Αφιερωμένο στους μορφωμένους της Βαλύρας
Ο Ευθύδικος καταγόταν από ευκατάστατη
οικογένεια της Βαλύρας, με ωραία οικία, ελαιώνες, σταφιδάμπελους, αγρούς,
μπαξέδες και μεγάλους κήπους. Ο χαρισματικός
νέος, μελετούσε συστηματικά τη καθαρεύουσα, από τη παιδική του ηλικία ,και ουδέποτε δελεάστηκε,
ώστε να υποβιβάσει την εξοχότητά του, αποκαλώντας τας μαρόλας μαρούλια, τα
αβράμηλα κορόμηλα, το ωόν πέρδικος περδικάβγουλο, τη γαλή γάτα, τον εριόμυν
ποντικό, την σκολόπενδρα σαρανταποδαρούσα, τον πώλο πουλάρι, τον όνο γαϊδούρι,
τον αγριμολόγο κυνηγό, τον
θρησκειομάχο άθεο, τον ακκισμό νάζι, τον
αλατολόγο αλατιέρα, το υνί αλετροσίδερο, το ουροδοχείο αγγείο και τον αγενή
γκέκα. Αντιμετώπιζε όμως ένα σοβαρό πρόβλημα με τους κατοίκους του χωριού ,που
επέμεναν να χρησιμοποιούν την ακατονόμαστη λέξη “αγγούρι”. Κι αυτό κατέστη
αισθητό, μετά την εφηβεία του ,όταν ήταν
απόφοιτος του Σχολαρχείου και
κάθισε σε ένα από τα καφενεία του χωριού
, μετά ενός καρδιακού φίλου και συμφοιτητή του.
-Μεγάλο
“αγγούρι” η τιμή της σταφίδας, είπε ένας
αγρότης. Να το δεις ότι μια μέρα, θα μας πετάξουν στα μούτρα καμιά
αποζημίωση της δεκάρας και θα αναγκαστούμε να ξεριζώσουμε τη περιουσία μας.
Ο
Ευθύδικος, ακούγοντας την απαγορευμένη λέξη, σηκώθηκε όρθιος, ξερόβηξε και
είπε ευθαρσώς:
-Αναγνωρίζω
ότι είστε αξιόλογοι άνθρωποι, δυστυχώς
χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, δι
αυτό αναγκαίον εστιν, όπως επικοινωνείτε
εις υψηλόν επίπεδον μεθ΄ημών, διότι υποβιβάζετε τους εαυτούς σας και κυρίως
την Βαλύραν . Η απαράδεκτος λέξις σημαίνει “δυσκολία”.
Έβαλαν όλοι τα γέλια και τον χειροκρότησαν,
χτύπησαν με τις γροθιές τους τα τραπέζια και
πετάχτηκαν τα πιατελάκια του καφέ στο πάτωμα. “Είσαι πολύ μεγάλος” του
απάντησαν, τον εκνεύρισαν, ήπιε βιαστικά τον καφέ του,πλήρωσε τάχιστα, άφησε φιλοδώρημα, ευχαρίστησαν τον σερβιτόρο
και έφυγαν με τον φίλο του.
Ο
συγκεκριμένος αγρότης, που
ξεστόμισε την “απαγορευμένη λέξη”, πήγε
στο σπίτι του και το μετέφερε στη
γυναίκα του:
-
Άκου γυναίκα ,της είπε. Μη τύχει και πετύχεις τον Ευθύδικο στο
μπακάλικο ,θα πεις στον Αριστείδη να σου δώσει κι ένα κιλό δυσκολίες. Κι έτσι
έγινε, μετά από λίγο καιρό.
Πέτυχε
τον Ευθύδικο να αγοράζει κιμά στο μπακάλικο, φούντωσε που έθιξε τον άντρα της
και αφού της τύλιξε ο Αριστείδης ένα κοτόπουλο του είπε: Θέλω δυο κιλά ντομάτες
κι ένα κιλό δυσκολίες Αριστείδη μου και έδειξε τα αγγούρια.
-Αυτά
κυρία μου, δεν είναι δυσκολίες, είναι σικυοί ,απάντησε χαμογελώντας ο Ευθύδικος
.
-Και
ποια τα κάνει; ρώτησε εκείνη αναμμένη.
-Η
σικύς, απάντησε ο Ευθύδικος.
-Και
τα σύκα ποιανής παιδιά είναι; Της αγγουριάς; Δεν είσαι με τα καλά σου παιδάκι
μου. Βάλε ένα κιλό αγγούρια Αριστείδη
μου, είπε με υπερηφάνεια και απαξίωση η “αδρομαλλούσα” γυνή.
Ο
Ευθύδικος ήταν πολύ απογοητευμένος με τον άξεστο χειρισμό του λόγου, γι αυτό
απομονώθηκε
και
έκανε επιλεκτικά παρέα , μόνο με
συγκεκριμένα άτομα ,που χειρίζονταν πολύ καλά την καθαρεύουσα και ήταν γνώστες του σαβουάρ βιβρ, δηλαδή ήξεραν
τους καλούς τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς, όπως συνιστούσαν οι μεγάλοι μετρ των ανακτόρων της Ελλάδος και
της Αγγλίας. Κάποια περίοδο, άκρως απογοητευμένος, αποφάσισε να ταξιδέψει με καράβι
στην Αμερική, όχι για να ζήσει εκεί πρωτίστως, αλλά για διεύρυνση του πεδίου της αντίληψης του. Όμως,
διαπίστωσε ότι νοσταλγούσε πολύ τη πατρώα γη, γι αυτό δεν παρέμεινε
στην Αμερική, άνω του ενός έτους. Όταν επέστρεψε, του έκαναν συνοικέσιο
με την Ευτέρπη, κόρη αρίστης οικογενείας
από τη Βαλύρα, δασκάλα οικοκυρικών, εκλεπτυσμένη, ευγενέστατη και ολιγομίλητη.
Όταν συνάντησε
για πρώτη φορά την Ευτέρπη ο
Ευθύδικος ,την ερωτεύθηκε ακαριαία. Όχι τόσο για το εξωτερικό της κάλος,
αντικειμενικά ήταν πολύ όμορφη, όσο για τον χειρισμό του λόγου της και την
τήρηση του πρωτοκόλλου με τους καλεσμένους της. Θαύμασε στο δείπνο πώς έστρωσε τη πετσέτα στα πόδια της,
πώς έκοψε μία φετούλα με τυράκι, την τοποθέτησε πάνω σε μία μπουκίτσα από ψωμί
και την έφερε διακριτικά στο στόμα της, πώς κράτησε το σπαράγγι με το αριστερό
της χέρι και με ένα μαχαιράκι έκοψε το
κεφάλι του ,μαγεύτηκε με τον τρόπο που έτρωγε, παρακολουθώντας την
οικοδέσποινα, τη μητέρα της, μασώντας με κλειστό το στόμα και άλλα πολλά. Μετά
το δείπνο, καθώς μοιράζονταν τις
εμπειρίες τους , καθισμένοι οι δυο τους στον καναπέ, με θέμα “εις τας
εξοχάς”, του είπε η Ευτέρπη αυτό που την είχε προετοιμάσει ο δάσκαλος του
χωριού να του πει, ο οποίος ήταν φίλος
του πατέρα της:
-Εις
μοσχόμυς (ποντικός) ήτο νεκρός ,κάτωθεν
της ελαίας ,μετά πολλών μυρμηγκίων.
Εταράχθη η καρδία μου και εμνήσθην παρομοίου γεγονότος κατά την παιδικήν
μου ηλικίαν.
-Άφωνος,
εμβρόντητος και πυριφλεγής δεσποινίς ,της
απάντησε ο Ευθύδικος, και
ασπάστηκε τη χείρα της, ενώ παράλληλα της διηγήθηκε μία δική του ιστορία ,για
να της δείξει πόσο προκομμένος και
ανωτέρας μορφώσεως ήταν.
Εδιέβην
εις τον αγρόν μου ίνα περισυλλέξω
γεώμηλα (πατάτες) προς βρώσιν. Εις γεωργός κατεδυνάστευεν τον πτωχόν βουν του ίνα αρώσει
τον αγρόν του.
-Εαν
ο βους εγνώριζεν την δύναμιν αυτού ουδέποτε θα ετίθετο υπό του ζυγού, είπον.
Ουδέν
αντελήφθη η σύζυγος του γεωργού και
ηρώτησε:
-Τι
λέει αυτός ;
Όταν
της εξήγησε ο σύζυγός της περί τίνος
επρόκειτο, εστράφη προς εμέ λέγουσα:
-Συνέχισε
να τα λες έτσι, να μη σε καταλάβει ποτέ το βόϊδι και έχουμε πρόβλημα!
Η
Ευτέρπη χαμογέλασε διακριτικά , του προσέφερε ,εκτός πρωτοκόλλου, σοκολατάκι με
άγριο βύσσινο για να τον γλυκάνει, μέσα στη φοντανιέρα της μητέρας της, κι
εκείνος το “εδέχθη” με λεπτότητα και κομψότητα διανοουμένου αριστοκράτη.
Τέλος,
αποχώρησε περιχαρής , μετά υποκλίσεων
προς την οικοδέσποινα και την θυγατέρα αυτής, και τον ανάλογο χαιρετισμό προς
τους καλεσμένους. Την επόμενη ημέρα ανακοίνωσε γραπτώς τη
θετική του απάντηση, στέλνοντας μία περιποιημένη ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα
,όσα και τα χρόνια της Ευτέρπης και μία δεύτερη με σομόν τριαντάφυλλα προς την οικοδέσποινα,
παραγγελία από κεντρικό ανθοπωλείο της Καλαμάτας.
Μετά τον γάμο, το πρόβλημα της συζύγου του κατέστη εμφανές , διότι
αποκαλύφθηκε ότι προετοίμαζε , κρατούσε σημειώσεις και απομνημόνευε λέξεις και φράσεις που
χρησιμοποιούσε εκείνος, για να τον διατηρεί
ενθουσιασμένο και ερωτευμένο, αλλά δεν μπορούσε πλέον να κρυφτεί. Όμως, ήδη την αγαπούσε πολύ και με
τη προοπτική ότι αυτός θα είναι πλέον ο δάσκαλός της και εκείνη η μαθήτρια του,
δέχτηκε να τη διδάξει συστηματικά. Τη
πρώτη χρονιά της ζήτησε να απομνημονεύσει ένα βιβλίο καλής συμπεριφοράς
και να
θυμάται τις λέξεις που χρησιμοποιούσε εκείνος, αλλά να μην τον διακόπτει για να της εξηγήσει , όταν της
απευθύνει τον λόγο, διότι αυτό τον
εκνεύριζε και μείωνε εντός του την υψηλή εικόνα που έτρεφε για εκείνη. Της πρότεινε να
χρησιμοποιεί το αρχαίο λεξικό και το λεξικό της καθαρεύουσας, που είχε από το
Σχολαρχείο, αν δεν καταλαβαίνει κάτι, όταν αυτός δεν είναι παρών. Η πρώτη χρονιά πέρασε με χμ!χμ! ναι! ναι!Κατά
το δεύτερο έτος, άκουσε ο Ευθύδικος τα εξ αμάξης, στη καθαρεύουσα και στην
αρχαϊζουσα.
Μια
μέρα ,τσακώθηκαν άσχημα μεταξύ τους.
Η
Ευτέρπη ήθελε να μάθει ποιος μήνας ήταν καλός για να βάλει τη κλώσα που της χάρισε η θεία της για να
κλωσήσει αυγά.
-Ποίος μην
καλός εστιν ; ρώτησε τον Ευθύδικο.
-Αυγούστου
και Ιανουαρίου Πανσέληνοι καλαί εισί, (καλές είναι), απάντησε εκείνος.
Η Ευτέρπη, η οποία δεν είχε εμπειρία , παρασύρθηκε και άφησε τα αυγά στη φωλιά κατά
τη λάθος ημέρα του Αυγούστου,
με αποτέλεσμα να μην παραχθούν κοτόπουλα και να
χάσουν την εμπιστοσύνη μεταξύ
τους, μετά τη πρώτη τους αποτυχία.
-Την
όμορφη φιλούν οι αετοί και την άσχημη όποιος βρει ,της απάντησε εκνευρισμένος ο
Ευθύδικος ,όταν είδε τα χαλασμένα αυγά.
-Το
της αγάπης βότανον ολίγοι τόποι βλαστάνουν ,του απάντησε η Ευτέρπη.
-Κατάλαβα!
Ουδέν πίπτει εντός του στόματος κεκοιμημένης αλώπεκος,(κοιμισμένης αλεπούς),
είπε εκείνος ειρωνευόμενος.
-Ύδωρ
άνευ κινήσεως ρυπαρόν εστίν (βρώμικο είναι), του απάντησε η Ευτέρπη.
Κι
όταν είδε ότι δεν μπορούσε πλέον να τα βγάλει πέρα μαζί της, την κατέστησε
έγκυο και απέκτησαν τον μοναχογιό τους Ιωάννη.
Το παιδί ήταν ευφυέστατο και φιλόδοξο ως
προς τη μάθηση, από τη βρεφική του ηλικία. Έτρωγε το βρασμένο αβγό
του, ρίχνοντας μέσα μικρές μπουκίτσες, τις οποίες έφερε με το κουταλάκι
στο στόμα του και θυμόταν στο τέλος να σπάσει το τσόφλι και να σκουπιστεί από
τα δύο του χρόνια. Είχε όμως ένα πρόβλημα, μέχρι να τελειώσει τη πρώτη
Δημοτικού. Έλεγε το άλογο ο άλογος
νους, τον πετεινό το κότος, το φρύδι το
φρούδον και το σπίτι που ήταν χτισμένο με πέτρες , χωρίς μπετόν, Αμπεταλών.
Μόλις άκουσε κάποτε τον πατέρα του που είπε βοηθήστε την έγκυον, απάντησε
δυνατά ,έγγιον εύκηλον. Βέβαια,
μεγαλώνοντας ο Ιωάννης, υιοθέτησε τη γλώσσα της εποχής του.
Μετά από κάποια χρόνια, ο Ευθύδικος είχε
πρόβλημα με μία τολμηρή γίδα στο χωριό,
που τρύπωνε κάτω από τον φράχτη και του έτρωγε τα μαρούλια στον αγρό του.
Πήγε
στη πλατεία της Βαλύρας για να το
ανακοινώσει και να καταστήσει σαφές ότι την επόμενη φορά που θα επαναληφθεί το
γεγονός, ο κάτοχος της γίδας θα πληρώσει
200 δραχμές το μαρούλι.
Τους
μάζεψε όλους στο καφενείο και είπε:
-Μία
αίξ(γίδα) έφαγε τας μαρόλας (τα μαρούλια) 200 δραχμάς εκάστη.
Από
τότε του έμεινε το παρατσούκλι “Δραχμάς”.
Επειδή
ήταν μικρόσωμος και σωματικά αδύνατος,
είχε δυσκολία να φροντίσει μόνος του τους αγρούς του. Συνήθως ,έψαχνε και
έβρισκε εργάτες στη πλατεία του χωριού και έκλεινε συμφωνία σε μία συμφέρουσα
τιμή.
-Τι
κοστίζει να μου αρώσης τον αγρό; ρώτησε
κάποτε έναν αγρότη.
Εκείνος
τον κοίταξε καλά και του έδωσε
μεγαλύτερη τιμή από αυτή που
ανέμενε ο Ευθύδικος. Τότε, εκείνος θύμωσε και του είπε:
-Άπελθεν
να διαβώ .
Ένα
καλοκαιρινό δειλινό, όταν κόντευε ο
Ιωάννης να τελειώσει το σχολείο, καθόταν το ζευγάρι με τον γιο τους στο
μπαλκόνι του σπιτιού. Ο Ευθύδικος είχε γυρίσει από τα χωράφια κατατρομαγμένος
και είπε:
-Εδιέβην
εις τον αγρόν ίνα περισυλλέξω χόρτα και ακούω αίφνης φριτσ από εδώ, φρίτσ από
εκεί. Δεν ήτο όφις, ήτο μία σαύρα και προσεπάθη να με κατασπαράξη. Τότε λακτίζω
αυτήν εις την κεφαλήν και πίπτει κάτω νεκρά.
Ο
Ιωάννης τελείωνε το Γυμνάσιο, σημερινό Λύκειο, και έγραφε διαγωνίσματα. Είχε μία βίτσα από λυγαριά και
τη χτυπούσε δυνατά, πάνω στις πέτρες του τοίχου για εκτόνωση.
-Ιωάννη,
δεν είναι επιτρεπτό, διότι συμπεριφέρεσαι με βάναυσο τρόπον , παρατήρησε ο
πατέρας του.
-Λακτίζω
εις την κεφαλήν την Λυδίαν λίθον πάτερ,
απάντησε ο Ιωάννης , αλλά δεν κρατήθηκε από τα νεύρα του και συνέχισε στη
καθομιλουμένη: Γιατί από μία βλακεία μου , ρε γαμώτο ,δεν έλυσα σωστά τη
τελευταία άσκηση στα μαθηματικά! Ο Ευθύδικος, δεν πίστευε στα “ώτα” του με αυτά που άκουσε. Πόνεσε η καρδιά του και έγειρε στη καρέκλα, σχεδόν λιπόθυμος. Όχι
βέβαια για την ατυχία του Ιωάννη στα μαθηματικά, αλλά για τον χειρισμό του
λόγου τού μοναδικού του γιου, που τόσα χρόνια
τον ανέτρεφε βασιλικά.
-Θέλεις
να σκοτώσεις τον πατέρα σου; είπε η Ευτέρπη κλαίγοντας. Αφού μετέφεραν τον Ευθύδικο στο κρεβάτι του, και του έδωσαν κρύο νερό, ο Ιωάννης
γονάτισε και του ζήτησε κατατρομαγμένος συγνώμη. Ευτυχώς ,τον συγχώρησε
και δεν επαναλήφθηκε μπροστά του παρόμοιο περιστατικό, όσο ζούσε ο Ευθύδικος. Ο Ιωάννης πλέον, τα έλεγε για
εκτόνωση μόνο στους στενούς φίλους του!
Μία γειτονοπούλα ,που της άρεσε ο Ιωάννης,
συμβουλευόταν συχνά τον κύριο Ευθύδικο, όταν ετοίμαζε τις σχολικές εργασίες
της, στο μάθημα των νεοελληνικών.
Ο
Ευθύδικος, πολλές φορές ,αντί για άριστον έλεγε λώστον. Εκείνη, στην αρχή δεν
καταλάβαινε τι της έλεγε, γιατί η λέξη ακουγόταν σαν λιώσε τον και νόμιζε μήπως είναι κανένα
υπονοούμενο για τον Ιωάννη. Μετά από
καιρό το αντιλήφθηκε ,όταν της έφερε το εξής παράδειγμα:
“Λώστον
δε το ζην άνοσον” ( άριστο είναι να ζούμε υγιείς) του Ιπποκράτη.
Με την υγεία του είχε διάφορα μικροπροβλήματα
ο Ευθύδικος. Παρουσίαζε σε άτακτα χρονικά διαστήματα, μεγάλη ευαισθησία στη κοιλιακή περιοχή . Η Ευτέρπη , ένα βράδυ Σαββάτου, του ζήτησε να γράψει ένα
σύντομο κείμενο υπέρ υγείας του για να το πάει το πρωί στην εκκλησία ,και ο
Ευθύδικος έγραψε το ακόλουθο:
“Αιτώ
υγείαν πρώτον, ειτ΄οφείλειν μηδενί”(επιθυμώ υγείαν πρώτον και μετά να μην
οφείλω τίποτα σε κανέναν άνθρωπο).
Κάποτε, τους είχε καλέσει μία φιλική
οικογένεια σε τραπέζι ,σε ένα γειτονικό χωριό. Εκείνη την ημέρα ο Ευθύδικος
ήταν αδιάθετος και δεν έτρωγε ιδιαίτερα.
-Γιατί
δεν τρώτε ;τον ρώτησε η οικοδέσποινα.
-Ακορίη
τροφής, απάντησε εκείνος.
Η
οικοδέσποινα έσφιξε τα χείλη της και τράβηξε τον άντρα της στη κουζίνα.
-Εξήγησε
του , είπε, ότι οι κοριοί κάτω από τα
στρώματα κρύβονται όχι μέσα στο φαγητό. Αυτό που βλέπει είναι τσιγαρισμένο
δεντρολίβανο .
Ο
Ευθύδικος, που είχε μάτια αετού ,κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει και τους το ανέλυσε, όταν επέστρεψαν στο τραπέζι:
-Ακορίη
τροφής υγιείη (η αποφυγή της πολυφαγίας ισοδυναμεί με υγείαν) το είπε ο
Ιπποκράτης, τους είπε χαμογελώντας.
-Τώρα
το είπατε σωστά, παρατήρησε η οικοδέσποινα και να προσέχετε, γιατί λέει η Αγία Γραφή ότι ο Κύριος θα εξολοθρεύσει τη
γλώσσα μεγαλορρήμονα!
Η Ευτέρπη
κρατούσε μέσα στη τσάντα της ένα μικρό φτυαράκι για να ρίχνει ο Ευθύδικος το
αλάτι από την αλατιέρα, όταν πήγαιναν επίσκεψη και δεν το παρείχε στο τραπέζι η οικοδέσποινα,
διαφορετικά έτρωγε τα φαγητά ανάλατα. Εκείνη τη μέρα, ούτε αυτό τόλμησε να χρησιμοποιήσει κρυφά, γιατί η οικοδέσποινα
τον κοιτούσε επίμονα.
Προς τα γεράματα , κουράζονταν ιδιαίτερα
τα πόδια της Ευτέρπης από την ορθοστασία.
Ένα
βράδυ, που κάθονταν οι δυο τους μόνοι
στον καναπέ , είπε ο Ευθύδικος ,σαν νέος Ισοκράτης:
-Οιστέον
ημίν τους πόνους φέρειν.
Η
Ευτέρπη ήταν σίγουρη ότι άκουσε ότι τα
οστά τού φέρνουν πόνο. Σηκώθηκε, πήγε
στη κουζίνα , πήρε μια χούφτα χαμομήλι, το τσιγάρισε ελαφρά με ελαιόλαδο στο
τηγάνι, το σούρωσε, το έβαλε μέσα με μία κούπα από πορσελάνη και πήγε κοντά
του. Έγειρε πίσω του ,
και άρχισε σιγά-σιγά να του σηκώνει τη
φανέλα για να τον τρίψει.
-Άπελθε,
ουδέν αντελήφθης, της είπε
εκνευρισμένος ο Ευθύδικος.
Εκείνη δεν
αντέδρασε για να μην μαραθεί το ερωτικό πάθος. Όμως, την επόμενη ημέρα
συμβουλεύτηκε τον οικογενειακό φίλο
της, τον δάσκαλο του χωριού, που της εξήγησε ότι σημαίνει “πρέπει να μάθουμε να
υπομένουμε τους πόνους μας.
Ένα καλοκαίρι ,έτρωγε ο Ευθύδικος κάθε
μεσημέρι μία δροσερή αγγουροσαλάτα με λαδόξιδο , αλάτι και ρίγανη. Μετά από
δέκα μέρες, άρχισε να παρουσιάζει ακράτεια. Συμβουλεύτηκε έναν γιατρό , που
του εξήγησε ότι δεν φταίει η
σαλάτα , αλλά ας την αποφεύγει σε τόσο
συχνή βάση, και του έδωσε αγωγή. Όμως, το πρόβλημα δεν υποχωρούσε, είχε
καταναλώσει όλες τις πάνες της Ευτέρπης, γι αυτό ζήτησε τη βοήθεια του Θεού. Με τη πρώτη
ευκαιρία που συνάντησε τον ιερέα του χωριού στον φούρνο, του είπε:
-Αιδεσιμώτατε Πατέρα
Δημήτριε , αιτώ ακρόασιν , την
επιεικήν κρίσιν και συγκατάθεσιν σας ,ίνα προσέλθω εις την ιεράν
εξομολόγησιν κατά τάς απογευματινάς ώρας του Σαββάτου, λόγω ανωτέρας βίας.
-Βεβαίως
,απάντησε ο ιερέας. Είστε καλά;
- Θα
σας απογοητεύσω. Παρουσιάζω μείζον
πρόβλημα ακρατείας και
έλασσον(μικρό) ελλείψεως εγκρατείας..
-Δια
το δεύτερον, βεβαίως να προσέλθετε, απάντησε ο ιερέας.
Μετά
την εξομολόγηση, παρέμεινε ο Ευθύδικος
στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου για λίγη ώρα, πριν τον Εσπερινό,και
κάθισαν με τον ιερέα σε δυο ξύλινες καρέκλες , έξω στην είσοδο. Συζήτησαν αυτό που του είχε πει “περί
μεγαλορρήμονος” η γνωστή του οικοδέσποινα , ενώ στη συνέχεια ανέλυσαν με τι
τρόπο επικοινωνεί με τον άνθρωπο ο Παράκλητος,
δηλαδή το Άγιο Πνεύμα.
Ο ιερέας του εξήγησε ότι ο λόγος καθίσταται
επικίνδυνος όταν συνδέεται με ανάλογη έπαρση, αλαζονεία, κενοδοξία ,
υπερηφάνεια, εγωισμό, κακία, μνησικακία, βλασφημία και τις σχετικές ενέργειες
εκ του πονηρού ,που δεν είναι αρεστές στον Πανάγαθο Θεό. Ο Λόγος του Θεού αγιάζει ,ενώ ο λόγος των
ανθρώπων αρρωσταίνει, χωρίς να το
αντιλαμβανόμαστε, όταν
εκφέρεται μετά των παθών μας. Συζήτησαν με ποιο τρόπο επικοινωνεί το Άγιο Πνεύμα με τον άνθρωπο και αν μιλάει στη καθαρεύουσα ή όχι.
-Το
Άγιον Πνεύμα λαλεί εις όλας τας γλώσσας του Κόσμου και γινώσκει
(γνωρίζει) πώς να επικοινωνήσει μεθ
ημών ,
διότι ο Θεός είναι εντός μας, εξήγησε ο σεβάσμιος ιερέας.
-
Ακριβώς! Απάντησε ο Ευθύδικος, αλλά ο
Θεός ποίον εκ των δύο λέξεων δέχεται ευχαρίστως εκ των ανθρώπων;
Παπάκη
ή πατέρα, γουστάρω ή αγαπώ, αγγαρεύω ή επιφορτίζω, αβέρτος ή ανυπόκριτος,
βλάμισσα ή αγαπητικιά, τσιμπούρι ή αιμάτακα, αγρίμι ή αίγαγρο, αγριόγατο ή
αίλουρο;
-Αν
γνωρίζεις τον ανυπόκριτο και χρησιμοποιείς τον αβέρτο, στον εαυτό σου κάνεις
κακό, εκτός και κατέρχεσαι σκοπίμως στο επίπεδο των άλλων ,προκειμένου να
διαλέξουν αυτό που είναι ευγενές και ηχητικά θεσπέσιο, ώστε να αποκτήσουν
διάκριση του Λόγου κατά Θεόν. Το Άγιο
Πνεύμα τα γνωρίζει όλα. Ο Λόγος εκπορεύεται εκ του Πατρός και είναι θείος , απάντησε ο ιερέας.
-
Αντιληπτόν, είπε ο Ευθύδικος, αλλά, εάν
λαλήσει το Άγιο Πνεύμα εις εμέ
“ακαλλιέργητος”, εις την αγιότητά σας
με ποία λέξι θα μεταδώσει το ίδιο νόημα;
-Ακαλλιέργητος,
αγεώργητος ,παρθένος ή χέρσος είναι συμβατές λέξεις. Ποία προτιμάτε
περισσότερον ; ρώτησε ο άξιος ιερέας.
-Αγεώργητος,
απάντησε ο Ευθύδικος.
-Σωστά,
απάντησε ο πατήρ Δημήτριος, αυτό ακριβώς
. Όχι ότι είναι μόνον αυτό και τίποτε άλλο ,
διότι ο Κύριος είπε να είσθε
απονήρευτοι, και αγνοί ,με καρδία μικρού
παιδιού.
- Ακηλίδωτος, άσπιλος, αμόλυντος, καθαρός.
Ποίο ηχεί καλύτερα εις τα ώτα σας;
-
Καθαρός , απάντησε ο Ευθύδικος.
-Σωστά! Άρα αντιλαμβάνεσθε εκείνο που είναι γραμμένο εντός σας.
Σκεφθείτε τώρα ένα αγνό παιδί. Τι ηχεί
καλύτερα στα αυτιά του και του μεταδίδει
τη θαλπωρή και την αγάπη. Σικυός,
αγγούρι, ή αγγουράκι;
Ακούγοντας την απαγορευμένη λέξη, ο Ευθύδικος έσκυψε το κεφάλι από τη ντροπή του.
-Μήπως
τελικά, συνέχισε ο ιερέας, εκτός του νοήματος της λέξεως έχει σημασία ο συμβολισμός, το συνδεθέν συναίσθημα, το μη εμφανές και εμφανές κίνητρο της
επικοινωνίας, η εκφορά του λόγου, η έντασις της φωνής , ο τρόπος
καθιερώσεως επαφής μετά των αισθήσεων
και άνευ αυτών ,εις ποίον απευθύνεται ο
λόγος ,και οι άπειροι παράγοντες
που συνυπάρχουν μετά του λόγου; Παραδείγματος χάριν, ο κατάλληλος λόγος και
η δόνησις αυτού είναι ένα μείζον
ζήτημα, διότι ανοίγει τας πύλας της
Θείας Βασιλείας .Σωστός είναι πάντα ο Λόγος που δεν εκφέρεται από τον άνθρωπο ή
τον διάβολο, αλλά από το Άγιον Πνεύμα, διότι
είναι θείος, όπως καθίσταται
αντιληπτό, διαβάζοντας το ιερόν Ευαγγέλιον,
τα ιερά βιβλία της θείας
Λειτουργίας και τους ψαλμούς. Καλύπτω το
πρόσωπόν μου με το Ευαγγέλιον. Δεν είμαι
πλέον ο ιερεύς, αλλά ο ίδιος ο Χριστός εγκαθίσταται επί του προσώπου μου.
Δεν ομιλώ εγώ, αλλά ο ίδιος ο Χριστός,
όταν διαβάζω το ιερόν Ευαγγέλιον.
Ο ιερεύς είναι απλώς το μέσον επικοινωνίας του Χριστού με το
εκκλησίασμα. Δεν ομιλούν οι ψάλτες όταν ψάλλουν, αλλά οι ουράνιες δυνάμεις , οι
οποίες υμνούν τον Κύριον.
Ο Ευθύδικος, ευχαρίστησε τον άξιο ιερέα του ιερού ναού του Αγίου Αθανασίου, που τον
οικοδόμησε με τη βοήθεια του Θεού, και έφυγε σιωπηλός και σκεπτόμενος.
Η
Ευτέρπη ετοίμαζε το βραδινό και τον περίμενε.
-
Παρακαλώ ,μη κόψεις αγγουράκι Ευτέρπη μου της είπε, και σχεδόν έπεσε το πιάτο από το χέρια της .Εκείνος,
διάβασε την ευχή, τεμάχισε τον άρτο και
είπε το Πάτερ Ημών για να ευλογήσει ο Κύριος
τη τροφή τους ,πριν φάνε, όπως του σύστησε ο ιερέας κατά την ιερά εξομολόγηση.
Έπρεπε να είναι σωστά και εκ βάθους καρδίας ευλογημένη η τροφή πριν τη λήψη της, για να θεραπευτεί η κοιλιά
και η ακράτεια του . Κατανόησε ο Ευθύδικος ότι τα βιβλία με τους κώδικες καλής
συμπεριφοράς από μόνα τους, χωρίς την ευλογία των τροφών, καθιστούν την “κοιλίαν” του ανθρώπου “βόθρον”. Ο Κύριος μετέτρεψε τη πέτρα εις άρτον
και τον όφιν εις ιχθύν , εντός της
γαστρός του Ευθύδικου και έκτοτε ήταν Χριστιανά τα τέλη του, καθώς και
της συζύγου του. Αφού τελείωσαν το
δείπνο τους και ενεπλήσθησαν (χόρτασαν),
ευχαρίστησαν τον Κύριο.
Το
αγγουράκι παρέμεινε σιωπηλό ,πάνω
στο τραπέζι .
-Φύλαξε
το , είναι ευλογημένο, είπε στην Ευτέρπη. Θα το φάμε στην ώρα του!
Αυτός ήταν ο Λόγιος Ευθύδικος της Βαλύρας ,που στα
γεράματά του , ως σοφός Σόλων, υποστήριξε: ‘Άρχεσθαι μαθών άρχειν
επιστήσει(όταν μάθεις να κυβερνιέσαι, θα μάθεις να κυβερνάς και τους
άλλους).Κυβερνήτης του ήταν πλέον όχι ο γήινος νους του, αλλά ο Ίδιος ο Θεός
εντός του. Ας είναι ευλογημένο το χώμα που τον αναπαύει, μαζί με την αγαπημένη
του Ευτέρπη.
Ο
Θεός μαζί σας!
Ευθυμία
Η. Κοντοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου