Αφιερωμένο στους ελαιοπαραγωγούς της Βαλύρας
Η Κωνσταντινιά ήταν μία παραδοσιακή Βαλυριώτισσα, που γεννήθηκε λίγο μετά τον Α΄Παγκόσμιο πόλεμο στο χωριό. Προερχόταν από μία πολύ καλή χριστιανική οικογένεια και ήταν η πρώτη κόρη ανάμεσα σε τρεις αδελφές, τη Καλλιόπη και τη Σταυρούλα. Ήταν η αγαπημένη της μητέρας της Γεωργίας, γιατί την ακολουθούσε κατά γράμμα και από μικρή ηλικία έμαθε όλα τα μυστικά της υφαντικής τέχνης , του ραψίματος και του κεντήματος, της παρασκευής τοπικών προϊόντων όπως ήταν το πήξιμο του τυριού, οι μυζήθρες, οι χυλοπίτες , ο τραχανάς, οι ελιές, τα τουρσιά, τα λουκάνικα, το σύγκλινο, ο πελτές, τα παραδοσιακά φαγητά και γλυκά. Είχε αναπτύξει και άλλες δεξιότητες η Κωνσταντινιά, όπως τη καλλιέργεια του κήπου και την αποξήρανση των οσπρίων , σκόρδων, κρεμμυδιών, και άλλων λαχανικών. Γνώριζε πώς να πήζει ωραίο σαπούνι, να φτιάχνει τα λούπινα τις απόκριες και να κάνει υπέροχες πίτες με υλικά από τον κήπο της, όπως κολοκυθόπιτες, γλυκιές σπανακόπιτες με μαύρη σταφίδα , και πίτες με σπαράγγια και μανιτάρια του βουνού δικής της έμπνευσης. Βοηθούσε τον άντρα της όταν έφτιαχνε το κρασί της χρονιάς και φρόντιζαν μαζί τα ζωντανά τους, γιατί ήταν κτηνοτρόφοι. Την πρώτη χρονιά που παντρεύτηκαν, οι ελιές που της έδωσαν προίκα οι γονείς της στα Αγρίλια, έκαναν πολύ καρπό και το λάδι έφτασε πλουσιοπάροχα μέχρι τον επόμενο χειμώνα, πέρα από εκείνο που πούλησαν. Τη δεύτερη χρονιά η σοδειά ήταν πολύ μικρή, αλλά ήταν αναμενόμενο, γιατί πάντα έτσι συνέβαινε και συμβαίνει στους ελαιώνες στο χωριό.
Όμως, τη τρίτη χρονιά, που όλων τα ελαιόδεντρα ήταν γεμάτα, της Κωνσταντινιάς ζήτημα να είχαν ένα σακί ελιές επάνω τους. Αφού έφεραν έναν γεωπόνο εκείνης της εποχής να δει το κτήμα και δεν διαπίστωσε κάποιο πρόβλημα στα δέντρα, εκείνη έκανε τον σταυρό της και όταν εξομολογήθηκε το ανέφερε στον παπά. Ο ιερέας στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου προβληματίστηκε και τη ρώτησε:
-Μήπως υφαίνεις στις γιορτές ή πήζεις σαπούνι Κωνσταντίνα;
-Όχι παπά μου .
-Μήπως δεν σέβεσαι και προσπαθείς να πιάσεις παιδί σε μέρες γιορτών;
-Όχι παππούλη μου , προσέχω.
-Μήπως δοκιμάζεις το τυρί αν έχει πήξει σωστά όταν έχουμε νηστεία και διακόπτεις το πρόγραμμά σου;
- Καθόλου, προσέχω.
-Μήπως σου έχει ξεφύγει κάποιος Άγιος και δεν το έχεις τιμήσει;
- Παρακολουθώ τις γιορτές στο ημερολόγιο παππούλη, τραβάω τα χαρτάκια και τα διαβάζω κάθε μέρα. Επειδή όμως πάντα έχουμε κι από κάποια γιορτή, σίγουρα δεν έχω τιμήσει όπως πρέπει ορισμένους αγίους.
-Τώρα το είπες σωστά, της απάντησε ο ιερέας.
Στη συνέχεια η Κωνσταντινιά σκέφτηκε, φωτίστηκε και ρώτησε:
-Μήπως έχουν και οι ελιές τον άγιο τους παππούλη;
-Βεβαίως ,απάντησε εκείνος .Έχουν τον Άγιο Τρύφωνα, τον Άγιο Ευστάθιο, και τον Άγιο Ιουλιανό τον Λίβυο. Του Αγίου Τρύφωνα ανάβουμε τις καντήλες αυτών των αγίων στην εκκλησία μας.
-Πω! Πω! Τι έπαθα η αγράμματη, απάντησε η Κωνσταντινιά. Ούτε που τους έχω τιμήσει και αυτοί προσέχουν τις ελιές μου. Καλά μου έκανε ο Θεός, για να μάθω! Πού μπορώ να βρω τη εικόνα τους για να τους βάλω στο εικόνισμα ;Ρώτησε.
-Θα σου τις φέρω τη Κυριακή από το σπίτι, απάντησε ο ιερέας.
-Και πότε είναι του Αγίου Τρύφωνα; Ρώτησε η Κωνσταντίνα.
-Είναι 1η Φεβρουαρίου, απάντησε ο παπάς.
-Τώρα έχουμε 15 Ιανουαρίου, σκέφτηκε εκείνη. Τι πρέπει να κάνω παπά μου για τη μέρα της γιορτής του Αγίου;
-Να ζυμώσεις ένα πρόσφορο και να το φέρεις εδώ στην εκκλησία .Μετά τη λειτουργία μπορούμε να πάμε στο κτήμα να διαβάσουμε την ευχή για τις ελιές.
Η Κωνσταντινιά πολύ ανακουφίστηκε και κάθε βράδυ ζητούσε συγχώρηση που ξέχασε τον Άγιο Τρύφωνα. Παράλληλα, υποσχέθηκε ότι την επομένη χρονιά αν έχουν οι ελιές της καρπό, θα πάει έναν τενεκέ λάδι στην εκκλησία για τα καντήλια του Αι Θανάση. Άκουσε τη συνείδηση μέσα της που της είπε, να δώσεις κι έναν τενεκέ στον πιο φτωχό άνθρωπο του χωριού.
Το ξημέρωμα της 1ης Φεβρουαρίου ο ιερέας άναψε τη καντήλα του Αγίου Τρύφωνα και του Αγίου Ευσταθίου. Μετά τη θεία λειτουργία πήρε λάδι από τις καντήλες και ύδωρ από τα
Θεοφάνεια και ξεκίνησε με τη συνοδεία των γυναικών που ήταν στην εκκλησία για το κτήμα της Κωνσταντινιάς.
Ακολούθησε εκείνη με τις γειτόνισσες, αδελφές και ξαδέρφες της και συνόδεψαν τον παπά στα Αγρίλια με πολλή χαρά αλλά και συγκίνηση, γιατί δεν γνώριζαν το έργο των αγίων που επιστατούν και προστατεύουν τα κτήματα τους. Οι άντρες είχαν αναλάβει άλλες σημαντικές εργασίες από τα ξημερώματα.
Ο ιερέας έρανε σταυροειδώς το κτήμα, και διάβασε τις ακόλουθες ευχές από το μικρό ευχολόγιο:
Του Κυρίου δεηθώμεν
Κύριε, ο Θεός ημών, ο εν αρχή της δημιουργίας σου ποιήσας τον ουρανόν και την γην.....
Συνέχισε με τον εξορκισμό του Αγίου Μάρτυρος Τρύφωνος:
Όντος μου ο Λαμψάκου μου κώμη, και τας χήνας επιμελουμένου και βόσκοντος, οργή κατήλθεν από Θεού.......
Ακολούθησε ο όρκος:
Ορκίζω υμάς ......μη αδικήσητε τον ελαιώνα της δούλης του Θεού Κωνσταντίνας, αλλά απέλθετε εις τα άγρια όρη, εις τα άκαρπα ξύλα, εις α εχαρίσατο υμίν ο Θεός την καθημερινήν τροφήν......
Αμήν .Ειρήνη πάσι, τους σταύρωσε ο ιερέας και συνέχισε:
Τας κεφαλάς τω Κυρίω κλίνωμεν.
Του Κυρίου δεηθώμεν.
Ύστερα είπε το ακόλουθο:
Δέσποτα κύριε, Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο εν τη ενσάρκω σου οικονομία ευλογήσας την Βηθλεέμ....Αμήν.
Ολοκληρώθηκε η ευλογία του κτήματος της Κωνσταντινιάς με την ευχή “ επί ευλογήσει σπόρου”.
Κύριε ο Θεός ημών, εκ της αχράντου και πάμπλουτου παλάμης Σου, την προκειμένην προ οφθαλμών σου των σπερμάτων παροχήν εκομισάμεθα. Δέσποτα, και ταύτην σοι παρακαταθέσθαι δεόμεθα, ου γαρ εθαρρήσαμεν τοις αψύχοις της γης κόλποις εγκαθείρξαι ταύτα, ειμή αφορώμεν εις το πρόσταγμα της Σης μεγαλειότητος, το κελεύσαν εκτενείν και βλαστήσαι την γην, και δούναι σπέρμα τω σπείροντι και άρτον εις βρώσιν. Και νυν δεόμεθα σου, ο Θεός ημών επάκουσον ημών δεομένων σου, και άνοιξον ημίν τον θησαυρόν σου τον μέγαν, και αγαθόν, και ουράνιον, και εκχέον την ευλογίαν σου, έως του ικανωθήναι κατά τας αψευδείς σου επαγγελίας, και διάστειλον αφ΄ημών άπαντα τα βιβρώσκοντα τον καρπόν της γης ημών, και πάσαν παιδείαν, δικαίως επαγομένην ημίν δια τας αμαρτίας ημών, και τους πολλούς σου οικτιρμούς κατάπεμψον επί πάντα τον λαόν σου. Χάριτι και φιλανθρωπία του μονογενούς σου Υιού, μεθ ού ευλογητός ει, συν τω παναγίω, και αγαθώ, και ζωοποιώ Σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ο ιερέας όχι μόνο ευλόγησε τις ελιές, αλλά και ό, τι άλλο είχε φυτέψει η Κωνσταντινιά στο κτήμα.Την επόμενη χρονιά τα δέντρα των άλλων, ως συνήθως , δεν είχαν καρπό , αλλά της Κωνσταντινιάς οι ελιές ήταν τσακιστές. Τήρησε την υπόσχεσή της όσον αφορούσε τον έναν τενεκέ με λάδι για την εκκλησία. Αλλά δεν ήξερε ποιος είναι ο πιο φτωχός άνθρωπος στο χωριό. Αναρωτιόταν και άκρη δεν εύρισκε. Φοβόταν μην κάνει λάθος και αδικήσει κανέναν, ώσπου ονειρεύτηκε κάτι που την εξέπληξε εντελώς. Της είπε ο Άγιος Τρύφωνας στον ύπνο της ότι ο πιο πτωχός άνθρωπος στο χωριό ήταν ένας πολύ πλούσιος Βαλυραίος, που είχε δικούς του ελαιώνες, πολλά κτήματα και μεγάλο σπίτι. Αυτός ήταν πολύ νευρικός, μισάνθρωπος και σπαγκοραμμένος. Η Κωνσταντινιά απόρησε και ρώτησε τον Άγιο:
-Μα αυτός δεν έχει τόσα πολλά;
-Τίποτα δεν έχει της απάντησε ο Άγιος. Υποφέρει από το στομάχι του γιατί νομίζει ότι τρώει καλό φαγητό κι ο Θεός φαγητό δεν του δίνει, όλα του τα κάνει μια μεγάλη ξινίλα . Έτσι πληρώνει για τις αμαρτίες του, γιατί χρωστάει πολλά. Να του δώσεις έναν τενεκέ λάδι.
-Και τα παιδάκια που πεινάνε άγιε μου;Ρώτησε η Κωνσταντίνα.
-Αυτά τρώνε μια μπουκιά ψωμί με τις ευλογίες του Θεού και γίνεται αρνάκι λουκούμι στη κοιλιά τους. Και τα περιστέρια, μικρές πέτρες τρώνε όταν δεν βρίσκουν σπόρους, αλλά χαίρονται γιατί ο Θεός τους τα κάνει υπέροχα γλυκά στη κοιλία τους!
-Εσύ Άγιε μου τρως λαδάκι; Ρώτησε η Κωνσταντίνα.
-Μόνο η καντήλα μου, τους αγίους τους τρέφει η θεία Χάρις, απάντησε ο Άγιος Τρύφων.
Τι να κάνει η Κωνσταντινιά; Έβαλε ένα τενεκέ λάδι μέσα σε μία κόφα , έφτιαξε και το αντίβαρο από την άλλη μεριά στο σαμάρι στον γάιδαρο και πήγε να τον βρει. Εκείνος ούτε που ήθελε να την ακούσει.
-Σε παρακαλώ του είπε, κράτησε αυτό το λαδάκι γιατί έχω κάνει τάμα και του κατέβασε τον τενεκέ. Εκείνος κλώτσησε τον τενεκέ από τα νεύρα του, άντε τρελή από εδώ της είπε , αλλά όταν έφυγε η Κωνσταντίνα έβαλε το λάδι στο υπόγειο του και σκεφτόταν να το πουλήσει.
Μετά από έναν μήνα της χτύπησε την εξώπορτα στην αυλή του σπιτιού και της είπε ότι το λάδι της είναι ελαφρύ και του έκανε καλό στο στομάχι. Να του ετοιμάσει να αγοράσει δύο τενεκέδες.
Αναφέρει ο Νικόλαος Πολίτης ότι την ημέρα του Ευαγγελισμού τα στάχυα σκύβουν και φιλούν τη γη, την αποχαιρετούν και λένε:
-Έχε γειάν μανούλα μου, και πα ,μας φαν οι λύκοι.
Η γη τους χαιρετά κι εκείνη και λέγει:
-Εσάς οι λύκοι τρώγουν σας, μα εγώ τρώγω τους λύκους.
Έτσι συνέβη και με το λάδι της Κωνσταντινιάς. Πωλούσε στον σπαγκοραμμένο σε φθηνή τιμή. Από τότε κάθε χρόνο της ζητούσε να του κρατάει τρεις τενεκέδες, μέχρι που αποδήμησε εις Κύριον. Η ευλογία των δέντρων έσωσε το στομάχι του, αλλά τον έφαγε το μαύρο χώμα.
Ακόμη και σήμερα, οι ελιές της Κωνσταντινιάς κάνουν λάδι που είναι ελαφρύ και φίνο, γιατί έτσι θέλει ο Θεός.
Επειδή οι ελιές μας έχουν τον άγιο τους, καλό είναι να τις ραίνει ο ιερέας του χωριού και να ευλογεί τα κτήματά μας. Έχω μία ελίτσα στο μπαλκόνι στην Αθήνα, που ανελλιπώς της διαβάζω την ευχή του Αγίου Τρύφωνα τη 1η Φεβρουαρίου και τη ραίνω με το λαδάκι της καντήλας. Της φορώ κι έναν Μάρτη, κάθε 1η Μαρτίου. Μου κρατάει συντροφιά με τη θετική της ενέργεια και μου θυμίζει τη γιαγιά μου τη Κωνσταντινιά, που φορώντας το μαύρο της τσεμπέρι ευχαριστούσε τον Θεό για τη νέα σοδειά που της έδωσε και μοίραζε τα καλούδια της , ό, τι έφτιαχνε με μεράκι στη γειτονιά ,με πολλή αγάπη. Ας είναι ευλογημένη η γη που την αναπαύσει.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου