Αφιερωμένο σε όσους αγωνίζονται για να περισώσουν τη χλωρίδα και τη πανίδα της Βαλύρας
Η Βαλύρα , προς το τέλος του 1800 , είχε νύμφες στα δάση και τις όχθες της Μαυροζούμενας, Δρυάδες και Αμαδρυάδες, Συλφίδες στον μυρωδάτο αέρα της και Σαλαμάνδρες ,που χόρευαν στις φωτιές του Αι Γιάννη Ριγανά. Είχε όμως κι έναν περαστικό γαμπρό από τη Ζάκυνθο, που ζούσε στη Μεσσήνη, τον λεγόμενο Ζαμπάτο, που έλαβε το παρανόμι του από τα μανουσάκια που έκοβε στον κάμπο της Βαλύρας και τα έλεγε ζαμπάκια.Με αυτά στόλιζε το πέτο στο σακάκι του, και το ασορτί καπέλο του . Η Βαλύρα είχε και μία γύφτισσα, τη Γαλιάντρα, με πνεύμα προφητικό, που όπως εκείνη υποστήριζε, κατοικούσε εντός της από τον προπάππο της στην Αφρική. Η Γαλιάντρα πληρωνόταν καλύτερα από δικαστή παρά τω Αρείω Πάγω, διότι έλυνε, με συνοπτικές διαδικασίες, πολλές και σημαντικές υποθέσεις στη Βαλύρα!
Αυτή την ιστορία που θα σας διηγηθώ , μου την είπε κάποτε ο παππούς μου Γιώργης, που την είχε ακούσει από έναν συμμαθητή του Βαλυραίο, όταν πήγαιναν μαζί στο Σχολαρχείο στην Ανδρούσα, μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο..
Έναν Φεβρουάριο ,πριν το 1900, ήρθε στη Βαλύρα ο Ζαμπάτος, κι αφού στολίστηκε με τα μανουσάκια που μάζεψε στους αγρούς, κάθισε στο καφενείο της πλατείας για να δει τους φίλους του. Αφού τον καλωσόρισαν και τον κέρασαν καφέ, συνέχισαν την συζήτησή τους για ένα θέμα που είχε προκύψει εκείνον τον καιρό. Υπήρχε ένα κυπαρίσσι στη Πέρα Μεριά, πολύ κοντά στην Αγία Παρασκευή ,που πίστευαν ότι ήταν στοιχειωμένο. Αυτό το κατάλαβαν οι Βαλυραίοι γιατί μεγάλωνε πολύ γρήγορα και ήταν πολύ ψηλό , σαν θηρίο ,στο ύψος μιας τετραόροφης πολυκατοικίας θα λέγαμε σήμερα, τρεις φορές πιο ψηλό συγκριτικά με τ΄ άλλα κυπαρίσσια΄, όπως εκείνα στο Μυλόλακκα. Ήταν όλοι πεπεισμένοι ότι πάνω του κατοικεί όχι νύμφη της γης , όχι ψυχούλα Αγίου, αλλά ένα στοιχειό , σαν μαύρη σκιά με χατζάρα, έτσι το φαντάζονταν, και φοβόντουσαν ότι καμιά μέρα θα αρπάξει κανέναν χωρίς να το καταλάβει και θα του κόψει το κεφάλι! Η αγωνία τους κορυφώθηκε όταν τα παιδιά στο σχολείο έκαναν ασκήσεις λαογραφίας και μίλησαν για τα στοιχειωμένα δέντρα και τη λαϊκή παράδοση . Στη συνέχεια διηγήθηκαν χαρτί και καλαμάρι την ιστορία στους γονείς τους . Οι Βαλυραίοι ήθελαν οπωσδήποτε να διώξουν το στοιχειό από το κυπαρίσσι.
Ο Ζαμπάτος τους ενημέρωσε στο καφενείο ότι γνώριζε έναν πολύ παλιό τρόπο από τον τόπο του ,που διώχνεις το στοιχειό από το δέντρο αμέσως. Του τον είχε μάθει ο σερ Διονύσης, που ήταν μεγάλος κτηματίας στη Ζάκυνθο .Δεν τους εξήγησε όμως , που θα πάει να καθίσει στη συνέχεια το στοιχειό, αφού φύγει από το κυπαρίσσι, αλλά αυτό ήταν τη δεδομένη στιγμή μία λεπτομέρεια. Του ζήτησαν να τους περιγράψει τι ακριβώς κάνει, για να πράξουν κι εκείνοι ανάλογα.
-Εμείς στον τόπο μου έχουμε όλοι κλανιόρες, τους είπε σιγανά, κι ένα ζευγάρι από αυτές τις παίρνουμε προίκα , γιατί είμαστε πολύ καθαροί άνθρωποι και δεν θέλουμε να βρωμίζουμε τη γυναίκα μας όταν περδόμαστε στο κρεβάτι, ούτε κι εκείνη εμάς. Το ίδιο και στην εργασία μας. Μαζεύουμε τα αέρια και πηγαίνουμε και τα αδειάζουμε “παρακάτω”, εκεί που δεν ενοχλεί κανέναν και οι άλλοι το εκτιμούν πολύ, που είμαστε διακριτικοί άνθρωποι, και μας εύχονται “τσις υγίες μας”. Τα στοιχειά ,όσο κακά κι αν είναι, δεν αντέχουν την πορδή του ανθρώπου. Το μόνο που τους αρέσει και τα τραβάει είναι το φυσικό άρωμα, που έδωσε ο Θεός στα δέντρα. Αυτά μιλάνε στο δέντρο, είσαι υπέροχο του λένε, το ακούει το δέντρο, χαίρεται κι όλο ψηλώνει! Μόνο με έναν τρόπο μπορεί να φύγει το στοιχειό από το δέντρο, όταν μυρίσει αυτό που σας είπα. Επειδή όμως είναι δύσκολο να τα καταφέρουμε τόσο ψηλά, πηγαίνουμε και αδειάζουμε καταπάνω στο δέντρο τη κλανιόρα!
-Να έρθω έτοιμος μεθαύριο να πάμε να την αδειάσουμε;Τους ρώτησε.
- Εντάξει ,είπαν εκείνοι.
Μόλις το έμαθαν “οι άλλοι”, που ήταν αντίθετων πολιτικών και κοινωνικών πεποιθήσεων, χωρίστηκαν σε δύο μέτωπα:
Πρώτον, υπέρ της κλανιόρας, και δεύτερον υπέρ της Γαλιάντρας, που τους είχε πει ότι μιλάει στα στοιχειά και κατεβαίνουν αμέσως από το δέντρο. Έτσι, την μεθεπόμενη μέρα βρέθηκαν αρκετοί κάτω από το ψηλό κυπαρίσσι κι ο Ζαμπάτος με τη Γαλιάντρα ανάμεσά τους.
-Μη βρωμίσετε το δέντρο, διαφώνησε η Γαλιάντρα, γιατί θα στενοχωρηθεί, δεν θα πίνει πια νερό και θα ξεραθεί. Αν δεν τα καταφέρω να πιάσω τη “ κατσούλα”, τότε να κάνετε ό,τι θέλετε.
Ήταν ανάμεσά τους και δύο γιαγιάδες , μία που γνώριζε για τα παγανά και μία βέρα Χριστιανή. Η μεν πρώτη είπε ότι φεύγει το στοιχειό όταν μυρίσει καμμένα παπούτσια πεθαμένου και κέρατα τράγου και ότι μπορεί να είναι η ψυχή κανενός αβάπτιστου παιδιού, να έχει γίνει σμερδάκι, κατσούλα (γάτα) που μαρκαλάει (βατεύει) τις προβατίνες και η δεύτερη γιαγιά ότι τρεις παπάδες πρέπει με τα άχραντα μυστήρια να γυρίσουν γύρω γύρω από το κυπαρίσσι , να κάνουν σταυρούς για να σταυρώσουν το κακό!
Επειδή ήταν δύσκολο να ξεθάψουν πεθαμένο και να του πάρουν τα παπούτσια, ούτε κανένας θυσίαζε τον τραγί του γι αυτόν τον ιερό σκοπό,να διώξουν το “αποκορωμένο” από το κυπαρίσσι, επίσης, μόνο ένας παπάς υπήρχε στο χωριό και δεν τους προλάβαινε όλους για να τους φροντίσει με τις απαιτήσεις που είχαν, παράλληλα φοβόντουσαν μην με την πορδή του Ζαμπάτου ξεραθεί το δέντρο και είχαν πάνω απ΄όλα περιέργεια να δουν πώς η Γαλιάντρα κατεβάζει στοιχειά από τα κυπαρίσσια, όλοι συμφώνησαν να ξεκινήσει εκείνη αμέσως!
Η Γαλιάντρα έβγαλε από ένα σακί ένα πήλινο λαγήνι με μεγάλο ανοιχτό στόμιο και σφαρδάκλια ,κομμένα και χωμένα μέσα. Παράλληλα κρατούσε ένα κοντοράβδι που το είχε κάνει σουβλάκι με μεγάλα κομμάτια από σφαρδάκλια.
-Για πιάστε το λαγήνι να δείτε πόσο βαρύ είναι , τους είπε , και τώρα φύγετε όλοι , πηγαίνετε να κρυφτείτε απέναντι ,και να παρακολουθείτε ήσυχα, με ραμμένο το στόμα σας, μέχρι να σας φωνάξω. Στη συνέχεια εκείνη άρχισε να κουνάει το σουβλάκι με τα σφαρδάκλια και να κρατάει μπροστά της γερά, ανάμεσα στα πόδια της, κρυμμένο κάτω από το τσιγγάνικη φούστα της το ανοιχτό λαγήνι ,λέγοντας με δυνατή και γλυκιά φωνή ,σαν σειρήνα στο στοιχειό:
-Το δικό σου στάει το δικό μου δε στάει. Το δικό σου στάει, το δικό μου δεν στάει!Το είπε μέχρι δώδεκα φορές.
Μετά τη δωδέκατη κατέβηκε ένα μικρό, διάφανο χρυσαφένιο φεγγαράκι, με μία μακριά λαμπερή ουρά για να φάει, που του άρεσαν τα σφαρδάκλια, και κάθισε πάνω στο σουβλάκι, γιατί νηστεύουν οι ψυχές για να τις αγαπάει ο Θεός και δεν τρώνε κρέας που στάζει, όπως αυτό που τρώνε οι αδαείς άνθρωποι. Μόνο βέβαια η Γαλιάντρα μπορούσε να το δει με ανοιχτούς οφθαλμούς ,οι άλλοι δεν κατάλαβαν τίποτα! Του έριξε καταπάνω του γρήγορα ένα κόκκινο πανί που είχε στη ζώνη της και το έσπρωξε αμέσως με μαγικές κινήσεις μέσα στο λαγήνι , κάτω από τη φούστα της. Το τάπωσε με δύναμη και έδεσε με σχοινί το κόκκινο πανί πάνω στο καπάκι. Τότε είπε σε όλους να πλησιάσουν και να σηκώσουν το λαγήνι ,για να δουν πόσο βαρύ είναι. Όντως ,ήταν δυο φορές πιο βαρύ από πριν!
Πάραυτα, το αντίπαλον δέος δεν την πίστεψε,και απαίτησαν να το ανοίξει αμέσως για να δουν τι έριξε μέσα και βάρυνε ,γιατί όταν ήταν κρυμμένοι δεν μπορούσαν να την παρακολουθήσουν καλά. Οι άλλοι πάλι απάντησαν δεν πειράζει, την πιστεύουμε, ξέρει καλά τη δουλειά της, την πλήρωσαν αδρά και έφυγε, παίρνοντας μαζί της τον θησαυρό του κυπαρισσιού !
Στη συνέχεια κοίταξαν τον Ζαμπάτο και του είπαν όλοι μαζί:
-Πάρε το εργαλείο σου , σε ευχαριστούμε ,αλλά σε παρακαλούμε να μην το αδειάσεις στη Βαλύρα , γιατί θα ξεραθούν τα δέντρα!
Το κυπαρίσσι όμως δεν σταμάτησε να μεγαλώνει, σε τρεις μήνες είχε πάρει πολύ ύψος .Τότε
ξανάπιασαν τη Γαλιάντρα για να τους εξηγήσει τι πήγε στραβά.
-Όλα σωστά τα έκανα τους απάντησε, αλλά όταν αδειάζει μια θέση στα δέντρα πάει άλλος και κάθεται!
-Αυτό δεν μας το είπες από την αρχή, της παραπονέθηκαν.
-Δε με ρωτήσατε, απάντησε εκείνη. Αυτό που μου ζητήσατε να σας κατεβάσω , πάντως το κατέβασα!
-Και πώς θα απαλλαγούμε από το κακοβαρεμένο που είναι τώρα πάνω στο κυπαρίσσι ; Ρώτησαν.
-Θα πρέπει να κόψετε το κυπαρίσσι από τη ρίζα του , τους απάντησε η Γαλιάντρα.
Βρέθηκαν σε αδιέξοδο και επόμενο ήταν να πάνε να ρωτήσουν και τον παπά του χωριού!
-Δεν νομίζω ότι έχει κακά στοιχειά επάνω του το συγκεκριμένο κυπαρίσσι, είπε ο ιερέας, να πάμε να το ράνουμε με λαδάκι που έχω από τη καντήλα του Αγίου Τρύφωνα και αγιασμό από τα Θεοφάνεια, να του διαβάσω και τις ευχές.
Όντως, μία Κυριακή ,μετά τη λειτουργία, ακολούθησαν οι πιστοί τον ιερέα και ευλόγησε το δέντρο. Από τότε δεν πήρε άλλο ύψος το κυπαρίσσι.
-Δεν έχει πάνω δαίμονες , φωτεινές ψυχούλες είναι, τους είπε ο ιερέας.
Μόλις το άκουσαν αυτό, άρχισαν ν΄ ανησυχούν για εκείνον που έκλεισε η Γαλιάντρα μέσα στο λαγήνι , γιατί ήταν καλός, άρα και Βαλυραίος, γιατί όλοι οι Βαλυραίοι είναι καλοί άνθρωποι, επομένως και οι ψυχές τους, άρα τον δικαιούνταν, και της είπαν να τους τον φέρει πίσω! Η Γαλιάντρα όμως τους απογοήτευσε:
-Δεν πρόλαβα τους εξήγησε, γιατί τα ξημερώματα ,που ήμουν σε βαθύ ύπνο, χτύπησε με ορμή το καπάκι στο λαγήνι που το είχα δίπλα μου, πετάχτηκε έξω και μου έδωσε μια κουτελιά βγαίνοντας , και από τότε δεν μπορώ να συνέλθω, το κεφάλι μου βουϊζει συνέχεια και πάω πέρα δώθε. Πρέπει να μου αγοράσετε ένα καινούργιο κλαρωτό μαντήλι ,για να φύγει το κακό από πάνω μου!
Και καινούργιο μαντήλι της αγόρασαν και πολλές θυσίες έκαναν για χάρη της. Κι εκείνη με το αζημίωτο...πολύ τους φρόντισε, ιδίως όταν κατάλαβε ότι έχει και νέο βοηθό, που της μίλαγε μυστικά στο αυτί και έλυνε μαζί της τις υποθέσεις των Βαλυραίων, τον γαμπρό από το κυπαρίσσι!
Όσο για τον ιερέα του χωριού, που τα έβλεπε όλα αυτά, σταύρωνε το στόμα του και δεν μιλούσε καθόλου. Μόνο όταν η κατάσταση έφθανε στο απροχώρητο έκανε τον σταυρό του, κοιτούσε προς τον ουρανό και έλεγε:
-Ήμαρτον Κύριε!
Το 2009, ο ιστοριοδίφης καθ.Ιωάννης Λύρας φωτογράφισε τυχαία ,στο πίσω μέρος στο μαγαζί του Μπαρμπαλιά στη Βαλύρα , ένα οβάλ ημιδιάφανο συννεφάκι, το οποίο υπερίπτατο εμπρός στον τούβλινο τοίχο της αποθήκης εξωτερικά, και δεν ήταν διακριτό με γυμνό οφθαλμό. Ακριβώς πίσω από αυτό το σημείο , ήταν ο αγαπημένος κήπος του παππού Γιώργη και της γιαγιάς Κωνσταντινιάς. Είχε παλιά μία μεγάλη καρυδιά στη βορειοδυτική πλευρά που ξεράθηκε, γι αυτό ο παππούς φύτεψε ένα κυπαρίσσι. Τον Μάρτη του 2020 επισκέφθηκα το χωριό και προς έκπληξή μου διαπίστωσα ότι το κυπαρίσσι του παππού Γιώργη είναι το πιο ψηλό απ΄ όλα τα άλλα στη Βαλύρα! Οι δε λεμονιές δεν κάνουν λεμόνια όπως παλιά. Γεμίζουν καρπό και το κάθε λεμόνι γίνεται μεγάλο ,σαν ένα μικρού μεγέθους ώριμο Αργείτικο πεπόνι!Το μόνο που λείπει είναι η βυσσινί τριανταφυλλιά της γιαγιάς, που ήταν η ωραιότερη του χωριού, αλλά τέτοιο ακριβώς χρώμα, όσο κι αν έχω ψάξει, δεν έχω πετύχει ακόμη. Ήταν σκούρο βυσσινί με μοβ αποχρώσεις, που χρύσιζαν την ώρα του Εσπερινού, όταν η Βαλύρα προσκυνούσε τον Ήλιο της δικαιοσύνης, ψάλλοντας το “Φως Ιλαρόν”. Εξεπλάγην με το κυπαρίσσι ,στράφηκα προς την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου που είναι ακριβώς απέναντι, έκανα τον σταυρό μου ,ήταν κλειστός ο ιερός ναός, γι΄ αυτό άναψα κερί στον Άγιο Αθανάσιο , πήγα τη Κυριακή πρόσφορο και μνημόνευσα τους παππούδες μου. Βέβαια ,ο κήπος φύλαγε και μία άλλη έκπληξη για μένα. Στην είσοδο βρήκα φυτεμένα δύο οριζοντιόκλαδα κυπαρίσσια. Κάθε χρόνο πηγαίναμε μαζί με τον παππού στο κτήμα του ,στη Πέρα Μεριά ,και κόβαμε ένα κλαδί για να το στολίσουμε κατά τη περίοδο των Χριστουγέννων, και ούτως να τιμήσουμε τη παλιά και τη νέα παράδοση στη Βαλύρα. Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα, που θα το συζητήσουμε προσεχώς, τα ερχόμενα Χριστούγεννα.
Το Γοργόρεμα μετρά απολιθώματα στη γη , γιατί νερό δεν υπάρχει πλέον. Οι υπέροχοι κόκκινοι, πορτοκαλί και κίτρινοι κρίνοι στο κτήμα της αδελφής της γιαγιάς μου Καλλιόπης δεν φυτρώνουν πια, μόνο κάπου κάπου συναντάς μερικά δέντρα, όπως λεμονιές και πορτοκαλιές, που άντεξαν στον χρόνο. Όμως, οι ελιές παραμένουν αθάνατες στο ύψος τους, παράγουν σταθερά καρπό, και όταν βρέξει στολίζεται η γη με ανεμώνες κι άλλα ανοιξιάτικα ,πανέμορφα άγρια λουλουδάκια . Τα κυπαρίσσια δεν εγκατέλειψαν την Βαλύρα, αλλά αν κατοικούν επάνω τους ψυχούλες, όπως αυτές παλιά στο κυπαρίσσι της Αγίας Παρασκευής ,μόνο ο παπάς του χωριού μπορεί να μας το επιβεβαιώσει! Περισώστε ό, τι μπορείτε με αγάπη στο χωριό μας. Καλύτερα να μην καίμε με χημικά τίποτα, ας κόβουμε με υπομονή και ας καίμε τα περιττά, με τον τρόπο που γνωρίζαμε παλιά. Ως αγνοί εραστές της γης , χρηστά τέκνα του Θεού, ας διατηρήσουμε ζωντανές τις μνήμες και τη ψυχή της Βαλύρας μας.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου