Αφιερωμένο στις γιαγιάδες μας , οι οποίες μας δίδαξαν τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας
Καθώς αέριζα τα υφαντά της προγιαγιάς μου Γεωργίας , που δυστυχώς δεν πρόλαβα να την γνωρίσω, και της γιαγιά μου Κωνσταντίνας, το βλέμμα μου έπεσε επάνω σε δύο άσπρες νυφιάτικες πετσέτες, υφαντές στον αργαλειό, διακοσμημένες με δαντέλλα χειρός . Ο νους μου έτρεξε στη παιδική μου ηλικία, στο έτος 1967, όταν η γιαγιά μου Κωνσταντίνα μου έλεγε μπροστά στον αργαλειό της, σαν παραμύθι το θυμάμαι, πόσο άξια γυναίκα και μοναδική υφάντρα ήταν η μητέρα της Γεωργία, στην οποία έμοιασε η ίδια, όχι μόνο στη μορφή, αλλά και στα πολλά και μοναδικά ταλέντα της. Η γιαγιά Γεωργία ήρθε νύφη στη Βαλύρα από το Αριστοδήμειο, στο πέτρινο σπίτι του προπάππου μου Αριστείδη στο Μπιζάνι, που ήταν ένας ομορφονιός και καλά αναθρεμμένος, παράλληλα πολύ υπεύθυνος και εργατικός κτηματίας, μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Ήταν δε τόσο μεγάλη η απώλεια για τη γιαγιά μου Κωνσταντίνα , όταν έφυγαν από τη ζωή οι αγαπημένοι της γονείς, που μόνο μία φορά τον χρόνο αφαιρούσε τον μαύρο κεφαλόδεσμο και άλλαζε το μακρύ μαύρο φόρεμα της, της Αγίας Τριάδος κατ΄ εξαίρεση, για να κάνει το χατήρι του άνδρα της, του παππού μου Γιώργου Γρίβα, όταν τον συνόδευε στο πανηγύρι της Βαλύρας.
-Γιαγιά Κωνσταντίνα, γιατί στο γάμο της μαμάς μου φόρεσες μαύρα και τύλιξες το μαύρο τσεμπέρι στο κεφάλι σου; Η αδελφούλα σου, η γιαγιά Καλλιόπη ντύθηκε πολύ ωραία με τον άνδρα της ,τον παππού Κώστα Κοτσαλή. Η δε μικρή σου αδελφή, η γιαγιά Σταυρούλα , μου είπε ότι παντρεύτηκε τον Κύριο , γι΄ αυτό ντύνεται σαν καλόγρια. Σε είδα στη φωτογραφία και τρόμαξα! Μήπως στενοχωρήθηκες που έφυγε η μαμά μου από το σπίτι σας;
-Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, μονολόγησε η γιαγιά μου! Όχι μάτι μου, δεν στενοχωρήθηκα που παντρεύτηκε η μητέρα σου, αλλά έχω έναν πόνο βαθιά μέσα στη καρδιά μου γιατί μου λείπει η μανούλα μου, που ήταν τόσο καλή, ήταν άριστη η προγιαγιά σου Γεωργία.
- Πες μου για τη γιαγιά Γεωργία ,που ήταν άριστη γιαγιούλα μου σαν εσένα, της είπα.
-Αυτά που κάνουμε μαζί, όλα όσα σου δείχνω, εκείνη μου τα έμαθε. Μου έδειξε πώς να υφαίνω με μαλλιά από τα αρνάκια μας, να γνέθω και να βάφω τα νήματα, να χρησιμοποιώ λεπτά και χοντρά χτένια, να πλέκω τα μιτάρια, να ξεσηκώνω ωραία σχέδια, να υφαίνω φλοκάτες ,κιλίμια ,πάντες για τον τοίχο, βελέντζες,πανιά και σακιά για το τίναγμα και το μάζεμα στις ελιές, όμορφες κουρελούδες, ταγάρια και μαξιλάρες με ωραία γεωμετρικά σχέδια, σεντόνια, πετσέτες , καλύμματα για τα κρεβάτια ,τον καναπέ και τις πολυθρόνες, ακόμη και ύφασμα για ωραία φορέματα και πουκάμισα και στη συνέχεια να τα ράβω σωστά στη ραπτομηχανή. Της γιαγιάς σου το νυφικό ήταν υφασμένο στον αργαλειό της και το αραχνοϋφαντο πέπλο της ήταν όλο στολισμένο με χάντρες στο χέρι. Τα έφτιαξε όλα μόνη της, με τη βοήθεια μιας μοδίστρας στο Αριστοδήμειο. Από τα εφτά της χρόνια, μέχρι τα είκοσι πέντε , ετοίμαζε κάθε μέρα τα προικιά της.
- Γιαγιά μου κι εγώ τα ετοιμάζω. Είμαι τώρα εννέα και το πρώτο κέντημα με το περιστεράκι το έκανα στη πρώτη δημοτικού. Έχω έτοιμα τρία μικρά κεντήματα. Αλλά τα πόδια μου δεν φτάνουν ακόμη στις πατήθρες για να υφάνω. Της γιαγιάς Γεωργίας πώς έφταναν;
-Η μητέρα της ύφαινε κι αυτή βοηθούσε, μέχρι τα δεκαπέντε της χρόνια.
-Δηλαδή τι έκανε;
-Έξαινε τα μαλλιά, έγνεθε , χωνόταν μέσα στον αργαλειό, στο πίσω μέρος και βοηθούσε τη μητέρα της να περάσουν τα στημόνια στα μιτάρια, να ντύσουν τον αργαλειό για να υφάνουν. Έφτιαχνε με τα μαλλάκια πεδελόγες, μικρά φιογκάκια με μαλλιά στα χέρια της ,για να υφαίνουν τα διάφορα σχέδια, και τα έδινε στη μητέρα της να τα περνάει ανάμεσα στα στημόνια όπως έδειχνε το σχέδιο στις διακοσμητικές πάντες που έφτιαχναν για τους τοίχους , στα κιλίμια , στις μαξιλάρες και στα ταγάρια. Και ωραίες ταινίες ύφαιναν ,για χερούλια και για ζώνες.
-Σε έμαθε και άλλα πράγματα η γιαγιά Γεωργία;
-Βέβαια!Με έμαθε να πιάνω προζύμι, να φτιάχνω και να κεντάω τις κουλούρες του γάμου, να πήζω τυρί, να φτιάχνω βούτυρο, μυζήθρες χλωρές και ξερές, ελιές, πελτέ , τουρσιά, σύγκλινο και λουκάνικα, τα φαγητά, όλα τα ήξερε και τα μαγείρευε άριστα. Γλυκά, έκανε πολλά, πέρα από τα γλυκά του κουταλιού, τα λουκούμια , το παστέλι,τις δίπλες, τους κουραμπιέδες, τα κουλούρια, τα Χριστόψωμα, τις Πασχαλινές κουλούρες, τη Φανουρόπιτα και τα κόλλυβα για τα ψυχοσάββατα και τα μνημόσυνα. Πού να δεις κάτι λαλαγγίδες που έφτιαχνε και χυλό με μέλι τα κρύα πρωινά του Χειμώνα!
-Η γιαγιά Γεωργία σε έμαθε να ζυμώνεις το ψωμί και να το ψήνεις στον φούρνο στην αυλή;
-Βέβαια!
-Και το μυστικό για να κάνεις τα ρούχα σαν άσπρη πέτρα, ξέξασπρη, που έκανε παιδάκια ξέξασπρα και από τον ήλιο ξεξασπρότερα;
-Τα ξεξασπρότερα ήταν της γιαγιάς σου Γεωργίας.
-Γι αυτό ο γιατρός Νταρντούνης είπε ότι η Κωσταντινιά έχει πρόσωπο λευκό και λαμπερό σαν το φεγγάρι;
-Θέλω να ξέρω ποιος σου το μαρτύρησε αυτό!Είπε έκπληκτη η γιαγιά μου.
-Δεν σου λέω, δεν σου λέω της είπα, και έτρεξα γελώντας πέρα δώθε, παίζοντας με ένα ΄πολύχρωμο βαρετούμι , ένα τόπι φτιαγμένο με τυλιγμένα νήματα προβάτου, που περίσσεψαν στον αργαλειό.
Στη συνέχεια πήγα κοντά της , την αγκάλιασα και τη ρώτησα :
-Γιαγιά, θα μου πεις μια ιστορία;
-Τι ιστορία να σου πω;
-Πώς παντρεύτηκαν η γιαγιά Γεωργία και ο παππούς Αριστείδης.
-Καλά , πιάσε το κοφίνι με τα μαλλάκια και το σκαμνάκι σου, εσύ θα ξαίνεις τα μαλλιά κι εγώ θα σου λέω, υφαίνοντας:
Ο παππούς σου ο Αριστείδης ήταν ένας πολύ όμορφος νέος, που όλα τα κορίτσια στο χωριό τον ήθελαν για άνδρα τους. Είχε ένα μεγάλο διώροφο πέτρινο σπίτι στο Μπιζάνι, πολλά κτήματα και ζωντανά. Το σπίτι είχε μεγάλη αυλή και κήπο, είχε κι έναν στάβλο, που ξεπέζευε και φύλαγε το άλογο και το μουλάρι του. Κληρονόμησε κι ένα εξοχικό σπίτι με ανθισμένο περιβόλι στο Μυλόλακκα, κι ένα ωραίο αμπέλι, κοντά στους ελαιώνες του, στη Πέρα Μεριά. Στα κτήματα στον κάμπο είχε κάθε χρόνο σπαρτά, σιτάρι , κριθάρι, βρώμη και σταφίδες.
Του έκαναν πολλά προξενιά, αλλά ήταν λιγάκι ιδιότροπος. Πάντα έβρισκε ψεγάδια στις υποψήφιες νύφες και δεν έλεγε το ναι, μέχρι που άρχισαν να περνούν τα χρόνια, κι αυτός παρέμενε ανύπαντρος. Η συγχωρεμένη η μάνα του έλεγε:
-Να παντρευτείς γιε μου, μη κλείσω τα μάτια μου και δεν δω εγγόνια.
-Μάνα, θα ψάξω για νύφη, στα δικά μου μέτρα και σταθμά, της απαντούσε κοφτά. Μην ανησυχείς!
-Μια μέρα ,ανέβηκε στο άλογο και πήγε στο Αριστοδήμειο για να συναντήσει έναν φίλο του, που κι εκείνος τον επισκεπτόταν συχνά στη Βαλύρα. Εκεί που έτρωγαν ένα μεζέ σε καφενείο του χωριού, κάθισε κοντά τους και ο πατέρας της γιαγιάς σου Γεωργίας, που τους κέρασε και συστήθηκαν. Τον είχε ειδοποιήσει κρυφά ο νέος από το Αριστοδήμειο, που ήθελε να κάνει προξενιό του Αριστείδη με τη Γεωργία. Όταν στη συνέχεια είδε τη γιαγιά σου, ούτε που ρώτησε τι ξέρει και τι δεν ξέρει, πόση περιουσία έχει και τι προικιά θα πάρει. Αμέσως χτύπησε η καρδιά του δυνατά, ανατρίχιασε ολόκληρος και έτρεξαν δάκρυα στα μάτια του. Είπε στον πατέρα της τι θέλεις για να μου δώσεις τη κόρη σου και όλοι γελούσαν που τον βάρεσε ο έρωτας κατακέφαλα. Την επόμενη Κυριακή πήρε τα όργανα και πήγε και της έκανε καντάδα στο παραθύρι της και σε έναν μήνα αρραβωνιάστηκαν. Αυτός ήθελε ενωρίτερα, αλλά η Γεωργία δεν προλάβαινε να τα έχει όλα έτοιμα για τον αρραβώνα , όπως εκείνη ήξερε παραδοσιακά, που ήταν άριστη νοικοκυρά, επίσης ήθελε να του δώσει λίγο χρόνο για να το ξανασκεφτεί. Εκείνος από τη μέρα που την είδε ούτε ύπνο είχε,δεν έτρωγε, αλλά καθόταν και ονειροπολούσε όλη τη νύχτα με το φεγγάρι. Τόσο που η μάνα του του είπε:
-Βάλε καμιά μπουκιά ψωμί στο στόμα σου Αριστείδη, θα τρέμουν τα πόδια σου στον αρραβώνα και θα νομίσουν ότι είσαι άρρωστος και το κρύβουμε!
Ευτυχώς που την άκουσε, γιατί θα έλιωνε ολόκληρος, θα πήγαινε μισός στους αρραβώνες στο Αριστοδήμειο.
Δύο μέρες πριν τον αρραβώνα η νύφη έστειλε από το Αριστοδήμειο δώρα στο σπίτι του γαμπρού στη Βαλύρα, μέσα σε δύο στολισμένα μεγάλα καλάθια, που ήταν δεμένα στο σαμάρι του αλόγου του φίλου και προξενητή. Είχε υφάνει ένα καλό πουκάμισο για τον γαμπρό, κι ένα για τον πεθερό. Υφαντή νυχτικιά, ρόμπα και μαντήλι για τη πεθερά, επίσης λεπτές πλεκτές κάλτσες με βελόνες και τα είχε διπλώσει με ένα άσπρο σεντόνι με δαντέλα.
Στο άλλο καλάθι είχε γλυκίσματα τοποθετημένα και τυλιγμένα σε πιατέλες, όπως δίπλες, κουραμπιέδες και αμυγδαλωτά, γλυκά του κουταλιού σε γυάλινα βάζα , με δεμένα μικρά πετσετάκια με δαντέλα στα καπάκια και άσπρο φιόγκο, παστέλια, καρύδια, αμύγδαλα, σύκα , μέσα σε υφαντά σακουλάκια και ένα μπουκάλι ρακή.
Η μάνα του γαμπρού έλαβε τα δώρα και ασήμωσε το παλικάρι που τα μετέφερε. Τον κράτησαν στο σπίτι, έφαγε και επέστρεψε στο Αριστοδήμειο, μεταφέροντας τα δώρα από τη πεθερά στη νύφη. Η πεθερά έστειλε δαντελένια εσώρουχα για τον γάμο στη νύφη και το νυχτικό του γάμου, μαζί με μία κουλούρα με κεντίδια, γλυκά σε μεγάλη στολισμένη πιατέλα και μία ανθοδέσμη με λουλούδια από το κτήμα στο Μυλόλακκα. Ο πεθερός έστειλε κρασί, ούζο, ρακή και πολλά φαγώσιμα.
Ο ερωτευμένος Αριστείδης δεν ήθελε κανένας άλλος, παρά ο ίδιος να διαλέξει όλα τα χρυσαφικά για τη νύφη. Αφού έτρεξε με το άλογο , σταμάτησε όταν έφτασε στο σπίτι της Γεωργίας στο Αριστοδήμειο, της κτύπησε συνθηματικά στο παράθυρο, αλλά δεν βγήκε η ίδια, άνοιξε η μητέρα της , άφησε κόκκινα τριαντάφυλλα για τη νύφη, και πήρε ένα σχοινάκι στο μέγεθος του δακτύλου της για το δαχτυλίδι κι ένα δεύτερο για το βραχιόλι της. Η μητέρα του και ο πατέρας του, επίσης ο νονός του ,του έδωσαν χρήματα για να τους φέρει τα δώρα του αρραβώνα. Δεν ήθελαν να επέμβουν, το μόνο που ήθελαν ήταν να ευχαριστηθεί η νύφη με τα κοσμήματα που θα την στόλιζαν στον αρραβώνα.
Ο πατέρας του πλήρωσε για τις βέρες. Ο ίδιος για ένα χρυσό μονόπετρο, με ζαφείρι για τη νύφη ,όπως τα μπλε μάτια της, η μητέρα του για το χρυσό σταυρό και σκουλαρίκια και ο νονός του για το χρυσό βραχιόλι της αρραβωνιαστικιάς. Οι συγγενείς τους έδωσαν από μία λίρα ο καθένας και άλλα δώρα.
Συνήθως ,σε όλους τους αρραβώνες συζητούσαν και συμφωνούσαν για τη προίκα της νύφης, με εξαίρεση τη περίπτωση του Αριστείδη , ο οποίος θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς αν δεν έπαιρνε τη μελαχρινή Γεωργία με τα γαλάζια μάτια, οπότε η προίκα ήταν περιττή! Πάραυτα, οι γονείς τους δεν τους αδίκησαν, τους έδωσαν τα καλύτερα που είχαν κι ένα ωραίο σπίτι για να φτιάξουν μία όμορφη οικογένεια.
Πριν το Σαββατόβραδο, στο τέλος του μήνα από την μέρα γνωριμίας, κίνησαν δύο άμαξες και τρία άλογα και πήγαν στο σπίτι της νύφης στο Αριστοδήμειο, όπου έγινε μεγάλο γλέντι. Κανονικά ο πατέρας του γαμπρού έπρεπε να περάσει τις βέρες, αλλά έτρεμε το χέρι του πατέρα του Αριστείδη από τη συγκίνηση , γιατί βοήθησε ο Θεός τον γιο του και δεν έμεινε εργένης, οπότε ανέλαβε ο νονός του. Αφού έκανε τρεις φορές το σήμα του σταυρού πάνω στο εικόνισμα της Παναγίας του σπιτιού , που το είχαν τοποθετήσει πάνω στο τραπέζι του αρραβώνα, τους πέρασε τις βέρες. Ο γαμπρός στη συνέχεια σηκώθηκε, φίλησε τη νύφη και της φόρεσε το μονόπετρο στον αριστερό παράμεσο. Η πεθερά αντίστοιχα τον σταυρό και τα σκουλαρίκια, και τέλος ο νονός το βραχιόλι. Στη συνέχεια ο πατέρας της νύφης πέρασε στον γαμπρό ένα χρυσό ρολόι με αλυσίδα, και ένα παλιό χρυσό βυζαντινό δαχτυλίδι, με ασημένιο Κωνσταντινάτο επάνω, που ήταν του προπάππου του. Η μητέρα της νύφης του είχε ετοιμάσει μεταξωτό πουκάμισο για τον γάμο και χρυσοκέντητες παντόφλες. Οι συγγενείς της νύφης του έδωσαν πεντόλιρα. Ο γάμος ορίστηκε σε τρεις μήνες, αν και η νύφη ήταν αγχωμένη, αγωνιούσε αν θα τα προλάβαινε όλα, αλλά ο γαμπρός ήταν πολύ ερωτευμένος και δεν συζητούσε καν για μία μικρή παράταση χρόνου.
Τη Τετάρτη, πριν από τον γάμο, τα κορίτσια στη Βαλύρα κοσκίνισαν το αλεύρι με τη βοήθεια ενός πρωτότοκου αγοριού , ανάπιασαν το προζύμι και μάζεψαν ξύλα για το φούρνο και τις σούβλες. Βοήθησαν την πεθερά τη Πέμπτη το πρωί να ζυμώσουν και να κεντήσουν τις κουλούρες του γάμου.
Τη Πέμπτη το απόγευμα μοίρασαν οι κοπέλες δίπλες τόσο στη Βαλύρα , όσο και στο Αριστοδήμειο και ανακοίνωσαν τους γάμους της Κυριακής.
Στο Αριστοδήμειο ,τη Παρασκευή η νύφη άπλωσε τα προικιά στο πατρικό της και τα κορίτσια του χωριού την επισκέφτηκαν το απόγευμα, θαύμασαν τα ταλέντα της Γεωργίας και της ευχήθηκαν καλορίζικη.
Το Σάββατο το απόγευμα, τα κορίτσια στη Βαλύρα, που ήταν παρθένες, με τους δύο γονείς τους στη ζωή, στόλισαν το κρεβάτι των νεονύμφων, με τα σεντόνια της προίκας του Αριστείδη κατ΄ εξαίρεση ,και χωρίς να έχει η νύφη αντίρρηση! Τα έστρωναν και γελούσαν, γιατί η μάνα του Αριστείδη από τον καημό της που δεν παντρευόταν, του ετοίμασε πολλά προικιά, στα χρόνια της υπομονής. Έραναν με ρύζι, ξηρούς καρπούς και κουφέτα τυλιγμένα σε μεταξωτά μαντήλια,επίσης νομίσματα και έβαλαν το πρωτότοκο αγοράκι μίας γειτόνισσας να καθίσει πάνω στο κρεβάτι. Οι άνδρες βοήθησαν τον πεθερό να ετοιμάσει τα σφαχτά και τις σούβλες στην αυλή του σπιτιού. Δέκα μαγείρισσες του χωριού συγκεντρώθηκαν για να ετοιμάσουν τα πάντα για το μεγάλο γλέντι. Οι καλεσμένοι του χωριού έφεραν πολλά φαγώσιμα για το γαμήλιο τραπέζι και τα δώρα του γάμου.
Τη Κυριακή του γάμου πήγε ο κουρέας στο σπίτι του γαμπρού, τους ξύρισε όλους και στο τέλος τον γαμπρό , ο οποίος πλήρωσε τα γαμπριάτικα. Ο Αριστείδης, με συνοδεία οργάνων, ντυμένος με το μεταξωτό πουκάμισο, και τα γαμπριάτικα ρούχα του, φορούσαν βράκα εκείνη την εποχή,κι ένα δεμένο μαντήλι της νύφης στη μέση ,πάνω στο στολισμένο του άλογο με μεταξωτά μαντίλια, και κεντητό κιλίμι, πήγε στο σπίτι του κουμπάρου και πήρε τα στέφανα μέσα σε μία ασημένια στεφανοθήκη, τα κεριά και τις λαμπάδες του γάμου κι επέστρεψαν μαζί στο πατρικό του σπίτι. Με όλους τους συγγενείς σε άμαξες και δύο στολισμένα κάρα, ξεκίνησαν για να πάνε να πάρουν τη νύφη.
-Γιατί γιαγιά είχε δέσει το μαντήλι της νύφης στη μέση του ο γαμπρός;
-Γιατί, αν κάποιος ήθελε να του κάνει μάγια, την ώρα που λέει ο παπάς το Ησαϊα χόρευε , αν έδενε κόμπους σε ένα σχοινάκι, ο γαμπρός δεν θα μπορούσε να πάει το βράδυ με τη νύφη για να της κάνει παιδί! Η μάννα του του έδωσε να φάει κι ένα λουκούμι , πριν ξεκινήσουν να πάνε να πάρουν τη νύφη, για να μην ακούσει γάιδαρο να γκαρίζει στον δρόμο και τον κουμπώσει, δηλαδή να μην μπορεί να κάνει τίποτα με τη νύφη το βράδυ!
Στο Αριστοδήμειο τα κορίτσια με καλαισθησία έντυσαν τη νύφη με την υφαντή νυφιάτικη στολή της, ετοίμασαν αντίστοιχα δύο κάρα με την προίκα , στολισμένα με λουλούδια, στεφάνια και μεταξωτά μαντίλια. Ο γαμπρός περίμενε έξω από το σπίτι της νύφης με την στολισμένη άμαξα και οι φίλοι του γαμπρού, μπήκαν μέσα για να της φορέσουν τα γοβάκια της. Οι φίλες της έγραψαν τα ονόματά τους από κάτω απαλά, να σιγουρευτούν ότι θα σβηστούν για να παντρευτούν την επόμενη χρόνια, και οι φίλοι του γαμπρού την ασήμωσαν και της φόρεσαν τα γαμήλια παπούτσια. Αφού βγήκε έξω η νύφη πήγε το ζευγάρι με τη στολισμένη άμαξα μέχρι την εκκλησία , έτσι γινόταν τότε , πήγαιναν ο γαμπρός και η νύφη μαζί, και οι καλεσμένοι ακολουθούσαν πεζοί, τραγουδώντας. Τα όργανα πήγαιναν μπροστά και ακολουθούσε η νύφη και ο γαμπρός. Ο γάμος τελέστηκε στο μητροπολιτικό ιερό ναό στο Αριστοδήμειο, όπου μαζεύτηκε όλο το χωριό, τους χειροκρότησε και τους ευχήθηκε. Όλοι θαύμασαν το νυφικό της Γεωργίας, που αποτελούταν από μία λευκή ,μεταξωτή και φουσκωτή φούστα, με μακρυμάνικο πουκάμισο με δαντέλες στα μανίκια και πλουμιστό μπούστο , και το αραχνοϋφαντο πέπλο, το οποίο ήταν μια μπόλια, μια νυφική καλύπτρα κεντημένη με μικρές περλέ χάντρες. Τα στέφανα τους ήταν χειροποίητα, με ασημένιες βεργούλες και μαργαριτάρια. Ο ιερέας ευλόγησε και την εικόνα του σπιτιού τους, που έβαλαν στη συνέχεια στο εικονοστάσι τους.
Από το Αριστοδήμειο , ξεκίνησε μία αξέχαστη γαμήλια πομπή, που ακολούθησε τη νυφική άμαξα. Μοιράστηκαν στη διαδρομή πέντε πανέρια δίπλες, και δέκα μπουκάλια ρακή. Τραγουδώντας έφτασαν στη Βαλύρα, όπου όλα ήταν έτοιμα σε ενωμένα ξύλινα τραπέζια στην αυλή του σπιτιού, στρωμένα με λευκά τραπεζομάντιλα, στολισμένα με άνθη και κεριά σε φαναράκια, οι σούβλες είχαν εξαφανιστεί και ο χώρος ήταν κατάλληλος για τον γαμήλιο γλέντι. Η πεθερά καλοδέχτηκε τον νιόπαντρους και τους μέλωσε, με μέλι ντόπιας παραγωγής. Στη συνέχεια τους έχωσε και από μια κουταλιά γλυκό του κουταλιού, ξεφλουδισμένο σταφύλι φράουλα με κομμένο αμύγδαλο , δικής της συνταγής, για να σιγουρευτεί ότι γλυκάθηκαν καταλλήλως. Ο γαμπρός σταύρωσε τρεις φορές τη πόρτα της εισόδου με ένα ασημένιο νόμισμα που του έδωσε ο πεθερός του, που σήμαινε ότι όλα να πάνε κατ΄ ευχήν, να είναι σιδερένιοι και μονιασμένοι με τις ευλογίες του Θεού, και έσπασε ένα ρόδι στον τοίχο στην είσοδο του σπιτιού, για να τους βοηθήσει ο Θεός να αποκτήσουν παιδιά. Έβαλαν στη συνέχεια οι κοπέλες ένα κόκκινο κέντημα πάνω στο κεφάλι της νύφης και έσπασαν την περίτεχνα στολισμένη κουλούρα, την οποία είχε ψήσει πολύ μαλακιά η πεθερά για να σπάσει εύκολα, που σήμαινε ότι θα τα πήγαιναν καλά οι δυο τους και δεν θα καταδυνάστευε η πεθερά τη νύφη. Μοίρασαν κομμάτια στις κοπέλες για να βάλουν τη νύχτα κάτω από τα μαξιλάρια τους, να δουν ποιόν θα παντρευτούν . Στο τραπέζι πέταξε η νύφη την ανθοδέσμη, που ήταν φτιαγμένη με τριαντάφυλλα σε ροζ απαλό χρώμα, και την έπιασε μία κοπέλα από το Αριστοδήμειο, που στη συνέχεια παντρεύτηκε τον φίλο και προξενητή τού ζευγαριού.
Η νύφη έδωσε από ένα μεταξωτό μαντήλι στους καλεσμένους , που στο επάνω μέρος αριστερά είχε κεντημένο έναν σταυρό με το Ιησούς Χριστός Νίκα, δεμένο με ένα μεταξωτό σακουλάκι με οκτώ κουφέτα μέσα. Αυτό το μαντήλι το χρησιμοποιούσαν για να διπλώνουν το αντίδωρο τη Κυριακή στην εκκλησία, ώστε να μην τους πέφτουν κάτω τα ψίχουλα, όταν το έτρωγαν. Το δώρο του κουμπάρου ήταν μία ασημένια εικόνα της Παναγίας , στολισμένη με τούλια και κουφέτα, και μία διπλή καμηλό κουβέρτα, που είχε υφάνει η Γεωργία με τα χεράκια της και είχε χτυπήσει στη νεροτριβή ,κάπου κοντά στο Αριστοδήμειο.
Το γλέντι κράτησε για τρεις συνεχείς μέρες, με λιγοστούς , μετά τη Δευτέρα ,συγγενείς. Τη Δευτέρα το μεσημέρι, μετά το φαγητό, η νύφη έδωσε δώρα ,που είχε υφάνει και ράψει μόνη της, στη πεθερά και στον πεθερό της, Γαμήλιο ταξίδι δεν πήγαν, αλλά ανέβηκαν όλοι οι νέοι με τα μουλάρια και τα άλογα στου Τζούμη τη Βρύση στην Ιθώμη, έριξαν νομίσματα και ευχήθηκαν στο ζευγάρι να ζήσει. Η νύφη τους κέρασε κρύο νερό με ένα πήλινο κανάτι. Στη συνέχεια βράχηκαν μεταξύ τους για το καλό και έκαναν γέλια και χαρές. Αφού προσκύνησαν στη Μονή του Βουλκάνου , πρόσφεραν μεταξωτά μαντήλια και γλυκά στους μοναχούς, πήραν τις ευχές της Παναγίας Βουλκανιώτισσας, του ηγούμενου και των μοναχών, και επέστρεψαν στο χωριό.
Στη συνέχεια άρχισαν να τακτοποιούν την προίκα της νύφης , που εκτός από τα μετρητά χρήματα, πήρε μία μεγάλη σεντούκα, ένα μπαούλο για το γιούκο της, τσουκάλια, καζάνι, σκάφη, λαγήνια, μαξιλάρες, παπλώματα, τακίμια σεντόνια, χράμια, κιλίμια , πάντες, μαξιλάρες, καμηλό κουβέρτες, καλύμματα επίπλων, βρακιά, φουστάνια, απανοβράκια, νυχτικιές, κάλτσες γυναικείες και ανδρικές, μαντίλες, τραπεζομάντιλα με ασορτί πετσέτες, κεντήματα, κουρτίνες υφαντές, έπιπλα σαλονιού και τραπεζαρίας, ασημένιους δίσκους, καθρέφτη, τραπεζάκια, μία ωραία σιφονιέρα, σερβίτσια φαγητού, καλά σερβίτσια πορσελάνης , μαχαιροπίρουνα ,ποτήρια και πολλά άλλα είδη του σπιτιού, μαζί κι ένα σκαλιστό εικονοστάσι και μια κρυστάλλινη γαλάζια καντήλα.
- Αυτή εδώ που βλέπεις, ήταν η καντήλα της μάνας μου. Τα περισσότερα έπιπλα τα κληρονόμησε η γιαγιά Καλλιόπη. Ό,τι πιο πολύτιμο είχε η γιαγιά Γεωργία το φύλαγε μέσα στη σιφονιέρα της .Πήρε πολλά και ωραία δώρα του σπιτιού από τους καλεσμένους στο γάμο της , που τα φύλαξε και τα μοίρασε σε μένα και τη γιαγιά Καλλιόπη, όταν παντρευτήκαμε. Λίγα πράγματα έχει η γιαγιά Σταυρούλα, γιατί δεν τα ΄θελε. Μόνο το εικόνισμα , τη καντήλα της μάνας μας πήρε και μερικά από τα σεντόνια , μαζί με το πάπλωμα της. Τα κοσμήματα τα πήρε η γιαγιά Καλλιόπη που της άρεσαν. Εμένα με ενοχλούν όταν υφαίνω και δεν θέλω να φοράω τίποτα. Πήρα τα περισσότερα υφαντά της .
- Η σιφονιέρα σου γιαγιά της μητέρας σου ήταν;
-Ναι ακριβώς!
-Και το ασημένιο δισκάκι με τα χρωματιστά ποτηράκια για το λικέρ;
-Κι αυτό, από τη προίκα της μάνας μου είναι.
Τις δύο επόμενες Κυριακές το γλέντι συνεχίστηκε στο Αριστοδήμειο, που πήγε η νύφη να δει τους γονείς της. Αυτά ήταν τα πιστόφια, δηλαδή η επίσκεψη στο σπίτι των γονιών. Από τη μέρα που έφυγε η νύφη από το πατρικό της σπίτι, η γίδα που την αγαπούσε πολύ, όλο βέλαζε και δεν έτρωγε. Εν τω μεταξύ, οι Μπουρικαίοι είχαν έναν τράγο που τον δάνειζαν να ζευγαρώνει με τις γίδες του χωριού. Φόρτωσαν τη δεύτερη Κυριακή τη γίδα σε ένα κάρο, και την έφεραν στη Βαλύρα, για να μην είναι παραπονεμένη. Με το γάλα της μεγάλωσα, την αγαπούσα πολύ.
Για έναν χρόνο δεν έτρωγε το ζευγάρι κόλλυβα, δεν παρευρίσκονταν σε μνημόσυνα, ούτε παρακολουθούσαν νεκρώσιμους ακολουθίες. Σε έναν χρόνο ακριβώς ,γέννησε η γιαγιά Γεωργία εμένα. Τρία κορίτσια απέκτησαν και οι γονείς μου και ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Δεν στενοχωρήθηκαν που δεν είχαν αγόρια. Δέχτηκαν αυτό που τους έδωσε ο Θεός.
-Σε ευχαριστώ γιαγιά μου!
Απέκτησαν την μοναδική και ανεπανάληπτη γιαγιά Κωνσταντίνα, την αείμνηστη Κωσταντινιά όλων μας, που τίμησε τη Βαλύρα με το ήθος της και το φωτεινό πέρασμά της σε αυτή τη ζωή. Ας θυμόμαστε με αγάπη και ας μην ξεχνάμε, ιδίως τα ψυχοσάββατα τις γιαγιάδες μας.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
23/7/2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου