Δευτέρα 24 Μαΐου 2021

Το Θαύμα της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας

  Στους γονείς και παππούδες μας, που με το ήθος τους τίμησαν τη Μεγαλόχαρη

      Οι Αρχαίοι Έλληνες  ,μελετούσαν ποιες είναι οι  κατάλληλες μέρες του μήνα   για να συλλάβουν οι γυναίκες τους τόκο. Είχαν διαπιστώσει, ότι  η καλύτερη περίοδος ήταν μετά  τη νουμηνία, δηλαδή μετά το νέο φεγγάρι,  γύρω στις πρώτες εννέα μέρες ,και όχι όταν φθίνει η σελήνη, γιατί υπάρχει γενική αταξία στη φύση, όπως διαπιστώνουν και οι σημερινοί μας  φυσικοί επιστήμονες,   για παράδειγμα, δημιουργούνται στους πορθμούς κυματοαναπλάσεις , γιατί ο ήλιος και η σελήνη βρίσκονται σε αντίθεση . Παράλληλα, απείχαν της συνεύρεσης, κατά τις εορτές των θεών, ιδίως εκείνων που προστάτευαν την πόλη τους. Η Βασίλιννα,   που ήταν η σύζυγος του  βασιλέα των Αθηνών, αποχωριζόταν τον άντρα της για τρεις μέρες ,και κλεινόταν, μαζί με τις συνοδούς της, που ήταν μόνο γυναίκες ,σε έναν συγκεκριμένο  χώρο, στο ιερό του Λιμναίου Διονύσου, μεταξύ της   σημερινής διασταύρωσης της  οδού Αμαλίας και Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στην Αθήνα. Το γεγονός επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο , κατά το τριήμερο  της εορτής του Διονύσου. Την επισκεπτόταν ο Θεός και έπρεπε να είναι καθαρή, για να δεχτεί τον λόγο του( Αριστ.Αποσπ. 385, Δημ. 1370.17, Μένανδ. Εν Αδήλ. 336,Ευστ.1425.42).

      Τα παλιά χρόνια στη Βαλύρα Μεσσηνίας, οι  θεοσεβείς παππούδες μας, νέοι τότε, δεν κόλαζαν τις γιαγιάδες μας , αλλά απείχαν από την ερωτική συνεύρεση Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή. Συνευρίσκονταν τη Τρίτη και τη Πέμπτη , εκτός και ήταν εκείνη τη μέρα μεγάλη γιορτή.  Απείχαν εντελώς, όταν η γυναίκα είχε τα έμμηνα, επίσης, κατά τις περιόδους των νηστειών, όπως  ορίζει η εκκλησία μας, ιδίως κατά τον Δεκαπενταύγουστο, που  γιορτάζει η Παναγία   Βουλκανιώτισσα. Κι αν παρασύρονταν και το ξεχνούσαν, τους το θύμιζαν οι ίδιες οι  γυναίκες τους , με αυστηρότητα. Το βραβείο τους ήταν να αποκτήσουν υγιή, έξυπνα, καλόψυχα και φρόνιμα  παιδιά, ευλογημένα από τον Θεό, όπως τους είχε συμβουλεύσει ο ιερέας του χωριού, όταν τους εξομολογούσε, ο οποίος ως έγγαμος ,  έπραττε ακριβώς το ίδιο. Δεν τους επέτρεπε να κοινωνήσουν, αν πρωτίστως δεν απείχαν όχι μόνο από την τροφή, αλλά και τη συνεύρεση. Υπήρχαν όμως και τα απρόοπτα, όταν έβαζε ο διάβολος το ποδάρι του! Όπως, το να βγάλει ο  ιερέας έξω από του θυσιαστήριο του ιερού ναού του Αγίου Αθανασίου στη Βαλύρα, έναν    μαθητή Γυμνασίου ,κατά  τη δεκαετία του 1960, που βοηθούσε στην εκκλησία, την ώρα που ετοίμαζε τη θεία κοινωνία, γιατί του είπε ο Χριστός στο αυτί, αν δεν τον βγάλεις έξω, θεία κοινωνία δεν γίνεται. Όταν μετά την απόλυση ,τον ρώτησε τι του συνέβη, είπε ο  νέος ότι δυστυχώς δεν κρατήθηκε, και λέρωσε το φόρεμα της κοπελιάς του, όταν πήγαν κρυφά περίπατο, κατά το απόγευμα της προηγούμενης μέρας. 

      Κατά την περίοδο 1955-1975 , οι Βαλυραίοι, μαζεύονταν με τους φίλους τους σε παρέες, φόρτωναν την οικογένεια στα φορτηγά τους και ανέβαιναν, πριν τον Εσπερινό,  στις 14 Αυγούστου, στο Μοναστήρι του Βουλκάνου, στην Ιθώμη.   Δεν ήθελαν να χάσουν   το προσκύνημα της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας Βουλκανιώτισσας και την ολονύχτια αγρυπνία, που την περίμεναν όλη τη χρονιά. Για ορισμένες οικογένειες ,αυτή ήταν και η μοναδική τους  θρησκευτική εκδρομή, κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Ήταν η υπέρτατη ευλογία  του έτους, που θα μπορούσε να λάβει ένας πιστός , γιατί  η Παναγία ήταν και είναι ,εις τους αιώνας των αιώνων ,το μεγαλύτερο στήριγμα για τους Βαλυραίους και όλη την Ορθοδοξία.  Πλήθος κόσμου από τη Μεσσηνία, και όλη την Ελλάδα ,κατέφθανε  και καταφθάνει στο Μοναστήρι του Βουλκάνου, κατά την ημέρα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

       Το σωτήριον έτος 1957, στις 14 Αυγούστου, μία οικογένεια , με τα τέσσερα παιδιά της κι ένα αρραβωνιασμένο ζευγάρι, που θα τους πάντρευαν, ανέβηκαν στο    Μοναστήρι.   Πλησίαζε η λειτουργία του Εσπερινού και ήδη πολύ κόσμος είχε μαζευτεί γύρω από τη Μονή . Μετά από αρκετή προσπάθεια, βρήκαν ένα κενό σημείο στο περιβόλι του Μοναστηριού και έστρωσαν  κάτω τις κουρελούδες τους. Το ζευγάρι των αρραβωνιασμένων άφησε τη πολυμελή οικογένεια και κάθισε     απόμακρα, κάτω από μία φουντωτή , μεγάλη λεμονιά, που μοσχομύριζε  και κρατούσε καλή σκιά. Αφού εγκαταστάθηκαν, ήπιαν νερό και ξεκουράστηκαν, έβαλαν δυο μπουκιές ζυμωτό ψωμί στο στόμα τους , γιατί νήστευαν, και στη συνέχεια  πήγαν όλοι μαζί για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία.

       Μετά την απόλυση, ετοίμασαν   το δείπνο τους , με νηστίσιμα φαγητά, και πέρασαν αρκετές ώρες ,μέχρι να νυστάξουν, λέγοντας αστεία τα παιδιά και οι μεγάλοι ιστορίες, που τους είχαν πει οι παππούδες τους. Εξιστορούσαν τα θαύματα που είχε κάνει η Παναγία, πόσους βοήθησε, σε ποιους φανερώθηκε, τι τους είπε, από τι κακό τους έσωσε και πώς άλλαξε η ζωή τους, μετά την εμφάνιση Της  . Τα παιδιά κρέμονταν από το στόμα των μεγάλων και άκουγαν τις ιστορίες ανατριχιασμένα. Όμως, το αρραβωνιασμένο ζευγάρι είχε πολύ πόθο μέσα του και σαν το μαγνήτη τραβούσε ο ένας το κορμί του άλλου, όταν τύχαινε και αγγίζονταν. Έκαναν υπομονή, γιατί σε λιγότερο από τριάντα μέρες, κατά τον Σεπτέμβρη, θα παντρεύονταν. Τόσο η Χριστιανική παράδοση, όσο και   το έθιμο του χωριού,  ήθελε τη νύφη   παρθένα στην εκκλησία, με δόξα και τιμή, γι αυτό προσπαθούσαν πάρα πολύ να συγκρατηθούν και να μην απογοητεύσουν , τον  Θεό, τους γονείς τους και τον εαυτό τους. Παράλληλα , ήταν ντροπή για μία κοπέλα στο χωριό ,να μην   παντρευτεί παρθένα, γιατί   έδινε το κακό παράδειγμα στις άλλες γύρω της ,και  υποβίβαζε το ήθος και τις υψηλές προδιαγραφές  της κλειστής κοινωνίας της Βαλύρας.

      Όταν ήρθε η ώρα του ύπνου, τυλίχτηκαν σε κουβέρτες , χωριστά ο καθένας, και ξάπλωσαν , ο ένας δίπλα στον άλλο. Όταν τα κορμιά τους χαλάρωσαν και ήταν σε βαθύ ύπνο, “ο διάβολος, που πάντα στις εορτές σκαρφίζεται πολλά τεχνάσματα για να στενοχωρήσει  τη Παναγία”, όπως έλεγαν   οι γιαγιάδες μας,    άναψε ασυγκράτητο πόθο στον άντρα  και τρελάθηκε. Άρχισε να ερωτοτροπεί με  πάθος, χωρίς να έχει συναίσθηση που βρίσκεται και τι κάνει. Η μικρή και αθώα κοπελιά, που κατά τα άλλα είχε νηστέψει για 15 μέρες, έχασε την παρθενιά της, τη μέρα της γιορτής της Παναγιάς, κι εκείνος, ο   καλός, κατά τα άλλα, και λογικός νέος, έχασε την υπόληψή του και κλείστηκε στα τάρταρα ,  στα βαθιά σκοτάδια της νου και ψυχής του, όταν αντιλήφθηκε τις επιπτώσεις της αδυναμίας του και πόσο ο διάβολος τον εξαπάτησε. Όμως, δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Ηγούμενος της Μονής, που αγρυπνούσε προσευχόμενος, άκουσε την Παναγία που του είπε:

- “Τρέξε γρήγορα, ο διάβολος έβαλε φωτιά στη λεμονιά και καίγονται άνθρωποι. Πήγαινε να τους σταυρώσεις”.

Έκανε τον σταυρό του, σηκώθηκε, πήρε τον σταυρό στο δεξί χέρι,  τον έκυψε κάτω από το ράσο για να μην τον δουν οι  προσκυνητές και αναστατωθούν, και έτρεξε προς το περιβόλι.  Βρήκε τους αρραβωνιασμένους αγκαλιά να κλαίνε σπαρακτικά,  ακουμπισμένους  στη λεμονιά. Φοβισμένοι, του εξομολογήθηκαν τι τους συνέβη,

- Σηκωθείτε, τους είπε. Γυρίστε στα σπίτια σας. Να πλυθείτε καλά και να κάψετε όλα τα ρούχα που φοράτε, μαζί με τις κουρελούδες που στρώσατε κάτω και τις κουβέρτες σας. Μη βάλετε μπουκιά στο στόμα σας, μόνο λίγο νερό, για να βρέξετε τη γλώσσα σας. Δεν σας είπαν οι γονείς σας για το γιορτόπιασμα;

-Όχι, απάντησαν.

-Μάλλον, περίμεναν να σας το πουν ,λίγο πριν το γάμο. Το παιδί που συλλαμβάνεται σε μέρα γιορτής ,δεν γεννιέται φυσιολογικό. Γεννιέται νοητικά ανάπηρο ή ψυχικά άρρωστο, ή δαιμονισμένο και οι γονείς βασανίζονται , όλη τους τη ζωή, για να το φροντίσουν. Αυτές  είναι οι δόλιες ενέργειες του σατανά, που γελάει με τους ανυποψίαστους ανθρώπους και τα παθήματά τους. Πηγαίνετε και να επιστρέψετε καθαροί, για να προσκυνήσετε τη Παναγία. Η αμαρτία σας είναι και δική μου αμαρτία.  Θα θερμοπαρακαλέσω    τη Μεγαλόχαρη να σας συγχωρήσει και να αναλάβει το παιδί ,γιατί , για να με ειδοποιήσει η Παναγία, έχει γίνει σύλληψη.

Αφού του φίλησαν τα χέρια με τα δάκρυά τους, τούς είπε την ευχή, τους σταύρωσε και κατέβηκαν με το φορτηγό στο χωριό, δίνοντας τη δικαιολογία στους άλλους ότι η κοπέλα  είναι αδιάθετη,   και θα επιστρέψουν αργότερα.

      Επέστρεψαν στο σπίτι του γαμπρού, για να μην αναστατώσουν τους γονείς της νύφης. Αφού πλύθηκαν καλά με πολύ ζεστό νερό και αγνό  σαπούνι ,   άναψαν   φωτιά στη πέτρινη ανοιχτή αποθήκη στην αυλή  , που είχε η  πεθερά  τη σιδεροστιά με το καζάνι της ,και έκαψαν, με τη βοήθεια της , τα ρούχα τους. Η νύφη φόρεσε ένα μαύρο μακρύ φόρεμα της   μάνας του γαμπρού ,που είχε καλοδιατηρημένο από τα νιάτα της,  όταν εκείνη της εξήγησε ότι από τα παλιά χρόνια,  κατά τις δεκαπέντε μέρες της νηστείας του Αυγούστου ,  όλες οι γυναίκες, μικρές και μεγάλες ,φορούν μαύρα.  Στη συνέχεια τους σταύρωσε, τους έδωσε την ευχή της και τους παρηγόρησε, λέγοντάς τους ότι η Παναγία θα τους προστατεύσει, γιατί   έχυσαν δάκρυα  πραγματικής μετάνοιας και δεν θα  επαναλάβουν μία τέτοια ατιμωτική πράξη. Ανέβηκαν στο Μοναστήρι, τους καθοδήγησε ο Ηγούμενος και τους είπε συγκεκριμένα λόγια, για να πουν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Κανένας δεν έμαθε τίποτα, εκτός από τη πεθερά,   που ποτέ δεν μίλησε. Στον γάμο, για να δείξουν τη  παρθενιά, η πεθερά έσφαξε έναν κόκκορα και με το αίμα του έβαψε το σεντόνι του κρεβατιού .

      Το παιδί που απέκτησαν ,ήταν ένα υγιέστατο κοριτσάκι, με κλήση προς τη θρησκεία και την αγαθοεργία, πολύ φρόνιμο. Κοιτούσε από μικρό τους άλλους μέσα στα μάτια, καταλάβαινε τι τους συνέβαινε και έτρεχε για να τους βοηθήσει. Στο σχολείο αρίστευε και ήταν η χαρά των γονιών του. Μόνο, που δεν ήταν μόνο του. Είχε και τη Παναγιά μέσα του, που το καθοδηγούσε από μικρό και ακολουθούσε τον δρόμο του Χριστού. Στα δέκα χρόνια του,  του μίλησε η Παναγία στον ύπνο του και του είπε:   “Ένα κακό σου συνέβη και θα το μάθεις”. Το  παιδί είπε το όνειρο το πρωί στη μητέρα του, αλλά δεν έλαβε  καμιά απάντηση. Εκείνη  δάκρυσε σιωπηλά, και έκανε τον σταυρό της .

      Αυτό το συμβάν,  το εξομολογήθηκε   στο Μοναστήρι του Βουλκάνου, το καλοκαίρι του   1995, η παθούσα νέα του 1957, που  τότε ήταν γιαγιά .   Αποκάλυψε , στην έφηβο εγγονή της, τι της συνέβη κατά τη σύλληψή της μητέρας της και ζήτησε συγχώρηση ,εμπρός στην εικόνα της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας.

   -Γιατί γιαγιά, δεν το είπατε με τον παππού ,στη  μητέρα μου, όταν ήταν μικρή; ρώτησε η εγγονή.   

- Γιατί η μητέρα σου αγαπά πολύ τη  Παναγία, και αν το μάθαινε ,φοβόμασταν ότι θα την χάναμε. Θα έφευγε από το σπίτι και θα γινόταν καλόγρια. Θέλαμε να παντρευτεί και να μας κάνει εγγονάκια, είπε κλαίγοντας η γιαγιά.

-Μη κλαις γιαγιά, είπε η εγγονή   και την αγκάλιασε. Και η  Παναγία, μάλλον ,το ίδιο ήθελε για σας, γιατί μετανιώσατε πραγματικά. Ήθελε να δείτε εγγόνια και να χαρείτε,  γι αυτό δεν αποκάλυψε τίποτα στη μητέρα μου! 

 

Ο Θεός μαζί σας!

 

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

 

Μάιος, 2021

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: