Ο παππούς Σταύρος που ζούσε στο Μπιζάνι της Βαλύρας, όταν υπηρέτησε στον Ελληνικό στρατό το 1905, έτυχε κοντά στο στρατόπεδο να βρίσκεται μία μικρή νεόκτιστη εκκλησία, για την οποία ο διοικητής του έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί ήταν αφιερωμένη στην Παναγία και την μητέρα του την έλεγαν Παναγιώτα. Η εκκλησία χρειαζόταν αγιογράφηση, οπότε ρώτησε όλους τους στρατιώτες αν κάποιος γνωρίζει τη συγκεκριμένη τέχνη . Τελικά βρέθηκε ανάμεσα στους νεοσύλλεκτους ένας ειδικευμένος στην αγιογραφία, ο Φώτης. Στην συνέχεια αναζήτησαν στο στρατόπεδο έναν βοηθό ο οποίος να ζωγραφίζει καλά, ασχέτως αν δεν έχει γνώσεις αγιογραφίας και προσφέρθηκε ο νεαρός τότε παππούς Σταύρος.
Ο Φώτης και ο Σταύρος, τα χρόνια της στρατιωτικής θητείας τους, ασχολήθηκαν κατ΄ εξοχήν με την αγιογράφηση της μικρής εκκλησίας της Θεοτόκου, κοντά σε στρατόπεδο στη Βόρεια Ελλάδα. Προτού όμως ξεκινήσουν τις τοιχογραφίες, έκαναν μία εντατική προετοιμασία για να συλλέξουν όλα τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία που χρειάζονταν. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και τα κονδύλια , δηλαδή τα πινέλα , που έπρεπε να τα προετοιμάσουν μόνοι τους, γιατί δεν υπήρχαν τόσο καλά υλικά στο εμπόριο για να προμηθευτούν άμεσα. Τα κονδύλια έπρεπε να είναι από ειδικές τρίχες ζώων, κι ενώ στις εικόνες χρησιμοποιούσαν σκληρές τρίχες από σαμούρι ή σιτζάπι, ζώα που ζουν στα βόρεια μέρη, για τις αγιογραφίες τα ανοιχτάρια έπρεπε να είναι από τρίχες χαίτης γαϊδάρου, από αστράγαλο βοδιού, από ίσες τρίχες γίδας και τρίχες από σαγόνι μουλαριού. Για τα μεγάλα προπλαστάρια χρειάζονταν τρίχες από χοίρο.
Αφού εξέθεσαν το πρόβλημα τους στον διοικητή, του ζήτησαν την άδεια να επισκεφτούν το γειτονικό χωριό, με ένα χαρτί εκ μέρους του, το οποίο να βεβαιώνει στους κατοίκους τον λόγο της επίσκεψής τους και την ανάγκη για συνεργασία.
Ο διοικητής ευχαρίστως συνέταξε επιστολή περί κονδυλίων και τριχών ζώων , παρακάλεσε τους κτηνοτρόφους της περιοχής και αγρότες, όπως συλλεχθεί κατάλληλο υλικό για την κατασκευή των αναγκαίων κονδυλίων για την αγιογράφηση της εκκλησίας της Θεοτόκου, και οι δύο θαρραλέοι τεχνίτες έδρασαν τάχιστα.
-Τι τρίχες ψάχνετε, τους ρώτησαν οι κάτοικοι, αφού τους είπαν ότι προετοιμάζονται για την αγιογράφηση της εκκλησίας της Παναγιάς.
-Μαλακές για τον τοίχο, για να μην καταστρέφεται ο νωπός ασβέστης όταν αγιογραφούμε, εξήγησε ο Φώτης. Ύστερα τους εξήγησε από ποια ζώα χρειάζεται να συλλέξουν τρίχες.
Οι κάτοικοι του γειτονικού χωριού πολύ εντυπωσιάστηκαν, γιατί δεν είχαν ξανακούσει ότι οι αγιογράφοι φτιάχνουν πινέλα με τρίχες από ζώα, μάλιστα σκέφτηκαν ότι ενδεχομένως ήταν ένας καλός τρόπος για να εξοικονομήσουν χρήματα. Κάποιοι μάλιστα όρισαν τιμή, τόσο για τον κόπο να πιάσουν το ζώο και να το κουρέψουν, όσο και για το ψυχικό κόστος του ζώου που θα είναι κουρεμένο και την μη αποδεκτή κοινωνική του εμφάνιση , αφού συνήθως κούρευαν το καλοκαίρι μόνο τις γίδες και τα πρόβατα, τα δε υπόλοιπα ζώα εξαιρούνταν αυτής της υποχρέωσης . Μέσα σε όλα, ένα συναίσθημα καχυποψίας και ματαίωσης ήταν διάχυτο σε όσους ενημερώθηκαν.
-Να σου δώσω τρίχες από τον αστράγαλο στο βόδι, κι αν αυτό τρομάξει και πέσει καταπάνω μου και με αφήσει μισό, τι αποζημίωση θα λάβω;Τους είπε ένας αγρότης
-Το γουρούνι για να το πιάσω και να το ξυρίσω θα με ρίξει μέσα στο βούρκο και δεν θα σηκωθώ, απάντησε ένας γέροντας.
-Σφάζετε ζώα στο χωριό, η τα πουλάτε; Ρώτησε ο Σταύρος.
-Συνεννοηθείτε με τον χασάπη, τους απάντησε μία αγρότισσα.
Αφού επισκέφτηκαν τον χασάπη, τον διαβεβαίωσαν, εκ μέρους του διοικητή, ότι θα τον προτιμήσουν και θα αγοράσουν κρέας ένα Σάββατο από το κατάστημά του για τον στρατό. Εκείνος προθυμοποιήθηκε να τους συγκεντρώσει τις απαιτούμενες τρίχες.
Όσα γουρούνια έσφαζε τα ξύριζε και συγκέντρωνε τρίχες. Οπότε σύντομα έφτιαξαν κονδύλια , μεγάλα προπλαστάρια , δένοντας τις τρίχες με σπάγκο ( που τον περνούσαν πρώτα από κερί), πάνω σε κατάλληλο ξύλο. Δεν προτιμούσαν το δέσιμο με σύρμα για να μην σκάψουν κατά λάθος τον νωπό ασβέστη . Έφτιαξαν πλατύ, μαλακό πινέλο για μεγάλους προπλασμούς, έναν για τον καθένα τους, τον λεγόμενο σουμαδόρο. Χρειάζονταν όμως στρογγυλά ,μαλακά πινέλα, που οι τρίχες τους να στέκονται ζωηρές και ενωμένες όταν βραχούν και λεπτά φουντωτά πινέλα, να κρατούν το χρώμα στη φούντα και στην άκρη να τελειώνουν σε δύο-τρεις τρίχες.
Μια μέρα τους κάλεσε ο χασάπης και τους είπε:
-Σήμερα έχουμε γιορτή στο χωριό και τρώμε γίδα βραστή. Σας μάζεψα μπόλικες τρίχες από τις δύο γίδες που σφάξαμε.
Εκείνοι χάρηκαν, αλλά χρειάζονταν κι άλλες από χαίτη γαϊδάρου και σαγόνι μουλαριού.
Τι να κάνουν, σκέφτηκαν να νοικιάσουν έναν γάιδαρο για μια μέρα και ένα μουλάρι, δήθεν για να μεταφέρουν υλικά στην εκκλησία και να τα κουρέψουν διακριτικά!
Την ώρα που σκέπτονταν αυτά ,καθισμένοι σε δύο ξύλινες καρέκλες με ψάθα μέσα στην εκκλησία, μπήκε μέσα στον ιερό ναό ένα αγριοπούλι ,πετούσε τρομαγμένο πέρα δώθε για να βρει την έξοδο και έσκασε πάνω σε ένα σημείο στον νωπό ασβέστη στον τοίχο και τους έκανε μεγάλη ζημιά.
-Κοίτα να δεις που κάναμε πονηρή σκέψη και αμέσως μας τιμώρησε η Παναγιά, είπε ο Σταύρος.
-Δίκιο έχεις, διαπίστωσε ο Φώτης, κοιτάζοντας τον τοίχο που έπρεπε να τον δουλέψουν πάλι από την αρχή.
-Τίποτα, να κάνουμε τον σταυρό μας και ας φωτίσει η Παναγιά κάποιον να μας φέρει τρίχες, απάντησε ο Σταύρος.
Μετά από τρεις ημέρες, στον Εσπερινό του Σαββάτου, τους επισκέφτηκε μία γιαγιά από ένα άλλο χωριό, που ήταν μία ώρα μακριά με τα πόδια από την εκκλησία.
Αφού τελείωσε ο Εσπερινός, ζήτησε να δει τους τεχνίτες, που έκαναν τις τοιχογραφίες. Εκείνη την ώρα μόνο ο Σταύρος ήταν στην εκκλησία, ο Φώτης είχε πάει να φέρει κάποια υλικά.
-Παλικάρι μου, του είπε, έμαθα από την ξαδέλφη μου, που μένει στο διπλανό χωριό, ότι ζητάτε τρίχες από χαίτη γαϊδάρου και σαγόνι μουλαριού. Τα ζωντανά μου, όταν τους είπα ότι είναι για τα κονδύλια της Παναγίας τα μαλλιά τους, κάθισαν και τα κούρεψα! Εδώ έχω και την πλεξίδα μου, που κουρεύτηκα όταν γέννησα το πρώτο μου παιδί, γιατί μου έπεφταν τα μαλλιά. Μπορεί και αυτές να σας φανούν χρήσιμες, και του έδωσε τη πλεξίδα της ,δεμένη με μία πλεκτή χρυσή κορδέλα.
- Τη πλεξίδα σου γιαγιά θα την χαρίσουμε στην εικόνα της Παναγιάς, και των ζώων θα τις κάνουμε ωραία κονδύλια , απάντησε ο Σταύρος.
-Σε ποια εικόνα: Ρώτησε η γιαγιά.
-Σε εκείνη που θα αγιογραφήσουμε πάνω σε σανίδι, όταν τελειώσουμε πρώτα με τις τοιχογραφίες, εξήγησε ο Σταύρος.
Εκείνη την ώρα κατέφθασε φορτωμένος και ο Φώτης.
-Ρωτά η γιαγιά σε τι σανίδι θα ζωγραφίσουμε την Παναγία Οδηγήτρια, τον ενημέρωσε ο Σταύρος.
-Σε φλαμούρι, πυξάρι, κελεμπέκι ή δρυ, απάντησε ο Φώτης.
-Η καρυδιά δεν είναι καλή; ΄Ρώτησε η γιαγιά.
Όχι, γιατί σχίζεται με τον καιρό και την τρώει το σκουλήκι, απάντησε ο Φώτης.
-Η καστανιά; Ρώτησε η γιαγιά.
-Δεν είναι κατάλληλη , της εξήγησε υπομονετικά.
-Ούτε το πεύκο;
-Ούτε το πεύκο, γιατί σαπίζει.
-Δηλαδή τίποτα άλλο δεν είναι κατάλληλο;
-Είναι και το σιδερόξυλο πουρνάρι, απάντησε ο έμπειρος τεχνίτης.
Επίσης, μερικές φορές αφαιρούν τα νεύρα από κάποιες πλάκες ψίχας ξύλου και δεν κινδυνεύουν να στραβώσουν ή να φαγωθούν από σκουλήκι. Εμείς βέβαια εδώ χρειαζόμαστε μεγάλο σανίδι για την εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας.
-”Θα είναι από δρυ”, απάντησε η γιαγιά, τους χαιρέτισε και έφυγε.
-Κάτι μάλλον έχει υπόψη της η γιαγιά, είπαν και οι δύο μεταξύ τους γελώντας.
Ευχαρίστησαν την Παναγία, που επιτέλους δεν τους έλειπε τίποτα, όσον αφορούσε τα κονδύλια τους.
Πέρασε ο καιρός , τους έτυχαν πολλές προκλήσεις και απρόοπτα αγιογραφώντας ,που δεν τα περίμεναν, αλλά έμαθαν πολλά πράγματα ,σχετικά με την τοιχογραφία σε πρακτικό επίπεδο, εξασκούμενοι συνεχώς. Λίγο πριν απολυθούν, είχαν τελειώσει με την αγιογράφηση της εκκλησίας, αλλά δεν είχαν προλάβει να αγιογραφήσουν την εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, όπως είχαν προγραμματίσει.
Ο διοικητής, οι τοπικοί εκκλησιαστικοί παράγοντες και τα στρατευμένα νιάτα ήταν ενθουσιασμένοι με το καταπληκτικό αποτέλεσμα και την επιμελή προσπάθεια των δύο στρατιωτών. Το ίδιο και οι χωριανοί, που ήταν δύσπιστοι τον καιρό που συγκέντρωναν τρίχες για τα κονδύλια τους. Η γιαγιά είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης και δεν την ξαναείδαν. Εκείνο όμως που τους έκανε εντύπωση ήταν ότι ο μητέρα του διοικητή έφερε και αφιέρωσε μία εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, στον ιερό ναό της Θεοτόκου, αγιογραφημένη πάνω σε σανίδι από δρυ! Τότε θυμήθηκαν εκείνο που τους είχε πει η γιαγιά, “ θα είναι από δρυ”, ξετρύπωσαν την πλεξίδα της, τη φίλησαν και τη τοποθέτησαν τυλιγμένη πίσω από την εικόνα της Παναγίας.
Ο νεαρός τότε Σταύρος επέστρεψε μετά την απόλυσή του από το στρατό στη Βαλύρα ,με ένα κασελάκι γεμάτο κονδύλια από τρίχες ζώων, τη συλλογή του από τη Βόρεια Ελλάδα. Ο γιος του και ο εγγονός του δεν είχαν έφεση στη ζωγραφική, και ο δισέγγονος του που είχε, δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει. Ποτέ ξανά δεν αγιογράφησε ο Σταύρος, γιατί η σκληρή πραγματικότητα της ζωής και οι υποχρεώσεις της οικογένειας τον κράτησαν μια ζωή δέσμιο με τα ζώα και τα χωράφια του. Μόνο ,όταν μετά από χρόνια ,ο δισέγγονος του Γιώργος άνοιξε το κασελάκι του προπάππου του, αναρωτήθηκε γιατί είχε τόσα πολλά πινέλα από τρίχες και ο πατέρας του τού είπε την ιστορία, αυτή που σας διηγήθηκα.
Ο Γιώργος ζωγράφισε πολύ, σε ερασιτεχνικό επίπεδο, είχε ιδιαίτερο ταλέντο, το οποίο επιβεβαιώθηκε και με τα βραβεία που έλαβε για τα έργα του. Όμως, η επίγεια ζωή θέλησε να τον εγκαταλείψει νέο , για να συναντήσει όλους τους άνδρες της οικογένειας του ,στα παραδείσια πεδία που αναπαύονται. Ο Θεός ας τους χαρίζει γαλήνη, ποτέ δεν θα ξεχαστούν, γιατί οι μνήμες τους ζουν μέσα μας. Ας φροντίσουμε να διατηρήσουμε σε καλή κατάσταση τα κονδύλια της ζωής μας, ώστε η εικόνα του εαυτού μας, που σχεδιάζουμε σε αυτή τη ζωή, να είναι θεάρεστη.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
29/7/2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου