά σε κάποιον που ψώνιζε. Ντρέπομαι να του πω να μου δώσει τα τριμματάκια από τον χαλβά. Μεθαύριο όμως που θα πουλήσω στον Πιερράκο το χαμολόι, τις ελιές που μάζεψα ,θα αγοράσω ένα μεγάλο κομμάτι για να φάω μέχρι να σκάσω.
Άλλες ωραίες μυρωδιές παρακάτω, έβγαιναν από την ταβέρνα του μπαρμπα Γιώργη του Κομίνη. Θα τηγάνιζε κανένα κεφτεδάκι και εγώ πάντα πεινασμένος τις ανάσαινα βαθειά.
Ο κυρ Βασίλης ο Νιάρχος με κοίταξε και με χαιρέτισε. Όλοι στο χωριό μου χαιρετούν όταν περνάς. Δεν κρατήθηκα και του είπα το μυστικό μου.-- κυρ Βασίλη , τις ελιές που μάζεψα από το χτήμα σου δεν στις έφερα όλες για να τις μοιράσουμε. Είχα μαζέψει σχεδόν ένα τσουβάλι και σου έδειξα μόνο ένα καλάθι και εσύ μου είπες.’’κράτα τες όλες βρέ, να πάρεις τετράδιο και μολύβι» νάσαι καλά κυρ Βασίλη, δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Κρυφοκύταξα μέσα στό ραφείο του Μάνου του Μπαλντουμά, απέναντι στο άλλο καφενείο ο κυρ Αλέξης ο Κατσιμπάρος , ο Σούφης με το ταξί του και εγώ τάχυνα το βήμα να πάω στο λιοτρίβι του Λυμπερόπουλου. Το βαγονάκι που έχει μέσα για να μεταφέρουν τα τσουβάλια με τις ελιές είναι για μένα ονειρεμένο παιχνίδι.
Ο Νίκος ο Τζαμουράνης ο μηχανικός του λιοτριβιού, με αφήνει να παίζω. Λαδούσες, ασκιά, λιοκόκια ένα βουνό. Ψήνουν και άσπρο ψωμί εκεί και το βουτούν στο λάδι οι εργάτες.
Κοντεύω να φτάσω στο τέλος της αγοράς. Ο μπάρμπα Δήμος ο Τσίρος, σιδερώνει ένα κουστούμι και απέναντι ο Γιάννης ο Τσιγκάκης στο μικρσκοπικό μπακαλικάκι μόνος του στη καρέκλα συλλογιέται.
Από το βάθος έρχεται ένα κάρο φορτωμένο ως επάνω με σακκιά ελιές. Από το τραγούδι κατάλαβα, είναι ο καλοσυνάτος ο Βασίλης ο Μπίνιος.- Γειά σου βρε μπάρμπα Βασίλη, νάσαι πάντα καλά. Έκανα απάνω το δρόμο για την Αλλαγή. σε λίγο συνάντησα τον παπα Θανάση τον Τζώρτζη.
Ψηλός. Με την άσπρη γενειάδα, σεβάσμιος και λίγο αυστηρός. ‘’ για έλα εδώ, γιατί δεν ήρθες στο Κατηχητικό; Με μάλωσε. Τι να του απαντήσω τώρα; Ότι είχα πάει να στήσω δόκανα; Δεν θα γλύτωνα την σφαλιάρα. Έσκυψα το κεφάλι και τράβηξα για την εκκλησία.
Τι γίνεται εκεί πέρα. Φωνές γέλια,τσακωμοί των αγοριών ,άλλοι κλωτσάνε ένα πάνινο τόπι.
τα κορίτσια παίζουν καραβάνα και αμπάριζα, ότι θέλεις βλέπεις και ακούς.
Μιά παρεϊτσα κάθεται λίγο παράμερα, θλιμένη και αμίλητη.
Είναι ο Γιάννης ο Δημόπουλος –ο Κοκκινης- ο Δημητράκης ο Πανούσης η Κατίνα του Ρερρέ και η συμμαθήτριά μου η Ανδριάνα του Γοβάκη.
Αυτούς η Σελήνη τους φώτιζε λιγότερο.
Το κουδούνι.
Μαζεύτηκαν τα παιδιά να μπούν στο σχολείο. Πόσα να είναι άραγε; 250; 300; .Ναι ξέρω, διευθυντής είναι ο δάσκαλος ο Θεοδωρακόπουλος. Είναι εκεί και ο δάσκαλος ο Τζώρτζης , ο Τσιάλας,η Βασιλική με το ποδήλατό της ,η Ισμήνη....
-Δάσκαλε, όσα μείνουν στην ίδια τάξη θα τους δώσω εγώ απολυτήριο φώναξε ο Τσετσέκος. Θα τους αγοράζω και τα τσιντζίρια που θα πιάνουν το καλοκαίρι.
Πέρασε και ο Αλκιβιάδης ο Κομίνης, ο καθηγητής, χαιρέτισε τους δασκάλους και με γρήγορο βήμα έφυγε για τον Μελιγαλά.
Κάτι δυνατό με ταρακούνησε στην πλάτη. Ταρακούνησε και την Σελήνη, κι΄ άρχισε να πέφτει φεγγαρόσκονη. Πολλή φεγγαρόσκονη. Σκέπασε τα δέντρα, τις κεραμιδένιες στέγες των σπιτιών, έπεφτε στα μαλλιά των ανθρώπων, άρχισε να σκεπάζει και τα πρόσωπά τους τόσο πολύ, που δεν μπορούσες να τους ξεχωρίσεις. Έγιναν όλοι όμοιοι, φεγγαρόσχημοι φεγγαρόχρωμοι, φεγγαροφώτιστοι...
-Δημήτρη, ακόμη κοιμάσαι?-Βρε γυναίκα, γιατί δεν με άφησες να τους συναντήσω όλους; Δάκρυσα.
Εψές περπάτησε η Σελήνη....
Εψές, περπάτησε η Σελήνη. Ήμουν βολεμένος στο κρεβάτι μου, αλλά αυτή η καταφερτζού με ξεσήκωσε. Πάνω αυτή, κάτω εγώ, με έβγαλε στο δρόμο της αγοράς. Γεμάτος λακούβες ο δρόμος αλλά κάποτε θα τον κάνουν άσφαλτο έτσι είπε ο Πρόεδρος αλλά πότε;
Εκεί στην αρχή, μπροστά- μπροστά το πεταλωτήριο του Μήτσου του Τάρνα. Πετάλωνε ένα άλογο κάποιου Μπαλαίου. Απέναντι ο φούρνος του Ρήγα και μυρωδιές από το άσπρο ψωμί. Αχ νάχα ένα πενηνταράκι να πάρω μισό φρατζολάκι ψωμί... Λες και το κατάλαβε ο μπάρμπα Χρήστος.- έλα ρε ,πάρε μισό φρατζολάκι. Έγινε όλος ο κόσμος δικός μου.
Μασουλώντας το φρατζολάκι, έκανα λίγα βήματα. Γεμάτος μαγαζιά ο δρόμος. Ο Μητσιάκος είχε ανοίξει το καφενείο, είχε απλώσει τις καρέκλες, ο Θοδωράκης ο Τσούκλος είχε καταβρέξει και εκεί στη Δάφνη πόσους δεν συνάντησα...
Ήταν εκεί ο Κάiζερ και έπαιζε πρέφα. Ο Δημητράκης ο Τράκας τον πείραζε. Ο Χρήστος ο Μάρκος με τον δάσκαλο τον Πανούση περίμεναν τον Τάρνα να παίξουν πινόκλι.
Ήταν και ο πατέρας μου εκεί. Καθόταν λίγο άβολα στην καρέκλα γιατί δεν τον άφηναν οι άτιμοι οι ρευματισμοί. Στο ίδιο τραπέζι καθόταν ο Μιχάλης ο Λιώτσης και ο γερο Γιαννούλης από του Μούστα.
Κανένας τους δεν έπινε καφέ. Το κατάλαβα, δεν είχαν να πληρώσουν... ας ήταν δυνατό να μπορούσα να τους κεράσω εγώ. Όμως κι εγώ δεν είχα....
Άσε τις συγκινήσεις και προχώρα, μου ψυθίρισε η Σελήνη.
Ο Γιώργης ο Κουντούνης λαγοκοιμόταν στον πάγκο του, όταν τον ξύπνησε μια φωνή.
-Εφημερίδεεεεες ακούστηκε από μακρυά η φωνή του Κολινιάτη. Άφησε μια στο καφενείο, έδωσε στα κρυφά και μια ΑΥΓΗ στον Πέτρο τον Μάμαλη και πήγε στα παραπέρα καφενεία.
Από απέναντι άλλη βραχνή φωνή ακούστηκε. Πορτοκαλάκιαααα- μανταρινάκιααα φώναζε ο Μανίτσας και τραβούσε το γαιδουράκι του φορτωμένο με δυο κόφες μαναβικά .
Περπάταγα στη μέση του δρόμου αγναντεύοντας την κουκουναριά του Κριμπά. Άλλωστε τι να φοβηθώ ότι θα με πατήσει; Το λεωφορείο αργεί να περάσει. Δεν περνάει τίποτα άλλο. .Μωρέ, είναι ωραίο το χωριό μου, ας μην έχει ασφατοστρωμένο δρόμο, ας έχει λασπουριά και παλιόσπιτα. Μπορεί κάποια μέρα αν είμαστε καλά να τα φιάξουμε.
Ο Τσιρο Μίμης μου χαμογέλασε μέσα από το ραφείο του και προχώρησα.
Ο Μήτσος Πίκινος , ήταν πίσω από τον πάγκο του μπακάλικου και έκοβε ένα κομμάτι χαλβά σε κάποιον που ψώνιζε. Ντρέπομαι να του πω να μου δώσει τα τριμματάκια από τον χαλβά. Μεθαύριο όμως που θα πουλήσω στον Πιερράκο το χαμολόι, τις ελιές που μάζεψα ,θα αγοράσω ένα μεγάλο κομμάτι για να φάω μέχρι να σκάσω.
Άλλες ωραίες μυρωδιές παρακάτω, έβγαιναν από την ταβέρνα του μπαρμπα Γιώργη του Κομίνη. Θα τηγάνιζε κανένα κεφτεδάκι και εγώ πάντα πεινασμένος τις ανάσαινα βαθειά.
Ο κυρ Βασίλης ο Νιάρχος με κοίταξε και με χαιρέτισε. Όλοι στο χωριό μου χαιρετούν όταν περνάς. Δεν κρατήθηκα και του είπα το μυστικό μου.-- κυρ Βασίλη , τις ελιές που μάζεψα από το χτήμα σου δεν στις έφερα όλες για να τις μοιράσουμε. Είχα μαζέψει σχεδόν ένα τσουβάλι και σου έδειξα μόνο ένα καλάθι και εσύ μου είπες.’’κράτα τες όλες βρέ, να πάρεις τετράδιο και μολύβι» νάσαι καλά κυρ Βασίλη, δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Κρυφοκύταξα μέσα στό ραφείο του Μάνου του Μπαλντουμά, απέναντι στο άλλο καφενείο ο κυρ Αλέξης ο Κατσιμπάρος , ο Σούφης με το ταξί του και εγώ τάχυνα το βήμα να πάω στο λιοτρίβι του Λυμπερόπουλου. Το βαγονάκι που έχει μέσα για να μεταφέρουν τα τσουβάλια με τις ελιές είναι για μένα ονειρεμένο παιχνίδι.
Ο Νίκος ο Τζαμουράνης ο μηχανικός του λιοτριβιού, με αφήνει να παίζω. Λαδούσες, ασκιά, λιοκόκια ένα βουνό. Ψήνουν και άσπρο ψωμί εκεί και το βουτούν στο λάδι οι εργάτες.
Κοντεύω να φτάσω στο τέλος της αγοράς. Ο μπάρμπα Δήμος ο Τσίρος, σιδερώνει ένα κουστούμι και απέναντι ο Γιάννης ο Τσιγκάκης στο μικρσκοπικό μπακαλικάκι μόνος του στη καρέκλα συλλογιέται.
Από το βάθος έρχεται ένα κάρο φορτωμένο ως επάνω με σακκιά ελιές. Από το τραγούδι κατάλαβα, είναι ο καλοσυνάτος ο Βασίλης ο Μπίνιος.- Γειά σου βρε μπάρμπα Βασίλη, νάσαι πάντα καλά. Έκανα απάνω το δρόμο για την Αλλαγή. σε λίγο συνάντησα τον παπα Θανάση τον Τζώρτζη.
Ψηλός. Με την άσπρη γενειάδα, σεβάσμιος και λίγο αυστηρός. ‘’ για έλα εδώ, γιατί δεν ήρθες στο Κατηχητικό; Με μάλωσε. Τι να του απαντήσω τώρα; Ότι είχα πάει να στήσω δόκανα; Δεν θα γλύτωνα την σφαλιάρα. Έσκυψα το κεφάλι και τράβηξα για την εκκλησία.
Τι γίνεται εκεί πέρα. Φωνές γέλια,τσακωμοί των αγοριών ,άλλοι κλωτσάνε ένα πάνινο τόπι.
τα κορίτσια παίζουν καραβάνα και αμπάριζα, ότι θέλεις βλέπεις και ακούς.
Μιά παρεϊτσα κάθεται λίγο παράμερα, θλιμένη και αμίλητη.
Είναι ο Γιάννης ο Δημόπουλος –ο Κοκκινης- ο Δημητράκης ο Πανούσης η Κατίνα του Ρερρέ και η συμμαθήτριά μου η Ανδριάνα του Γοβάκη.
Αυτούς η Σελήνη τους φώτιζε λιγότερο.
Το κουδούνι.
Μαζεύτηκαν τα παιδιά να μπούν στο σχολείο. Πόσα να είναι άραγε; 250; 300; .Ναι ξέρω, διευθυντής είναι ο δάσκαλος ο Θεοδωρακόπουλος. Είναι εκεί και ο δάσκαλος ο Τζώρτζης , ο Τσιάλας,η Βασιλική με το ποδήλατό της ,η Ισμήνη....
-Δάσκαλε, όσα μείνουν στην ίδια τάξη θα τους δώσω εγώ απολυτήριο φώναξε ο Τσετσέκος. Θα τους αγοράζω και τα τσιντζίρια που θα πιάνουν το καλοκαίρι.
Πέρασε και ο Αλκιβιάδης ο Κομίνης, ο καθηγητής, χαιρέτισε τους δασκάλους και με γρήγορο βήμα έφυγε για τον Μελιγαλά.
Κάτι δυνατό με ταρακούνησε στην πλάτη. Ταρακούνησε και την Σελήνη, κι΄ άρχισε να πέφτει φεγγαρόσκονη. Πολλή φεγγαρόσκονη. Σκέπασε τα δέντρα, τις κεραμιδένιες στέγες των σπιτιών, έπεφτε στα μαλλιά των ανθρώπων, άρχισε να σκεπάζει και τα πρόσωπά τους τόσο πολύ, που δεν μπορούσες να τους ξεχωρίσεις. Έγιναν όλοι όμοιοι, φεγγαρόσχημοι φεγγαρόχρωμοι, φεγγαροφώτιστοι...
-Δημήτρη, ακόμη κοιμάσαι?-Βρε γυναίκα, γιατί δεν με άφησες να τους συναντήσω όλους; Δάκρυσα.
Εψές περπάτησε η Σελήνη....
*Του έχω αναρτήσει και ένα ωραίο ποίημα του που υπάρχει στο διαδίκτυο με τίτλο: Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο του Μελιγαλά, γράφαμε εκθέσεις και τις καλλίτερες τις διαβάζαμε την επόμενη εβδομάδα.
Καμιά φορά έγραφα και έμμετρα- με τις ανησυχίες που έχουν οι νέοι- έτσι έγραψα μεταξύ άλλων και τα δυο ποιηματάκια που σου στέλνω, αλλά ο καθηγητής μου τα βρήκε λίγο τολμηρά και δεν με άφησε να τα διαβάσω.
Σου τα στέλνω λοιπόν έτσι για να θυμηθούμε πως γράφαμε εκείνη την εποχή.
Δεν τα έχω δείξει πουθενά, αλλά σε σένα που γράφεις τόσο όμορφα και δεν ξέχασες ποτέ εκείνη την εποχή, ίσως κάτι να έχουν να σου πουν.
Το φυλαχτό των καλικάντζαρων
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό χωριουδάκι, επάνω στα βουνά, ήτανε ένα ωραίο πέτρινο σπίτι και εκεί ζούσαν δυο μικρά αδελφάκια, η Ποπίτσα και ο Σωτήρης, μαζί με τους γονείς τους . Ήτανε μια ωραία και ευτυχισμένη οικογένεια, που δεν της έλειπε τίποτα. Η Ποπίτσα πήγαινε στην δεύτερη τάξη του δημοτικού και ο Σωτηράκης , ένα χρόνο μικρότερος πήγαινε στην πρώτη τάξη.
Το χωριουδάκι τους ήταν πολύ μικρό, δεν είχε σχολείο και έτσι τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο δίπλα σε ένα μεγαλύτερο χωριουδάκι.
Επειδή επάνω στα ορεινά χωριά ήταν όλα ήρεμα και ήσυχα, χωρίς κινδύνους και οι γονείς τους είχαν πολλές δουλειές με τα χτήματα και με τα ζώα, τα άφηναν να πηγαίνουν μόνα τους με τα ποδαράκια τους στο σχολείο, άλλωστε δεν ήταν και μακρυά, μόνο μισή ώρα…
Ήτανε που λέτε παιδιά μου χειμώνας, είχανε περάσει τα Χριστούγεννα και η πρωτοχρονιά, είχανε διακοπές και δεν πήγαιναν σχολείο. Έτσι καθόντουσαν η Ποπίτσα και ο Σωτηράκης κοντά στο τζάκι, διάβαζαν ιστοριούλες, ζωγράφιζαν, τραγουδούσαν γιορταστικά τραγούδια, η άκουγαν τη γιαγιά να τους λέει παραμύθια, γύρω από τις γιορτές των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς.
Αύριο πια ξημέρωνε η παραμονή των Φώτων και έτσι βρήκε ευκαιρία η γιαγιά να τους πει ένα παραμυθάκι για τους καλικάντζαρους που έρχονται αυτές τις ημέρες για να πειράξουν τους ανθρώπους και να κάνουν τις σκανταλιές τους. Η Ποπίτσα και ο Σωτηράκης κρεμόντουσαν από τα χείλη της γιαγιάς που τα έλεγε όλα σοβαρά σοβαρά . Τα παιδιά με κοκκινισμένα τα μαγουλάκια τους από το τζάκι άνοιγαν τα μάτια τους να μην κοιμηθούν για να μη χάσουνε τίποτα από το παραμύθι της γιαγιάς. Και να , ξημέρωσε η παραμονή των Φώτων....
Η δασκάλα τους, παρά το ότι είχαν διακοπές, είχε παρακαλέσει όλα τα παιδάκια, να πάνε από το σχολείο και να πούνε όλα μαζί τα κάλαντα στις γειτονιές και με τα χρήματα που θα μαζέψουν, να αγοράσουν παιχνιδάκια και άλλα δώρα για τα φτωχά παιδάκια της Αφρικής.
Έτσι η Ποπίτσα και ο Σωτηράκης αφού πήραν το πρωινό τους, ετοιμάστηκαν να πάνε στο σχολείο που όπως είπαμε ήταν στο διπλανό χωριουδάκι. Φόρεσαν τα παλτουδάκια τους, τυλίχτηκαν με τα κασκόλ, πήραν και τις ομπρελίτσες τους και πιασμένα χέρι χέρι, ξεκίνησαν χαρούμενα και γελαστά αφού έστειλαν από μακρυά ένα φιλάκι στους γονείς τους.
Μετά από μισή ώρα έφτασαν έξω από το σχολείο και εκεί βρήκαν όλα τα παιδάκια μαζεμένα και καλοντυμένα να τιτιβίζουν χαρούμενα. Ήταν εκεί και η δασκάλα τους ντυμένη πολύ όμορφα, είχε χτενίσει τα μαλλιά της πολύ ωραία και διαφορετικά από τις άλλες μέρες ,φορούσε όμορφα σκουλαρίκια και μιά ωραία καρφίτσα στο πέτο της, είχε βάψει κόκκινα και τα χείλη της, ήταν μια κούκλα.
Μόλις την είδε η Ποπίτσα, δεν κρατήθηκε και της είπε με θαυμασμό.’’ Κυρία, είσαστε πολύ όμορφη σήμερα’’ Η δασκάλα χαμογέλασε γλυκά , αγκάλιασε την Ποπίτσα και την φίλησε στο μάγουλο, έπειτα φίλησε και τον Σωτηράκη.
-Παιδιά, είμαστε έτοιμοι, ξεκινάμε, φώναξε η δασκάλα και όλα μαζί τα παιδάκια κάνανε μια μεγάλη παρέα που βγήκε στους δρόμους του χωριού και με γλυκιές μελωδικές φωνούλες έλεγαν τα κάλαντα. Οι νοικοκυρές τους άνοιγαν τις πόρτες και τους φίλευαν με ότι είχε η κάθε μιά αλλά και τους έδιναν και ένα μικρό ποσό σε χρήματα, γιατί είχε γίνει γνωστός ο σκοπός τι θα τα κάνουν.
Γύριζαν, γύριζαν στα δρομάκια του χωριού και μόλις τελείωσαν, είχε περάσει και το μεσημέρι. Η δασκάλα αφού φίλησε ένα ένα όλα τα παιδάκια, τους ευχήθηκε καλή συνέχεια στις διακοπές τους και όλα κίνησαν να φύγουν.
Η Ποπίτσα πήρε τον Σωτηράκη από το χέρι και κίνησαν για το δικό τους χωριουδάκι.
Δεν είχαν περπατήσει παρά μόλις λίγα μέτρα και ξαφνικά άρχισε να χιονίζει. . Άνοιξαν τις ομπρέλες τους, τυλίχτηκαν όσο καλλίτερα μπορούσαν με το κασκόλ τους και συνέχισαν να περπατούν πιασμένα χέρι χέρι. Μα το χιόνι όλο και δυνάμωνε. Έπεφτε τώρα τόσο πυκνό που άλλη φορά δεν είχαν ξαναειδεί. Γρήγορα γρήγορα το χιόνι κάθισε επάνω στα κλαριά των δέντρων σκέπασε τους θάμνους σκέπασε όλον τον τόπο γύρω, σκέπασε και το δρομάκι που οδηγούσε στο χωριουδάκι τους.
Τα παιδάκια προχωρούσαν προχωρούσαν μα δεν ήταν σίγουρα ότι περπατούσαν στον σωστό δρόμο αφού όλα είχαν σκεπαστεί πια από το παχύ άσπρο χιόνι και δεν έβλεπαν μπροστά τους παρά σε λίγα βήματα. Η ώρα περνούσε και εκείνα συνέχιζαν να περπατάνε. Η ημέρα άρχισε να τελειώνει γιατί αυτή την εποχή του χειμώνα, σκοτεινιάζει πολύ γρήγορα. Μετά από κάμποση ώρα είχε σκοτεινιάσει πια για τα καλά και τα δυο αδερφάκια αποκαμωμένα από την κούραση και την αγωνία πήγαν και κάθισαν κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά. Ήταν λίγο φοβισμένα και πεινασμένα μα τι μπορούσαν να κάνουν;
Η Ποπίτσα βρήκε μια μικρή πέτρα την έβαλε κοντά στην ρίζα της βελανιδιάς και κάθισε. Ο Σωτηράκης πήγε κοντά της στριμώχτηκε επάνω της και έγειρε το κεφαλάκι του στην ποδιά της Ποπίτσας. Πόση ώρα κάθισαν έτσι το ένα κοντά στο άλλο, δεν θα μπορούσαν να πουν. Το σκοτάδι ήταν πια βαθύ και μόνο η ασπρίλα του χιονιού το έκανε κάπως υποφερτό και σε άφηνε να βλέπεις θαμπά.
Ξαφνικά, λίγο παρακεί, βλέπουν κάτι που τα άφησε με το στόμα ανοιχτό...
Ενα πελώριο δέντρο με έναν κορμό που δεν είχε ξαναδεί άνθρωπος τόσο μεγάλο και τόσο ψηλό και που τα κλαδιά του χάνονταν στόν ουρανό. Τον κορμό του δεν θα μπορούσαν να τον αγκαλιάσουν ούτε πενήντα άνθρωποι. Και κάτω από το πελώρειο δέντρο ήταν κάτι ανθρωπάκια που δεν είχανε ξαναδεί. Ήταν κάτι κοντούλια ανθρωπάκια δυό πιθαμές μπόι είχανε και ήταν κατάμαυρα. Στο κεφάλι τους είχαν δυό κέρατα και τα μάτια τους ήταν λοξά και κόκκινα ,τα μαλλιά τους μακρυά και αχτένιστα και τα αυτιά τους πολύ μεγάλα. Είχαν αραιά ακατάστατα γένεια και φορούσαν κάτι μαύρα παλτουδάκια ,αλλά από κάτω φαινόταν η μαύρη η ουρά τους που σερνόταν μέχρι κάτω στο χώμα. Η Ποπίτσα και ο Σωτηράκης τρόμαξαν... ήτανε και τόσα πολλά που δεν μπορούσαν να τα μετρήσουν. Στα χέρια τους άλλα κρατούσαν μικρά τσεκουράκια, άλλα μικρά πριόνια, σφυριά, διάφορα εργαλεία και πελεκάγανε τήν ρίζα του θεόρατου δέντρου κγάπ- γκούπ γκάπ- γκούπ ιδρώνανε από την προσπάθεια, μα γελάγανε κιόλας με εκείνο το ξερό γελάκι, χε χε χε χε ... και δόστου πάλι πριονίζανε την ρίζα του δέντρου.. –Μιχάληηηη κοντεύουμε...
Ναί Μιχάληηηη σήμερα τελειώνουμεεε.- Όλους τους καλικάντζαρους τους λένε Μιχάληδες, όλοι έχουν το ίδιο όνομα.- Άιντε, σήμερα κόβουμε την ρίζα που κρατάει τη Γή και θα την ρίξουμε κάτωωωω χε χε χε .
Η Ποπίτσα τρομαγμένη έκανε νόημα στον Σωτηράκη, μή μιλάς και μας ακούσουνε αδερφούλη μου, γιατί δεν μου φαίνονται και τόσο καλά τούτα τα ανθρωπάκια, του ψιθύρισε στο αυτί. Ο Σωτηράκης κούνησε το κεφαλάκι του, στριμώχτηκε περισσότερο κοντά της και δεν μίλαγε...
Όμως ένα καλικαντζαράκι την ώρα που σήκωσε λίγο το κεφάλι του για να σκουπίσει τον ιδρώτα του, κάνει έτσι και είδε τα παιδάκια να κρύβονται στην ρίζα της βελανιδιάς και φώναξε. Έ έ έ έ , κάποιοι μας παρακολουθούν...τρέξτε να τους πιάσουμε γιατί θα μαρτυρήσουν που κόβουμε την ρίζα που κρατάει τη γήηηη.
Αμέσως μερικά καλικαντζαράκια έτρεξαν κοντά στην βελανιδιά και βρήκαν τα παιδάκια τρομαγμένα και αγκαλιασμένα να τρέμουν από τον φόβο τους.
-Α ώστε εσείς μας παρακολουθείτε κρυφά έ; τώρα πρέπει να σας τιμωρήσουμε αυστηρά όπως εμείς ξέρουμε, για να μάθετε...
Τα παιδιά δεν μπορούσαν να βγάλουν λέξη από το στόμα τους. Ένας καλικάτζαρος, πλησίασε κοντά κοντά και παρατήρησε τα παιδάκια, κοντοστάθηκε λίγο και φώναξε στούς άλλους. –Μιχαλάκιααα τούτα τα παιδάκια είναι πολύ παράξενα, έχουν γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά και το δέρμα τους είναι άσπρο...
Πλησίασαν και οι άλλοι καλικάντζαροι και κοίταζαν με περιέργεια τούτα τα όμορφα παιδιά. Πώς βρεθήκατε εδώ; ρώτησε ένας καλικάντζαρος που φαινόταν λίγο πιο μεγάλος από τους άλλους.
-Να, χάσαμε το δρόμο από τον χιονιά και ξεστρατίσαμε... αποκρίθηκε η Ποπίτσα, και τώρα δεν ξέρουμε πως θα πάμε στο σπίτι μας και οι γονείς μας θα ανησυχούν.
Ο καλικάντζαρος κάθισε λίγο σκεφτικός και μετά γύρισε στούς άλλους και τους λέει. –Μιχάληδες, μου φαίνεται ότι αυτά τα παιδάκια λένε την αλήθεια και δεν πρέπει να τα τιμωρήσουμε...άλλωστε είναι και τόσο όμορφα... Ναι, ναι, συμφώνησαν όλοι με ένα στόμα να μην τα τιμωρήσουμε.
Τότε βγήκε μπροστά ο πιο ηλικιωμένος καλικάτζαρος και με την βραχνή φωνούλα του είπε στούς άλλους¨ ‘’ Εμείς οι καλικάντζαροι δεν κάνουμε ποτέ καλό, μόνο ζημιές φασαρίες και ότι κακό μας έρθει στο μυαλό. Όμως τούτα τα παιδάκια μου φαίνεται ότι είναι ότι πιο καλό υπάρχει στον κόσμο και γιαυτό σκέφτομαι να κάνουμε για πρώτη και τελευταία φορά στην ζωή μας ένα καλό. Συμφωνείτε; Ναι ναι , άντε να δούμε και εμείς πως είναι το καλό... είπαν όλοι μαζί.
Τότε ο ηλικιωμένος καλικάντζαρος, ξεκούμπωσε το παλτουδάκι του, έβαλε το χέρι του στην από μέσα τσέπη και έβγαλε μια χρυσή αλυσίδα. Στην κάτω μεριά της αλυσίδας κρεμόταν ένα φυλαχτό που έμοιζε με μεγάλο μύγδαλο η με μάτι ανθρώπου και έβγαζε φωτεινές αχτίνες άλλες κόκκινες , άλλες γαλάζιες άλλες πορτοκαλί η πράσινες, όλα τα χρώματα. Τα παιδιά κοιτούσαν με φόβο και απορία.
Ο καλικάντζαρος πλησίασε την Ποπίτσα, της πέρασε το φυλαχτό γύρω στο λαιμό της και της λέει με την σφυριχτή φωνούλα του.'' Εμείς δεν έχουμε κάνει ποτέ καλό στην ζωή μας, αλλά εσάς σας συμπαθήσαμε και θέλουμε να σας κάνουμε δώρο το μαγεμένο φυλαχτό μας. Αυτό τα φυλαχτό, όταν βρισκόσαστε σε κίνδυνο η άλλη δυσκολία, θα το δείχνετε και αμέσως όλα θα είναι καλά για σας. Εμείς πάμε να συνεχίσουμε το κόψιμο της ρίζας που κρατάει τη γη και σε λίγο τελειώνουμε. Τα παιδιά τα είχαν χαμένα, ούτε ευχαριστώ δεν μπόρεσαν να ψιθιρίσουν και οι καλικάτζαροι έφυγαν κατά το μεγάλο δέντρο με την ρίζα της γης.
Κοιταζόντουσαν με απορία ,κρατούσαν το φυλαχτό που σπιθίριζε και ήταν ζεστό σα να ήταν ζωντανό...
Είχε περάσει αρκετή ώρα και από μακρυά ακούστηκε ένα ουρλιαχτό που όλο και δυνάμωνε. Ουου ουου ουου...τα παιδιά κατάλαβαν, ήταν ο λύκος που ερχόταν κατά το μέρος τους και τα έλουσε κρύος ιδρώτας. Τώρα τι θα κάνουν; τι θα απογίνουν;
Ο λύκος όλο και πλησίαζε, τα μάτια του έλαμπαν στο μισοσκόταδο και φαινόταν αγριεμένος. Μα τα παιδιά τι να κάνουν; Ήρθε πιο κοντά και η αναπνοή του ακουγόταν ολοκάθαρα... Τότε η Ποπίτσα, μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνει, θυμήθηκε το φυλαχτό που της είχαν δώσει τα καλικατζαράκια, το πήρε στο χεράκι της και το έδειξε κατά τον λύκο. Τότε ο λύκος κοντοστάθηκε, κατέβασε το κεφάλι του, σταμάτησε να ουρλιάζει και με αργά βήματα πλησίασε τα παιδάκια που παγωμένα από τον φόβο τους δεν κουνιόντουσαν καθόλου. Ο λύκος πλησίασε ακόμη πιό πολύ και ακούμπησε την μουσούδα του στο παπούτσι του Σωτηράκη, μετά έγλειψε το χεράκι του και ξάπλωσε δίπλα τους σαν να ήταν ένα υπάκουο σκυλάκι. Τα παιδιά πήραν θάρρος και άπλωσαν τα χεράκια τους και χάιδεψαν τον λαιμό του λύκου που έδειχνε ότι πολύ τον ευχαριστούσε αυτό το απαλό χάδι...
Δεν είχε περάσει πολλή ώρα και βαριά βήματα ακούστηκαν απο την πλευρά του δάσους. Ένας αρκούδος ενοχλημένος από το ουρλιαχτό του λύκου, είχε ξυπνήσει από την νάρκη του και ερχόταν αγριεμένος να μαλώσει αυτούς που του χάλαγαν την ησυχία του. Τα παιδιά τον είδαν να πλησιάζει, μα αυτή τη φορά δεν τρόμαξαν τόσο πολύ γιατί είχαν το μαγεμένο φυλαχτό των καλικάντζαρων. Πραγματικά, μόλις ήρθε κοντά ο αρκούδος, του έδειξαν το φυλαχτό και αυτός με ήρεμα βήματα ήρθε κοντά τους και ξάπλωσε στα πόδια τους και δεν ενδιαφερόταν καθόλου να τιμωρήσει τον λύκο που του χάλασε τον ύπνο του.
Μετά ακούστηκε το αγριογούρουνο να έρχεται , και μόλις είδε το φυλαχτό, πήγε και πλύθηκε στην μικρή λιμνούλα που ήταν εκεί κοντά και πλησίασε και εκείνο. Ηρθε το τσακάλι, το ελαφάκι, ο ασβός και πλήθος σκιουράκια, ήρθε και η κουκουβάγια με τον κοκκινολαίμη, η παρέα όλο μεγάλωνε, τα παιδιά είχαν πια ξεχάσει τελείως τον φόβο τους, και μιλούσαν στα ζώα σαν να ήταν παλιοί γνώριμοι.--Ποπίτσα, πεινάω , είπε σε μιά στιγμή χαμηλόφωνα ο Σωτηράκης. Ο αρκούδος το άκουσε και χαμογέλασε καλόκαρδα. Μιά στιγμή, θα σου φέρω εγώ να φας είπε στον Σωτηράκη και σηκώθηκε αργά αργά και με τις πλατιές πατούσες του, πλάπ -πλάπ μέσα στο χιόνι, πήγε στην άκρη του δάσους και έβαλε το χέρι του στην κουφάλα ενός δέντρου και έβγαλε μιά μεγάλη κηρήθρα γεμάτη μέλι και την έφερε στον Σωτηράκη. Α, εγώ έκλεψα ένα μεγειρεμένο κοτόπουλο από ένα σπίτι, είπε η αλεπού, πάω να το φέρω. Έχω και εγώ λίγο τυρί από ένα μαντρί, είπε το τσακάλι. Το αγριοκάτσικο έφερε φρέσκο γάλα, τα σκιουράκια εξαφανίστηκαν μέσα στα δέντρα και γύρισαν με φορτωμένα τα χεράκια τους με καρύδια, μύγδαλα, κούμαρα και βατόμουρα. Τα παιδιά έφαγαν με όρεξη όλα αυτά τα ωραία φαγητά, η καρδούλα τους ήταν χαρούμενη και χαμογελούσαν στα ζώα που ήταν ξαπλωμένα στα πόδια τους. Λέμε τραγούδια για τα Φώτα; ρώτησε ο Σωτηράκης. Γιατί όχι; είπε η Ποπίτσα και άρχισαν μαζί να τραγουδάνε.
‘’Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό, είναι η Παναγία η Δέσποινα
Με τα θυμιατούρια στα δάχτυλα, και τον αη Γιάννη παρακαλεί
Άγιε μου Γιάννη βαφτίσεις θεού παιδί. Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
Και τον κύριό μου παρακαλώ...’’
Τα ζώα αμίλητα άκουγαν την ωραία μελωδία, δεν κουνιόταν κανένα και μόνο η άχνα από την αναπνοή τους φαινόταν. Το χιόνι είχε πια σταματήσει και ένα αχνό φως απόκοσμο πλημμύρισε όλο τον τόπο. Τι μαγική βραδιά είναι αυτή..., τα αστέρια από τον ουρανό κοιτούσαν κατάπληκτα, τα δέντρα δεν σάλευαν φωνή δεν ακουγόταν.. ποιος είδε τον λύκο παρέα με το αρνάκι, ποιος είδε τον αρκούδο αγκαλιά με το ελαφάκι, ποιος είδε την αλεπού μαζί με τα πουλάκια... που βρέθηκε αυτή τη βραδιά τόση ομορφιά, που βρέθηκε τόση αγάπη και καλοσύνη;
Πέρα όμως ,στο μεγάλο δέντρο με την ρίζα της γης, οι καλικάντζαροι έφταναν στο τέλος, λίγες τσεκουριές ακόμα και θα έκοβαν την ρίζα.-- Ας κάνουμε ένα διάλειμμα φώναξε ένας Μιχάλης, τώρα που τελειώνουμε πάμε να το διασκεδάσουμε κάτω στους ανθρώπους και να τους κάνουμε μερικές ζημιές; αμέ ,αμέ φώναξαν όλοι.
-Εσύ Μιχάλη, τί θα κάνεις κάτω στο χωριό των ανθρώπων; - ουι ουι ουι, θα πάω να πετάξω πέτρες στα κεραμίδια τους..
Και εσύ ρε Μιχάλη τι θα κάνεις; χο χο χο, θα πάω να κάνω τσίσα μου μέσα στο κανάτι που πίνουν νερό οι άνθρωποι... χοχοχο. -Εγω, λε λε λε θα πάω να ανακατέψω τα μαλλιά στις γριές και θα τους πάρω τα χτένια λελελελε... εγω γιό γιό γιό θα τρομάξω τα πρόβατά τους και να σκορπίσουν γιο γιο γιο -και εγώ ζου ζου ζου θα σκορπίσω στάχτη στα σαλόνια των νοικοκυρών ζου ζου ζου...
Και εκεί που ετοιμαζόντουσαν οι καλικάντζαροι να κατέβουν στα χωριά, ακούστηκαν κάποια βήματα να πλησιάζουν. Στο ξέφωτο, φάνηκε ο παππάς που ερχόταν, ψηλός φορώντας το πετραχήλι του και στο ένα χέρι είχε το θυμιατό και στο άλλο τον σταυρό. Πλησίασε κοντά στην μικρή λιμνούλα και άρχισε να ψέλνει.. ‘’εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου κύριε, μπλούμ έριξε τον σταυρό μέσα στο νερό της λιμνούλας, η της τριάδος εφανερώθη προσκύνησις..μπλούμ πάλι τον σταυρό στα νερά
Κάνουν έτσι οι καλικάτζαροι και τον βλέπουν με τον σταυρό και το θυμιατό και τους έπιασε τρόμος μεγάλος. Τίποτα δεν φοβούνται περισσότερο οι καλικάντζαροι απο τον σταυρό ‘’φύγετε να φύγουμε γιατί έρχεται ο τρελλόπαπας με την αγιαστούρα του και με την μαγκούρα τουουου.. πότε κρύφτηκαν όλοι, άλλοι επάνω στα δέντρα άλλοι πίσω από τους θάμνους, άλλοι μπήκαν σε λακούβες στο χώμα και κοιτούσαν τρομαγμένοι τον παπά, που συνέχιζε να ψέλνει το τροπάρι των Φώτων . οι καλικάτζαροι έριξαν μια ματιά κατά την ρίζα του δέντρου της γης και τι να δουν; η ρίζα είχε θρέψει τελείως και ήταν πάλι όπως στην αρχή. Ω ωωω ανάθεμα τους κόπους μας φώναξαν, πάλι την πάθαμε και εφέτος, όπως και πέρυσι, όπως εδώ και χίλια χρόνια... πάντα μας προλαβαίνει ο σταυρός.... άντε πάλι του χρόνου...
- Ποπίτσα, Σωτηράκη, είναι ώρα να σηκωθείτε για να πάτε να πείτε τα κάλαντα των Φώτων, η δασκάλα σας θα σας περιμένει. Ο Σωτηράκης και η Ποπίτσα έτριψαν τα μάτια του με την ανάστροφη του χεριού τους. Μανούλα που είναι το μαγεμένο φυλαχτό των καλικάτζαρων; ρώτησαν με ένα στόμα.
-Αφήστε τα αυτά, αυτά είναι παραμύθια της γιαγιάς. Σηκωθείτε να ετοιμαστείτε γιατί έχετε κιόλας αργήσει. Σηκώθηκαν πήραν ένα πρωινό και πιασμένα από το χέρι τράβηξαν για το σχολείο τους για να πουν τα κάλαντα των φώτων μαζί με τα άλλα παιδάκια.. Και θα τελειώσουμε την ιστοριούλα μας όπως τελειώνουν όλα τα παραμύθια. ‘Εζησαν αυτοί καλά και εμείς καλλίτερα.....
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό χωριουδάκι, επάνω στα βουνά, ήτανε ένα ωραίο πέτρινο σπίτι και εκεί ζούσαν δυο μικρά αδελφάκια, η Ποπίτσα και ο Σωτήρης, μαζί με τους γονείς τους . Ήτανε μια ωραία και ευτυχισμένη οικογένεια, που δεν της έλειπε τίποτα. Η Ποπίτσα πήγαινε στην δεύτερη τάξη του δημοτικού και ο Σωτηράκης , ένα χρόνο μικρότερος πήγαινε στην πρώτη τάξη.
Το χωριουδάκι τους ήταν πολύ μικρό, δεν είχε σχολείο και έτσι τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο δίπλα σε ένα μεγαλύτερο χωριουδάκι.
Επειδή επάνω στα ορεινά χωριά ήταν όλα ήρεμα και ήσυχα, χωρίς κινδύνους και οι γονείς τους είχαν πολλές δουλειές με τα χτήματα και με τα ζώα, τα άφηναν να πηγαίνουν μόνα τους με τα ποδαράκια τους στο σχολείο, άλλωστε δεν ήταν και μακρυά, μόνο μισή ώρα…
Ήτανε που λέτε παιδιά μου χειμώνας, είχανε περάσει τα Χριστούγεννα και η πρωτοχρονιά, είχανε διακοπές και δεν πήγαιναν σχολείο. Έτσι καθόντουσαν η Ποπίτσα και ο Σωτηράκης κοντά στο τζάκι, διάβαζαν ιστοριούλες, ζωγράφιζαν, τραγουδούσαν γιορταστικά τραγούδια, η άκουγαν τη γιαγιά να τους λέει παραμύθια, γύρω από τις γιορτές των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς.
Αύριο πια ξημέρωνε η παραμονή των Φώτων και έτσι βρήκε ευκαιρία η γιαγιά να τους πει ένα παραμυθάκι για τους καλικάντζαρους που έρχονται αυτές τις ημέρες για να πειράξουν τους ανθρώπους και να κάνουν τις σκανταλιές τους. Η Ποπίτσα και ο Σωτηράκης κρεμόντουσαν από τα χείλη της γιαγιάς που τα έλεγε όλα σοβαρά σοβαρά . Τα παιδιά με κοκκινισμένα τα μαγουλάκια τους από το τζάκι άνοιγαν τα μάτια τους να μην κοιμηθούν για να μη χάσουνε τίποτα από το παραμύθι της γιαγιάς. Και να , ξημέρωσε η παραμονή των Φώτων....
Η δασκάλα τους, παρά το ότι είχαν διακοπές, είχε παρακαλέσει όλα τα παιδάκια, να πάνε από το σχολείο και να πούνε όλα μαζί τα κάλαντα στις γειτονιές και με τα χρήματα που θα μαζέψουν, να αγοράσουν παιχνιδάκια και άλλα δώρα για τα φτωχά παιδάκια της Αφρικής.
Έτσι η Ποπίτσα και ο Σωτηράκης αφού πήραν το πρωινό τους, ετοιμάστηκαν να πάνε στο σχολείο που όπως είπαμε ήταν στο διπλανό χωριουδάκι. Φόρεσαν τα παλτουδάκια τους, τυλίχτηκαν με τα κασκόλ, πήραν και τις ομπρελίτσες τους και πιασμένα χέρι χέρι, ξεκίνησαν χαρούμενα και γελαστά αφού έστειλαν από μακρυά ένα φιλάκι στους γονείς τους.
Μετά από μισή ώρα έφτασαν έξω από το σχολείο και εκεί βρήκαν όλα τα παιδάκια μαζεμένα και καλοντυμένα να τιτιβίζουν χαρούμενα. Ήταν εκεί και η δασκάλα τους ντυμένη πολύ όμορφα, είχε χτενίσει τα μαλλιά της πολύ ωραία και διαφορετικά από τις άλλες μέρες ,φορούσε όμορφα σκουλαρίκια και μιά ωραία καρφίτσα στο πέτο της, είχε βάψει κόκκινα και τα χείλη της, ήταν μια κούκλα.
Μόλις την είδε η Ποπίτσα, δεν κρατήθηκε και της είπε με θαυμασμό.’’ Κυρία, είσαστε πολύ όμορφη σήμερα’’ Η δασκάλα χαμογέλασε γλυκά , αγκάλιασε την Ποπίτσα και την φίλησε στο μάγουλο, έπειτα φίλησε και τον Σωτηράκη.
-Παιδιά, είμαστε έτοιμοι, ξεκινάμε, φώναξε η δασκάλα και όλα μαζί τα παιδάκια κάνανε μια μεγάλη παρέα που βγήκε στους δρόμους του χωριού και με γλυκιές μελωδικές φωνούλες έλεγαν τα κάλαντα. Οι νοικοκυρές τους άνοιγαν τις πόρτες και τους φίλευαν με ότι είχε η κάθε μιά αλλά και τους έδιναν και ένα μικρό ποσό σε χρήματα, γιατί είχε γίνει γνωστός ο σκοπός τι θα τα κάνουν.
Γύριζαν, γύριζαν στα δρομάκια του χωριού και μόλις τελείωσαν, είχε περάσει και το μεσημέρι. Η δασκάλα αφού φίλησε ένα ένα όλα τα παιδάκια, τους ευχήθηκε καλή συνέχεια στις διακοπές τους και όλα κίνησαν να φύγουν.
Η Ποπίτσα πήρε τον Σωτηράκη από το χέρι και κίνησαν για το δικό τους χωριουδάκι.
Δεν είχαν περπατήσει παρά μόλις λίγα μέτρα και ξαφνικά άρχισε να χιονίζει. . Άνοιξαν τις ομπρέλες τους, τυλίχτηκαν όσο καλλίτερα μπορούσαν με το κασκόλ τους και συνέχισαν να περπατούν πιασμένα χέρι χέρι. Μα το χιόνι όλο και δυνάμωνε. Έπεφτε τώρα τόσο πυκνό που άλλη φορά δεν είχαν ξαναειδεί. Γρήγορα γρήγορα το χιόνι κάθισε επάνω στα κλαριά των δέντρων σκέπασε τους θάμνους σκέπασε όλον τον τόπο γύρω, σκέπασε και το δρομάκι που οδηγούσε στο χωριουδάκι τους.
Τα παιδάκια προχωρούσαν προχωρούσαν μα δεν ήταν σίγουρα ότι περπατούσαν στον σωστό δρόμο αφού όλα είχαν σκεπαστεί πια από το παχύ άσπρο χιόνι και δεν έβλεπαν μπροστά τους παρά σε λίγα βήματα. Η ώρα περνούσε και εκείνα συνέχιζαν να περπατάνε. Η ημέρα άρχισε να τελειώνει γιατί αυτή την εποχή του χειμώνα, σκοτεινιάζει πολύ γρήγορα. Μετά από κάμποση ώρα είχε σκοτεινιάσει πια για τα καλά και τα δυο αδερφάκια αποκαμωμένα από την κούραση και την αγωνία πήγαν και κάθισαν κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά. Ήταν λίγο φοβισμένα και πεινασμένα μα τι μπορούσαν να κάνουν;
Η Ποπίτσα βρήκε μια μικρή πέτρα την έβαλε κοντά στην ρίζα της βελανιδιάς και κάθισε. Ο Σωτηράκης πήγε κοντά της στριμώχτηκε επάνω της και έγειρε το κεφαλάκι του στην ποδιά της Ποπίτσας. Πόση ώρα κάθισαν έτσι το ένα κοντά στο άλλο, δεν θα μπορούσαν να πουν. Το σκοτάδι ήταν πια βαθύ και μόνο η ασπρίλα του χιονιού το έκανε κάπως υποφερτό και σε άφηνε να βλέπεις θαμπά.
Ξαφνικά, λίγο παρακεί, βλέπουν κάτι που τα άφησε με το στόμα ανοιχτό...
Ενα πελώριο δέντρο με έναν κορμό που δεν είχε ξαναδεί άνθρωπος τόσο μεγάλο και τόσο ψηλό και που τα κλαδιά του χάνονταν στόν ουρανό. Τον κορμό του δεν θα μπορούσαν να τον αγκαλιάσουν ούτε πενήντα άνθρωποι. Και κάτω από το πελώρειο δέντρο ήταν κάτι ανθρωπάκια που δεν είχανε ξαναδεί. Ήταν κάτι κοντούλια ανθρωπάκια δυό πιθαμές μπόι είχανε και ήταν κατάμαυρα. Στο κεφάλι τους είχαν δυό κέρατα και τα μάτια τους ήταν λοξά και κόκκινα ,τα μαλλιά τους μακρυά και αχτένιστα και τα αυτιά τους πολύ μεγάλα. Είχαν αραιά ακατάστατα γένεια και φορούσαν κάτι μαύρα παλτουδάκια ,αλλά από κάτω φαινόταν η μαύρη η ουρά τους που σερνόταν μέχρι κάτω στο χώμα. Η Ποπίτσα και ο Σωτηράκης τρόμαξαν... ήτανε και τόσα πολλά που δεν μπορούσαν να τα μετρήσουν. Στα χέρια τους άλλα κρατούσαν μικρά τσεκουράκια, άλλα μικρά πριόνια, σφυριά, διάφορα εργαλεία και πελεκάγανε τήν ρίζα του θεόρατου δέντρου κγάπ- γκούπ γκάπ- γκούπ ιδρώνανε από την προσπάθεια, μα γελάγανε κιόλας με εκείνο το ξερό γελάκι, χε χε χε χε ... και δόστου πάλι πριονίζανε την ρίζα του δέντρου.. –Μιχάληηηη κοντεύουμε...
Ναί Μιχάληηηη σήμερα τελειώνουμεεε.- Όλους τους καλικάντζαρους τους λένε Μιχάληδες, όλοι έχουν το ίδιο όνομα.- Άιντε, σήμερα κόβουμε την ρίζα που κρατάει τη Γή και θα την ρίξουμε κάτωωωω χε χε χε .
Η Ποπίτσα τρομαγμένη έκανε νόημα στον Σωτηράκη, μή μιλάς και μας ακούσουνε αδερφούλη μου, γιατί δεν μου φαίνονται και τόσο καλά τούτα τα ανθρωπάκια, του ψιθύρισε στο αυτί. Ο Σωτηράκης κούνησε το κεφαλάκι του, στριμώχτηκε περισσότερο κοντά της και δεν μίλαγε...
Όμως ένα καλικαντζαράκι την ώρα που σήκωσε λίγο το κεφάλι του για να σκουπίσει τον ιδρώτα του, κάνει έτσι και είδε τα παιδάκια να κρύβονται στην ρίζα της βελανιδιάς και φώναξε. Έ έ έ έ , κάποιοι μας παρακολουθούν...τρέξτε να τους πιάσουμε γιατί θα μαρτυρήσουν που κόβουμε την ρίζα που κρατάει τη γήηηη.
Αμέσως μερικά καλικαντζαράκια έτρεξαν κοντά στην βελανιδιά και βρήκαν τα παιδάκια τρομαγμένα και αγκαλιασμένα να τρέμουν από τον φόβο τους.
-Α ώστε εσείς μας παρακολουθείτε κρυφά έ; τώρα πρέπει να σας τιμωρήσουμε αυστηρά όπως εμείς ξέρουμε, για να μάθετε...
Τα παιδιά δεν μπορούσαν να βγάλουν λέξη από το στόμα τους. Ένας καλικάτζαρος, πλησίασε κοντά κοντά και παρατήρησε τα παιδάκια, κοντοστάθηκε λίγο και φώναξε στούς άλλους. –Μιχαλάκιααα τούτα τα παιδάκια είναι πολύ παράξενα, έχουν γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά και το δέρμα τους είναι άσπρο...
Πλησίασαν και οι άλλοι καλικάντζαροι και κοίταζαν με περιέργεια τούτα τα όμορφα παιδιά. Πώς βρεθήκατε εδώ; ρώτησε ένας καλικάντζαρος που φαινόταν λίγο πιο μεγάλος από τους άλλους.
-Να, χάσαμε το δρόμο από τον χιονιά και ξεστρατίσαμε... αποκρίθηκε η Ποπίτσα, και τώρα δεν ξέρουμε πως θα πάμε στο σπίτι μας και οι γονείς μας θα ανησυχούν.
Ο καλικάντζαρος κάθισε λίγο σκεφτικός και μετά γύρισε στούς άλλους και τους λέει. –Μιχάληδες, μου φαίνεται ότι αυτά τα παιδάκια λένε την αλήθεια και δεν πρέπει να τα τιμωρήσουμε...άλλωστε είναι και τόσο όμορφα... Ναι, ναι, συμφώνησαν όλοι με ένα στόμα να μην τα τιμωρήσουμε.
Τότε βγήκε μπροστά ο πιο ηλικιωμένος καλικάτζαρος και με την βραχνή φωνούλα του είπε στούς άλλους¨ ‘’ Εμείς οι καλικάντζαροι δεν κάνουμε ποτέ καλό, μόνο ζημιές φασαρίες και ότι κακό μας έρθει στο μυαλό. Όμως τούτα τα παιδάκια μου φαίνεται ότι είναι ότι πιο καλό υπάρχει στον κόσμο και γιαυτό σκέφτομαι να κάνουμε για πρώτη και τελευταία φορά στην ζωή μας ένα καλό. Συμφωνείτε; Ναι ναι , άντε να δούμε και εμείς πως είναι το καλό... είπαν όλοι μαζί.
Τότε ο ηλικιωμένος καλικάντζαρος, ξεκούμπωσε το παλτουδάκι του, έβαλε το χέρι του στην από μέσα τσέπη και έβγαλε μια χρυσή αλυσίδα. Στην κάτω μεριά της αλυσίδας κρεμόταν ένα φυλαχτό που έμοιζε με μεγάλο μύγδαλο η με μάτι ανθρώπου και έβγαζε φωτεινές αχτίνες άλλες κόκκινες , άλλες γαλάζιες άλλες πορτοκαλί η πράσινες, όλα τα χρώματα. Τα παιδιά κοιτούσαν με φόβο και απορία.
Ο καλικάντζαρος πλησίασε την Ποπίτσα, της πέρασε το φυλαχτό γύρω στο λαιμό της και της λέει με την σφυριχτή φωνούλα του.'' Εμείς δεν έχουμε κάνει ποτέ καλό στην ζωή μας, αλλά εσάς σας συμπαθήσαμε και θέλουμε να σας κάνουμε δώρο το μαγεμένο φυλαχτό μας. Αυτό τα φυλαχτό, όταν βρισκόσαστε σε κίνδυνο η άλλη δυσκολία, θα το δείχνετε και αμέσως όλα θα είναι καλά για σας. Εμείς πάμε να συνεχίσουμε το κόψιμο της ρίζας που κρατάει τη γη και σε λίγο τελειώνουμε. Τα παιδιά τα είχαν χαμένα, ούτε ευχαριστώ δεν μπόρεσαν να ψιθιρίσουν και οι καλικάτζαροι έφυγαν κατά το μεγάλο δέντρο με την ρίζα της γης.
Κοιταζόντουσαν με απορία ,κρατούσαν το φυλαχτό που σπιθίριζε και ήταν ζεστό σα να ήταν ζωντανό...
Είχε περάσει αρκετή ώρα και από μακρυά ακούστηκε ένα ουρλιαχτό που όλο και δυνάμωνε. Ουου ουου ουου...τα παιδιά κατάλαβαν, ήταν ο λύκος που ερχόταν κατά το μέρος τους και τα έλουσε κρύος ιδρώτας. Τώρα τι θα κάνουν; τι θα απογίνουν;
Ο λύκος όλο και πλησίαζε, τα μάτια του έλαμπαν στο μισοσκόταδο και φαινόταν αγριεμένος. Μα τα παιδιά τι να κάνουν; Ήρθε πιο κοντά και η αναπνοή του ακουγόταν ολοκάθαρα... Τότε η Ποπίτσα, μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνει, θυμήθηκε το φυλαχτό που της είχαν δώσει τα καλικατζαράκια, το πήρε στο χεράκι της και το έδειξε κατά τον λύκο. Τότε ο λύκος κοντοστάθηκε, κατέβασε το κεφάλι του, σταμάτησε να ουρλιάζει και με αργά βήματα πλησίασε τα παιδάκια που παγωμένα από τον φόβο τους δεν κουνιόντουσαν καθόλου. Ο λύκος πλησίασε ακόμη πιό πολύ και ακούμπησε την μουσούδα του στο παπούτσι του Σωτηράκη, μετά έγλειψε το χεράκι του και ξάπλωσε δίπλα τους σαν να ήταν ένα υπάκουο σκυλάκι. Τα παιδιά πήραν θάρρος και άπλωσαν τα χεράκια τους και χάιδεψαν τον λαιμό του λύκου που έδειχνε ότι πολύ τον ευχαριστούσε αυτό το απαλό χάδι...
Δεν είχε περάσει πολλή ώρα και βαριά βήματα ακούστηκαν απο την πλευρά του δάσους. Ένας αρκούδος ενοχλημένος από το ουρλιαχτό του λύκου, είχε ξυπνήσει από την νάρκη του και ερχόταν αγριεμένος να μαλώσει αυτούς που του χάλαγαν την ησυχία του. Τα παιδιά τον είδαν να πλησιάζει, μα αυτή τη φορά δεν τρόμαξαν τόσο πολύ γιατί είχαν το μαγεμένο φυλαχτό των καλικάντζαρων. Πραγματικά, μόλις ήρθε κοντά ο αρκούδος, του έδειξαν το φυλαχτό και αυτός με ήρεμα βήματα ήρθε κοντά τους και ξάπλωσε στα πόδια τους και δεν ενδιαφερόταν καθόλου να τιμωρήσει τον λύκο που του χάλασε τον ύπνο του.
Μετά ακούστηκε το αγριογούρουνο να έρχεται , και μόλις είδε το φυλαχτό, πήγε και πλύθηκε στην μικρή λιμνούλα που ήταν εκεί κοντά και πλησίασε και εκείνο. Ηρθε το τσακάλι, το ελαφάκι, ο ασβός και πλήθος σκιουράκια, ήρθε και η κουκουβάγια με τον κοκκινολαίμη, η παρέα όλο μεγάλωνε, τα παιδιά είχαν πια ξεχάσει τελείως τον φόβο τους, και μιλούσαν στα ζώα σαν να ήταν παλιοί γνώριμοι.--Ποπίτσα, πεινάω , είπε σε μιά στιγμή χαμηλόφωνα ο Σωτηράκης. Ο αρκούδος το άκουσε και χαμογέλασε καλόκαρδα. Μιά στιγμή, θα σου φέρω εγώ να φας είπε στον Σωτηράκη και σηκώθηκε αργά αργά και με τις πλατιές πατούσες του, πλάπ -πλάπ μέσα στο χιόνι, πήγε στην άκρη του δάσους και έβαλε το χέρι του στην κουφάλα ενός δέντρου και έβγαλε μιά μεγάλη κηρήθρα γεμάτη μέλι και την έφερε στον Σωτηράκη. Α, εγώ έκλεψα ένα μεγειρεμένο κοτόπουλο από ένα σπίτι, είπε η αλεπού, πάω να το φέρω. Έχω και εγώ λίγο τυρί από ένα μαντρί, είπε το τσακάλι. Το αγριοκάτσικο έφερε φρέσκο γάλα, τα σκιουράκια εξαφανίστηκαν μέσα στα δέντρα και γύρισαν με φορτωμένα τα χεράκια τους με καρύδια, μύγδαλα, κούμαρα και βατόμουρα. Τα παιδιά έφαγαν με όρεξη όλα αυτά τα ωραία φαγητά, η καρδούλα τους ήταν χαρούμενη και χαμογελούσαν στα ζώα που ήταν ξαπλωμένα στα πόδια τους. Λέμε τραγούδια για τα Φώτα; ρώτησε ο Σωτηράκης. Γιατί όχι; είπε η Ποπίτσα και άρχισαν μαζί να τραγουδάνε.
‘’Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό, είναι η Παναγία η Δέσποινα
Με τα θυμιατούρια στα δάχτυλα, και τον αη Γιάννη παρακαλεί
Άγιε μου Γιάννη βαφτίσεις θεού παιδί. Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
Και τον κύριό μου παρακαλώ...’’
Τα ζώα αμίλητα άκουγαν την ωραία μελωδία, δεν κουνιόταν κανένα και μόνο η άχνα από την αναπνοή τους φαινόταν. Το χιόνι είχε πια σταματήσει και ένα αχνό φως απόκοσμο πλημμύρισε όλο τον τόπο. Τι μαγική βραδιά είναι αυτή..., τα αστέρια από τον ουρανό κοιτούσαν κατάπληκτα, τα δέντρα δεν σάλευαν φωνή δεν ακουγόταν.. ποιος είδε τον λύκο παρέα με το αρνάκι, ποιος είδε τον αρκούδο αγκαλιά με το ελαφάκι, ποιος είδε την αλεπού μαζί με τα πουλάκια... που βρέθηκε αυτή τη βραδιά τόση ομορφιά, που βρέθηκε τόση αγάπη και καλοσύνη;
Πέρα όμως ,στο μεγάλο δέντρο με την ρίζα της γης, οι καλικάντζαροι έφταναν στο τέλος, λίγες τσεκουριές ακόμα και θα έκοβαν την ρίζα.-- Ας κάνουμε ένα διάλειμμα φώναξε ένας Μιχάλης, τώρα που τελειώνουμε πάμε να το διασκεδάσουμε κάτω στους ανθρώπους και να τους κάνουμε μερικές ζημιές; αμέ ,αμέ φώναξαν όλοι.
-Εσύ Μιχάλη, τί θα κάνεις κάτω στο χωριό των ανθρώπων; - ουι ουι ουι, θα πάω να πετάξω πέτρες στα κεραμίδια τους..
Και εσύ ρε Μιχάλη τι θα κάνεις; χο χο χο, θα πάω να κάνω τσίσα μου μέσα στο κανάτι που πίνουν νερό οι άνθρωποι... χοχοχο. -Εγω, λε λε λε θα πάω να ανακατέψω τα μαλλιά στις γριές και θα τους πάρω τα χτένια λελελελε... εγω γιό γιό γιό θα τρομάξω τα πρόβατά τους και να σκορπίσουν γιο γιο γιο -και εγώ ζου ζου ζου θα σκορπίσω στάχτη στα σαλόνια των νοικοκυρών ζου ζου ζου...
Και εκεί που ετοιμαζόντουσαν οι καλικάντζαροι να κατέβουν στα χωριά, ακούστηκαν κάποια βήματα να πλησιάζουν. Στο ξέφωτο, φάνηκε ο παππάς που ερχόταν, ψηλός φορώντας το πετραχήλι του και στο ένα χέρι είχε το θυμιατό και στο άλλο τον σταυρό. Πλησίασε κοντά στην μικρή λιμνούλα και άρχισε να ψέλνει.. ‘’εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου κύριε, μπλούμ έριξε τον σταυρό μέσα στο νερό της λιμνούλας, η της τριάδος εφανερώθη προσκύνησις..μπλούμ πάλι τον σταυρό στα νερά
Κάνουν έτσι οι καλικάτζαροι και τον βλέπουν με τον σταυρό και το θυμιατό και τους έπιασε τρόμος μεγάλος. Τίποτα δεν φοβούνται περισσότερο οι καλικάντζαροι απο τον σταυρό ‘’φύγετε να φύγουμε γιατί έρχεται ο τρελλόπαπας με την αγιαστούρα του και με την μαγκούρα τουουου.. πότε κρύφτηκαν όλοι, άλλοι επάνω στα δέντρα άλλοι πίσω από τους θάμνους, άλλοι μπήκαν σε λακούβες στο χώμα και κοιτούσαν τρομαγμένοι τον παπά, που συνέχιζε να ψέλνει το τροπάρι των Φώτων . οι καλικάτζαροι έριξαν μια ματιά κατά την ρίζα του δέντρου της γης και τι να δουν; η ρίζα είχε θρέψει τελείως και ήταν πάλι όπως στην αρχή. Ω ωωω ανάθεμα τους κόπους μας φώναξαν, πάλι την πάθαμε και εφέτος, όπως και πέρυσι, όπως εδώ και χίλια χρόνια... πάντα μας προλαβαίνει ο σταυρός.... άντε πάλι του χρόνου...
- Ποπίτσα, Σωτηράκη, είναι ώρα να σηκωθείτε για να πάτε να πείτε τα κάλαντα των Φώτων, η δασκάλα σας θα σας περιμένει. Ο Σωτηράκης και η Ποπίτσα έτριψαν τα μάτια του με την ανάστροφη του χεριού τους. Μανούλα που είναι το μαγεμένο φυλαχτό των καλικάτζαρων; ρώτησαν με ένα στόμα.
-Αφήστε τα αυτά, αυτά είναι παραμύθια της γιαγιάς. Σηκωθείτε να ετοιμαστείτε γιατί έχετε κιόλας αργήσει. Σηκώθηκαν πήραν ένα πρωινό και πιασμένα από το χέρι τράβηξαν για το σχολείο τους για να πουν τα κάλαντα των φώτων μαζί με τα άλλα παιδάκια.. Και θα τελειώσουμε την ιστοριούλα μας όπως τελειώνουν όλα τα παραμύθια. ‘Εζησαν αυτοί καλά και εμείς καλλίτερα.....
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η ιδέα
για αυτή την ιστοριούλα, είναι από ένα παραμύθι που έλεγε η προγιαγιά και το
είχε και εκείνη ακούσει από την γιαγιά της δηλαδή από έξι γενιές πριν από
σήμερα... και εκείνη η γιαγιά, ποιος ξέρει από που το είχε ακούσει..., αυτές οι
ιστοριούλες χάνονται στα βάθη του χρόνου και τις παραδόσεις του ελληνικού λαού.
Χειμώνας του 2012 Δ.Π.
Παραμονή πρωτοχρονιάς
του 1949.
Εγώ
και η δίδυμη αδερφή μου στην δευτέρα Δημοτικού. Η πολιτική κατάσταση στην
πατρίδα μας άστατη και η φτώχεια κατοικεί μέσα σε όλα τα σπίτια, σε μερικά όπως
και στο δικό μας κρατάει...μαστίγιο. Ο πατέρας λόγω της κατάστασης λείπει και η
μάνα πίσω με πέντε παιδιά διαρκώς πεινασμένα. Οχτάχρονα παιδιά εγώ και η αδερφή
μου, δεν πολυπιστεύουμε στον Αγιοβασίλη....όμως η αδερφή, παρόλα αυτά, πήρε τα
καταφθαρμένα παπουτσάκια της και τα έβαλε κρυφά το βράδυ της παραμονής δίπλα στο παραγώνι, στην φωτιά.
Πρέπει να είχε μια ελπίδα να της φέρει κάτι ο Αγιοβασίλης...εγώ την είδα και
λίγο σαν να ντράπηκε...μα και εγώ παρά τις αμφιβολίες μου σκέφτηκα που
ξέρεις..μπορεί...
Το πρωί της πρωτοχρονιάς πάλι κρυφά πήγε να δει μήπως κάτι της έφερε ο Αγιοβασίλης... δεν βρήκε τίποτα...
Έχουν περάσει σχεδόν εβδομήντα χρόνια από τότε και πάντα εκείνη η θύμηση , ακόμη με πληγώνει.
Όταν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας τέτοιες ημέρες ανταλλάσουν δώρα μέσα σε ευχές και γέλια, εγώ πάντα δακρύζω, αλλά αυτά δεν ξέρουν γιατί....
Το πρωί της πρωτοχρονιάς πάλι κρυφά πήγε να δει μήπως κάτι της έφερε ο Αγιοβασίλης... δεν βρήκε τίποτα...
Έχουν περάσει σχεδόν εβδομήντα χρόνια από τότε και πάντα εκείνη η θύμηση , ακόμη με πληγώνει.
Όταν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας τέτοιες ημέρες ανταλλάσουν δώρα μέσα σε ευχές και γέλια, εγώ πάντα δακρύζω, αλλά αυτά δεν ξέρουν γιατί....
Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Χρόνους έντεκα, εκεί στα έγκατα,
Περίμενες έναν Αύγουστο για νάρθεις στη γη.
Νάρθεις για μιας στιγμής έρωτα, για μιας ώρας τραγούδι
Για μιας ημέρας ζωή.
Στη ρίζα του δέντρου, τα παιδιά σου απόθεσες
Και δεν φρόντισες για προκοπή
Δεν τα δίδαξες και δεν τους μίλησες
Για δυσκολίες πούχει η ζωή.
Μα Εκείνος που όλα τα έφτιαξε
Δεν θα τ’ αφήσει για να χαθούν
Οι συμβουλές Του οι αρχέγονες
Και οι δικοί του οι νόμοι ακολουθούν.
Έτσι κι εκείνα, θα περιμένουν έναν Αύγουστο
για ν’ βγουν στη γη ,
θ’ έρθουν να αγαπήσουν, να τραγουδήσουν
και να ζήσουν ανέμελα, όπως κι εσύ.
Μερόπη 1959 Δ. Πετρόπουλος
ΜΑΓΙΚΗ ΝΥΧΤΑ
Μια νύχτα μαγική, γεμάτη με μυστήρια,
Επροχωρούσε ευλαβικά, η όμορφή μας συντροφιά
Ωσαν σε κοιμητήρια
Στη βρύση καθίσαμε, βουβοί ,σιμά κι αντάμα,
Κι ακούγαμε που και που, φωνή νυχτοπουλιού
Που έμοιαζε με κλάμα
Εκεί κοντά στο ξέφωτο, μια σκιά που αναδεύει
Έχει τον Γκιώνη μουσική, δεν την πατάει τη γη
Κι ολόγυμνη χορεύει.
Η Λίλιθ είναι με λυτά μαλλιά και στόμα που σκλαβώνει
Τους νέους που ποθούν , τα παλληκάρια που αγαπούν
Πιάνει και τα σκοτώνει
1959 Μερόπη Δ.Πετροπουλος
ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ ΦΩΤΟ ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΛΥΡΑ
ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ ΦΩΤΟ ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΛΥΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου