ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΘΟΔΩΡΟ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟ,ΠΟΥ ΜΑΣ ΒΛΕΠΕΙ ΑΠΟ ΨΗΛΑ ΚΑΙ ΧΑΙΡΕΤΑΙ.
Νέος Κύκλος
Α) Ο καπτάν – Σπύρος Στραβόξυλος ή «Ο Νέος Κανάρης»
1ν
Σε τούτο το χωριό της Λευκάδας όλα τα σπίτια είναι δυσμικά, όλα κοιτάζουν προς κατά το γιαλό! Έτσι, σα φυσάει τραμουντάνα, θολώνουν τα τζάμια και οι νοικοκυρές κλείνουν τα παράθυρα για να μη μπαίνει μέσα ο αχνός του πελάου! Κανένα ξένο δεν έφερνε η θάλασσα! Μόνο κάτι χωριάτες πηγαινόρχουνταν λυπημένοι στην αντικρινή στεριά για δουλειές καιψώνια. Παπόρι δε ζύγωνε ούτε σε δυό μίλια απόσταση! Έτσι τη συγκοινωνία έκανε μιά κοντοφάρδουλη γκαζολίνα που άκουε στο χαϊδευτικό όνομα «Μαρικάκι». Καραβοκύρης της ο καπτάν – Στραβόξυλος, ένα στριμμένο μούτρο που έκανε τη συνεννόησή του μόνο με βρισιές γι’ αυτό και το παρατσούκλι!! Καπτάν Σπύρος λοιπόν, Στραβόξυλος!! Ήταν τριχωτός, αράθυμος, τραπέτσι. Κοιμόταν και νόμιζες πως περνάει σιδερόδρομος!! Όμως ά, όλα κι όλα! Όλο το νησί τον είχε σε μεγάλη «νυπόληψη». Μπορεί να σ’ έλουζε, που λέει ο λόγος, μ’ εκατό «αγγειά», να πέρναγε το σόι σου δυό γενιές μπροστά κι εφτά γενιές πίσω…μα το δίκιο σου δε στο ’τρωγε!! Καπτάν – Σπύρος Στραβόξυλος λοιπόν κι άλλο τίποτις!! Μια φορά πήγε κάποιος να τον πει «Πίπη» παραλίγο να τον έριχνε στη θάλασσα!! Ας είναι.
Λοιπόν…Ο καπτά – Σπύρος κείνο το πρωί έφερνε απ’ αντίκρυ το καΐκι του χωρίς επιβάτη! Άδειο σα νεκρόκασα!! Γιατί; θα το δούμε! Έβρεχε κιόλα. Και το κέφι του ήταν χαλασμένο!! Οι νησιώτες κόλλησαν στα τζάμια του καφενέ και τον κιαλάριζαν από μακριά! Τι το θέλεις το πολύ ζύγωμα; Για να φας εσύ το πρώτο λούσιμο; Μια κουτούτσικη παροιμία λέει: «Από μακριά κι αγάπη – από κοντά κι αμάχη»! Σιγουρέψου λοιπόν από μακριά κι άσ’ τον να ζυγώσει εκείνος!! Ο καπτάν – Σπύρος καλουμάρισε, έπιασε τη σκάλα, έδεσε μπαρούμα κι ύστερα δρασκέλισε την κουπαστή και πάτησε στο μουράγιο! Είδε πως δεν τον προσδέχτηκε κανείς και ξύδιασε! Έφτυσε μεσ’ τη θάλασσα και τράβηξε κατά τον καφενέ! Εκεί πέταξε πέταξε σ’ ένα τραπέζι τη νιτσεράδα του κι έριξε μια άγρια ματιά κατά το τεζάχι όπου ο Μαθιός ο Ματραπάς πάλευε με τα ποτήρια του!!
‒ Γίνηκε, είπε αμέσως σαν είδε τον καπετάνιο κι άδραξε στο χέρι το καφελίκι! Βαρίς και «όχι», κατασταλαχτός και σε ποτήρι χοντρό, κοντόγιομο! Γίνηκε και πάει!! Καλά έσκασε!!!
Οι άλλοι σώπαιναν μουλωχτοί!! Ως και το τσιγάρο τους τ’ άναβαν πνιχτά για να μην τον ερεθίσουν! Ο καπετάνιος τράβηξε μια ρουφηξιά, άλλη μια, και κατόπι, γύρισε και κόλλησε τα μάτια του κατά πάνω τους!!
‒ Και γιατί ρε φαρμπαλάδες, κατάπιατε όλοι τσί πατσαβούρες σας;
‒ Καλημέρα, καπτά – Σπύρο…του ’παν εκείνοι μουλωχτοί!
‒ Καλή; Κακή σας και ψυχρή σας!! Δε θα μιλήσει, το λοιπόν, κανείς;
Τότε ο Κολιοπάνος, ένας παλιός γεμιτζής, ξεσυρμένος από χρόνια στη στεριά, σήκωσε σήκωσε κάτι ζουπηγμένα μάτια!!
‒ Με την άδειά σου, καπετάνιο…άρχισε!
‒ Λέγε λοιπόν.
‒ Με την άδειά σου, τι σόι μαντάτα μας φέρνεις απ’ αντιπέρα;
‒ Με την άδειά σου, μαύρα!! Ναίσκε!! Μαύρα και σπορικά!!!
‒ Δηλαδής;
‒ Με την άδειά σου ο Μουσουλίμης, μας τα’ άνοιξε το πατατράκ!! Θέλεις κι άλλο τίποτις;
‒ Έχει και χειρότερο; Όχι!!
Πήξανε όλοι πάνω στα σκαμνιά τους! Έτσι έ; Για κοίτα, μωρέ φίλοι!! Και όλοι λέγανε: «Μη σκάτε! Ο Εγγλέζος είν’ άσπρο αρνάκι κι ο Γερμαναράς περιστέρι τα’ ουρανού. Μοναχά ο Ρούσος μας τα χαλάει λιγάκι μα μόλις κάνει πως σηκώνει κεφάλι…»!!
‒ Ο Ρούσος ε; κάνει ο Κολιοπάνος παραμερίζοντας το φλυτζάνι του! Ο Αυστριακός με το Ρούσο ε;
‒ Ρούσο να ’ναι το κουτάβι που θα γεννήσ’ η γυναίκα σου!! Ποιος Ρούσος, βρε ροκανίδι;
‒ Έμ…έτσι μας λέγανε. Τι φταίω ’γω;
‒ Τι σου λέω ’γω να βλέπεις!!
‒ Αυτό βλέπω. Μά…τι μου λες;
‒ Μουσουλίμης!! Το θες κι άλλη βολά; Μου – σου – λί – μης!!!
‒ Το βρήκα! Τούρκος έ;
Ο καπτά – Σπύρος τον κοίταξε με βαρεμάρα και σιχασιά! Λούφαξαν κι οι άλλοι!! Μοναχά ο Μισερός ένας θαλασσινός με μπαλωμένο καβάλο έξυσε τον αγκώνα του κι αράδιασε τρείς κουτσές κουβέντες:
‒ Με το συμπάθιο, καπετάνιο, είπε. Γυρεύω συμπάθιο μα…ένεκα αγραμματοσύνης, όσα μου ’πες δεν μο’ φτασαν ούτε για κολατσό! Έλα πιο γιαλό!! Δηλαδής… πες ’τα μου πιο καϊξίδικα!! Δώσ’ μου καλούμα να σε ζυγώσω!!
Ο Ματραπάς άφηκε την πατσαβούρα που σκούπιζε τα φλυτζανοπότηρά του και μπήκε απροσκάλεστος στη συζήτηση.
‒ Δε με νοιάζει ποιος την έβαλε, είπε.
‒ Ποιάν ρε; ρώτησαν οι άλλοι.
‒ Τη φωτιά! Δε με νοιάζει, λέω, ποιος την έβαλε!! Να πάει να την σβήσει όποιος καίγεται!! Εμένα δραμάκι δε με νοιάζει! Δική του η φωτιά, δική του κι η κωλόσφιξη!! Σωστά δεν λέω;
Ένα ανθρωπάκι με σφήνα στο σαγόνι φάνηκε στην πόρτα!
‒ Ο δάσκαλος!! φώναξαν όλοι. Δόξα σοι ο Θεός. Τώρα θα μας τα ξεκαθαρίσει όλα! Έλα δασκαλάκι μου. Ξεδιάλυνέ μας τα, γιατί πνιγήκαμε οι δόλιοι!!
Ο δάσκαλος στρογγύλεψε τα μάτια του και σήκωσε το δάκτυλο κάθετα στον ουρανό!!
‒ Ίτε παίδες Ελλήνων!! είπε. Σήμερον, άμα τη έω, Βάρβαροι έθεσαν πόδα επί του πατρίου εδάφους! Σύμπασα η φυλή ευρίσκεται επί ποδός πολέμου. Πατρός τε και μητρός… Νυν υπέρ πάντων αγών!!!
‒ Μπράβο!! φώναξαν όλοι, πλην του καπετάνιου. Μπράβο κι άλλη μιά!! Έχ τι κάνουνε τα έρημα τα γράμματα!! Με δυό λογάκια στο δίνει και το καταλαβαίνεις!!!
Έτσι λέγανε όλοι…όμως κάνανε τι και πώς να ξεμοναχιάσουνε το δάσκαλο για να τον ρωτήσουνε τι έτρεχε!!! Και σαν δεν τα καταφέρανε του μίλησαν ανοιχτά:
‒ Δάσκαλε…Τι τρέχει;
‒ Έ δεν ακούσατε;
‒ Άκου λόγια. Κάναμε και τίποτ’ άλλο; Δεν μας ξέφυγε τίποτα!!!
‒ Μπράβο σας τότε!
‒ Να ’σαι καλά, μα…τι τρέχει;
‒ Αίμα, πολύ αίμα!!
‒ Παναϊά μου Παρθένα!!! Άντε Σώστη μου με τα καντηλέρια σ’!! Σώσε μας τους αμαρτωλούς!! Σκοτώσανε κανέναν, δασκαλάκο μου; Έεε;
‒ Την Φυλήν!!
‒ Κακομοίρα γυναικούλα!!!
Ο δάσκαλος, χωρίς ν’ ακούσει παρακάτω, ξεκίνησε και πήγε στην εκκλησιά! Ο καπτά – Σπύρος τότε σήκωσε το μπόι του!!
‒ Να σας πω βρε μια κουβέντα; λέει φτύνοντας. Είσαστ’ όλοι ρόχαλα!!! Απ’ το δάσκαλο μωρέ περιμένατε να φωτιστείτε; Νιφτείτε κι αποφάγαμε!!
‒ Έχει δίκιο ο καπετάνιος, είπαν κανα δυό!!
‒ Μάς σακάτεψε η αγραμματοσύνη, είπε ο Ματραπάς! Δεν παίρνει μερεμέτι το χάλι μας!! Τέλεψε.
‒ Και τι καταλάβατε, μπρέ τόϊα, απ’ αυτά που κακαρίζ’ ο δάσκαλος κι ευχαριστηθήκατε κιόλας;!!
‒ Την τύφλα μας!!
‒ Και τότες γιατί ευχαριστηθήκατε;!!
‒ Δε μας σ’χένεσαι λέω εγώ, καπτά - Σπύρο; λέει ο Μισερός!! Να…τέτοια χαϊβάνια είμαστε όλοι!!
Ο Κολιοπάνος παραμέρισε τους άλλους και βγήκε μπροστά!!!
‒ Αναλαμβάνω τον λόγον…είπε. Δηλαδής…εγώ του λόγου μου…
‒ Λέγε.
‒Πιο καλά το’χω να γεμίσουνε τα’ αυτιά μου ψείρες παρά απ’ τα λόγια του δάσκαλου!! Δεν τα βγάνω!! Σκότωσέ με!
‒ Αμ εμείς;…λένε οι υπόλοιποι!!!!
2ον
‒ Όχι, τίποτις δε βγάνω. Ατός του τα λέει ατός του τ’ ακούει. Έτσι;
‒ Έτσι και στουπέτσι!! λέει ο καπετάνιος. Παρακάτου!!
‒ Εσύ να μας το πεις παστρικά…είπαν κι οι άλλοι. Δράμι δεν καταλάβαμε!
Ο καπετάνιος έβηξε και τους λέει «επίσημα»:
‒ Μας βαρέσαν μπαμπέσικα!!!
‒ Άχ…άααχ!!
‒ Ναι…σήμερις το πρωϊνάκι!! Τα χαράματα. Με τάνκια, κανόνια, αλογατάρια και πεζούρα!!!
‒ Ώχ…κάναν όλοι! Ώχ αλί και αλιά μας!! Χαθήκαμε!!
Τότε ο Μισερός, κείνος ο ξεσυρμένος με το μπαλωμένο καβάλο, ήρτε και στάθηκε μ’ ανοιχτά τα στήθια μπρός στον καπετάνιο!!
‒ Κάπτα – Σπύρο…λέει. Εδώ…Δηλαδής εδωνάς, καθώς ξέρω, κάνουνε κατιτίς!! Τι κάνουνε;
‒ Τι κάνουν οι αποδέλοιποι;
‒ Τι κάνουνε για; Να, εδώ σ’ έχω!!
‒ Παίρνουνε τα γκραδάκια και πιάνουνε τις ραχούλες!!!
‒ Να το!!...Όπως το ’λεγα, είναι!!
‒ Τον κακό του τον τάλιαρο έλεγες. Αυτό, μωρέ, έλεγες;!!
‒ Εμ τι έκανα;
‒ Φαφτάλιζες σαν τον καλόγερο που μπέρδεψε τα κομποσκήνια του!! Λοιπόν ακούστε! Όσοι έχουνε γκραδάκια, πάλες και λοιπά μαραφέτια να τα παραχώσουνε και να συναχτούνε δω ως το γιόμα για να μπαρκάρουνε!! Όποιος δεν έρτει είναι γεννημένος κιοτής από παππού προς πάππου!!!
Όλοι κινήσαν για το σπίτι τους. Δεν κάνουνε τους κάποιους! Ήταν μαλακά ανθρωπάκια αργασμένα απτην αλμύρα και την αναφαγιά! Μα άμα το καλούσε η ώρα, μπορούσανε να σφίξουν στα χέρια τους κι ένα λιανοντούφεκο! Να σταθούνε αντίκρυ στον οχτρό και να πούνε ένα «άλτ και πυροβολώ!!» που λέει ο λόγος!! Τα ’χει κάτι τέτοια το χωριό. Ά, όλα κι όλα!! Έτσι τη διορισμένην ώρα μπήκαν στο καΐκι του Στραβόξυλου και πιάσανε το πέλαγο! Δυό τρείς αμάθητοι απ’ το μπότζι, κάνανε ’μετό! Μα το καϊκάκι τσίκι – τσίκι, ζευγάριζε τη θάλασσα και στα ξημερώματα πέρασε αντίκρυ!!!
Όμως…αν είναι να σ’ εύρει η αναποδιά σε βρίσκει όπου να ’ναι! Ο «μεγάλος» που παρουσιάστηκαν για κατάταξη, τούς κοίταξε κρύα – κρύα και περιπαιχτικά και κατόπι τούς πήρε τα τουφέκια και τους έδιωξε!! Κράτησε μόνο καναδυό παιδιά που τα ονομάτισε «στρατέψιμα» και τους άλλους τους έστειλε πίσω στο χωριό, να «προστατεύουν, λέει, τα γυναικόπεδα»!! Ακούς εκεί πράγματα;
Σ’ όλο το γυρισμό ο καπετάνιος έβριζε! Δεν έμεινε μάνα, κουνιάδα, αδελφή, κείνου του αξιωματικού που να μην ακούσει τον αναβαλλόμενο! Κι είχε και μιά θάλασσα! Ένα εμετό!! Του Κολιοπάνου η καμιζόλα γίνηκε πλουμιστή απ’ τις ελιές και τα τρασόφυλλα που είχε φάει! Ο Μισερός πάλι είχε χώσει το κεφάλι του στα γόνατα κι όλο κάτι έψελνε εκεί μέσα!! Στοίχημα έβαζες πώς έψελνε! Μα κείνος ξερνοβολούσε. Σαν άρρωστες κότες κάθονταν στο μόλο οι γυναίκες τους και περίμεναν.
‒ Καλά το ’λεγα γω…έλεγ’ η γυναίκα του Κολιοπάνου ησυχασμένη!!
‒ Σαν τι έλεγες κερά – Κρινιώ; τη ρωτούσαν οι άλλες.
‒ Να το ματαπώ άλλη μια βολά; Έ, καλά το ματαλέω! Του τρελού η τρέλα είναι καλή!! Τρελαίνεται μιά και καλή και ησυχάζει!!! Μα του γνωστικού την τρέλα πώς να την παλέψεις; Τρελαίνεται – γνωστικεύει, ξανατρελαίνεται – ξαναγνωστικεύει…!! Σας αρωτ’αω, μαρέ χριστιανές και να μου ειπήτε: Τι την ήθελε ο δικός μου τη ντουφέκα; Ούτε ψώφιο πόντικα δε σκότωσε ως τώρα!! Μα τον είδες; Τη ζώστηκε και πάει… Πού στ’ ανάθεμα πάει; Πάει να σκοτώσει λέει, τη Μουσουλίνα… Να σκοτώσει αυτός…που για να τον φέρω το βράδυ απ’ τον καφενέ το τραβώ σαν λέσι!! Κακό χρόνο να ’χει ο Στραβόξυλος που μου τον ξεσήκωσε!
Οι άλλες συμφωνούσαν! Ακούς πράγματα!! Τα ίδια και απαράλλαχτα γίνηκε και με τους δικούς τους!! Τέλος, εκεί κατά το μεσημέρι, ξεχώρησ, απ’ τα ανοιχτά το «Μαρικάκι» και μπότζι – μπότζι μπήκε στο λιμάνι! Όλοι ήταν μούσκεμα απ’ το αγιάζι!! Πρώτος πήδηξε στη στεριά ο Στραβόξυλος και κυνήγησε τις γυναίκες!!
‒ Τι γυρεύετε σεις πουρνό – πουρνό όξ’ απ’ τα κοτέτσια σας; τους φωνάζει! Τα κοκόρια σας; Να πάρτε τα!!
‒ Ανικήσατε; ρώτησε η κυρά – Κρινιώ.
Πώς; Τώρα πάρτε τους να τους πλύνετε!!
Είπε και τράβηξε κατά τον καφενέ χωρίς να ξαναγυρίσει πίσω. Μπήκε, κλώτσησε μιά καρέκλα, χτύπησε κάτω άλλη μια, διάλεξε μια Τρίτη κι έκατσε! Ο Ματραπάς έβγαλε το φρύδι του απ’ τον πάγκο για να δει τι καιρός φυσάει!! «Σκούρα…» είπε από μέσα του! Κατάπιε μια ροχαλίτσα πού του έφραζε το σωληνάρι του λαιμού του και είπε ταπεινά – ταπεινά, σα ν’ απολογιότανε:
‒ Τον ψένω. Τον μερακλή σου, στον ψένω!!
Ο Στραβόξυλος τον κιαλάρισε κρύα – κρύα.
‒ Και γιατί δεν βγαίνεις κομματάκι παραόξω ρε; του λέει στυφά: Ντρέπεσαι μη δούμε τα φουστάνια σου παλιοκιοτή;!!
Ο Ματραπάς βγήκε και σκούπιζε, ολοένα σκούπιζε τα χέρια του!!
‒ Θα κίναγα κι εγώ μαζί σας…λέει κομπιάζοντας! Ούουου…θα κίναγα, απ’ τσί πρώτους. Όμως…έχω ένα άντερο πού το πιάνει τσίρλα, πανάθεμά το!! Τιριπιτί, που λένε!! Κι απ’ αλλιώς θα κίναγα κι εγώ παρέα!!
‒ Τράβηξ’ από κοντά μου! του φώναξε άγρια. Βρωμάς σαν αγγείο!! Σαπουνήσου πρώτα κι ύστερα φκιάσε μου ένα σκέτο.
‒ Γίνηκε!!
Σε λίγο μπουκάρανε κι οι άλλοι! Βρίστηκαν λίγο όξω με τις γυναίκες τους αλλάξανε λόγια άτσαλα, μά στο τέλος ξεσκαλώσανε κι ήρτανε! Ο Ματραπάς καμτσίκωσε με την πετσέτα του τις καρέκλες για να κοπιάσουν!
‒ Καφούλια έ; τους ρώτησε ντροπιάρικα σαν την τρίμερη νύφη!!!
‒ Βάνε.
‒ Στάκα…είπε κατόπι ταπεινά! Εγά λέω δε σφίγγετε κανά ρακάκι για να ’ρτει κι η ψυχούλα σας στον τόπο;
‒ Να μια καλή ορμήνια…είπε ο Κολιοπάνος. Πιάσε!!
Έφερε. Σώπασαν!! Ο καπετάνιος απόπιε. Κατόπι άρχισε ένα ψιλό – ψιλό βρισίδι!!
‒ Ακούς ρε, η «ξυλογαϊδάρα»!! Ακούς μυαλά; Δεν κάνουμε, λέει, εμείς και κάνουνε, τα νιάνιαρα που δεν τα’ απόκοψε ακόμη η μάνα τους απ’ το βυζί!!
‒ Ντροπές και μασκαρέματα, απόσωσε ο Μισερός.
‒ Άει στο διάολο είπ’ ακόμη μια φορά ο Στραβόξυλος καιο χτύπησε στο τραπέζι του μια γροθιά. Άει στο διάολο, άλλη μια φορά…ξανάπε και κλώτσησε μια καρέκλα! Ο Κολιοπάνος ανεμιζόταν στην καρέκλα και ξεροξύνουνταν σαν να τον έπιασε ψώρα! Κάτι ήθελε να πει! Μα ήθελε να το φέρει καλά στο ντουζένι!!
‒ Καπετάνιε…άρχισε στο τέλος στεγνά – στεγνά! Καπετάνιε, μιάς που αυτοί οι κερατόπιστοι φεν μας παίρνουνε στο δικό τους πόλεμο, δεν φκιάνουμε και μείς ένα δικό μας;!!!
Ο καπετάνιος τον κοίταξε με σιχασιά, έτοιμος να ξεράσει! Στο τέλος σηκώθηκε με φόρα:
‒ Τον βλέπετε; λέει στους άλλους. Να γιατί δεν είδε προκοπή ο τόπος!! Αναμεράτε να περάσω!!!
Βγήκε βαρυπατώντας και τράβηξε μες στα σοκάκια. Πήγε…πήγε και ύστερα κοντοστάθηκε. Κάτι τον πείραζε από ώρα. Δεν ξέρει πώς…μα του κόλλησε η υποψία πώς, μπορεί και να μην ήταν αλήθεια και να του φάνηκε, μα…να, καθώς έβγαινε τού φάνηκε πώς γίνηκε κάτι που τον έκαψε!! Θάρρεψε πως την ώρα πόβγαιν’ απ’ τον καφενέ, τον κοίταζαν λιγουλάκι άφοβα και κάπως σαν περιπαιχτικά!!! Ο καπτα –Σπύρος το ήξερε. Άμα αρχίσει και γκρεμνά η αξία ενός ανθρώπου…γράψε αλίμονο!!! Δεν ξανασηκώνεται πια!!!!
3ον Όλο του το άχτι έπεσε ξανά στον «μεγάλο» που τους πέταξε σα φρόκαλα όξω απ’ το γραφείο! «Δεν είστε στρατεύσιμοι» είπε. Ακούς; Και κρίνεσθε, είπε, ακατάλληλοι»!! Ένα άντερο εκεί ώμο! Ένας άκαπνος, ένα σαλιγγράρι!! Μα αυτός την άφηκε απόξω να βρωμοκοπήσ’ ο τόπος!! Εσύ βρε κρέας, θα μετρήσεις την παλικαριά του καθενού; Εσύ που σ’ έχει ακόμη η μάν’σου δεμέν’ απ’ τη βρακοζώνα της;!! «Είσθε, είπε, πώς το είπε; περι…περιήλικες»!! Δηλαδής, σαν να λέμε, γέροι, σάψαλα, αν το βγάζω σωστά. Και τι σκέση έχει η ελικία με την παλικαριά, μωρέ λέσι; Η ελικία, μωρέ σβουνιά, θα πολεμήσει ή η καρδιά;!! Εμένα, μωρέ κατουρλοκάνατο, έτσι μ’ αρέσει, κέφι μου είναι, να σκοτωθώ, εσύ τι μπαίνεις στη μέση και μ’ αμποδάς; Αυτά έλεγε και ξανάλεγε, από μέσα του, τραβώντας για το σπίτι! Εκεί τον περίμενε η γριά μάνα του με τη γλύκα στα χείλη και τον πόνο στην καρδιά! Γιατί να μείνει άκληρος; Γιατί ν’ αφήκει να τον πάρουν τα χρόνια από κάτου, να μην παντρευτεί κι αυτός σαν άντρας και τι άντρας!! Και τώρα πού θα τον αφήκει σαν κλείσει τα μάτια της;!!Γρίνιες γνωστές απ’ όλες τις μανάδες για όλους τους γιούς που μένουν «άκληροι». Πήγε και σήμερα κάτι να του πει, μα κείνος μούγγρισε κι έφυγε! Δεν τον χωρούσε και το σπίτι!! Ξαναγύρισε στο «Μαρικάκι»!! Τίποτα!!Και κείνο του φάνηκε μικρό σαν κιβούρι! Πού να πάει; Στην αγορά ντρεπόταν! Πώς να γκιζερίσει στη μέση του χωριού μ’ αυτή τη «ροχάλα» στο κούτελο; «Ακατάλληλος» λέει! Αχ μαγάρα!! «Ακατάλληλος» μπρέ! Ποιος μωρέ; Ο καπτα – Σπύρος! Ο Στραβόξυλος, το «καπλάνι του νησιού»!!
Αργά το βράδυ βαρύς, ζαβλακωμένος, πήγε στο σπίτι να γύρει λιγάκι!! Μα πού να βρεθεί ο ύπνος; Λάγανα κι αγκάθια είχε το μαξιλάρι του. Ξεπόρτισε πρωϊνός! Ήθελε να δει με τα ίδια του τα μάτια, με τι μύτη θα τον μύριζε το χωριό!! Μα η πρώτη μύτη που αντάμωσε, ήταν του γαϊδάρου του Λιάκουρα!! Το κακόμοιρο το ζώο τον κοίταξε με τέτοια φιλοσοφική λύπηση, που ο Στραβόξυλος ανακατώθηκε!!! Του ’ρθε, για πρώτη φορά στη ζωή του, να βρίσει το ζώο… Να τα χαλάσει, δηλαδή, με το μόνο απ’ τα πλάσματα του Θεού που ως τώρα σεβότανε!! Ας είναι. Ας δώσουμε τόπο στην οργή!! Έβρισε μόνο πατόκορφα τον Λιάκουρα που δεν έδωσε στο ζο του «ανατροφή» και προχώρησε κατά τον καφενέ! Ο Ματραπάς, χωμένος πίσω απ’ το τεζάχι του, καταγινόταν με τα φλυτζανοπότηρά του!! Ούτε «καλημέρες», ούτε σκυψίματα, ούτε γαλιφιές, ούτε τίποτα!!
‒ Βρέ σύ! του φώναξε αγριεμένος ο Στραβόξυλος.
Ο Ματραπάς έβγαλε ένα μούτρο κρύο σα μπούζι.
‒ Βρέ σύ! κανάκαν’ ο Στραβόξυλος.
‒ Α…εσύ είσαι; έκανε κρύα – κρύα ο Ματραπάς! Δε σε πρόσεξα!!
Ο καπετάνιος κόπηκε σαν να τον περίχυσαν με χυτό μολύβι!! Έκανε να τον κάψει με καμιά απ’ τις βρισιές που δεν αντέχονται, μα μετάνοιωσε!!
‒ Δεν μου λες…του λέει! Δεν πέρασε από δω;
‒ Ποιος; ρωτά ο Ματραπάς.
‒ Η ράφτρα σου ες! Σε γύρευε απ’ το πρωί για να σου πάρει μέτρα για το φουστάνι σου!! Και δεν την άφηκε εγώ! Να, τέτοιες μποσικάδες κάνω! Τσακίσου γρήγορα, φτιάξε τον καφέ μου!! Αλλά στάσου. Μην τον φέρνεις. Πλερώσου και χύσ’τον!! Εγώ πίνω σέβας, ρε!! Άκουσες; Σέβας. Άει στο διάολο τώρα!! Κλώτσησε μιά καρέκλα, βρόντηξε την πόρτα και βγήκε. Πιο κάτω αντάμωσε τον Κολιοπάνο. «Αν μου κάνει τα ίδια καμώματα τούτον θα τον σκαμπιλίσω» είπε από μέσα του!! Δε χρειάστηκε! Ο Κολιοπάνος ζύγωσε με το σέβας του και την ταπεινή του «καλημέρα» στα χείλη!!
‒ Καλημέρα…μούγγρισε ο καπετάνιος. Τι καιρός φυσάει;
‒ Δεν ξέρω. Δεν τον καρατάρησα!
‒ Τον καρατάρησα εγώ. Φυσάει ο αγέρας της ατιμίας και της ρουφιανιάς!!!
‒ Αχ…έχεις δίκιο καπετάνιο, αναστέναξε ο Κολιοπάνος. Δίκιο έχεις μεγάλο!!! Μα δεν είν’ κανείς να στο δώκει.!!!
‒ Είπες τώρα μιά μπαρούφα. Δίνεται το δίκιο βρε; Το δίκιο παίρνεται!!!
‒ Καλά…καλά… Ξέρεις εσύ!! Άει η ώρα η καλή.
‒ Στάσου. Για κείνο τον πόλεμο που είπες. Για το δικό μας πόλεμο, λέω!!
‒ Τι κάθεσαι τώρα και θυμάσαι όλες τις μποσκάδες μου μωρέ καπετάνιο;
‒ Χμ…Αυτό σκέφτομαι. Ότι μπορεί και να μην ήταν και τόσο μεγάλη μποσκάδα!! Άει τώρα, τσακίσου. Γειά σου!!
Προχώρησε κατά την πλατέα. Είδε και άλλα μούτρα! Αλλά κανένα δεν ήταν ταπεινό σαν τον Κολιοπάνο!! Όλοι αλάργευαν, κρύβονταν!! Άχ, πάει η υπόληψή του γκρέμισε, γίνηκε μικρά – μικρά κομματάκια!! Και τούτο το κακό τού το ’κανε ο «μεγάλος»!! Κείνοι θάρρευαν πως μόλις άκουαν τ’ όνομα του Στραβόξυλου θα ’σκυβαν να τον προσκυνήσουν όλοι!! Και αυτοί τον πέταξαν όξω απ’ την πόρτα!! Άχ, τώρα μετάνιωσε πικρά που δεν άρπαξε κείνον τον «μεγάλο» απ’ το γιακά να τον φέρει καναδυό σβουριξιές!! Μπορεί και να τον φυλάκωναν! Αλλά θα έδειχνε στους συγχωριανούς του ότι δεν παίζουν εύκολα με το «καπλάνι του νησιού»!!!
Τώρα… τα ’χασε όλα και πορπατάει στο δρόμο σα «μπουρντισμένο» άτι που κανείς δεν παραμερίζει στο διάβα του!! Και καλά αυτός. Αυτός έπαθε ό,τι έπαθε!! Έφαε τη ρομπατσίνα του και καθ’σε στην άκρη!! Η Πατρίδα όμως; Η Πατρίδα που παλεύει και ματώνεται;!!! Άχ, και να μη μπορεί να της δώκει ένα χεράκι!!! Γιατί, ναι, τον κάνανε δικό τους τον πόλεμο και σένα σε διώχνουν!! «Φεύγα σου λένε, δεν έχουμε ανάγκη απ’ τη βοήθειά σου»!! Σκάς αυγό για χύνεσαι; Χτήμα σας, βρε, είναι η Πατρίδα; Εμείς, μωρέ φρόκαλα, για να ξέρετε μητρός τεν και πατρός τεν, αχ, άτιμα γράμματα!! Πού ’σαι δάσκαλε; Που ’σαι κίσσα με το «γλυκύν το γάλα τής μητρός και γλυκύν η κλίνη τής γυναικός, γλυκυτέρα όμως πάντων η πατρίς»!! Και αυτοί μάς φκναρίζουν σα φρόκαλα!! Φουκαριάρα Πατρίδα!!! Σε ποία κίντυνα βρίσκεσαι κι αυτήνοι παίζουν, οι καταραμένοι!!! Παίζουν!!! Κρίμα, βρε Κολιοπάνο!! Συμπάθα με που σ’ αποπήρα!! Ναι, θα κάνουμε τον δικό μας πόλεμο!!! Γιατί όχι; Κείνοι γιατί τον κάνανε τον πόλεμο δικό τους; Βρε συ! Ο ’Δυσσέας κι ο Γιώργης Καραϊσκάκης, ή ο Γέρος του Μωριά, καρτέραγαν τους χαρτογιακάδες να τους δώκουν την άδεια;!!! Άμ, αν ήταν έτσι…αντίο Παλιγγενεσία!!! Ποιος βρε κατουρλοκάνατο!! εξέτασε την ηλικία του Παπαφλέσσα;!!! Ποιος κοίταξε στα δόντια το Μαρκομπότσαρη για να ειδεί αν κόβουνε καλά;!! Με τα δόντια, μωρέ, παίρνουν τα κεφάλια ή με το σπαθί; Φτού σας, γεβεντισμένοι!!! Βρε σείς!! Άμα το γαίμα βράζει θα ’φήκω γω την ελικία να μου πει «καρτέρα»; Και πώς μπορείς εσύ, μωρέ λέσι, εσύ που δεν θέλεις να σκοτωθείς, να πεις στον άλλον που θέλει να σκοτωθεί «στάσου»;!! Μπορείς, μωρέ άκαπνε εσύ, να πεις στο λεβέντη «καρτέρα λεβέντη μου να θυμώσω για να πας να σκοτωθείς;»!!! Τι θαρρείς πώς είν’ ο θυμός; Βρέ; Άμ, αν καρτέραε το παλικάρι να του δανείσουν το θυμό τους κείνοι που δεν θυμώνουν, τότε φέξε μου και γλιστρησα!!! Άει στο διάολο!!! Σαπιοκοιλιές!!! Συχώριο μωρέ Κολιοπάνο! Σώπα! Έχε μόνο καρδιά!! Σώπα και θα τον κάνουμε τον πόλεμό μας!!
Πήγε και χώθηκε πάλι μες στο «Μαρικάκι» κι άρχισε να σκέπτεται, βαριά, ως τη νύχτα. Τίποτα! Η δουλειά αυτή δεν έπαιρνε αργοπόρεμα!! Πάει, τέλεψε!! Ταο κοπρόσκυλο, αυτός ο Μουσουλίμης, έπρεπε να λάβει το μάθημά του!!! Ο καπτα – Σπύρος Στραβόξυλος, θαλασσινός από τότες πού γίνηκε η θάλασσα αρμυρή, θα του το ’δινε αυτοπροσώπως!!! Μόνο μιά δυσκολία ήταν στη μέση: Πού θα τον έβρισκε; Σίγουρα! Ο δασκαλάκος με τ’ ακαταλαβίστικα λόγια και το σφηνάκι στο πηγούνι θα ήξερε πού βρίσκεται αυτός ο σκύλος του διαβόλου!!! Στάσου, μωρή Μουσουλίμα, και θα τα βρούμε μείς οι δυό!!!
Έδεσε το «Μαρικάκι» και πήδηξε στη στεριά! Δυό δρασκελιές ήταν το δασκαλόσπιτο!! Χτύπησε. Ένα δειλό βηχαλάκι του αποκρίθηκε από μέσα. Ύστερα άναψε ένα σπίρτο κι η σφηνίτσα ξεμύτισε απ’ τη χαραμάδα της πόρτας!!!
‒ Εγώ είμαι δάσκαλε. Συμπάθα με, είπε ταπεινά ο Στραβόξυλος!
‒ Χαίρε…Το τρέχει κύριε πλοίαρχε;
‒ Συμπάθα με…ξανάπε ο Στραβόξυλος πού ζαλίστηκε λιγάκι με το «πλοίαρχε»!
‒ Συμπαθημένος έσο!! Μα τι τρέχει; Και εν πρώτοις κόπιασε!
‒ Δάσκαλε…άρχισ’ ο Στραβόξυλος δυσκολεμένος. Τρία πράγματα μόνο θα ρωτήσω. Πρώτο: Ο καπτά – Κωσταντής που μας έλεγες…ήταν άνθρωπος ζωντανός, ή μόνο χαρτονένιος στον τοίχο;
‒ Θεέ και Κύριε!! Ο Κανάρης ο Πυρπολητής ή «Μπουρλοτιέρης» επί τω απλούστερον;
‒ Ναίσκε.
‒ Και αμφιβάλλεις;
‒ Τον είδες με τα μάτια σου ή μας τάιζες λόγια; Γιατί εγώ άμα δε δω, δεν πιστεύω! Είναι μακριά το σπίτι του;
‒ Πολύ. Στον άλλο κόσμο!! Αλλά το κατόρθωμά του είναι ζωντανόν. Έχουμε γραφές.
‒ Άσ’τα βιβλία! Εγώ ρωτάω εσένα και συ με στέλνεις στα βιβλία! Δε με βολεύουννε αυτά!!!
‒ Τότε ματαίως με ρωτάς!! Δεν μπορώ να σου κάνω τίποτα! Ο Κανάρης ήρθε και έφυγε από τον κόσμο πριν ακόμη εγώ γεννηθώ!!!
‒ Μα είναι θετικό; Το έκανε; Την τίναξε την αρμάδα;
‒ Όπως σε βλέπω και με βλέπεις!!!!
4ον
‒ Και ήταν μονάχος του; Ολομόναχος;
‒ Όχι. Είχε και κωπηλάτην!
‒ Και…λαμπάδιασε, λέει ο γιαλός!!
‒ Ακριβώς. Καιροί…καιροί…Πάει, σήμερονπιά δεν υπάρχουν τέτοιοι ήρωες!! Λειψανδρία, παιδί μου! Λειψανδρία!!
‒ Μωρέ ας ξέραμε μεις πού βρίσκεται τούτη τη στιγμή η αρμάδα της Μουσουλίμας και σου ’λεγα γω «λειψανία» και κουραφέξαλα!!!
‒ Μάταιον, γιέ μου! Τα πλοία σήμερον είναι σιδερόφρακτα και δεν τα πιάνουν τα μπουρλότα!!!
‒ Ούτε και την καπιτάνα;!!
‒ Ένας λόγος περισσότερον, αν και δε λέγεται πλέον έτσι. Ναυαρχίδα τη λένε.
‒ Σαν δεν ντρέπονται. Και τι έχει, τέλος πάντων, αυτή η…φτού! Αυτή η αρχ…και δεν την πιάνει μπουρλότο;!!
‒ Βαρείαν θωράκισην.
‒ Δε μ’ ευχαρίστησες, δάσκαλε. Όχι. Καθόλου! Αν μπόραες ταυλάϊστο να μου ζωγραφίσεις πού βρίσκεται η αρμάδα!! Μπορείς;
‒ Η αρμάδα ευρίσκεται εις το αγκυροβόλιόν της, δηλαδή στο Ναύσταθμόν της!
‒ Έτσι έ; Και είναι μακριά αυτές οι πολιτείες;!!
‒ Ουδόλως είναι πολιτείες! Και λυπούμαι διά τα έτη που έχασες στο σχολείον!!
‒ Πολλά τα έτη. Ποια έτη, μωρέ δάσκαλε; Δε θυμάμαι που μ’ έκοψε η μάνα μου απάνω στην αλφαβήτα;
‒ Έστω. Έπρεπε να ηξεύρεις τι εστίν Ναύσταθμος! Ναύσταθμος λοιπόν εστίν πολεμικός λιμήν! Και ευρίσκεται εις τον Τάραντον της Ιταλίας. Μέρος όμως των πλοίων τώρα ναυλουχούσιν εις την Αυλώνα!!
‒ Είναι μακριά αυτή η…άϊντε ας μη πω καμιά κουβέντα!! Λέγε ντέ!!
‒ Απέναντι της Κέρκυρας. Ιδού!
Πήγε σ’ ένα χάρτη κι έδειξε με το δαχτυλάκι του! Του καπτα – Σπύρου τότε του ’ρθε μια ιδέα.
‒ Δε μου λες δάσκαλε, λέει στο γενάκι. Μού δίνεις αυτή τη χάρτα;
‒ Γιατί; Τι την θέλεις;
‒ Χμ…τίποτις. Τρελάθηκα και θέλω να μάθω γράμματα!!
‒ Δεινά τεκταίνεσε…Σε οσφραίνομαι. Πλήν, δεν θα σου αρνηθώ! Ιδού!!!
‒ Πάτα μόνο μια μολυβιά εκεί που είναι η…πέστο καλύτερα εσύ γιατί δε θέλω να ξαναβλαστημήσω!!
‒ Η Αυλών…Διατί να βλαστημήσεις; Δεν υπάρχει ουδέν το διφορούμενον!
‒ Αυτό λές εσύ; Ας είναι. Κοίτα, δάσκαλε, μη σου φύγει καμιά κουβέντα ε;
‒ Γιατί; Μήπως σκοπεύεις να…Πλοίαρχε!! Ένα πράγμα σου λέγω: Η εποχή του Κανάρη παρήλθεν ανεπιστρεπτί!! Γελοίον πράγμα οι Δονκιχωτισμοί! Μην αντιγράφεις ποτέ την παλαιάν δόξαν! Φτιάξε νέαν, ελθέ πρώτος!! Όπως ο Κανάρης με το μπουρλότον…Όπως ο Καλλίνικος με το «υγρό πυρ|! Όπως…
‒ Στάσου!! Πώς τον είπες αυτόν;
‒ Καλλίνικον. Μετέβαλε την θάλασσαν εις φλεγόμενον υγρόν. Δηλαδή έκαιε την θάλασσαν! Έρριπτεν εντός αυτής ένα, εύφλεκτον υγρόν!!!
‒ Αχ, μωρέ δάσκαλε, έκανε στεναχωρημένος ο καπτα – Σπύρος. Πολλά πράγματα ξέρεις!! Αν ήξερες και να τα ’λεγες!!!
Ο δάσκαλος ξύνισε τη μυτίτσα του.
‒ Θα πάρεις επιτέλους τον χάρτην; του λέι ψυχρά! Δεν σε κρατώ άλλο!
Ο καπτα – Σπύρος πήρε το ρουλό κι έφυγε. «Κι αυτουνού δεν του γέμισα το μάτι, είπε!! Μα τι διάολο; Τόσο πολύ πιά γκρέμισα; Ας είναι! Θα πάω στον Κολιοπάνο!! Κι αν μου κάνει και κείνος τα ίδια, θα τον καπελώσω και θα φύγω! Καλό αυτό! Όμως ύστερα ποιον θα ’χω για να μιλάω; Θα με φάει η μουγγαμάρα! Στ’ ανάθεμα!! Οι γραμματιζούμενοι έχουν βρει ένα κολάϊ. Έχουν ένα πράμα που το λένε «συνείθηση» και κάθονται και στήνουν κουβέντα μαζί της!!! Αν ήξερα γράμματα θα κουβέντιαζα τώρα μαζί της και δε θα είχα κανέναν ανάγκη!! Αλλά, που να πάρει ο διάολος, δεν ξέρω! Γι’ ατό θα κάνω ένα κουβεντολόι απ’ αυτά που κάνουν οι αγράμματοι!! Θα κάνω το μυαλό μου δυό κομμάτια και θα τα βάλω να κουβεντιάζουν!!! Κι άμα μαλώνουνε θα μπαίνω στη μέση και θα τα χωρίζω!!! Όμως μιάς κι έχω τον Κολλιοπάνο γιατί να στήνω κουβέντα με τον εαυτό μου; Για να με πάρουνε για τρελό; Φτάνει που με πήραν για «κιοτή».!!!
Το Κολιοπανέϊκο ήταν κοντά. Δυό δρασκελιές! Ζύγωσε και χτύπησε. Κάποιος σαματάς ακούστ’ από μέσα. Κατόπι ένα αναμαλλιασμένο κεφάλι ήρτε στο τζάμι και παραμέρισε την κουρτίνα!!
Ο Στραβόξυλος του ’κανε νόημα να βρεί!!
‒ Τι τρέχει; Έκανε με τα χέρια ο Κολιοπάνος!!
‒ Η μύτη σου. Τσακίσου γλήγορα και έβγα!! Ακόμα κάθεσαι;
‒ Καλά τώρα. Γίνηκε!!
Έτσι, ναι. «Γίνηκε». Αυτός του άρεσε. Του απόμεινε δικός του, πιστός!! Σέβας μωρέ! Και τον απόπαιρνε τον κακομοίρη!! Άς είναι. Τα λάθη τα κάνουν οι άνθρωποι!!! Και πάλι όμως οι άνθρωποι τα διορθώνουν!!
‒ Έτοιμος Κολιοπάνο;
Ο γεμιτζής ήρτε κοντά του και τον καλησπέρισε ανήσυχος!!
‒ Στάθηκε τίποτα καπετάνιο; ρώτησε ταπεινά!
Ο Στραβόξυλος τον κοίταξε με σιχασιά.
‒ Για κοίτα τον εκεί…Η νύφη!! Κι έχει κάτι μούτρα. Σαν να μη έτρεξε τίποτα!!
‒ Μα…έτρεξε κατιτίς;
‒ Την ντροπή, μωρέ! Τη ντροπή που μας κάνανε στη χώρα πάει, την κατάπιαμε κι ησυχάσαμε; Φτού!!
Έφτυσε κι άναψε τσιγάρο. Απ’ τη μεριά του φεγγαριού κατέβαιναν κάτι ταραγμένα σύννεφα!! Χειμώνιαζε! Ο Κολιοπάνος μίλησε σοβαρά:
‒ Αν θέλεις να ξέρεις καπετάνιο, δεν ησύχασα. Δεν την κατάπια και δεν ησύχασα. Με καίει σαν ακουαφόρτι!!
‒ Κολιοπάνο! Αν δεν βρεθεί ένας τρόπος να ξεπλύνουμε τη ροχάλα που μας πέταξαν κατάμουτρα…εγώ…να το ξέρεις!
‒Τι μπορούμε να κάνουμε; Αυτοί, τους είδες, στον πόλεμό τους δε μας παίρνουνε!! Δικό μας πάλι να φτιάξουνε δεν κάνει!!!
‒Γιατί δεν κάνει;
‒Έτσι δε μου ’πες; Εγώ σου ’πα να κάνουμε έναν πόλεμο δικό μας και συ μ’ αποπήρες!! Ύστερις…και να τον κάνουμε, ποιος άλλος θα ’ρτει;
‒ Άσ’τον άλλον. Εσύ έρχεσαι;
‒ Εμένα τι να με κάνεις; Είμ’ αλέστα απ’ την αρχή!!
‒Έ, εσένα θέλω!! Τους άλλους να τους βράσω!! Όμως, πρέπει να ξέρεις από τα τώρα ένα πράγμα. Ότι στον πόλεμό μας αυτόν που θα πάμε, μπορεί να χάσουμε τη ζωή μας!! Είσαι έτοιμος;
‒ Γίνηκε!!
ΦΙΛΟΣΟΦΗΜΑΤΑ-ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ
Η ΒΑΡΚΑ ΤΗΣ ΒΑΛΥΡΑΣ ΤΟ 1952
ΟΙ εικονιζόμενες είναι η Μαρίκα Γεωργακοπούλου,κόρη του γιατρού κρατώντας το καλάμι, η Σία (Αθανασία) Μπάκα κόρη του Παναγιώτη και αδελφή του οδοντίατρου Γιώργη, η Μαρία Γεωργακοπούλου Σινάπη η Δήμητρα Μουρούσια, η ΒοΎλα Γεωργακοπουλου του Δημητρίου και ο μικρός ξάδελφος Θόδωρος Γεωργακόπουλος του Μαρίνου, μαθητής τρίτης δημοτικού,το 1952.
ΜΠΟΒΗΣ, ΘΟΔΩΡΟΣ, ΜΠΑΚΑΣ ΣΤΡΑΤΗΣ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΛΟΥ-ΠΕΡΙΒΟΛΑΡΗ,ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΘΟΔΩΡΟΣ ,ΣΤΡΑΤΗΣ ,ΛΥΡΑΣ
ΛΥΡΑΚΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΛΑΚΙΑ ΠΟΛΥΔΩΡΟ
ΛΥΡΑΣ ΓΚΟΜΕΣΗΣ ΘΟΔΩΡΟΣ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ ΑΡΗΣ
Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΕΑ ΤΟΥ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΠΟ ΤΡΑΝΖΙΣΤΟΣ
ΣΤΟ ΜΕΛΙΓΑΛΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΝΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου