Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

Η Λετζέρω της Φτώχειας και της Υπομονής στη Βαλύρα του 1950

  Αφιερωμένο στα φτωχά και στα ορφανά παιδιά της Βαλύρας

 

       Η ζωή  της Λετζέρως στη Βαλύρα , φαντάζει σαν παραμύθι για μικρά παιδιά.  Η μοίρα της     την ήθελε ορφανή  , μόνη και αγράμματη  κατά την εφηβική της ηλικία, να δοξάζει τον Θεό μέσα στη φτώχεια και τη σωματική της εξαθλίωση .  Ζούσε σιωπηλή και  έρημη, σαν ξεχασμένο άγαλμα ,στη πλατεία της Βαλύρας,  σε μία καλαμένια παράγκα, στημένη πάνω σε πλίνθους του 1900,    ανάσαινε σε μια  στενή αυλή, γιατί οι  γονείς της πέθαναν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

      Η Σταχτομάρω , έτσι την φώναζαν, πριν μετονομαστεί σε Λετζέρω. φορούσε πάντα , κατά την εφηβική της ηλικία, μια μακρυά, παλιά σχολική ποδιά ,   σκούρου μπλε χρώματος, δεμένη σφιχτά στη λεπτή της μέση, με μια μαύρη υφασμάτινη ζώνη. Παπούτσια δεν είχε  ,   περπατούσε συνήθως ξυπόλυτη, όπως και χτένα για να χτενίσει τα μακριά της σγουρά μαλλιά. Ήταν μετρίου αναστήματος  , με λεπτά ποδαράκια, σαν καλάμι, από τη κακοπέραση και τη πείνα. Στο στήθος της κρεμόταν ένας μικρός ξύλινος σταυρός, δεμένος σε μαύρο σχοινάκι ,που για καλή της τύχη, της έδωσε κάποτε ο πατήρ Δημήτριος ,ο ιερέας του χωριού, που λειτουργούσε στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου της Βαλύρας. Κανένας δεν θυμάται    το πραγματικό της όνομα.  Στο ιστορικό αρχείο για τη Βαλύρα, του καθ. Ιωάννη Λύρα είναι  καταχωρημένη ως Λετζέρω. Μέχρι τα  δεκαεπτά της χρόνια  την φώναζαν Σταχτομάρω, γιατί περνούσε τη ζωή της αναδεύοντας  τα ξύλα και καθαρίζοντας τις στάχτες μιας παλιάς ξυλόσομπας,   που είχε μέσα στη παράγκα. Γέμιζε τη μοναδική της φορεσιά  με στάχτες, που έπεφταν στον δρόμο σαν βροχή ,όταν ξεμυτούσε από το  καλαμένιο της σπιτικό, για να πάει μέχρι τον φούρνο    να της δώσουν    μπαγιάτικο   ψωμί, όταν τους περίσσευε .    Καθόταν έξω από τη  πόρτα του φούρνου υπομονετικά, κοιτούσε  διακριτικά  από  το τσάμι της εξώπορτας   και δεν μιλούσε καθόλου. Περίμενε να τη δουν και να την ελεήσουν.

      Το καλοκαίρι, γύρω στα  δεκαοχτώ της χρόνια, ένας Ιταλός πιανίστας, με έναν Γάλλο φωτογράφο και παραγωγό κινηματογράφου, κατά την περιοδεία τους στην Πελοπόννησο, σταμάτησαν στη Βαλύρα για να πιούν καφέ. Το βλέμμα τους έπεσε από την πρώτη στιγμή πάνω  στο καλαμένιο  σπίτι της Σταχτομάρως και ετοιμάζονταν να το φωτογραφίσουν, ώσπου, με απαλές κινήσεις, σαν ξωτικό, ξυπόλυτη, με λυμένα τα μαλλιά, εμφανίστηκε  εκείνη, γεμάτη στάχτες. Κοίταξε τον Ιταλό βαθιά στα μάτια, με το   διαπεραστικό  καστανό βλέμμα της , σαν να του έλεγε ποιος είσαι συ και τι θέλεις εδώ; Εκείνος συγκλονίστηκε και μαγεύτηκε  αμέσως από τη μοναδική και απόκοσμη ομορφιά της. Τέτοιο πλάσμα δεν του είχε  τύχει ξανά in vivo, μόνο στις κινηματογραφικές ταινίες! Μόλις τη  πρόσεξε ο Γάλλος και έκανε να τη   φωτογραφίσει,  εξαφανίστηκε με γοργές κινήσεις, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου.

-Leggiero, Leggiero , Λετζέρο  φώναξε   συγκλονισμένος ο Ιταλός ,που σημαίνει στη μουσική, είσαι σαν την κίνηση των δακτύλων ελαφριά , φωτεινή και  γοργή. Έτρεξαν προς το σπίτι της, αλλά η Σταχτομάρω  είχε ήδη περάσει το ποτάμι της Μαυροζούμενας τρέχοντας,  για να κρυφτεί στα πουρνάρια   στις Χούνες ,  από το φόβο  και τον τρόμο της, μην την φορτώσουν στο αυτοκίνητό τους και τη  πάρουν.

Αφού φωτογράφισαν το σπίτι της, πρότειναν να δώσουν χρήματα στους χωρικούς για να τους βρουν τη Λετζέρω.   Προσπαθούσαν επίμονα να συνεννοηθούν στο καφενείο, μια μιλώντας Ιταλικά, μια αγγλικά και μια σπαστά Ελληνικά.

-Εγκό Πάρις  Francia φωτόγκραφερ ,σίνεμα Il produttore, είμαι στο Παρίσι στη Γαλλία φωτογράφος και παραγωγός  κινηματογράφου, προσπαθούσε να τους πει ο Γάλλος. 

Και τους ρωτούσε: Mi capisce? Με καταλαβαίνετε;

Εκείνοι κουνούσαν το κεφάλι τους ευγενικά.

Ο Ιταλός ήταν δακρυσμένος από την ατυχία του.

- Παίζει Piano Roma Italia , είμαι πιανίστας στη Ρώμη της Ιταλίας ,τους έλεγε μονολεκτικά, και  έπιανε  με    τα δάκτυλά του υψηλές οκτάβες πάνω στη καρδιά του, για να τους δείξει πόσο πολύ  ήθελε τη Λετζέρω!

 Ο καφετζής τους έδειξε τη βέρα του στο χέρι και τους  ρώτησε αν είναι παντρεμένοι.

 Celibe (τσέλιμπε) , ανύπαντρος,  είπε ο Ιταλός.

Separato( σεπαράτο), χωρισμένος, απάντησε ο Γάλλος.

Του Ιταλού ,από την ένταση της ματαίωσης , είχε αρχίσει να σφίγγει το κρανίο του.

Il cranio (κράνιο) τους έλεγε και τότε σίγουρα συνεννοήθηκαν  και του απάντησαν:

-Ναι, ναι!  Τα έχεις πάρει στο κρανίο!

Περίμεναν αρκετή ώρα μήπως εμφανιστεί η  Σταχτομάρω,αλλά όταν τους εξήγησε ο σερβιτόρος με κινήσεις και σπαστά αγγλικά ,ότι φοβήθηκε  και μπορεί να λείψει για μέρες,  το πήραν απόφαση και σηκώθηκαν να φύγουν, γιατί είχαν προγραμματίσει μία συνάντηση στη Πύλο.

Ο Ιταλός πιανίστας,    με ένα   φιλί και μια βαθιά υπόκλιση, είπε το στερνό αντίο ,  στη Σκάλα του Μιλάνου, εμπρός στο σπίτι της  Σταχτομάρως, καταγοητευμένος , αναφωνώντας με  το χαρακτηριστικό ιταλικό  του  ταμπεραμέντο:

-Leggiero!Addio la Luna!Λετζέρω, αντίο Σελήνη!

Τον αποθανάτισε ο Γάλλος , ευχαρίστησαν, άφησαν γερό φιλοδώρημα,  χαιρέτησαν και έφυγαν.

Από τότε ,η μεν Σταχτομάρω έλαβε το όνομα του Ιταλού   νονού της , Λετζέρω,  η δε Βαλύρα μετονομάστηκε σε “Μικρό Παρίσι”.

      Έμεινε κουλουριασμένη  μέσα στην εκκλησία της Παναγίτσας  όλη τη νύχτα η Σταχτομάρω και εμφανίστηκε στη πλατεία του χωριού, κατά τα ξημερώματα. Μπήκε φουριόζα μέσα στη παράγκα, πήρε ένα ψαλίδι και  κούρεψε τα ωραία της μακριά μαλλιά, μπρος σ ένα σκουριασμένο παλιό καθρέφτη, με  σκούρα   κορνίζα, που ήταν  ένα από τα λιγοστά    έπιπλα που της είχε απομείνει, για να της θυμίζει  τη μητέρα  της. Φόρεσε ένα μαύρο μαντήλι  , το τράβηξε χαμηλά για να σκεπάζει τα φρύδια της, το έδεσε σφιχτά κάτω από το σαγόνι και πήγε μ ένα φλιτζανάκι στο καφενείο, για να ζητήσει μια κουταλιά ζάχαρη.

-Καλώς   τη Λετζέρω, είπαν όλοι, της τράβηξαν το μαντήλι και  γούρλωσαν τα μάτια τους , όταν είδαν ότι ήταν γαϊδουροκουρεμένη. Εκείνη δεν μίλησε καθόλου. Τράβηξε πίσω το μαντήλι της, πήρε τη ζάχαρη, κούνησε το κεφάλι της ευχαριστώντας και έφυγε τρέχοντας.

      Από τον πολύ της φόβο έκλεισε την εξώπορτα καλά, με το σιδερένιο μάνταλο και  έβαλε για αντίσταση ένα παλιό μπαούλο, που είχε μέσα όλα της τα σκουτιά, έτσι έλεγε τα ρούχα της, και έσπρωξε τη κασέλα που είχε επάνω τον γιούκο με τα σεντόνια και  τις    κουβέρτες της , μπρος στο παράθυρό της.

Άνοιξε τη πίσω πόρτα και άναψε φωτιά με ξύλα στην αυλή. Έριξε νερό στο καζάνι και όταν ζέστανε, γέμισε την αλουμινένια λεκάνη της με ένα κατσαρολάκι. Πήρε μια παλιά πετσετούλα ,  τη βούτηξε στο νερό, έτριψε επάνω  σπιτικό σαπούνι ,που της είχαν αφήσει οι γειτόνισσες  και έπλυνε όλο της το σώμα, που ήταν γεμάτο χώματα και στα μαλλιά της είχαν κολλήσει ξερά φύλλα.    

Στην παράγκα δεν υπήρχε ούτε νερό, ούτε ηλεκτρικό. Κουβαλούσε δυο φορές τη μέρα νερό με το πήλινο λαγήνι  της από τα πηγάδια της γειτονιάς και μάζευε από τη βροχή , μέσα σε ένα  παμπάλαιο πιθάρι για να πλένει το σπίτι  , την αυλή και να ποτίζει τις δυο γλάστρες της, μια κόκκινη γαρυφαλλιά και μια ροζ μολόχα, που είχε φυτέψει μέσα σε δυο τρύπιους κουβάδες. Την επόμενη μέρα ήταν Κυριακή και ήθελε πολύ να πάει στην εκκλησία για να κοινωνήσει. Έβγαλε από το μπαούλο ένα σκούρο φόρεμα , που της είχε αφήσει μια  ηλικιωμένη κυρία, ετοίμασε θράκα στην αυλή και ζέστανε το σίδερο. Έστρωσε ένα σεντόνι διπλωμένο στα τέσσερα πάνω στο ξύλινο τραπέζι της και το σιδέρωσε.     Ύστερα ,τράβηξε κάτω από το κρεβάτι τα μαύρα παπούτσια   μητέρας της ,που της ήταν ένα νούμερο μεγαλύτερα  και έχωσε μέσα παλιές εφημερίδες,   μέχρι να μπορεί να βαδίζει σταθερά. Βρήκε ένα παλιό κερί, έκοψε με το ψαλίδι το καμένο φιτίλι και το έξυσε για να  φαίνεται καινούργιο. Σηκώθηκε από τα χαράματα, έδεσε τη μαντίλα στο κεφάλι, και πήγε για να λειτουργηθεί στον Άγιο Αθανάσιο.

      Όλοι την  πρόσεξαν, ήταν η ντίβα  του χωριού, αλλά έσκυψαν τα κεφάλια τους για να μην στενοχωρηθεί  , όταν αντιληφθεί ότι την κοιτάζουν αδιάκριτα. Άναψε το κεράκι της , προσκύνησε και  κάθισε σε μια γωνιά , κρυμμένη στον γυναικωνίτη. Καθώς κοινωνούσε, λύγισαν τα πόδια της, σηκώθηκαν τα μάτια της ψηλά  ,  είδε σε όραμα   έναν άγγελο μέσα  στο Θυσιαστήριο του Αγίου Αθανασίου και παρά λίγο να λιποθυμήσει, αν δεν την έπιαναν οι άλλοι πίσω της. Αφού  τη σκούπισε ο ιερέας, τη  μετέφεραν έξω και την έβαλαν να καθίσει σε μία καρέκλα .Της έπλυναν το πρόσωπο με νερό, τη σταύρωσαν και της έδωσαν να εισπνεύσει μύρο.

      Ο Άγγελος , πού είναι ο Άγγελος ρωτούσε, αλλά  δεν την  πίστευαν .  Θεώρησαν ότι  είχε  ψευδαισθήσεις από τη τάση λιποθυμίας που την έπιασε. Αφού συνήλθε ,της εξήγησε η νεωκόρος στο παγκάρι, ότι δεν χρειάζεται να ψάχνει για κερί το σπίτι της, θα της δίνει εκείνη καινούργιο δωρεάν , όταν θέλει να πηγαίνει στην εκκλησία και χάρηκε η Λετζέρω. Μια γειτόνισσα της την πήρε παραμάσχαλα και την άφησε στο φτωχικό της, αφήνοντάς της κι ένα δεύτερο κομμάτι αντίδωρο, πάνω στη παλάμη της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι  και έτρεμε ολόκληρη από την σωματική και ψυχική  εξάντληση. Μετά από καμιά ώρα, συνήλθε λιγάκι και βγήκε έξω στην αυλή.   Συντηρούσε  σ ένα  μικρό κοτέτσι δυο κοτούλες και ζούσε με τα αυγά τους. Έψαξε,  βρήκε ένα αυγό, το έβρασε και το έφαγε με ξερό ψωμί, βουτηγμένο σε ζεσταμένο λάδι , με μια σταγόνα ξύδι, πιπέρι και αλάτι.

      Από τότε η Λετζέρω, είχε   πολλές αποκαλύψεις πνευματικού  επιπέδου,  ώστε στα γεράματά της, χωρίς βέβαια ποτέ κανένας να το  αναγνωρίσει ,ήταν  κατά Θεόν πλούσια.    Δεν  μπορούσε να διαβάσει,  αλλά ο Θεός την ελέησε. Το Άγιο Πνεύμα της μιλούσε και της εξηγούσε τα πάντα , γιατί η ψυχή της ήταν καθαρή και  ο νους της απονήρευτος. Εντύπωση έκανε στο χωριό, που ποτέ δεν έβαζε στο στόμα της κρέας όπως και δεν έλεγε κακιά κουβέντα για κανέναν. Μια Κυριακή ,της άφησαν γουρουνοπούλα τυλιγμένη σε λαδόκολλα. Την είδε και την άφησε εκεί που ήταν , για να την πάρουν πίσω . Βρήκαν το πρωί τα χαρτιά σχισμένα,  γιατί πρόλαβαν και την έφαγαν οι σκύλοι τη νύχτα.

      Όταν ήταν  περίπου τριάντα  χρονών, άρχισε να ακολουθεί τις άλλες γυναίκες του χωριού στο μεροκάματο και να ζητιανεύει λιγότερο. Πήγαινε και μάζευε ρύζι ,έβοσκε το ζωντανό κάποιου άλλου χωρικού, εργαζόταν στις ελιές το χειμώνα ,και το καλοκαίρι στο τρύγο και στα σύκα. Πολλές φορές της έδιναν να πλύνει  ,να ξάνει  ,να γνέσει και να βάψει τα μαλλιά προβάτων, να καθαρίσει και να γεμίσει έντερα και να κάνει κι άλλες οικιακές εργασίες, όπως να φτιάξει τραχανά και χυλοπίτες, να χαρακώσει ελιές, να ψήσει σαπούνι,  να πλύνει τα χαλιά του σπιτιού στο ποτάμι, να σκαλίσει και να φυτέψει στους κήπους,  κι όλα για  πέντε δραχμές κι ένα πιάτο φαγητό. Ήταν πολύ χαρούμενη όταν επιτέλους κατόρθωσε , μετά από πολλά χρόνια , να αγοράσει ένα πετρογκάζ και μία φιάλη υγραερίου. Ανακουφίστηκε από την κούραση να μαγειρεύει στα ξύλα κάθε μέρα και να τρέχει να μαζεύει ξερά φύλλα, κλαδάκια και μικρά κούτσουρα για να  ανάψει τη ξυλόσομπα. Βέβαια, τα λιγοστά της χρήματα τελείωναν γρήγορα και για ολόκληρα εξάμηνα επέστρεφε στη παλιά της τέχνη, στο μαγείρεμα  με ξύλα. Είχε ένα  παλιό ψυγείο, χρήματα όμως δεν είχε  για να αγοράσει  πλάκα πάγου και το καλοκαίρι έβραζε μέσα στη παράγκα. Τα απογεύματα έπαιρνε το καλάθι της, που είχε φτιάξει μόνη της από βέργες λυγιάς και καλάμια και πήγαινε στα χωράφια ,στον κάμπο του χωριού.  Ήταν ικανή να περπατήσει μέχρι το Πλατύ, για να μαζέψει ένα κοφίνι άγρια χόρτα, να βρει δυο λεμόνια κατά γης, κανένα σύκο, ξεχασμένα τσαμπιά σταφύλια στα τρυγημένα κτήματα, βατόμουρα , χαμομήλι,  μάραθο και απίδια. Ανηφόριζε , έκανε δυο ώρες ποδαρόδρομο προς το βουνό της Ιθώμης και μάζευε ρίγανη, φασκόμηλο ,  τσάι του βουνού, μανιτάρια , σπαράγγια , σαλιγκάρια που τα πουλούσε, και ελιές καταγής, στα τιναγμένα κτήματα.  Συγκέντρωνε δυο σακιά ελιές  το χρόνο ,και τις αντάλλασε με λίγο  λάδι στο ελαιοτριβείο του χωριού. Το αξιοθαύμαστο ήταν ότι   λάδι δεν είχε πάντα για να μαγειρέψει, αλλά το καντηλάκι της ήταν  συνεχώς αναμμένο , ακοίμητος φρουρός στη μοναξιά της.

      Επειδή ήθελε κι αυτή να έχει έναν αργαλειό, όπως τα πλούσια  κορίτσια του χωριού,     πήγε κάποτε και ρώτησε  έναν μαραγκό  στη Βαλύρα ,αν χρειάζεται να τον βοηθήσει για να καθαρίσει το  ξυλουργείο ή να του βάψει κάτι. Όταν της είπε πόσο κοστίζει ένας αργαλειός απογοητεύθηκε. Εκείνος τη δέχτηκε μερικές φορές, και ως αντάλλαγμα ,της έφτιαξε ένα ξύλινο τελάρο με καρφιά, για να στηρίζει το στημόνι κι ένα χτενάκι με πρόκες για να χτυπάει και να στρώνει το υφάδι.  Τις έδιναν λίγο νήμα  οι μεγαλοκυράδες, όταν της ζητούσαν να τις βοηθήσει για να ντύσουν τον αργαλειό τους με το καινούργιο στημόνι, πριν αρχίσουν να υφαίνουν. Μάζευε σχισμένες κάλτσες και κουρελάκια από τις μοδίστρες, τα  έκανε λουρίδες και ύφαινε  χαλάκια στο τελάρο της. Τα  χρησιμοποιούσε για να σκουπίζει τα πόδια της,  να κλείνει τις χαραμάδες στις πόρτες της παράγκας ,  να κάθεται στο σκαμνί της, να πατάει  πάνω στη ψάθινη καρέκλα  της, όταν ανέβαινε κρατώντας  ένα σάρωθρο, που είχε φτιάξει με αφάνες από το βουνό, για να καθαρίζει τη στέγη από τις αράχνες και τη σκόνη . Έφραζε τις χαραμάδες στο μοναδικό της παράθυρο, γιατί έμπαινε   μέσα  παγωμένος αέρας κατά τη διάρκεια του χειμώνα ,και αισθανόταν το πρωί που ξυπνούσε το κεφάλι της σαν  κατεψυγμένο. Η ζεστή παρηγοριά της ήταν μια παλιά μάλλινη κάπα του πατέρα της, που τη φορούσε και αισθανόταν ότι ζούσε και την αγκάλιαζε. Τουαλέτα δεν είχε μέσα στη παράγκα. Έξω στην αυλή υπήρχε ένα καλαμένιο αποχωρητήριο, σκεπασμένο με αλουμίνιο. Ήταν όλο κι όλο μια τρύπα στο έδαφος, που συνδεόταν με έναν πέτρινο βόθρο ,στο τέλος της αυλής. Τα μόνα που υπήρχαν μέσα στη παράγκα, ήταν ένας μικρός κτιστός νεροχύτης  συνδεδεμένος με έναν παλιό σωλήνα  , ένα   ξύλινο ερμάρι, ένα μικρό τραπέζι με μία λάμπα   επάνω ,που σπάνια άναβε τα βράδια γιατί δεν είχε χρήματα η Λετζέρω για να αγοράσει φιτίλι και πετρέλαιο, δυο ψάθινες καρέκλες του καφενείου, ο καθρέφτης που ήταν προίκα της μητέρας της, μια χαλασμένη κορνίζα με την φωτογραφία των γονιών της από τον γάμο τους ,και το κρεβάτι της.  Όμως εκείνη δεν αγανακτούσε, έπαιρνε τη  φτώχεια της στωικά,  ως δεδομένο, και πορευόταν με πίστη στον Θεό και μεγάλη υπομονή. Η ψυχή της ήταν ανάλαφρη και το πρόσωπό της γαλήνιο.

     Ήταν αυτοδίδακτη στο ράψιμο  και πολύ καλή στη πρακτική μάθηση. Μια φορά μόνο  χρειάστηκε να παρακολουθήσει μια μοδίστρα  στο χωριό ,που έμενε κοντά στη γέφυρα  της Βαλύρας, η οποία της  χάρισε   μία βελόνα ραψίματος,   λίγη άσπρη και μαύρη κλωστή, τυλιγμένη πάνω σε μια παλιά ξύλινη κουβαρίστρα,  για να την ευχαριστήσει που η Λετζέρω της μάζεψε τις καρφίτσες από το πάτωμα και τις τακτοποίησε τα ρετάλια των υφασμάτων που της περίσσευαν .Η Λετζέρω  μπάλωνε τακτικά, ιδίως   τη παλιά   κουρτίνα της στη παράγκα, που τρυπούσε συχνά και το φόρεμά της. Όταν τελείωσε η κλωστή ,στερέωσε επάνω στη κουβαρίστρα τέσσερα καρφάκια, δανείστηκε λίγο μαλλί από μια μαθήτρια του Δημοτικού σχολείου, κόρη μιας γειτόνισσας και  έπλεξε δύο   κορδόνια, για να  δένει  τα μάλλινα τερλίκια  της ,που φορούσε μέσα από τις παλιές σχισμένες πλαστικές μπότες της,   για να προφυλάσσεται από τα φίδια το καλοκαίρι και τις λάσπες τον χειμώνα.

      Της άρεσε να μαζεύει μανουσάκια στο κάμπο ,κατά τον Φεβρουάριο  μήνα ,και να πουλάει τα   μπουκετάκια της στη πλατεία του χωριού, για μία δραχμή. Έκανε μεγάλη χαρά όταν την καλούσαν για  να δουλέψει στο μάζεμα της ντομάτας το καλοκαίρι. Το μεροκάματό της ήταν μισό καλάθι ντομάτες. Ήξερε   πώς να φτιάξει πελτέ και να τον  διατηρήσει με ελαιόλαδο στο πήλινο κιούπι της μάνας της, για όλο τον χρόνο.  Μερικές φορές, φύλαγε την αγελάδα των γειτόνων της στα κτήματα για μία κούπα γάλα, που το έβραζε και   έπινε το μισό. Με το υπόλοιπο έφτιαχνε αυγοφέτες  με  ξερό ψωμί,    βουτηγμένο σε γάλα με ζάχαρη και   χτυπημένο αυγό  ,τηγανισμένο με ελαιόλαδο, αισθανόμενη μεγάλη πληρότητα και ανακούφιση. Αυτό ήταν το γλυκό της , που απολάμβανε συνήθως μια φορά  το δίμηνο ή και παραπάνω.

     Κάποτε , ένας Βαλυραίος στην πλατεία του χωριού ήταν αναστατωμένος, γιατί δεν θυμόταν που είχε βάλει το εκατοστάρικο του. Το έψαχνε  στο πορτοφόλι του και δεν το έβρισκε. Επειδή ερχόταν πίσω του η Λετζέρω, φαντάστηκε ότι του έπεσε και του το  άρπαξε.

-Μου έπεσε το κατοστάρικο και το  σούφρωσες, της είπε κατηγορώντας την.

-Φτωχιά είμαι, όχι κλέφτρα, του απάντησε ψύχραιμα η Λετζέρω.

Εκείνος την άρπαξε από τα χέρια και της είπε:

-Ορκίσου τώρα στο Χριστό ότι δεν το πήρες.

Η Λετζέρω του απάντησε ,λες και είχε διαβάσει το Ευαγγέλιο(Ματ.5.36-37).

-Ούτε στο κεφάλι μου δεν ορκίζομαι, γιατί δεν είμαι σε θέση να κάνω μια τρίχα άσπρη ή μαύρη. Ο λόγος μου είναι ναι, όχι όχι. Τα παραπάνω είναι του διαβόλου.

Εκείνος έβαλε το χέρι   στη τσέπη του, βρήκε το εκατοστάρικο, έκανε τον σταυρό του και  απομακρύνθηκε βιαστικά , άφωνος. Η Λετζέρω ,όχι μόνο δεν έκλεβε, αλλά λυπόταν κι αυτούς που της έκαναν παζάρια  για  τα λιγοστά προϊόντα που πωλούσε και τους τα χρέωνε λιγότερο. Έκοβε τη ξερή μπουκιά της στη μέση και τη μοίραζε στα παιδάκια στη πλατεία του χωριού, όταν πεινούσαν.

   Άκρως συγκλονιστική ήταν η εμπειρία της Λετζέρως με τα υπερκόσμια,  σε προχωρημένη ηλικία. Είχε κάνει ένα τάμα υπέρ υγείας της, γιατί είχε κρυώσει άσχημα και το ξεπέρασε με τη βοήθεια του γιατρού,  και   τη μεγάλη   πίστη της.Πήγε ένα Σάββατο, την ώρα του Εσπερινού στον Άγιο Αθανάσιο, γονάτισε στον σολέα του ναού, εμπρός  στην ωραία πύλη, και παρακάλεσε τον ιερέα να την αφήσει εκεί ,γιατί   όφειλε να  εκπληρώσει γονατιστή το τάμα της. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά  , ήταν πεπεισμένη ότι ο άγγελος  είναι μέσα στο ιερό και προετοίμαζε τον εαυτόν της για να τον δει. Τότε αισθάνθηκε ότι  ο  Παράκλητος ήταν ακριβώς πίσω της, δεν τον  είδε , αλλά της μίλησε και της είπε το ακόλουθο:

   “Η Θεοτόκος έχει τρία άστρα. Ένα γιατί ήταν παρθένος πριν το τόκο , παρθένος κατά τον τόκο και μετά τον τόκο”.

Σήκωσε το κεφάλι της η Λετζέρω για να δει τα άστρα της Παναγίας στην εικόνα  εμπρός στο τέμπλο , και άνοιξε η πύλη του ουρανού. Όλος ο ιερός ναός του Αγίου Αθανασίου  ήταν μια Θεοφάνεια. Η μεσαία πύλη  είχε υψωθεί και στεκόταν ανάμεσα στη γη και τον ουρανό ,ο Ήλιος της Δικαιοσύνης έλαμπε στο θόλο του ιερού ναού  και η Αγία Τράπεζα  ήταν ένα υπερουράνιο θυσιαστήριο.  Βούρκωσαν τα μάτια της , άρχισε να τρέμει η καρδιά της και να κλαίει σπαρακτικά. Τη βοήθησε ο ιερέας, σηκώθηκε, προσπάθησε να ανοίξει το στόμα της και να μιλήσει, αλλά ήταν δεμένη η γλώσσα της. Κάθισε στο στασίδι και μετά την απόλυση της διάβασε ο  πατήρ Δημήτριος την ευχή.

      Αυτή ήταν η Λετζέρω. “Ο Σατανάς ούτε στον οφθαλμό της εστίασε, ούτε την όσφρησιν εξεθήλυνε, η αφή της δεν κατεμαλακίσθη, η γεύση της δεν κατεπόρνευσεν , ούτε με οιανδήποτε  κίνησι της σαρκός και του πνεύματος της   απηλλοτριώθη της αγαθότητος του Θεού” όπως αναφέρεται στην ευχή του Ιερού Ευχελαίου.    Διατήρησε άσβεστο το Θείον Φως  σε όλη της τη ζωή . Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται , ο Κύριος  αφαίρεσε την δοκό από τους οφθαλμούς της φτωχής Λετζέρως και  μπόρεσε να δει  το ουρανό και τη γη από τον σολέα του Αγίου Αθανασίου, εμπρός στο Άγιο Θυσιαστήριο.  Γεύτηκε τα υπερουράνια και  έφυγε με Θεία Δόξα και Τιμή απ αυτή τη ζωή.

       Ήρθε ο Χριστός στο σπίτι της  Λετζέρως, τη βρήκε ακάθαρτη, ρυπαρή, γυμνή  και την έλουσε με το Άγιο Βάπτισμα. Την άλειψε με έλαιο και αρώματα, με το Άγιο Χρίσμα, την έθρεψε με τη Θεία Κοινωνία, την έντυσε με ιμάτιο, που όμοιό του δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί. Αυτός ο Ίδιος που έγινε στολή της εκκλησίας για όλους μας  ,την πήρε από το χέρι και την ανέβασε στα ύψη για να την οδηγήσει στην Ουράνιο Βασιλεία, όπου ιερουργείται η Θεία Λειτουργία (Ιερός Χρυσόστομος, ΕΠΕ 33,388 και 5, 210).

      Ευλογημένο το χώμα  που δέχτηκε το ταλαιπωρημένο σώμα αυτής της αγίας ψυχής. Η Λετζέρω στόλισε τη  φτώχεια και την ορφάνια , με τη πίστη,  την εγκράτεια, τη ταπείνωση ,την υπομονή, τη πραότητα, τη καλοσύνη και την αγάπη της για τον Θεό και τον πλησίον  ,  σε χρόνους  δύσκολους στην αγιασμένη  Βαλύρα.

 

 

 

Ο Θεός μαζί σας!

 

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: