Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

Η ΜΑΝΝΑ ΤΟΥ ΡΑΜΜΟΓΙΑΝΝΗ

 Αφιερωμένο στου πολεμιστές Βαλυραίους ,που αγωνίστηκαν για την Ελευθερία της Ελλάδας

        Το 1805 φεύγοντας ο Κολοκοτρώνης από τη Μάνη, πέρασε από τον Άγιο Φλώρο και έφθασε στη Σκάλα Μεσσηνίας, με 80 αρματωμένους. Προσπαθούσε να διαφύγει προς τον Αετό της Τριφυλίας από τα Κοντοβούνια. Οι Τούρκοι εκείνο τον καιρό είχαν σουβλίσει στη Ράχη της Σκάλας τον φίλο του Καρακίτσο. Γι  αυτό αναγκάστηκε και ήρθε στο Τζεφερεμίνι, τη σημερινή Βαλύρα, με σκοπό να περάσει στα Δυτικά Κοντοβούνια και από εκεί στον Αετό, για να ξεφύγει από την καταδίωξη των Τούρκων και των  Τουρκόφιλων.  Η Ανδρούσα ήταν το διοικητικό κέντρο και αποτελούσε Τουρκική βάση στρατού. Κάποιοι προδότες , ειδοποίησαν στην Ανδρούσα ότι ο Κολοκοτρώνης είναι στο Τζεφερεμίνι με το ασκέρι του για να τους συλλάβουν. Όταν το έμαθε ο Κολοκοτρώνης, έστησε ενέδρα στους Τούρκους    στη σημερινή γέφυρα , που δεν υπήρχε τότε,του ποταμού Μαυροζούμενα, και έξω από τον Άγιο Βλάση.

 Στον Άγιο Βλάση συνάντησε για πρώτη φορά ο   μικρός  Ραμμόγιαννης τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ο Ραμμόγιαννης  μεγαλώνοντας ,ακολούθησε τη κλεφτουριά και έφυγε από Τούρκικο βόλι. Δεν ήταν  ληστής,ήταν καπετάνιος, όπως διαβάζουμε στο ιστορικό αρχείο του  καθ. Ιωάννη Λύρα.  Ο αδελφός του στη συνέχεια , αντιτάχθηκε στο Βαυαρικό καθεστώς, με αποτέλεσμα να αμαυρωθεί και η μνήμη του Ραμμόγιαννη. Η λαϊκή μούσα   τίμησε τον Ραμμόγγιαννη. Εκείνη  που  ιστορία ξέχασε  , αλλά την  αποθανάτισε η λαϊκή παράδοση, είναι η μάνα τους .

 









-Ε! Θεια Ραμμογιαννού, απ΄το πρωί με το αδράχτι, και το μοιρολόι δεν σήκωσες κεφάλι.

-Να σηκώσω κεφάλι; Καλύτερα ο Θεός δεν μου το έκοβε, που με άφησε ζωντανή να καταπίνω φαρμάκι;Χορτάριασαν τα λιθάρια, δεν έχω άλλα δάκρυα για να ποτίσω τη γη. Κάνω υπομονή με μαύρη  καρδιά, μέχρι να μου πάρει ο Θεός τη ψυχή, για να μη δέσω θηλιά στο λαιμό μου και πέσω στο Τάρταρο.

-Είχες γιο λεβέντη, μην τον θρηνείς. Έφυγε ελεύθερος, εμείς είμαστε στη σκλαβιά.

-Ποτέ δεν άκουσε τα λόγια της μάνας του. Αγύριστο κεφάλι, σαν τον μακαρίτη τον άντρα μου.

Μια μπουκιά σκατό ήταν όταν    συνάντησε για πρώτη και στερνή φορά τον Θοδωρή Κολοκοτρώνη στον Άγιο Βλάση. Είχε πάει να μαζέψει στο ποτάμι   βατράχια και μενίδες, κι όταν είδε τους κλέφτες από μακριά να  πλησιάζουν, πέταξε από τον τρόμο του το καλάμι και το καλάθι στο ποτάμι, ούτε τα   τσαρούχια του  δεν πρόλαβε να φορέσει. Έτρεξε ξυπόλυτος  στην εκκλησιά για να  κρυφτεί.  Πλησίασαν οι κλέφτες  και ξεπέζεψαν.  Σαν άκουσε να χλιμιντρίζουν τα άλογά τους, του κόπηκε η ανάσα. Χώθηκε μέσα στο ιερό και τυλίχτηκε στα τέσσερα. Κι αφού έδεσαν τα άλογα, στα δέντρα στον περίβολο και στα γύρω κτήματα, άνοιξε   ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης τη πόρτα της εκκλησιάς και μπήκε μέσα για να  προσκυνήσει. Ο Γιάννος νόμισε ότι θα τον σκοτώσουν και  φώναξε,  καθώς ένιωθε ότι   βγαίνει η ψυχή του:

- Ήμαρτον Παναγία μου!

Μόλις το άκουσε ο Θοδωρής.....

-Βγες έξω του είπε, δεν θα σου κάνω κακό, μη φοβάσαι. Έλα  έξω εσύ, για να μη μπω   μέσα στο ιερό εγώ, που είμαι αμαρτωλός.

Μόλις είδε τον Γιάννο ξυπόλυτο, που ήταν   κατάχλωμος από το φόβο του, έβαλε τα γέλια.

- Για έλα εδώ εσύ που είσαι   άσπρος, σαν τη λειτουργιά του παπά του ,του είπε  .  Πάμε να σου δείξω τα παλικάρια μου. Τον  άρπαξε από το χέρι και βγήκαν έξω από την εκκλησία, για να δει τους    αρματολούς και τους κλέφτες.

-Για  δείτε τι σφαχτό μας έστειλε ο Θεός, είπε    ο Κολοκοτρώνης κι εκείνοι μόλις είδαν τον Γιάννο μου που ήταν κοκαλιάρης, έβαλαν τα γέλια.

Ύστερα στράφηκε προς τον Γιώργη, το πρωτοπαλίκαρο του, και   του ζήτησε να φέρει ένα καρβέλι ψωμί.

-Γιώργη, για δώσε μου ένα καρβέλι ψωμί  ,πρόσταξε.

Εκείνος πήγε κατευθείαν στο άλογό του, άνοιξε το ταγάρι   και  επέστρεψε με ένα μεγάλο ζυμωτό ψωμί ,τυλιγμένο σε μια υφαντή πετσέτα.

Ο  Κολοκοτρώνης έστρωσε τη πετσέτα πάνω στο λιθάρι , έξω από τον Άγιο Βλάση, έβγαλε το μαχαίρι του από τη ζώνη και το έδωσε στον Γιάννο .

-Για να δω  τι σόι   λεβέντης είσαι, του είπε. Κόψε μικρές μπουκιές να φτάσει το ψωμί για όλους και πρόσεχε, γιατί το μαχαίρι είναι ακονισμένο και κόβει λαιμό. Ο Γιάννος μου σε αυτό ήταν πρώτος. Έπιανε το μάτι του πόσες μενίδες είναι κρυμμένες μέσα σε θολό νερό,  σε δυο μέτρα απόσταση. Και στα χέρια, χρυσοχέρης! Σκάλιζε το ξύλο με το μαχαίρι και μου έφτιαχνε γουδιά από τα γεννοφάσκια του.

Κι αφού έλαβαν αντίδωρο από του  παιδιού το χέρι   τα παλικάρια,   κατέφτασε μεγάλο λεφούσι με Τούρκους από  την Ανδρούσα ,που στάθηκαν απειλητικά απέναντι από το ποτάμι της Μαυροζούμενας , κάποιοι πεζοί κι αρματωμένοι και άλλοι  καβάλα στα άλογα.. Έγινε  μεγάλη μάχη, που κράτησε όλη τη νύχτα, μέχρι  την άλλη μέρα το πρωί.

-Κρύψου  Γιάννο μεσ΄στην εκκλησιά και να παρακαλάς τον Θεό να μας σώσει , του είπε ο Κολοκοτρώνης και έφυγε καβάλα στ΄ άλογό του.

Αφού απέκρουσαν τους  Τούρκους και  οπισθοχώρησαν προς το Λέζι με σημαντικές απώλειες το πρωί, πήραν οι κλέφτες το δρόμο προς  στο βουνό  , πίσω από το  Βουλκάνο,  στο πέρασμα.    Όταν τα πράγματα ησύχασαν και δεν υπήρχε έξω από τον Άγιο Βλάση ούτε ψυχή, βγήκε ο Γιάννος τρέμοντας δειλά δειλά,  κοίταξε προσεκτικά γύρω του.     Το ποτάμι ήταν γεμάτο πτώματα και σκοτωμένα άλογα, που είχαν φράξει τη ροή και   το νερό ,βαμμένο στο αίμα ,   έτρεχε προς τα ποτιστικά και τις ελιές. Βάφτηκε  η γη  κόκκινη ,μέχρι τα Αγρίλια. Ταράχτηκε  η  ψυχή του παιδιού από την οργή  του θανάτου και ήρθε τρέχοντας  στο σπίτι. Η καρδιά μου είχε σπάσει από την αγωνία, και παρακαλούσα τη Παναγία να μην τον έχουν σφάξει . Μόλις   είδα τον Γιάννο μου να ανοίγει τη πόρτα στην αυλή, δεν μπορούσα να συγκρατήσω   τα δάκρυά μου από τη χαρά. Τον αγκάλιασα και δεν τον άφηνα να φύγει με τίποτα.

-Άσε με μάνα, μου είπε. Πού είναι το καριοφίλι του  πατέρα μου; Του πρωτοπαλίκαρου του Κολοκοτρώνη έχει 24 χαρακιές, όσα και τα γράμματα του αλφάβητου. Εμένα μου είπε ο Γιώργης θα έχει τετρακόσιες, όσα και τα χρόνια της σκλαβιάς μας.

 Παρακαλούσα το Θεό να ελευθερωθούμε γρήγορα, για να μην πάει στον πόλεμο ο Γιάννος μου.    Αλλά δεν προλάβαμε να χαρούμε ,  με τρία βόλια  στη καρδιά  συνάντησε τον πατέρα του .Στη συνέχεια πέσαμε σε ποιο μεγάλο και δυσβάσταχτο ζυγό, στους αδίσταχτους Βαυαρούς και  έφυγε στα βουνά και το δεύτερο παιδί μου.   Μας βρήκανε γυμνούς και  πεινασμένους , μας δάνεισαν οι μεγάλες δυνάμεις δήθεν για να φάμε  , να ντυθούμε και να οργανώσουμε το κράτος μας. Κι αντί  γι αυτό,  φορέσαμε τα ρούχα της δουλείας και της υποτέλειας. Όταν ο  μικρός είδε ότι ελεύθεροι δεν μπορούμε ποια να είμαστε σε αυτή τη ζωή, γιατί είναι σαρκολάτρες οι  ξένοι,  πήρε το καριοφίλι κι έφυγε για τα βουνά, σε απάτητα λημέρια, για να μην βλέπει πια τον κόσμο, μέχρι που τον έπιασαν και τον φυλάκισαν στην Πύλο. Κι εγώ , μέσα στη δυστυχία μου, έχασα το άστρο της ζωής μου. 

Τι να τη κάνω τη ζωή Μαριγώ; Πες μου για ποιο λόγο να ζω ; Για να μοιρολογώ  τον Γιάννο μου ή τον μικρό που είναι φυλακισμένος;

-Κάνε υπομονή Ραμμογιαννού, που ξέρεις: Μπορεί να πάρει χάρη ο  γιος σου και να  βγει από τις φυλακές της Πύλου. Να ευχαριστείς τον Θεό που δεν τον έχουν  εκτελέσει ακόμα.

- Ο  γιος μου είναι αετός σε απάτητες πλαγιές. Θα παρακαλάει τον Θεό να πεθάνει για να γλιτώσει από τη σκλαβιά. Τι νόημα έχει η ζωή του μέσα στη φυλακή;

-Κάνε υπομονή θειά και μην απελπίζεσαι, έχει ο Θεός. Έπεσε ο ήλιος και θα γυρίσει ο άντρας μου από τ αλώνια. Πάω να βάλω το τσουκάλι για να ζεστάνω τα λόπια (άσπρα φασόλια).

Καθώς η Ραμμογιαννού   έκανε τον σταυρό της για να  βάλει μια μπουκιά στο στόμα της και να πιει μια γουλιά νερό, τόση όση χρειαζόταν για να ζήσει, άκουσε θόρυβο στην αυλή και τις γάτες να νιαουρίζουν. Βγήκε προς την πόρτα και είπε:

-Αν είσαι κλέφτης πάρε ο,τι θέλεις με την ησυχία σου και φύγε,  γιατί με ταράζεις.

Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει τη φράση της και είδε τον  γιο της μπροστά της . Τα πόδια της λύγισαν και τα μάτια της σηκώθηκαν ψηλά.

-Παιδάκι μου,  είπε και έπεσε λιπόθυμη στα χέρια του.

-Όχι μάνα, όχι τώρα της είπε εκείνος, την ακούμπησε στο κρεβάτι της και της έριξε νερό στο πρόσωπο.

Όταν συνήλθε ,της εξήγησε ότι είχε δραπετεύσει από τη φυλακή στη Πύλο και έπρεπε να ετοιμάσει το σπίτι για να μην τον βρουν. Το σπίτι τους είχε μία καταπακτή στο υπόγειο, που φύλαγαν  τα σιτηρά τους ,για να μην τους τα κατάσχουν οι  κοτζαμπάσηδες. Εκεί  έκρυβε τον γιο της, κάθε φορά που κάποιος ερχόταν για έλεγχο στο σπίτι και ποτέ δεν τον άφησε να  κυκλοφορήσει  στην αυλή.

 Οι πόρτες ήταν κλειδαμπαρωμένες ,ασφαλισμένες, με χοντρές σιδερένιες  ράβδους  .  Τα παράθυρα προς τον δρόμο ήταν κλειστά και κρέμονταν βαριές κουρτίνες.  Η ζωή τους κυλούσε με φόβο, αλλά και χαρά . Η Ραμμογιαννού ξανάνιωσε. Ήταν τόσο προσεκτική, που κανένας δεν κατάλαβε τίποτα για οκτώ ολόκληρα χρόνια. Ώσπου ένας καλοθελητής βασιλόφρονας γείτονας, κάτι υποψιάστηκε , όταν θυμήθηκε τον πατέρα του κατά τη νηπιακή του ηλικία, που  βοήθησε τον άντρα της Ραμμογιανούς να κατεβάσει το σιτάρι στην κρύπτη , στο υπόγειο του σπιτιού. Πήγε κατ΄ευθείαν και πούλησε τη πληροφορία στον ανερχόμενο δήμαρχο του Παμίσου,  που ήθελε να πάρει προαγωγή με    σπουδαία   και  αρεστά έργα από τον θρόνο.  Γι αυτό  έψαχνε   επίμονα να εντοπίσει και να  συλλάβει τον γιο της Ραμμογιαννούς, που είχε δραπετεύσει από τις φυλακές της Πύλου. Έναντι αδρής αμοιβής ,πούλησε  ο βασιλόφρονας προδότης τη πληροφορία για την καταπακτή στο σπίτι  .   Έστησε νυχτιάτικα καρτέρι ένας λόχος και το πρωί τον συνέλαβαν άοπλο, σαν τον ποντικό μέσα στη φάκα. Η Ραμμογιαννού, μην αντέχοντας ο ψυχισμός της την οδυνηρή   πραγματικότητα, έχασε την επαφή της με το περιβάλλον. Διέγραψε το εγώ της ,λόγω μεγάλης   εσωτερικής απειλής, τόσο το γεγονός της σύλληψης, όσο και ότι είχε δεύτερο παιδί.

 

Όταν πήγε η Μαριγώ για να της   διαβάσει την  ανακοίνωση, και να την ενημερώσει ότι θα γίνει δίκη στη Καλαμάτα,  δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον.

-Άκου τι λέει θεια Ραμμογιαννού δεν τον σκότωσαν, θα κάνουν δίκη.

“Στις 28 Αυγούστου το 1843, δια του ακαμάτου ζήλου του αξιότιμου δημάρχου Παμίσου κ. Παν. Δαρειώτη συνελήφθη ο αδελφός του περιβόητου ληστού Γιάννου Ράμμου, εκ Τζεφερεμίνης, φυγάς προ οκτώ ετών εκ των φυλακών της Πύλου και διευθύνθηκε εις την Εισαγγελίαν Καλαμών. Ο τοιούτος Δήμαρχος είναι άξιος της Βασιλικής Ευμενείας”.

-Ο Γιάννος μου, απάντησε, ήταν μοναχοπαίδι, δεν είχε αδελφό και τον έχασα από κακό βόλι. Τον σκότωσαν τα  παγανά  και η βαριά κατάρα.

Η Μαριγώ ανατρίχιασε και φώναξε τον γιατρό. Ήταν όμως πολύ αργά. Η Ραμμογιαννού ζούσε  μέσα σε ένα  παραλήρημα, με επιλεκτική αμνησία. Έβλεπε τον Γιάννο να κυκλοφορεί   στο σπίτι σαν να μην συνέβαινε τίποτα, να κάθεται απέναντι της στη καρέκλα και να συζητάει   μαζί της.

Ένα βράδυ, έστρωσε το τραπέζι, αγνόησε τη Μαριγώ που καθόταν δίπλα της και αναπαρήγαγε ακριβώς έναν διάλογο, που είχε κάνει στο παρελθόν με τον  δεύτερο γιο της:

-Κάθισε  γιε μου και τρώγε. Είναι κόκορας ψητός με πατάτες. Σου  έβρασα και άγρια χόρτα, που τα μάζεψε στο βουνό η Μαριγούλα.

 Φαντάστηκε ότι  κάθισε ο  γιος στη καρέκλα  και άρχισε κανονικά τη συζήτηση. 

-Δεν θέλω να φάω μάννα θα σου κάνω παρέα, τρώγε εσύ.

 Μάνα  , για  ποιο λόγο  αγωνίστηκε ο Κολοκοτρώνης;

-Αγωνίστηκε ,  απάντησε η Ραμμογιαννού, για να μπορούμε να πηγαίνουμε ελεύθερα στην εκκλησιά να κοινωνάμε, να έχουμε καλή παιδεία, να μαθαίνουν τα παιδιά μας Ελληνικά γράμματα    και  να ζούμε χωρίς να μας απομυζούν οι   κοτζαμπάσηδες, με το κεφάλι μας   σκυμμένο κάτω από το χατζάρι των Τούρκων. 

-Μόνο γι αυτά και τίποτα άλλο;

-Σαν τι άλλο παιδάκι μου;Ρώτησε η Ραμμογιαννού.

-Το κράτος μάνα δεν πρέπει να ανήκει στους Έλληνες;Να έχουμε σύνταγμα, νόμους και να κυβερνιέται από Έλληνες πολίτες;Να έχουμε μία εύρωστη οικονομία και να  μην είμαστε δούλοι των ξένων;

-Σωστά τα λες  γιε μου, αλλά αυτό είναι πολύ δύσκολο.

-Γιατί είναι δύσκολο;

-Διότι, για να έχουμε εύρωστη οικονομία, πρέπει ο Έλληνας να γίνει δούλος του κράτους. Να ξεχάσει τον εαυτό του και τον ίδιο τον Θεό μέσα του. Να εργάζεται από το πρωί μέχρι το βράδυ για να μαζεύει χρήματα για την ευημερία του τόπου.

-Σωστό είναι αυτό, αλλά όχι και να ξεχάσει τον Θεό. Να εργάζεται σκληρά για την ανάπτυξη της οικονομίας του κράτους. Δεν θεωρείς τον Έλληνα ικανό να το κάνει;

- Βεβαίως και τον θεωρώ, αλλά δεν μπορεί να το κάνει, απάντησε η Ραμμογιαννού.

-Γιατί;

Διότι ο Θεός έχει φυτέψει μέσα στο κεφάλι μας  το Άγιο Πνεύμα.  Και το Άγιο Πνεύμα   θέλει να  ζει μαζί με τον    Θεό και τον Υιό Του τον Μονογενή.  Όταν οι εκκλησιές είναι ελεύθερες και η παιδεία μας, για να μελετάμε  τα θρησκευτικά μας βιβλία στα Ελληνικά,  το Άγιο Πνεύμα χαίρεται και ο Θεός του χτίζει ένα βασιλικό παλάτι, όλο φως. Όταν ο Έλληνας τρέχει για να μαζέψει χρήματα, και να κάνει αυτό που κάνουν οι Βαυαροί, γκρεμίζεται το παλάτι, ορθώνεται μια φυλακή και  το Άγιο Πνεύμα κλείνεται μέσα στο σκοτάδι. Αυτό είναι η πραγματική σκλαβιά. Γι αυτό, ο Έλληνας δεν μπορεί να κάνει  εκείνο που κάνουν οι άλλοι, γιατί θέλει να είναι  κατά τον Θεό  και όχι κατά τους ανθρώπους ελεύθερος.

- Γιατί πολεμήσαμε το 1821 μάνα;Γιατί  σκοτώθηκε ο αδελφός μου; 

-Διότι  το Άγιο Πνεύμα ήταν τετρακόσια χρόνια κλεισμένο μέσα στο παγωμένο και σκοτεινό Τούρκικο μπουντρούμι γιε μου.

-Και τώρα δεν είναι κλεισμένο στη φυλακή των Βαυαρών ;

-Κλεισμένο σε χωμάτινη φυλακή είναι.  Οι εκκλησιές είναι ανοιχτές και τα σχολειά αυξάνονται.

-Δεν έχουμε όμως να φάμε και μας κυβερνούν οι Βαυαροί βασιλιάδες.

-Μην τους φοβάσαι αυτούς. Πάντα κάποιος θα νομίζει ότι μας κυβερνάει, γιατί του έχει ο Θεός τα  όμματα κλειστά. Δούλοι είναι για να κάνουν την άχαρη δουλειά και  νομίζουν ότι είναι  βασιλιάδες στα σαθρά τους  δώματα. Αυτοί θα φύγουν από τη ζωή με ψίχουλα στο  σκοτεινό τους καμαράκι κι εμείς με το Ευαγγέλιο στο χέρι ,σε ουράνια ανάκτορα.

-Είμαστε υποτελείς, αδύναμοι και εξευτελισμένοι μπρος στην  οικονομική τους υπεροχή μάνα.

-Μην   πιστεύεις αυτά τα πράγματα  γιε μου. Έτσι νομίζουν οι τυφλοί, γιατί τους δέρνει η μοίρα των προγόνων τους.  Αν  ξυπνήσουν οι κοιμισμένοι ,καήκαμε.  Θα μας πέσει πολλή δουλειά, και δεν θα μας μένει χρόνος για να διαβάσουμε ούτε ένα εδάφιο από την Αγία Γραφή . Θα φύγουμε αμόρφωτοι , μες το μαύρο σκοτάδι από τούτη τη ζωή.

-Δηλαδή, η Ελλάδα δεν θα είναι ποτέ οικονομικά ανεξάρτητη;

- Θα είναι, όταν θα πέσει πάνω της η κατάρα, θα ξεχάσουν  οι Έλληνες τον Θεό και τα Ελληνικά γράμματα, θα λαχταρίσουν τα  υλικά πλούτη , τη πρόσκαιρη δόξα και θα γίνουν δούλοι, όπως και οι Βαυαροί. Αλλά ο Θεός, που έχει φυτέψει  το Άγιο Πνεύμα μες τη κεφαλή μας, ποτέ δεν θα αφήσει αυτό να συμβεί. Η Ελλάδα θα είναι αιωνίως μία ψωροκώσταινα στη γη και μια βασίλισσα στον ουρανό.    Τη φτώχεια σε υλικά πλούτη   μην την φοβάσαι καθόλου. Τη διχόνοια να φοβάσαι. Γιατί όταν ο διάβολος δεν μας  αγοράζει με τα κίβδηλα αργύρια του για να μας ρίξει   στη κοπριά της κοιλιάς μας, μας βάζει και σκοτωνόμαστε μεταξύ μας,  ώστε να ξεριζώσει τον  Άγιο Πνεύμα από το κεφάλι μας.

-Όπως έβαλε τον Δαρειώτη να με συλλάβει ;

Εκείνη τη στιγμή, τη καληνύχτισε η Μαριγώ για να πάει να κοιμηθεί.

Η Ραμμογιαννού ξάπλωσε στο κρεβάτι της επαναλαμβάνοντας τη τελευταία φράση:

“Όπως έβαλε τον Δαρειώτη να συλλάβει” ;

        Σταδιακά, πέρασε εμπρός της η εικόνα της σύλληψης ,με όλες τις λεπτομέρειες και  επανήλθε η μνήμη της. Έτρεξε αλαφιασμένη κατευθείαν στο υπόγειο, βρήκε τη κρύπτη άδεια ,   στη συνέχεια πήγε νευρικά στον κήπο, έψαξε, φώναξε , αναζήτησε τον γιο της, αλλά  ήταν άφαντος. Όταν συνειδητοποίησε ότι τον συνέλαβαν, βγήκε έξω στον δρόμο και ξεσήκωσε τη γειτονιά νυχτιάτικα με τα ουρλιαχτά της. Κατέβηκε η Μαριγώ , που μόλις είχε ξαπλώσει, με ξέπλεκες τις   γκρίζες της πλεξίδες, με τη μακριά της καμποτένια νυχτικιά και τα μάλλινα τερλίκια στον δρόμο και τη βοήθησε να πάει   στο κρεβάτι της. Της εξήγησε ότι τα δυο της τα παιδιά τα έχει  ο Θεός πρωτοπαλίκαρα και  είναι πολύ καλά  κοντά του.

-Δεν πιστεύεις στον Θεό;  Τη ρώτησε η Μαριγώ.

-Πιστεύω ,είπε με λυγμούς, αλλά έφυγε η καρδιά μου από τη θέση της ,και όπως πετάει ψηλά για να φτάσει τα παιδιά, εκείνα πάνε όλο πιο ψηλά και δεν  τα προλαβαίνει.

Έμεινε τρεις μέρες άφαγη, μόνο με νερό,   και τη Κυριακή κοινώνησε.

Όταν επέστρεψε στο σπίτι της  από την εκκλησία, δεν  έβαλε μπουκιά στο στόμα της.

Έζησε με το νερό για δέκα συνεχείς ημέρες. Κατά τη  δέκατη  μέρα άρχισε να τα βλέπει όλα θολά γύρω της και να τρέμει. Έστρωσε  τα νυφιάτικα σεντόνια στο κρεβάτι της ,ντύθηκε με τη καλή της φορεσιά, έκανε τρεις φορές τον σταυρό της , είπε  το Πάτερ Ημών , σταύρωσε τα χέρια της και  βυθίστηκε σε έναν λήθαργο .Το επόμενο πρωί είχε  ταξιδέψει κοντά στους γιούς της, από ανακοπή καρδιάς.

      Λένε ,ότι εκεί στου Άγιο Βλάση τα χαλάσματα,  περνάει ανήμερα  της γιορτής του Αγίου ο στρατηγός Θοδωρής Κολοκοτρώνης στο άλογο καβάλα, κατεβαίνει και προσκυνά  στην εκκλησιά .  Χαιρετά τον Γιάννο ,που  κόβει ψωμί πάνω στο λιθάρι, για να  κατέβει να φάει ο αδελφός του ,που  είναι αετός  .Η καρδιά του Γιάννου αιμορραγεί από τα βόλια, αλλά δεν την βλέπει. Η μάνα τους  είναι μια γέρικη ελιά. Όταν δει τον Γιάννο μες τα αίματα κλαίει, γέρνει τα φύλλα της και προσκυνά τον Θεό τραγουδώντας λυπητερά:

 

 Εδώ παιδιά που σμίξαμε, τα τρία καπετανάτα

πρέπει και να χωρίσουμε, μπουλούκια να γεννούμε.

Άλλοι να πάνε στα νησιά και άλλοι στη Μέσα Μάνη,

όσο να φυγ΄ η Παγανιά και η βαριά κατάρα.

Ο Γιάννης πάει στης Αιμυαλούς κι ο Γιώργης πάει στη Πιάνα

κι ο Γιάννης ο Ραμμόγιαννης στα Ρικωτά πηγαίνει.

Βάνει δυο βίγλες και τηράν, δυο βίγλες κι αγναντεύουν.

Η πάνω βίγλα μίλησε και η κάτω απενοήθη;

-Γιάννη, δυο Τούρκοι έρχονται και οι δυο καβαλαραίοι!

Τρεις ντουφεκιές του ρίξανε.....

 

      Χορτάριασαν τα χαλάσματα του Άγιου Βλάση δυο αιώνες τώρα από τα δάκρυα της Ραμμογιαννούς, κι εμείς βυθισμένοι στη λήθη του χρόνου, δεν ανορθώσαμε τα Άγια .Της μνημοσύνης το νερό έλεγε  η ψυχή του μυημένου αρχαίου Έλληνα δώστε μου και όχι της λήθης, γιατί είμαι υιός της γης και του αστερόεντος ουρανού.

 

Ο Θεός μαζί σας!

 

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: