Αφιερωμένο στα θύματα της φτώχειας στη Βαλύρα των παππούδων μας
Ο χαρακτηρισμός Τζατζάς προήλθε από τον διαβόητο λήσταρχο Μήτρο Τζατζά, που έδρασε στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο και στη Μακεδονία κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ήταν γνωστός πανελλαδικά για την απαγωγή του γερουσιαστή Σωτηρίου Χατζηγάκη το 1929 στη Θεσσαλία.Το όνομά του έγινε συνώνυμο του “κακούργος”. Στη Βαλύρα, την περίοδο του 1950, αποκαλούσαν Τζατζάδες τους ντόπιους κλέφτες που λήστευαν τα νοικοκυριά, τους κήπους, τους μπαξέδες και τα κτήματα των κατοίκων. Ήταν συνήθως άτομα φτωχά, ορφανά, χωρίς προσανατολισμό, πεινασμένα, που έψαχναν τροφή για να καταστείλουν τη πείνα τους και να θεραπεύσουν τη πονεμένη τους κοιλιά. Οι σημερινοί αντίστοιχα Τζατζάδες είναι παραβάτες του νόμου, γιατί η τροφή και η στέγη δεν τους λείπει και το κίνητρό τους είναι κυρίως η συσσώρευση χρήματος και πραγμάτων.
Κατά την καλοκαιρινή περίοδο της δεκαετίας του 1950 στη Βαλύρα , οι περισσότερες οικογένειες έφτιαχναν καλαμένιες καλύβες στους μπαξέδες τους, κοντά στο ποτάμι της Μαυροζούμενας και φύλαγαν τα κηπευτικά τους από τους ανεξέλεγκτους Τζατζάδες, που πεινασμένοι ορμούσαν και θέριζαν, ό,τι εύρισκαν μπροστά τους.
Η γιαγιά Βασίλω είχε έναν μπαξέ ,σχεδόν δίπλα στη γέφυρα , στο κάτω μέρος στο ποτάμι, τον οποίο καλλιεργούσε με τον μακαρίτη τον άνδρα της από τα νιάτα τους, με ευλάβεια. Είχε μάθει να μηχανεύεται τα πάντα, δίπλα στον δεξιοτέχνη σύντροφό της, ακόμη και να φτιάχνει ωραίες καλύβες με καλαμωτές. Εκείνος είχε στήσει από παλιά έναν σκελετό με ξύλινους στύλους και κάθε χρόνο ανανέωναν τη καλαμένια επένδυση της καλύβας. Κάρφωναν την καλαμωτή γύρω γύρω,αφήνοντας ένα μόνιμο άνοιγμα στην πόρτα της εισόδου, και σκέπαζαν τη σκεπή με καλαμένιο σκελετό και επάνω απλωμένη και δεμένη ψάθα.
Η γιαγιά Βασίλω παιδευόταν τρεις μέρες για να ολοκληρώσει τη κατασκευή της καλύβας της. Όταν τα κατάφερε, ξεφόρτωσε δύο κόφες από τον γάιδαρο με τα απαραίτητα του καλοκαιρινού νοικοκυριού της. Έστησε μέσα στη καλύβα τη σιδεροστιά της, τοποθέτησε δίπλα ένα ξύλινο καρεκλάκι με ψάθα στο κάθισμα του, πιο πέρα άπλωσε κάτω ένα λιόπανο και επάνω τοποθέτησε ένα στρώμα που είχε φτιάξει μόνη της, με μαλλιά από τα γίδια της. Πάνω από το στρώμα έστρωσε μία κουρελού και πάνω από αυτή ένα υφαντό σεντόνι, τοποθέτησε το μαξιλάρι της και ένα κλινοσκέπασμα.
Σε μία γρανιτένια πλάκα που της είχε φέρει ο άνδρας της από παλιά, τοποθέτησε το λαγήνι της με δροσερό νερό και μία εμαγιέ κούπα.
Άνοιξε ένα ξύλινο χαμηλό τραπεζάκι, έστρωσε επάνω ένα καρώ υφαντό τραπεζομάντιλο και δίπλα ΄στρίμωξε μία μικρή ξύλινη κασέλα, που μέσα είχε άσπρα σακουλάκια με χυλοπίτες, τραχανά, όσπρια , αλατοπίπερο, μυρωδικά , ζυμωτό ψωμί και λίγα πιατικά με μαχαιροπίρουνα.
Ήταν κουρασμένη και πεινασμένη από το πρωί με την ολοκλήρωση της κατασκευής , γι αυτό έβγαλε από μία μεγάλη υφαντή τσάντα το τσουκάλι της ,τρία κομμάτια κόκορα, που τα διατηρούσε με πάγο στο ψυγείο στο σπίτι ,το ελαιόλαδο σε μπουκάλι, κρεμμύδι, σκόρδο και τρεις ντομάτες, μαζί με τον τρίφτη χειρός.
Βγήκε στη συνέχεια έξω από τη καλύβα, πήγε να δει αν είναι καλά η γίδα της ,που την είχε δεμένη σ΄ ένα δέντρο στον μπαξέ, έκοψε δυο μαρούλια,τις έριξε τα εξωτερικά φύλλα και το εσωτερικό μέρος το κράτησε για τη σαλάτα του μεσημεριανού γεύματος. Πήρε παραμάσχαλα δύο κούτσουρα και μερικά φρύγανα και επέστρεψε . Άναψε φωτιά, και όταν έπεσε η φλόγα ,έβαλε επάνω το τσουκάλι με λίγο λάδι , τριμμένο κρεμμύδι και σκόρδο για να τσιγαριστούν ελαφρά .Πρόσθεσε τα κομμάτια του κόκορα να καβουρδιστούν ταυτόχρονα, γυρίζοντας τα συχνά με τη ξύλινη κουτάλα , παράλληλα έτριψε στον τρίφτη τις ντομάτες, αφού είχε αφαιρέσει τα σπόρια και τις φλούδες και έριξε τον πολτό μαζί με μία μικρή κουταλιά ζάχαρη και αλατοπίπερο μέσα στη κατσαρόλα. Πρόσθεσε τρία κεφαλάκια γαρίφαλο κι ένα ξυλάκι κανέλα, και στη συνέχεια νερό για να βράσει το κρέας. Μετά από μία ώρα και περισσότερο, όταν δεν έστεκε ο μεζές στο πιρούνι ,το αφαίρεσε και πρόσθεσε στον ζωμό λίγο νερό. Όταν πήρε βράση το νερό, έριξε μισή κούπα σπιτικές χυλοπίτες. Μόλις κόντευαν να βράσουν οι χυλοπίτες πρόσθεσε μέσα το κρέας και έσβησε τη φωτιά. Εκείνη τη στιγμή άκουσε τη γίδα να βελάζει, σαν να τη δάγκωσε φίδι!
Τρεις νεαροί πεινασμένοι τζατζάδες, που τους μύρισε ο κόκορας από μακριά, βάλθηκαν να της πάρουν το τσουκάλι γι αυτό κατέστρωσαν το εξής σχέδιο:
Ο ένας όρμησε στη κατσίκα και άρχισε να τρίβει δυνατά τα αυτιά της , με αποτέλεσμα εκείνη να εκραγεί και να βελάζει δυνατά. Ο δεύτερος παραφύλαγε και ο τρίτος μπήκε μέσα στην καλύβα και είπε στη γιαγιά Βασίλω:
-Τρέξε γρήγορα γιαγιά γιατί το σχοινί έχει τυλιχθεί γύρω από τον λαιμό της γίδας και πνίγεται.
Εκείνη έντρομη πετάχτηκε έξω και πήγε να ελευθερώσει το ζωντανό της.
Μόλις έριξε νερό και ησύχασε τη γίδα, η γιαγιά Βασίλω επέστρεψε στη καλύβα και τι να δει! Έλειπε όχι μόνο το φαγητό, αλλά ολόκληρο το τσουκάλι και οι Τζατζάδες ήταν άφαντοι!
Τι να κάνει στην απελπισία της, πεινούσε πολύ από την κούραση της μέρας και δεύτερο τσουκάλι δεν είχε για να μαγειρέψει ξανά. Έφτιαξε μία μαρουλοσαλάτα με φρέσκο κρεμμυδάκι, λαδόξιδο, αλατοπίπερο και ρίγανη, έκοψε και δυο φέτες ψωμί και κορόιδεψε τη πείνα της. Πήγε στη συνέχεια στη συκιά, έκοψε δυο τρία σύκα και γλύκανε τη στενοχώρια της. Ύστερα ξάπλωσε, αφού έκανε τον σταυρό της και είπε:
-Σε ευχαριστώ Θεέ μου , που μόνο αυτό ήταν και δεν με καταλήστεψαν, ούτε με σκότωσαν.
Μέσα της άρχισε να θεριεύει η αμφιβολία και ο φόβος, γι αυτό άνοιξε ένα μικρό αγιολόγιο που είχε μαζί της και τότε συνειδητοποίησε ότι μαγείρεψε τον κόκορα τη πρώτη μέρα της νηστείας του Δεκαπενταύγουστου!
-Πω! Πω! Τι θα πάθαινα η δόλια, ή άμυαλη, που χάνω τις μέρες σκέφτηκε. Μου πήρε ο Θεός τον κόκορα για να μην αρτύσω!
Έκανε τον σταυρό της, έβγαλε από το ταγάρι της μία εικόνα της Παναγίας , τη φίλησε και σκέφτηκε να πάει να κόψει μερικά καλάμια και λυγαριές για να φτιάξει έναν πλεκτό σταυρό, να τον κρεμάσει στην είσοδο της καλύβας. Καθώς πήρε τον δρόμο κατά μήκος στο ποτάμι ,σε κάποιο σημείο της μύρισε κόκορας με χυλοπίτες. Αφού κοίταξε γύρω της, εντόπισε την κατσαρόλα της, γερμένη πάνω στα χορτάρια, με μία δεντρογαλιά κουλουριασμένη μέσα.
-Παναγία και Χριστέ μου, τι είναι τούτο το κακό που με βρήκε σήμερα, μουρμούρισε. Ύστερα άλλαξε άποψη.
-Να δεις που η Παναγία έστειλε τη δεντρογαλιά να μου φυλάξει το τσουκάλι για μην το βρουν και μου το πάρουν!
Έκοψε ένα καλάμι με τον σουγιά της και κτύπησε τη δεντρογαλιά πάνω στο κεφάλι. Εκείνη ζαλισμένη πετάχτηκε και χάθηκε μέσα στις πρασινάδες. Η γιαγιά Βασίλω άρπαξε το τσουκάλι, ξέχασε τη κατασκευή του σταυρού και γύρισε αμέσως στη καλύβα. Μόλις το έπλυνε καθαρά, θυμήθηκε τον σταυρό που είχε να φτιάξει.
-Με κληματόβεργες και σταφύλια να τον φτιάξεις, της είπε το άγιο Πνεύμα στη σκέψη της.
Πήγε στο κτήμα της, έκοψε κληματόβεργες με μικρά τσαμπιά σταφύλια και έπλεξε έναν υπέροχο σταυρό .Τον έδεσε στη είσοδο της καλύβας και ξάπλωσε ευτυχισμένη.
Όμως , όλο αυτό που της συνέβη ήθελε να το μοιραστεί με τον παπά Ξύδη, τον ιερέα του χωριού.
Γι αυτό γύρισε στο σπίτι με το γαϊδούρι και τη γίδα, πλύθηκε και πήγε στην εκκλησία για να εξομολογηθεί. Ο σεβάσμιος πατήρ Δημήτριος Ξυδόπουλος δεν πίστευε στα αυτιά του για το θαύμα της Παναγιάς. Την επόμενη μέρα που ήταν Κυριακή κοινώνησε η γιαγιά Βασίλω.
Επειδή πολλά παρόμοια περιστατικά κλοπής είχαν σημειωθεί στις καλύβες στη Βαλύρα,
συνήθιζαν να φτιάχνουν σταυρούς με κληματόβεργες και να τις τοποθετούν στην είσοδο, ιδίως όταν πλησίαζε ο Δεκαπενταύγουστος , παράλληλα ο σταυρός τους θύμιζε ότι ήταν περίοδος νηστείας. Επίσης ,φορούσαν μαύρα καθ΄ όλη την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου, για να τιμήσουν την Παναγία και να ζητήσουν την προστασία της από τις απειλές που αντιμετώπιζαν στην έκθεσή τους στη φύση και με τους Τζατζάδες εκείνης της εποχής.
Αυτά συνέβαιναν τότε, κι εσείς δεν τρώτε το φαγητό σας , έλεγαν οι γιαγιάδες μας, οι οποίες ανελλιπώς τιμούσαν την νηστεία για δεκαπέντε συνεχείς μέρες, με ζυμωτό ψωμάκι, λαχανικά και φρούτα ,από τους ευλογημένους μπαξέδες τους στη Βαλύρα, τη δεκαετία του 1950.
Σας εύχομαι καλή νηστεία ,για τον ερχόμενο Δεκαπενταύγουστο.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
19/7/2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου