Αφιερωμένο σε όλα τα μουλάρια που υπηρέτησαν στη Βαλύρα
Στη Βαλύρα, πριν τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και τρεις δεκαετίες μετά , οι νέοι του χωριού ονειρεύονταν αυτοκίνητα, οι μεγαλύτεροι όμως στηρίζονταν παραδοσιακά στα κάρα με τα άλογα , στα γαϊδούρια και στα εργατικά μουλάρια τους. Ιδίως για τη μεταφορά στο Μοναστήρι του Βουλκάνου στην Ιθώμη , όπου ο δρόμος δεν ήταν κατάλληλος για μηχανικά μέσα μεταφοράς και σε ορισμένα σημεία ήταν γεμάτος πέτρες και ψηλά χορτάρια, το μουλάρι ήταν η ιδανική λύση .Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον είναι το μουλάρι του Κώστα Σκαμπίλη , το οποίο γεννήθηκε λιγότερο από δέκα χρόνια ,πριν το 1940.
Ο Κώστας Σκαμπίλης ήταν ένας πράος, μετρίου αναστήματος γεωργός , πολύ συμπαθής σε όλους τους κατοίκους του χωριού ,γιατί ήταν έντιμος και εργατικός, παράλληλα όμως ήταν ο “υποτακτικός “ της δυναμικής γυναίκας του Μαρίας, που έκλεινε μέσα της δέκα στρατηγούς και πενήντα αφέντες, με τη σημαία σε έπαρση. Επειδή ο Κώστας δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει εύκολα οικονομικά ως οικογενειάρχης και άκουγε συχνά τα σχολιανά του, εκτός από τη καλλιέργεια των κτημάτων, την κατασκευή σαρωματίνων (σκούπες με αφάνες) εργαζόταν και ως μεταφορέας επισκεπτών στη Μονή του Βουλκάνου , με το προπολεμικό μουλάρι του , όπως και με εκείνα που απέκτησε σταδιακά μετά τον πόλεμο, μέχρι το σωτήριον έτος 1970.
Όταν η Μαρία γέννησε τον γιο της Βασίλη και σαράντισε, πήγε για να την ευλογήσει ο παπάς στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου. Επιστρέφοντας, ο Βασίλης είχε επάνω στο ρουχαλάκι του πολλά δεκάρικα, γιατί τέτοιο όμορφο βρέφος δεν είχαν ξαναδεί στο χωριό, και όσοι το έβλεπαν στη διαδρομή το ασήμωναν. Πίσω στον στάβλο του σπιτιού υπήρχε μία νεαρή φοράδα, που συνήθως τη χρησιμοποιούσαν στα κτήματα για τα οργώματα και τις μεταφορές. Όταν πήγε η Μαρία να ταϊσει φοράδα τους ,που την έλεγαν Κοπέλα, της έδειξε το μωρό λέγοντάς :
-Κοπέλα μου, Κοπέλα μου. Κοίτα τι όμορφο παιδί μας έδωσε ο Θεός.
Γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να το είχε συλλάβει η Μαρία με τον καχεκτικό της άνδρα! Η δε φοράδα μύρισε το βρέφος, χάρηκε και χλιμίντρισε. Κι εκεί που πίστευε ότι η Μαρία θα της άφηνε το παιδί στο στάβλο για να το φροντίσει εκείνη , την εγκατέλειψε άσπλαχνα και μπήκε στο σπίτι για να θηλάσει τον Βασίλη.
Η Κοπέλα έπεσε σε κατάθλιψη και μόνο νερό έπινε για τρεις μέρες, έτσι που πίστεψαν όλοι ότι ήταν βαριά άρρωστη. Έκοβε βόλτες στη μάντρα και κοιτούσε δίπλα τον νεαρό γάιδαρο της Αλέξως, η οποία ήταν νύφη της Μαρίας ,γιατί είχε παντρευτεί τον αδελφό της Κωνσταντίνο και τη φώναζαν με το παρανόμι της Κοντούλα. Το τέταρτο πρωί ,η Κοπέλα δεν βρέθηκε στον στάβλο και η πόρτα ήταν μισοκατεβασμένη. Τα γκρέμισε όλα , γιατί την έπνιγε το δίκιο της.
-Εμένα ,παρθένα κοπέλα ,μόνο ως εργαζόμενη αγρότισσα θα με έχετε και σεις θα χαιρόσαστε τα παιδιά σας; Σκέφτηκε η όμορφη φοράδα πάνω στη βράση της νιότης της. Πήδηξε τη νύχτα τη μάντρα και κοιμήθηκε με τον γάϊδαρο της Κοντούλας, για να τεκνοποιήσει!
Γεννήθηκε ένα μουλάρι, που άλλο όμοιό του δεν υπήρχε στο χωριό. Είχε κεφάλι και σώμα αλόγου με πόδια γαϊδάρου. Ήταν υπομονετικό και επίμονο σαν τον γάιδαρο και δυνατό , με πείσμα ,σαν το άλογο . Η δε μητέρα του ήταν πανευτυχής, ζούσαν μαζί στο στάβλο και εργαζόντουσαν σκληρά για να μην φωνάζει η Μαρία στον καημένο τον Κώστα, όταν τα φράγκα δεν έρχονταν στο σπίτι στην ώρα τους.
Το μουλάρι έδωσε μεγάλη χαρά στο χαμηλών τόνων αφεντικό του, με μικρές εξαιρέσεις, γιατί ήταν λιγάκι φοβιτσιάρικο. Όταν έβλεπε σαύρες, χελώνες και φίδια γκρέμιζε το φορτίο από τη πλάτη του και γονάτιζε τα μπροστινά του πόδια ,προέβαλε αντίσταση στο χώμα, γιατί φοβόταν ότι θα το δαγκώσουν. Μια φορά, σε ηλικία ενός έτους , είχε ξαπλώσει στο κτήμα και ήταν ήρεμο. Ξαφνικά πέταξε ξυστά στο αριστερό του αυτί μία γκουστέρνα (σαύρα) , εκείνο αμέσως σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει σαν τρελό , κλωτσώντας ανεξέλεγκτα ό,τι έβρισκε μπροστά του, γιατί είχε αφηνιάσει από τον φόβο του. Κανένας δεν μπόρεσε να το ηρεμήσει ,μόνο η ίδια η Κοπέλα, η μάνα του. Όσο όμως περνούσε ο καιρός , εκπαιδεύτηκε και ουδέποτε κλώτσησε άνθρωπο.
Έναν Αύγουστο, μετά τον τρύγο της σταφίδας, ήρθε για επίσκεψη στο σπίτι τους η Γιαννούλα, η αδελφή της Μαρίας, που ήταν παντρεμένη στο Λέζι (Λάμπαινα ) και έπιασε συζήτηση με τον Κώστα για το μουλάρι.
-Δεν μπορώ να το πιστέψω πώς η Κοπέλα πήδηξε τη μάντρα και πήγε με τον γάιδαρο της Αλέξως!
-Όταν κάνει ο γάϊδαρος αμ΄πού, αμ΄πού, γιατί του βάζει ο διάβολος την ιδέα να ψάξει για γαϊδούρα και δεν βρίσκει ,τι του απαντάει η φοράδα Γιαννούλα μου;
-Χμ! Χμ! Απάντησε η Γιαννούλα γελώντας.
-Έλα γρήγορα να το μαζέψεις, φώναξε η Μαρία.
Έτρεξαν και οι δύο για να δουν τι συνέβη. Η Μαρία είχε ακουμπήσει πάνω σε μία σανίδα στον κήπο τρία μεγάλα καρπούζια για να τα πλύνει, που ήταν γεμάτα χώματα. Όταν είδε το μουλάρι ότι τους έριχνε μπόλικα νερά και κυλούσε το νερό στο μικρό αυλάκι στον κήπο, πήγε και ούρησε μέσα στο αυλάκι, ακριβώς δίπλα στα καρπούζια, μόλις εκείνη απομακρύνθηκε για να κάνει άλλες δουλειές .
-Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Σαν και σένα απρόσεκτο είναι, επέπληξε τον Κώστα η ασυγκράτητη γυνή.
Τι να κάνει ο άνθρωπος; Έδωσε τόπο στην οργή και για να μην δείρει η Μαρία το μουλάρι πάνω νεύρα της, το πήγαν με την καλοσυνάτη Γιαννούλα στο κτήμα για να το ταϊσουν τρυφερές κληματόβεργες ,να μαζέψουν με τα κοφίνια σταφύλια για φάγωμα,που είχαν απομείνει από τον τρύγο της σταφίδας γιατί ήταν άγουρα , επίσης να ελέγξουν πώς πάει τη σταφίδα στο αλώνι. Συχνά ,όταν θύμωνε η Μαρία, πήγαινε ο Κώστας με το μουλάρι στο βουνό και μάζευε με δύο κόφες αφάνες. Τις έδενε πάνω σε ξύλινα κοντάρια και τις πατούσε ανάμεσα σε δύο πλάκες, για να καθίσει η αφάνα. Έφτιαχνε ωραίες σαρωματίνες ( σκούπες) για τα αλώνια, τις σταφίδες , τις αυλές και όχι μόνο.
Ένα καλοκαίρι, το μουλάρι ,που ήταν άριστος επαγγελματίας στις μεταφορές από τη Βαλύρα στη Μονή του Βουλκάνου, χρειάστηκε να ανεβάσει έναν παπά στο Μοναστήρι. Ο ιερέας ζούσε στην Αμερική και κατέβηκε στο χωριό με το τραίνο από την Αθήνα. Αφού ξαπόστασε και γευμάτισε στη πλατεία , ζήτησε να τον μεταφέρουν στη Μονή του Βουλκάνου. Αμέσως ειδοποίησαν τα παιδιά τον Σκαμπίλη , ο οποίος έκανε εκείνη την περίοδο μεταφορές, μέρα παρά μέρα , στο Μοναστήρι. Αφού είδε ο ιερέας το μουλάρι και του άρεσε, η Μαρία έστρωσε ένα κεντημένο υφαντό κιλίμι πάνω στο σαμάρι, ανέβηκε ο παππάς και ξεκίνησαν με τον Σκαμπίλη να τραβάει μπροστά, κατευθύνοντας τη πορεία. Μόλις πέρασαν τη γέφυρα της Μαυροζούμενας και έφτασαν στο ξωκκλήσι της Παναϊτσας, κατέβηκε ο ιερέας και προσκύνησαν. Κάθισαν για λίγο πάνω σε δύο πέτρες, ήπιαν δροσερό νερό και συζήτησαν.
-Κυρ Κώστα, λιγάκι αγχωμένο σε βλέπω. Σου συμβαίνει κάτι; Ρώτησε ο ιερέας.
-Όχι παπά μου, αλλά για να είμαι ειλικρινής μαζί σου, έχω μεγάλο βάσανο στο σπίτι μου με τη γυναίκα μου. Ενώ είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος , είναι πολύ νευρική και ανυπόμονη . Έτσι και τη πιάσουν τα νεύρα της ανάβουν οι γιαλοί και καίγονται τα ψάρια. Λέγει η παροιμία “αγάπαγε η Μάρω το χορό και ηύρε άντρα χορευτή”. Εγώ που αγαπούσα την ησυχία μού λες πώς βρήκα τη Μαρία που ήταν μουλωχτή στην αρχή και μετά τη γέννα του παιδιού εκδηλώθηκε;
-Δεν ευθύνεται μόνο η Μαρία, αλλά κι εσύ πρέπει να κοιτάξεις πώς να την βοηθήσεις για να είναι ήρεμη, να αγχώνεται λιγότερο. Πηγαίνετε στην εκκλησία, κοινωνάτε; Ρώτησε ο ιερέας.
-Η Μαρία πηγαίνει πιο τακτικά από μένα.
-Τι της λέει ο ιερέας στην εξομολόγηση;
-Σωστά της τα λέει, κρατιέται ήρεμη για τρεις μέρες και μετά πάλι τα ίδια. Είναι έτσι ο χαρακτήρας της.
-Την αγαπάς τη γυναίκα σου;
-Αλλοίμονο να μην την αγάπαγα. Είναι άριστη νοικοκυρά και καλή μάνα.
-Εκείνη σε αγαπάει;
-Βέβαια και με αγαπάει, μετά συγχωρήσεως , είναι πολύ θερμή όταν έχει τα κέφια της!Δεν το έχετε ακούσει αυτό που λένε, ο άνεμος κάνει γυαλί και ο νοτιάς το σπάζει, η μάνα κάνει το παιδί κι η νύφη τ΄ αγκαλιάζει; Η Μαρία με αγκαλιάζει, αλλά όταν φυσάει ο Λίβας που καίει τα σπαρτά μου κάνει τη καρδιά γυαλιά κομμάτια.
-Υπομονή να κάνεις κι ο Θεός που τα βλέπει όλα θα σε ανταμείψει, τον συμβούλεψε ο ιερέας.
Ύστερα έβγαλε από το μαύρο του σακίδιο και του έδωσε έναν ξύλινο σταυρό του λαιμού για να τον δώσει στη Μαρία με τις ευλογίες του, κι ένα μικρό βιβλιαράκι με μία προσευχή για να τη διαβάζει ο ίδιος τα βράδια ,πριν ξαπλώσει. Έπειτα ανέβηκε στο μουλάρι και συνέχισαν την ανάβαση προς την Ιθώμη.
Όταν κόντευαν να φτάσουν στον Πλάτανο, στου Τζούμη τη βρύση , δύο μεγάλες χελώνες διέσχιζαν το δρόμο. Μόλις το μουλάρι αισθάνθηκε τις χελώνες στα πόδια του, προχώρησε πέντε βήματα , ύστερα γονάτισε και δεν ήθελε να σηκωθεί με τίποτα.
-Μην αγχώνεσαι, είπε ο ιερέας. Αφού μετέφεραν τις χελώνες μακριά από το δρόμο, στη συνέχεια έδωσαν στο μουλάρι να πιει νερό, αλλά εκείνο έσφιγγε το στόμα του και είχε δακρύσει.
-Πω! Πω! Τι έπαθε παπά μου το ζωντανό, του μπήκε ο διάβολος και μουλάρωσε, είπε με αγωνία ο Κώστας.
-Μην ανησυχείς, ψυχραιμία, απάντησε ο ιερέας. Μας βλέπει ο Θεός , μη στενοχωριέσαι καθόλου. Θα σηκωθεί στην ώρα του. Έβγαλε από το σακίδιό του ένα μπουκαλάκι με αγιασμό και τον ρώτησε:
-Το μουλάρι πώς το φωνάζετε;
-Μίμη, απάντησε ο Κώστας, το υποκοριστικό του συγχωρεμένου του πεθερού μου. Η Μαρία το πρωτοείπε έτσι, γιατί είναι εργατικό σαν τον πατέρα της!
-Εντάξει, είπε ο ιερέας. Αφού δεν χρησιμοποιείτε το όνομα του Αγίου Δημητρίου δεν έχω αντίρρηση.
Αφού σταύρωσε το μουλάρι και το έρανε με αγιασμό, διάβασε την ευχή του Αγίου Μόδεστου.
Του Κυρίου δεηθώμεν.
“Ο του φωτός δημιουργός, Κύριε ο Θεός ημών, καταξίωσόν με της βασιλείας σου επιτυχείν, ότι σε, Δέσποτα, και μόνον επεπόθησεν η ψυχή μου, και δια το όνομά σου, θανάτου και βασάνων ηλόγησα. Μη ουν ανάξιον κρίνεις με φιλάνθρωπε, των σων αγαθών, αλλ΄επάκουσον μου του δούλου σου, και πρόσδεξαί μου ταύτην την προσευχήν, και όστις τον εμόν επικαλέσηται όνομα, και την μνήμην εμού του ταπεινού εκτελέση, βοηθός αυτώ γενού, Κύριε, και μη εγκαταλίπης αυτόν, αλλ΄έμπλησον αυτόν παντός αγαθού, και δώρησαι αυτώ πλούσια τα ελέη σου, και όστις αναγνώση το της αθλήσεως μου μαρτύριον, ευλόγησον αυτόν, Κύριε, και πάσαν την περιουσίαν αυτού. Απέλασον δε και αποδίωξον δια του ονόματος του δούλου σου Μόδεστου από πάντων αυτού των κτηνών και του μουλαριού του Μίμη, παντοίαν βλάβην και νόσον. Ναι, Δέσποτα, έπιδε εξ αγίου κατοικηρίου σου, επί την εμήν προσευχήν, και ευλόγησον, και πλήθυνον τα κτήνη αυτού, ως ευλόγησας και επλήθυνας τα ποίμνια, Αβραάμ, Ισαάκ, και Ιακώβ, και πάντων σου θεραπόντων, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων.Αμήν”.
Όταν ολοκλήρωσε τη προσευχή ο ιερέας, ο Κώστας έκανε τον σταυρό του και έκλαιγε με αναφιλητά, γιατί πρώτη φορά του ευλόγησαν το μουλάρι του. Μόλις τον είδε ο Μίμης, σηκώθηκε αμέσως επάνω και του γκάρισε, όπως όταν διψούσε. Αφού ήπιε νεράκι, ανέβηκε επάνω ο παππάς και έφτασαν στου Τζούμη τη βρύση. Εκεί στάθηκαν και πλύθηκαν, ο Κώστας έδωσε στον ιερέα να δοκιμάσει λίγο από το ζυμωτό ψωμί της Μαρίας και εκείνος της ευχήθηκε χαμογελώντας, “τη γλύκα του ψωμιού της να έχει” και προχώρησαν προς το Μοναστήρι. Αφού ο Κώστας ευχαρίστησε τον ιερέα κι εκείνος μίλησε με τους αδελφούς της Μονής, συνεννοήθηκαν να πάει να τον κατεβάσει στη Βαλύρα σε τρεις μέρες .Στη κατηφόρα ο Μίμης πετούσε με τον Κώστα καβάλα.
Εκείνη τη περίοδο είχε βγει ένας νόμος, που έλεγε ότι όλα τα μουλάρια και τα άλογα έπρεπε να περάσουν από ταξινόμηση, και όποιοι δεν προσέρχονταν με το ζώο τους θα είχαν τις κυρώσεις του νόμου.
Ο Μίμης πέρασε επιτυχώς από την Επιτροπή Ταξινόμησης και έλαβε ο Κώστας επίσημο χαρτί με σφραγίδα ,όσον αφορούσε την επίταξη του μουλαριού σε περίπτωση πολέμου.
Ο Μίμης δεν χρειάστηκε να υπηρετήσει στον στρατό , όμως ανέλαβε επιμελώς τη φροντίδα του άμαχου πληθυσμού στη Βαλύρα. Αντί αυτού έφυγε ο γιος της Ευσταθίας, της αδελφής της Μαρίας , ο Δημήτρης, ο οποίος είχε το όνομα του παππού του Μίμη ,πάνω στ΄ άλογό του καβάλα. Και οι δύο άφησαν τη ζωή τους στο μέτωπο.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το μουλάρι τέθηκε στην υπηρεσία της ευρείας πατρικής οικογένειας της Μαρίας . Ο Μίμης αγόγγυστα μετέφερε πολλά πολύτιμα πράγματα από τα Γριβέικα σπίτια στον Μυλόλακκα, όπου τα έθαψαν κατά γης, για να μην τους τα πάρουν οι Γερμανοί. Πρωτίστως μετέφερε τα υφαντά της Κωνσταντινιάς, της νύφης της Μαρίας, που είχε παντρευτεί τον αδελφό της Γιώργο. Και τι δεν μετέφερε ο Μίμης! Και τρόφιμα μετέφερε στο σπίτι, για να κοροϊδέψουν την πείνα τους στη Γερμανική κατοχή. Κουβαλούσε μενίδες και καβούρια σε κοφίνια, που μάζευαν στο ποτάμι της Μαυροζούμενας, δέκα οικογένειες μαζί. Τελικά, σε μία από τη μεταφορές ενός ασθενούς σε γιατρό στο Μελιγαλά, έχασε ο αξιολάτρευτος Μίμης την ίδια τη ζωή του, γιατί έπεσαν πλίνθοι πάνω στο κεφάλι του ,στον χώρο που τον έκρυψαν ,την ώρα που περνούσαν τα Γερμανικά αεροπλάνα και βομβάρδισαν .Ο ασθενής επέζησε και τον ευγνωμονούσε.
Μετέφεραν το μουλάρι πάνω σε ένα κάρο και το έθαψαν με τιμές στα Αγρίλια, ως εθνικό ήρωα, κάτω από μία ελιά, κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές. Σε εκείνο το σημείο θυμάμαι ότι άνθιζε χαμομήλι και μοσχοβολούσε ο τόπος, στη παιδική μου ηλικία.
Ο Κώστας στη κατοχή , που ήταν πολύ στενοχωρημένος, καθόταν κάτω στην ελιά και μιλούσε στον αγαπημένο του Μίμη. “Το μουλάρι ψοφάει στον πόλεμο αλλά η ζημιά έρχεται στο σπιτικό” ,του έλεγε. Εσύ Μίμη μου έκανες γαϊδουρινή υπομονή κι εγώ ζωή ενός αφέντη. Πού είσαι τώρα; Μετά τον πόλεμο ,όλοι φρόντισαν να βρουν στον Σκαμπίλη ένα μουλάρι, για να του φύγει ο καημός. Κάποια φορά του πήγαν να δει ένα γαϊδουρομούλαρο , δηλαδή διασταύρωση γαϊδούρας με άλογο. Δεν το θέλω απάντησε, έχει σώμα γαϊδούρας και πόδια αλόγου. Δεν είναι σαν τον Μίμη μου.
Μια μέρα, μετά από πολλά χρόνια κι ενώ δεν είχε εκείνη την εποχή μουλάρι, καθώς περπατούσε μονολογούσε, “ανάθεμά σε ανήφορε μπροστά στον ίσιο δρόμο”, γιατί τον είχε παρεξηγήσει η Μαρία κι αυτός της είπε “άλλα λένε της καμπάνας κι άλλα καμπανίζει εκείνη”. Έφτασε περπατώντας από τη Βαλύρα μέχρι την Πύλο. Μόλις τον βρήκαν ,με τη βοήθεια της αστυνομίας, τα είχε σχεδόν χαμένα. “Από τη γλώσσα αρχινάει το σκουλήκι .Γυναίκα οργισμένη, θάλασσα φουρτουνιασμένη”, επαναλάμβανε συνεχώς.
-Μην το παίρνεις κατάκαρδα, τη ξέρεις τη Μαρία θείε, τον παρηγορούσαν τα ανίψια του και φρόντισαν να αποκτήσει καινούργιο μουλάρι σύντομα.
Τα μουλάρια που είχε ο Κώστας Σκαμπίλης διαδοχικά, μέχρι το 1970 ,ήταν η μεγάλη του παρηγοριά και οι σταθεροί φίλοι του. Τον γλίτωναν από τα ξεσπάσματα της γυναίκας του αποτελεσματικά. Ανέβαινε και την άφηνε όπως έλεγε “να σκούζει μόνη της”.Άκρη δεν μπορούσε να βρει με τη συζήτηση, γιατί η Μαρία είχε πάντα δίκιο, και τον κατέκρινε ότι, “δεν νογάει να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρα”.Κι ενώ αγαπούσε ο ένας τον άλλο πάρα πολύ, χωρίς την καθημερινή ένταση δεν κυλούσε η ζωή τους. Της Μαρίας της άρεσε, αλλά για εκείνον, που ήταν πολύ πράος, ήταν άκρως κουραστικό. Όμως, άντεξαν μαζί στον χρόνο και είδαν εγγόνια. Η Μαρία έκλαψε τον Κώστα καθώς και το τελευταίο τους μουλάρι. Έχυνε μαυροφορεμένη και τυλιγμένη στο μαύρο τσεμπέρι της διαρκώς πικρά δάκρυα και για τους δύο, μέχρι που ο Θεός τη συγχώρησε και την ανάπαυσε.
Εμπιπλών παν ζώον ευδοκίας και εξανατέλλων χόρτον τοις κτήνεσι ,λέγει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στην ευχή του Αγίου Μόδεστου. Ο Θεός ας ευλογεί τα ζωντανά μας στη Βαλύρα, πολλά εξ αυτών αρίστευσαν, υπηρετώντας πιστά τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Ας τα φροντίζουμε με αγάπη, κι ας διατηρούμε κανένα μουλάρι στη ζωή, να το βλέπουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας και να χαίρονται.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
15/7/2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου