Αφιερωμένο στους Βαλυραίους ήρωες του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου
Η Βαλύρα ανέδειξε ήρωες τόσο κατά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό, όσο και στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Ανάμεσα στα τιμώμενα πρόσωπα του χωριού μας περιλαμβάνεται και ο νεαρός σαγματοποιός και εκπαιδευτής αλόγων Δημήτρης Κατσίρης , ο οποίος έπεσε υπέρ Πατρίδος στα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Η πρόσοψη του παλιού σιδηρουργείου του αείμνηστου Μπαρμπαλιά αποτελεί ένα μικρό μέρος από τη προπολεμική οικία που κληρονόμησε η Ευσταθία Γρίβα από τον πατέρα της Δημήτριο και είναι ο χώρος που είδε το φως της ζωής του ο ήρωας Δημήτρης Κατσίρης.
Ο Δημήτριος Γρίβας, ο παππούς του Δημήτρη Κατσίρη, ήταν ένας ευκατάστατος Βαλυραίος κτηματίας με σεβαστή ακίνητη περιουσία, που την μοίρασε στην κόρη του Ευσταθία που απέκτησε από τον πρώτο του γάμο, και στα άλλα τέσσερα παιδιά του, Γιώργο , Κωνσταντίνο , Μαρία και Γιαννούλα, από τον δεύτερο γάμο του. Μετά τον ιερό ναό του Αγίου Κων/νου και Ελένης, οδεύοντας προς την γέφυρα της Βαλύρας, ακολουθεί το σιδηρουργείο του Μπαρμπαλιά, που ήταν το σπίτι της Ευσταθίας, στη συνέχεια της αδελφής της Μαρίας, κατόπιν ήταν το αρχοντικό του παππού Δημήτρη Γρίβα, που το κληρονόμησε ο γιος του Κωνσταντίνος και στη συνέχεια το σπίτι του Γιώργου Γρίβα. Η αδελφή τους Γιαννούλα πήρε την περιουσία της σε χρήματα και παντρεύτηκε στη Λάμπαινα. Η Ευσταθία, εκτός από το σπίτι στη Βαλύρα, κληρονόμησε από τους γονείς της και τρία στρέμματα ελιές στις Ξιφάρες, προς τη Λάμπαινα, κτήμα με κατάλληλο χώρο για το γύμνασμα των αλόγων του γιου της Δημήτρη Κατσίρη.
Η Κατσίραινα γεννήθηκε περίπου το 1890. Ήταν μοναχοκόρη και μοσχοαναθρεμένη. Ο χώρος που στη συνέχεια διαμορφώθηκε σε οικία για να στεγάσει εκείνη και τον άντρα της από το Πλατύ ,ήταν το εργαστήριο του πατέρα της . Εκεί επισκεύαζε τα σαμάρια για τα ζώα του, στο πίσω μέρος του κτίσματος, ενώ στα δύο δωμάτια της πέτρινης πρόσοψης η μητέρα της είχε στήσει τον αργαλειό της και ετοίμαζε υφαντά για τις ανάγκες του σπιτιού και την προίκα της μοναχοκόρης της. Δυστυχώς, η μητέρα της Ευσταθίας έφυγε ενωρίς από τη ζωή και τη βρήκε η εφηβεία με την νέα γυναίκα του πατέρα της και τα τέσσερα αδέλφια της . Η Ευσταθία προτίμησε να μένει μόνη της, εκεί που ήταν ο αργαλειός της μητέρα της και να μην ζει την ένταση της νέας οικογένειας, γι΄ αυτό ο πατέρας της είχε διαμορφώσει τον χώρο σ ΄ένα μικρό και λειτουργικό σπίτι και ενδιαφερόταν να την παντρέψει σύντομα.
Τον άντρα της , που καταγόταν από το Πλατύ, η Ευσταθία τον γνώρισε τυχαία. Στη πλατεία της Βαλύρας, κάθε Κυριακή απόγευμα, ένα από τα καφενεία διαμορφωνόταν σε κουτούκι για τους νέους που έψαχναν να βρουν νύφη από το χωριό ,που είχε “ τ΄ όνομα και τη χάρη”, χωρίς να υποτιμήσουμε τις άξιες κόρες όλης της Μεσσηνίας. Αφού έπιναν ρακή ή ούζο με μεζέ ,( οι κουλτουριάρηδες προτιμούσαν το κονιάκ ) και έτρωγαν μπόλικα στραγάλια, κατηφόριζαν στον δημόσιο δρόμο προς τη γέφυρα του χωριού τραγουδώντας , αρκετές φορές με τη συνοδεία μουσικών οργάνων, για να ελκύσουν την προσοχή των κοριτσιών. Όμως τα κορίτσια της Βαλύρας απαγορευόταν να καθίσουν έξω στο πλατύσκαλο του σπιτιού και να παρατηρούν ποιος νεαρός περνά. Ιδιαίτερα η Ευσταθία που ήταν όμορφη, ευκατάστατη και αξιοζήλευτη νύφη ,ήταν κλεισμένη στο μικρό της σπίτι. Το μόνο που επιτρεπόταν ήταν ν΄ ανοίξει λίγο το παράθυρο του δωματίου που είχε τον αργαλειό της, που έβλεπε προς τον δρόμο, για να παίρνει αέρα όταν ο καιρός ήταν ζεστός. Κι αυτό βέβαια διακριτικά, με τις λευκές υφαντές κουρτίνες κρεμασμένες, που δεν “φώτιζαν” όπως έλεγαν οι γιαγιάδες μας και κανένας δεν μπορούσε να τη δει κάτι. Παράλληλα την επέβλεπε ο πατέρα της ,πίσω στο ερασιτεχνικό του εργαστήριο επισκευής σαμαριών. Η φήμη της όμως ήταν μεγάλη, γιατί την είχαν δει αρκετά παλικάρια του χωριού όταν κοινωνούσε στην εκκλησία και μιλούσαν συχνά γι΄ αυτήν, ως μία από τις καλύτερες νύφες. Ο Κατσίρης ήταν ένας όμορφος νέος από το Πλατύ, όχι ιδιαίτερα ευκατάστατος, αλλά πολύ εργατικός. Είχε τελειώσει κάπου πέντε χρόνια με τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και σκεπτόταν έντονα να δημιουργήσει οικογένεια και να απελευθερωθεί από τα δεσμά της πατρικής εξάρτησης, της πολύτεκνης οικογένειας του. Όταν μία Κυριακή ήρθε στη Βαλύρα να συναντήσει τους φίλους του και άκουσε στο καφενείο για την Ευσταθία, άρχισε η καρδιά του να χτυπάει τρελά. Μάζεψε πληροφορίες , έμαθε πού και πότε υφαίνει , και άρχισε να σκέπτεται πώς να την προσεγγίσει. Ώσπου ο έρως ,που τέχνες κατεργάζεται ,του έδωσε την ιδέα να φτιάξει ένα τόπι με χρωματιστά κουρελάκια υφαντικής, ένα βαρετούμι που έλεγαν τότε , και να της το πετάξει με δύναμη μέσα από το παράθυρο. Κι όντως ,αφού παραφύλαξε ένα απόγευμα μιας καθημερινής , που δεν τον έβλεπε κανένας, πλησίασε σαν κλέφτης στο παράθυρο και πέταξε μέσα το βαρετούμι του με δεμένο επάνω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Όμως ,για κακή του τύχη το άρπαξε ο πατέρας της Ευσταθίας, που εκείνη τη στιγμή ήταν μαζί της, βγήκε αμέσως έξω και τον τράβηξε πίσω από το πουκάμισο, καθώς ήταν σκυμμένος και περίμενε ακίνητος να δει τι θα συμβεί, κάτω από το πρεβάζι στο παράθυρο!
-Για έλα εδώ εσύ που παρακολουθείς τη κόρη μου σαν τον κλέφτη ,του είπε.
-Συγνώμη κύριε, απάντησε εκείνος, παρακαλώ συγχωρείστε με, δεν έχω κακό σκοπό.
-Αυτό δεν το ξέρω , θα το δούμε απάντησε αυστηρά ο Γρίβας.
Έλα τον πρόσταξε αυστηρά, και πήγαν στο πίσω μέρος στο εργαστήριο.
Αφού κάθισαν, τον ρώτησε από πού κατάγεται . Όταν του εξήγησε τίνος γιος είναι, ο Γρίβας θυμήθηκε τον πατέρα του, που ήταν ένας πολύ καλός οικογενειάρχης στο Πλατύ. Αφού έμαθε πόσο χρονών είναι και διαπίστωσε ότι ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος από την Ευσταθία, στη συνέχεια του διευκρίνισε:
-Την Ευσταθία δεν τη δίνω, είναι μοναχοκόρη από τον πρώτο μου γάμο, εκτός και ο γαμπρός θέλει να ζήσει μαζί μας, είναι εργατικός και μπορεί να ανταπεξέλθει ,γιατί έχουμε πολλά κτήματα και χρειάζονται συνέχεια φροντίδα.
-Η δουλειά δεν με τρομάζει, απάντησε ο Κατσίρης. Σωστή κοπέλα χρειάζομαι για να κάνω μία καλή οικογένεια.
-Ως προς αυτό, απάντησε ο Γρίβας, καλύτερη από την Ευσταθία δεν υπάρχει, είναι άριστη!
Θα σου πληρώσω μια εβδομάδα μεροκάματο να δω τι πιάνουν τα χέρια σου, να γνωριστούμε καλύτερα, απάντησε ο Γρίβας, γιατί του άρεσε το παλικάρι και τον βρήκε εξωτερικά ταιριαστό με την κόρη του , πράο, λογικό , ευγενικό και καλοπροαίρετο. Δεν θα δώσω τη κόρη μου γουρούνι στο σακί. Να σε δει κι εκείνη αν της αρέσεις, γιατί η Ευσταθία είναι πολύ επιλεκτική στα γούστα της!
-Μάλιστα κύριε, απάντησε ο Κατσίρης. Δεν θέλω χρήματα, είναι ιδιαίτερη ευχαρίστησή μου να εργαστώ στο πλευρό σας.
Το παλικάρι αποδείχτηκε άξιο , η Ευσταθία ενθουσιάστηκε μαζί του, και άρχισε ο Γρίβας να διαμορφώνει συστηματικά το εργαστήριο σε κατάλληλο σπίτι, για να στεγάσει το μελλοντικό ζευγάρι. Τα σαμάρια τα άφησε προίκα στον γαμπρό, αφού έμαθε την τέχνη επισκευής και εξυπηρετούσε τις ανάγκες της ευρείας οικογένειας και όχι μόνο, γιατί στη συνέχεια άσκησε ο Κατσίρης τη σαγματοποιία ως επάγγελμα.
Ο Γάμος της Ευσταθίας ήταν παραδοσιακός της εποχής εκείνης .Ο γαμπρός ήρθε από το Πλατύ με άλογα στολισμένα με άσπρα μεταξωτά μαντήλια και πολύχρωμα κιλίμια στα σαμάρια, φορτωμένα με μπαούλα που είχαν μέσα την κινητή πατρική περιουσία που κληρονόμησε, τον απαραίτητο ρουχισμό του , μικροέπιπλα, όπως τραπεζάκι και καθρέφτη , χρηστικά σκεύη του σπιτιού , γαμήλια δώρα από τους συγγενείς στο Πλατύ και δώρα από τη πεθερά για τη νύφη και τους γονείς της. Το δε νυφικό σπίτι της Ευσταθίας ήταν ολοστόλιστο με τα παραδοσιακά και απέθαντα προικιά της.
Το ζευγάρι ζούσε ευτυχισμένο και ο Κατσίρης εργαζόταν στα κτήματα που έλαβε ως προίκα η γυναίκα του, επίσης στο εργαστήριο πίσω από το σπίτι τους, φτιάχνοντας σαμάρια. Απέκτησαν δύο παιδιά, μια κόρη που πέθανε σε βρεφική ηλικία από πνευμονία κι ένα γερό, δυνατό και όμορφο γιο, που έμοιαζε στον παππού του τον Δημήτρη και του έδωσαν τ΄ όνομά του.
Ο Δημήτρης Κατσίρης μεγάλωσε κάνοντας από μικρός ιππασία στο κτήμα τους στις Ξιφάρες, αγαπούσε πολύ τ΄ άλογα , έγινε άριστος εκπαιδευτής και εξειδικευμένος σαγματοποιός για την εποχή του. Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο και το Σχολαρχείο στην Ανδρούσα. Ο πατέρας του πέθανε από πνευμονία όταν ήταν ο εκείνος 17 ετών .Ο παππούς του επίσης είχε ήδη φύγει από τη ζωή μερικά χρόνια ενωρίτερα, και τα άλλα αδέλφια της μητέρας του είχαν αποκτήσει μικρά παιδιά, που το μεγαλύτερο ήταν δέκα ετών. Τα μικρά του ξαδέλφια τον αγαπούσαν πολύ, ιδιαίτερα ο Μίμης, γιος του θείου του Γιώργου Γρίβα, που επίσης είχε τ ΄όνομα τού παππού τους Δημήτρη και η αδελφή του Ευγενία, που ήταν έξι χρονών ,πριν ο Δημήτρης Κατσίρης φύγει για τον πόλεμο. Του πήγαιναν οι χωριανοί τ΄ άλογα τους στον κήπο του σπιτιού ,που συνόρευε με το εργαστήριο , έπαιρνε τα μέτρα και σε έξι μέρες το αργότερο παρέδιδε ένα πολύ καλό σαμάρι με ξύλο καρυδιάς ή βελανιδιάς, με δέρματα από πρόβατα και αγελάδια, που έραβε στη παλιά παραδοσιακή, χειροκίνητη μηχανή του πατέρα του. Παράλληλα επισκεύαζε και τα παλιά σαμάρια και έβγαζε τα προς το ζην, βοηθώντας τη χήρα μητέρα του. Η μικρή Ευγενία τον παρακολουθούσε τακτικά , γιατί της άρεσε να κοιτάζει πώς έφτιαχνε τα σαμάρια. Μια μέρα, του έλειπε σχοινί και ήθελε επειγόντως να στείλει κάποιον στην πλατεία να του αγοράσει. Κανένας όμως δεν ήταν διαθέσιμος εκείνη τη στιγμή, εκτός από την εξάχρονη Ευγενία.
-Ξέρεις να πας στη πλατεία να ψωνίσεις; Ρώτησε τη Βγενικούλα.
-Ναι, απάντησε εκείνη, αγχωμένη που δεν ήξερε, αλλά ήθελε πολύ να του φανεί χρήσιμη.
-Αφού τις έβαλε χρήματα στο χέρι της και το έκλεισε σφιχτά για να μην της πέσουν, της είπε να πάει να του αγοράσει γιούλι, έτσι έλεγαν στη τοπική διάλεκτο τον σπάγκο.
Η Ευγενία έτρεξε γρήγορα προς την πλατεία, που απέχει τρία λεπτά με τα πόδια, αλλά μόλις έφτασε εκεί συνάντησε τη νονά της, την Ευγενία Μακρή, που της είχε δώσει τ΄ όνομά της. Συζητώντας με την νονά της, ξέχασε τι έπρεπε ν΄ αγοράσει.
- Δεν θυμάμαι τι μου ζήτησε ο Δημήτρης να του αγοράσω, της είπε αγχωμένη!
Η νονά, μιας και ήταν μεσημέρι, σκέφτηκε ότι ο Δημήτρης κάτι θα ήθελε να φάει.
-Πείναγε, ήθελε να φάει;Ρώτησε η μεγάλη τη μικρή Ευγενία.
-Πείναγε, δεν είχε φάει καθόλου από το πρωί, απάντησε η Βγενικούλα.
-Τότε κάτι θα σου είπε να του πάρεις για να φάει!
-Μήπως σου είπε να του πάρεις ψωμί;
-Όχι, κάτι δύσκολο μου είπε, γκ γκ δεν θυμάμαι!
-Για να δω ,πόσα χρήματα σου έδωσε.
Αφού η Βγενικούλα άνοιξε προσεκτικά το χέρι της και έδειξε τα χρήματα, της εξήγησε η νονά:
-Με τόσα ακριβώς χρήματα αγοράζεις μία ρέγκα! Αυτό είναι το γκ που θυμάσαι. Ρέγκα θα σου ζήτησε. Αφού τη βοήθησε να αγοράσει μία ρέγκα, η Ευγενία επέστρεψε χαρούμενη και την πήγε στον Δημήτρη. Μόλις ξεδίπλωσε εκείνος το χαρτί , έβαλε τα γέλια.
-Βγενικούλα τι σου ζήτησα;Τη ρώτησε.
-Γκ γκ, δεν θυμόμουν τίποτα του απάντησε.
-Και ποιος σου έδωσε τη ρέγκα;
-Η νονά μου η Ευγενία με βοήθησε στο μπακάλικο.
-Καλά, είπε εκείνος και της έδειξε το γιούλι. Να αυτό σου ζήτησα να μου πάρεις.
-Να πάω ξανά, απάντησε η καημένη η Βγενικούλα.
-Τώρα δεν προλαβαίνεις απάντησε εκείνος, τα μαγαζιά έκλεισαν για μεσημέρι και έδωσε τη ρέγκα στη μάνα του για να τη ψήσει .
Ο Δημήτρης, η χαρά της ζωής της Ευσταθίας , πολέμησε ενάντια στις ορδές του Μουσολίνι και έπεσε ηρωικά, υπέρ ελευθερίας του τόπου μας, χωρίς να προλάβει να κλείσει τα 30 του χρόνια. Εκείνος, μαζί με άλλους συγχωριανούς μας ,αγωνίστηκαν για να ζούμε εμείς σήμερα ελεύθεροι, θυσιάζοντας ό,τι πιο πολυτιμότερο είχαν, την ίδια τους τη ζωή, ενάντια στη μισαλλοδοξία και το φασισμό στην Ευρώπη.
Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα από τις σημειώσεις ενός ιερωμένου, που υπηρέτησε στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο , όπως παρακάτω:
Ο Μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος (1985) ήταν στρατιωτικός ιερέας στην Αλβανία στον πόλεμο με τους Ιταλούς το 1940. Η ακόλουθη διήγηση προέρχεται από το προσωπικό του ημερολόγιο και αποδεικνύει πώς η δύναμη της θείας Κοινωνίας θωράκιζε τους Έλληνες αγωνιστές στο μέτωπο.
“Στις 9 Μαρτίου το 1940 ,που ήταν η Κυριακή της Ορθοδοξίας και μνήμη των Αγίων Σαράντα, στο μέτωπο της Αλβανίας ήταν ο ίδιος ο Μουσολίνι για να κατευθύνει την εαρινή επίθεση. Αισθανόμουν μία ψυχική γαλήνη με έντονη νευρικότητα, λέγει ο Μητροπολίτης. Ενώ δηλαδή νωρίς το πρωί ετοιμαζόμασταν για να τελέσουμε στο σπίτι που μέναμε τη θεία λειτουργία, ξαφνικά άρχισε καταιγισμός πυρός από όλμους του αντίπαλου πυροβολικού.
Παππούλη μου, μου λέει ο διοικητής, πώς να κάνουμε σήμερα λειτουργία; Σήμερα ακριβώς επιβάλλεται να λειτουργήσουμε, απάντησα εγώ, για να μπούμε κάτω από την προστασία του Θεού. Ο διοικητής τελικά υποχώρησε, κι έτσι απολαύσαμε τη θεία μυσταγωγία με μία χορωδία από τους στρατιώτες, ενώ ο γύρω χώρος είχε μεταβληθεί σε κόλαση φωτιάς. Στη λειτουργία αυτή ζητήσαμε τη θαυμαστή παρουσία του Χριστού. Δύο φορές στη διάρκεια της λειτουργίας οι οβίδες του πυροβολικού έγλειψαν την άκρη του τοίχου του σπιτιού μας. Έπεσαν στον απέναντι χώρο και βυθίστηκαν στο χώμα χωρίς να εκραγούν. Αν έσκαγαν, θα σκοτωνόμασταν όλοι μέσα στο σπίτι. Τη μέρα αυτή κοινώνησαν ο υποδιοικητής, ο υπασπιστής και πολλοί στρατιώτες του συντάγματος.
Τελειώνοντας όμως τη λειτουργία, ένα θλιβερό γεγονός ήρθε να μας δώσει ένα καλό μάθημα. Μερικοί στρατιώτες αντί να έρθουν να λειτουργηθούν, προτίμησαν να προφυλαχθούν μέσα σ΄ ένα υπόγειο χαράκωμα. Κι ενώ ο τόπος αυλακωνόταν από τις οβίδες, μία απ΄ αυτές έπεσε μέσα στο χαράκωμα, σκότωσε τέσσερις άνδρες και τραυμάτισε άλλους τρεις. Ο ένας μάλιστα βρέθηκε αποκεφαλισμένος. Την Κυριακή στις 30 Μαρτίου του 1941, ξεκίνησα και κήρυξα. Κοινώνησαν γύρω στους πεντακόσιους άνδρες. Το χέρι μου πιάστηκε και πονούσε φοβερά από τη συνεχή μετάδοση της θείας Κοινωνίας. Άλλοτε πάλι αναγκάστηκα να λειτουργήσω γονατιστός σε αντίσκηνο, γιατί έξω έβρεχε συνεχώς. Οι στρατιώτες παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία μέσα στη βροχή, και στο τέλος κοινώνησαν τα άχραντα Μυστήρια. Τι συγκινητικό θέαμα! Μέσα στ΄ άγρια βουνά και με βροχή, να προσέρχονται οι στρατιώτες για να ενωθούν με τον Σωτήρα Χριστό”.
Ο Δημήτρης, ο μονάκριβος γιος της Ευσταθίας ,δεν γύρισε από το μέτωπο. Τραγική διαπίστωση για μια μάνα, αν ποτέ θα μπορούσε ο νους της να το συλλάβει με “σώας τας φρένας”.
Η καημένη έπλεκε ανελλιπώς κάλτσες , κασκόλ και γάντια και τα έστελνε για το παιδί της ,που ποτέ δεν τα έλαβε. Κάποτε πέρασε από το το σπίτι της ένας στρατιώτης, δύο χρόνια μετά τον πόλεμο, που γνώρισε τον Δημήτρη στο μέτωπο. Να πεις της μάνας μου αν πεθάνω, του είχε πει, ότι “είμαι καλά, κοντά στον Θεό, πρόλαβα και κοινώνησα”!Έφυγε από οβίδα που έπεσε μέσα στο χαράκωμα, μια σκοτεινή νύχτα του 1940.
Κανένας στο χωριό δεν μπορούσε να το συλλάβει, πώς ένας τόσο έξυπνος , σβέλτος και νέος άνδρας έπεσε φύλακας και αγίασε με το αίμα του τα σύνορα της χώρας μας. Φόβος και τρόμος κατέλαβε τη Βαλύρα. Τα αγόρια ,που ήταν έφηβοι ,και τον συμπαθούσαν ιδιαίτερα, γιατί τον θαύμαζαν πάνω στ΄ άλογό του με το ωραία διακοσμημένο σαμάρι και τα χαλινάρια, είχαν τρομοκρατηθεί και από το άγχος τους κάπνιζαν λαθραία.
Σταματήστε να καπνίζετε τους είπαν όταν τους είδαν οι γονείς τους. Έτσι έφαγαν τον Δημήτρη στο μέτωπο, γιατί άναψε τσιγάρο, το είδαν οι Ιταλοί και του έριξαν, τους το είπαν βέβαια επίτηδες! Και που να γνώριζαν τα δύστυχα πόσο αμείλικτη είναι η φωτιά του πολέμου και ότι οι στρατιώτες μας δεν ήξεραν από τι θα αποδεκατίζονταν. Θα έφευγαν στη μάχη, από κρυοπαγήματα στα παγωμένα βουνά ,από τα πυρά του πυροβολικού του εχθρού; Έκαναν τον σταυρό τους γιατί δεν γνώριζαν αν θα ξημερωθούν ζωντανοί. Ακολούθησε στη συνέχεια ο εμφύλιος πόλεμος, έφαγε ο αδελφός τον αδελφό και έτσι χάθηκε η εφηβική αγνότητα , μαζί με τη ζωή πολλών νέων στον τόπο μας.
Η Κατσίρενα κάθε βράδυ θερμοκαλούσε τον Θεό να μην ξημερώσει, γιατί το μαρτύριο της ήταν αβάσταχτο. Οι μόνοι άνδρες που είχαν απομείνει στο Γριβέικο σόι ήταν οι αδελφοί της Γιώργος και Κώστας .Εκείνη είχε χάσει ό, τι αγαπούσε περισσότερο και δεν ήθελε να ζει πλέον, ιδιαίτερα όταν άρχισε ο εμφύλιος αλληλοσπαραγμός. Ο Μίμης του Γιώργου Γρίβα, που ήταν μόλις δέκα ετών, ήταν μία μικρή παρηγοριά για εκείνη. Μόλις τον έβλεπε, σήκωνε τη μαύρη της μαντήλα για να τον κοιτάξει. Του έγραψε το σπίτι της και στη Βγενικούλα αντίστοιχα , που όταν της μιλούσε χαιρόταν, έγραψε τις Ξιφάρες. Η ίδια έφυγε από τη ζωή βυθισμένη σε βαριά κατάθλιψη. Μία Δευτέρα πρωί δεν ξημέρωσε, αφού την Κυριακή είχε προλάβει να κοινωνήσει των αχράντων Μυστηρίων και είχε αφήσει πρόσφορο στην εκκλησία για τον πατέρα της και τη μητέρα της, ,τον άνδρα της και τον λατρεμένο της γιο, τον ήρωα στο Γριβέικο σόι.
Το εργαστήριο του Δημήτρη Κατσίρη έμελλε να συνεχίσει να αναπνέει ως σιδηρουργείο του Μπαρμπαλιά, αφού τελικά η Ευγενία Γρίβα αντάλλαξε με τον αδελφό της Μίμη το κτήμα στις Ξιφάρες και πήρε προίκα το σπίτι της Κατσίρενας. Το 2009, ο καθ. Ιωάννης Λύρας τράβηξε μία φωτογραφία στο μαγαζί του Μπαρμπαλιά. Εμφανίζεται μία όρθια αέρινη μορφή ,ενδεδυμένη με λευκό χιτώνα, που υπερίπταται, ακριβώς στο σημείο που είχε ο Δημήτρης το εργαστήριο σαγματοποιίας. Παράλληλα, στο ιστορικό αρχείο του καθ. Λύρα υπάρχει καταχωρημένη μία φωτογραφία του έφιππου Δημήτρη Κατσίρη ,με στρατιωτική στολή, την οποία παραθέτουμε.
Οι ψυχές των ηρώων μας , ενδεδυμένες με το ιμάτιο της θείας δόξης ,επιστατούν υπηρετώντας τον Κύριο και την Θεοτόκο, την Αγία Σκέπη, για την ευημερία όλων μας. Ας μη λησμονούμε εκείνους που έχυσαν το αίμα τους για να είμαστε σήμερα ελεύθεροι κι ας αποδίδουμε δόξα και τιμή, εις τους αιώνας των αιώνων .Αμήν.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
12/7/2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου