Αφιερωμένο στα δημιουργικά μυαλά της Βαλύρας
Δεν ήταν περισσότερο από πενήντα τετραγωνικά μέτρα το “πολυκατάστημα” του ανεπανάληπτου και άκρως ευρηματικού κυρ Μήτσου ,στη βόρεια πλευρά της πλατείας της Βαλύρας,, ο οποίος αν και κούτσαινε ελαφρώς , οι οικονομικές του απολαβές ήταν ανθηρές, παρέχοντας άκρως σημαντικές υπηρεσίες στη μικρή, αλλά απαιτητική κοινωνία του χωριού, από το 1960 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Ο Μήτσος ,από νεαρή ηλικία ήταν πολυμήχανος ,άκρως δημιουργικός, και είχε ένα όραμα. Πώς να παρέχει πολύτιμες υπηρεσίες , άνευ ανταγωνισμού, στους κατοίκους του χωριού ,οι οποίες θα τον βοηθήσουν να συσσωρεύσει πλούτο και να αποκτήσει σιγουριά ,ώστε να μην τον ενοχλεί η αναπηρία του ,που τον καθιστούσε δυσλειτουργικό και δεν μπορούσε να εργαστεί αποτελεσματικά, καλλιεργώντας τη γη του πατέρα του.
Πέραν τούτου, ένας καλός γάμος ήταν μέσα στο πρόγραμμά του, αν και η φύση τού έδωσε μεν νου δημιουργικό ,αλλά το κέρας της Αμάλθειας άνευ δημιουργικών δυνατοτήτων, προς απόκτηση απογόνων. Πάραυτα ,σύναψε αρραβώνα με μία νεαρά από το Δώριο Μεσσηνίας και έλαβε το χρηματικό ποσό των πενήντα χιλιάδων δραχμών, ως προίκα , για αγορά εξοπλισμού και εμπορεύματος στο κατάστημά του, παράλληλα προετοιμασία της οικίας του, για να υποδεχτεί καταλλήλως τη μέλλουσα σύζυγό του. Κι ενώ απείχαν μόλις δύο εβδομάδες από τη τέλεση του μυστηρίου του γάμου, πήγαν μία εκδρομή στην Αρχαία Ολυμπία ο πεθερός με τη πεθερά και το ζευγάρι των αρραβωνιασμένων αντάμα. Μόλις εισήλθαν στον χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου, συνάντησαν έναν καθηγητή εξ Αθηνών, με δέκα φοιτήτριες αρχαιολογίας, ο οποίος τους παρουσίαζε και ανέλυε τα εκθέματα του Μουσείου. Σκέφτηκαν να τους ακολουθήσουν, μιας και δεν είχαν δικό τους ξεναγό. Κάποια στιγμή ο καθηγητής σταμάτησε εμπρός στο άγαλμα του Απόλλωνος, έδειξε το μόριο του Θεού και ρώτησε τις φοιτήτριες γιατί είναι ανύπαρκτου μεγέθους και τι μπορεί να συμβολίζει αυτό. Οι φοιτήτριες ντράπηκαν, χαμήλωσαν το κεφάλι και δεν απάντησαν.
-Να πω εγώ τι νομίζω κύριε καθηγητά; Ρώτησε τρυπώνοντας ανάμεσα στις χαμηλοβλεπούσες φοιτήτριες ο Μήτσος. Ο καθηγητής χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά.
-Παρακαλώ, λέγετε!
-Γιατί έτσι γεννήθηκε. Δεν το διάλεξε!
Τα κορίτσια χαμογέλασαν διακριτικά και ο καθηγητής απάντησε:
-Ευχαριστώ, όχι ακριβώς . Ουσιαστικά δηλώνει την ευγένεια του Θεού, ότι η ενέργειά του δεν έχει καθηλωθεί στη γεννητική περιοχή, σε γήινα πεδία, εδράζεται στον ουρανό, στον νου του, ο οποίος πάλλεται στο Ολύμπιο φως.
-Ευχαριστώ, απάντησε ο Μήτσος, και στη συνέχεια προχώρησαν μόνοι τους, γιατί ντράπηκε που ο καθηγητής τα ήξερε καλύτερα και εκτέθηκε ενώπιον των κορασίδων!
-Ευτέρπη, είπε στην αρραβωνιαστικιά του, πάλλομαι στο Ολύμπιο φως , με ευνόησε η φύση, δεν ξέρω αν θα κάνεις παιδιά, σίγουρα όμως δεν θα πεινάσεις δίπλα μου!
Η Ευτέρπη δαγκώθηκε και άρχισε να συμπεριφέρεται σαν τον Ερμή του Πραξιτέλους ,που στεκόταν αμέσως εμπρός τους. Από τη μια πλευρά το πρόσωπό της ήταν γελαστό και από την άλλη πολύ αυστηρό και προβληματισμένο. Ζήτησε στη μητέρα της να συνοδεύσει τον Μήτσο για να μιλήσει στο πατέρα της.
-Τι μου λες κοπέλα μου, της απάντησε έκπληκτος και αναστατωμένος ο πάτερ φαμίλια. Αυτό δεν μας το είπε εξ αρχής. Μια ζωή θα υποφέρεις δίπλα του! Γιατί σε θέλει, για υπηρετικό προσωπικό; Να πάμε να τον εξετάσει γιατρός και αν δεν είναι εντάξει θα τα διαλύσω όλα αμέσως.
Η Ευτέρπη έκλαιγε σπαρακτικά μέσα της, αλλά κάλυπτε το πρόσωπό της με το μαντήλι της.
Έφαγαν σε μία ταβέρνα με πολλή σοβαρότητα και πριν καλά καλά καθίσει το φαγητό στο στομάχι τους, ο πατέρας της μέλλουσας νύφης εξαπέλυσε κεραυνούς κατά του “ανεύθυνου” Μήτσου. Αποφάσισαν να διαλυθεί ο αρραβώνας και να επιστραφεί η προίκα. Ο Μήτσος δήλωσε ότι τον εξαπάτησαν, ήδη είχε ξοδέψει τα χρήματα για τις προετοιμασίες του γάμου . Τους είπε βέβαια, ότι θα τους τα επιστρέψει, να δει πώς θα πάει το μαγαζί, τι έσοδα θα έχει και τα τοιαύτα, ψάχνοντας δικαιολογίες για να ξεφύγει, με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες και προπαντός καθόλου οικονομικά ζημιωμένος.
Για άλλη ετοίμαζε το μαγαζί ο κυρ Μήτσος και άλλη τελικά έτυχε στο διάβα του, χωρίς προίκα, αλλά με τη συγκατάθεσή της να μην αποκτήσουν παιδί. Ήταν η όμορφη και κοινωνική κυρά Κατερίνα από τη Βαλύρα, η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στη τηλεφωνική εξυπηρέτηση των Βαλυραίων, εργαζόμενη από τα ξημερώματα, μέχρι αργά το βράδυ. Ο κυρ Μήτσος ήταν διαρκώς στημένος εμπρός στο τηλεφωνικό κέντρο του, ντυμένος συνέχεια με ένα γκρι σακάκι και σκούρο μπλε παντελόνι, χειμώνα καλοκαίρι, η δε κυρά Κατερίνα ήταν κάτι περισσότερο από ταχυδρόμος του χωριού. Όργωνε καθημερινά τους δρόμους της Βαλύρας, άνευ οχήματος, παραλαμβάνοντας και μεταφέροντας τηλεγραφήματα, ενημερώνοντας για τις ώρες των συνδιαλέξεων για να προσέλθουν οι άνθρωποι στο τηλεφωνικό κέντρο και δεχόταν νέες παραγγελίες, με βάση της επείγουσες ανάγκες τηλεπικοινωνίας ,φωτογραφήσεων των κατοίκων , αλλά και συγκόλλησης των ψυγείων τους.
Επειδή η γυναίκα του έτρεχε και ο κυρ Μήτσος πεινούσε πολύ και ζαλιζόταν μιλώντας άνευ διαλείμματος στο τηλέφωνο, είχε φτιάξει ένα ξύλινο παραβάν στο κατάστημα, είχε στήσει ένα μικρό πετρογκάζ και μία φιάλη υγραερίου, επάνω στο μάτι υπήρχε μόνιμα ένα παλιό τηγάνι και δίπλα ένα πήλινο κούπι με χοιρινό παστό. Έκοβε κομματάκια το παστό, το ζέσταινε και στη συνέχεια το έριχνε μέσα σε έναν μικρό πλαστικό φάκελλο, που του είχε στείλει ο ΟΤΕ μαζί με ένα ημερολόγιο και ευχές για το νέο έτος, πριν αμνημονεύτων χρόνων. Τον φάκελλο τον είχε προσαρμόσει μέσα στη δεξιά τσέπη στο σακάκι του, μαζί με τα κομματάκια του χοιρινού, εναλλακτικά με κατεψυγμένες γαρίδες , που τις είχε ελαφρώς τηγανίσει. Στο ένα χέρι κρατούσε το τηλέφωνο και με το άλλο καταβρόχθιζε λαίμαργα τα κομματάκια του κρέατος ,για να καρδαμώσει και να ανταπεξέλθει επαγγελματικά μέχρι το βράδυ.
Ήταν τόση η εργασία που είχε καθημερινά, ώστε ορισμένες φορές μπέρδευε ανθρώπους και πράγματα, γάμους και κηδείες. Μία φορά μπέρδεψε τα τηλεγραφήματα σε δύο οικογένειες που ζούσαν σε ένα χωριό στην Αρκαδία. Ειδοποίησε τη πρώτη ότι ο συγγενής τους πέθανε, να πάνε στη κηδεία του, ενώ εκείνος παντρευόταν και αντίστοιχα είπε στη δεύτερη οικογένεια να πάνε στο γάμο, ενώ κηδευόταν ο συγγενής τους. Αναστατώθηκε ολόκληρη η Αρκαδία με τα δρώμενα που ακολούθησαν . Συνόδεψαν οι συγγενείς τον πεθαμένο με τούλια, δίπλες και πετσέτες γάμου στο μνήμα και σε αυτόν που παντρευόταν του έστειλαν στεφάνι κηδείας ,κατευθείαν στην εκκλησία που γινόταν ο γάμος, με μοβ κορδέλα και χρυσά γράμματα που έγραφε επάνω “στον λατρεμένο μας εξάδελφο Αθανάσιο ,ο Κύριος να αναπαύσει την Ψυχή του”, ο θείος ,τα ξαδέλφια και ανίψια του . Ας όψεται η απόσταση, που δεν κατέφθασε κύμα διαμαρτυρίας από την Αρκαδία στο τηλεφωνείο του κυρ Μήτσου στη Βαλύρα! Κάποτε τηλεφώνησε κατά λάθος στο χωριό Σκάλα, αντί στον Μελιγαλά, και απάντησε μία δεσποινίδα στο αντίστοιχο τηλεφωνικό κέντρο.
-Φύγε Σκάλα να βγει ο Μελιγαλάς την διέταξε με αυτοπεποίθηση, ο δεινός και υπεύθυνος εργαζόμενος της σταθερής τηλεφωνίας της Βαλύρας.
Επειδή ο κυρ Μήτσος δεν ήταν αρκετά ευχαριστημένος με τα έσοδά του από τη τηλεφωνία, είχε προσθέσει και άλλες υπηρεσίες στο κατάστημα. Διατηρούσε στα ράφια βασικά τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης για το σπίτι, και έκανε χρυσές δουλειές όταν ήταν κλειστά όλα τα άλλα καταστήματα του χωριού. Επίσης, αγόρασε μισοτιμής μία συγκόλληση και κολλούσε τα τρύπια ψυγεία του πάγου, ενδιάμεσα στα τηλεφωνήματα. Παράλληλα, απέκτησε έναν ξύλινο τρίποδα και μία φωτογραφική μηχανή , την οποία παρέλαβε σχεδόν δωρεάν από έναν συνταξιούχο φωτογράφο, ο οποίος τον έμαθε πώς να βγάζει φωτογραφίες για ταυτότητα, διαβατήρια και άλλες υποθέσεις. Επειδή όμως στούντιο εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να έχει μέσα στο τηλεπαντοπωλείο του, έστηνε τον τρίποδα απέναντι από το μαγαζί του ,στη βόρεια πλευρά της πλατείας του χωριού ,και έβγαζε επιτυχώς φωτογραφίες , εξυπηρετώντας ολόκληρη τη Βαλύρα. Κάποτε τον επισκέφτηκε ο μακαριστός πατέρας Δημήτριος Ξυδόπουλος γιατί χρειαζόταν φωτογραφίες για ταυτότητα.
Την ώρα που τον φωτογράφιζε ο Μήτσος στη πλατεία, για κακή του τύχη περνούσε ένας αγρότης με τον γάιδαρο του.
- Στοπ , είπε ο κυρ Μήτσος, αλλά ο γάιδαρος δεν κατάλαβε. Μύρισε το ράσο στη πλάτη του παπά και το φίλησε!, Σήκωσε το κεφάλι του το ζωντανό για να ευχαριστήσει τον Θεό που συνάντησε έναν άγιο άνθρωπο, όχι σαν το αφεντικό του που το έδερνε και το υποτιμούσε συνέχεια. Ο ανεπανάληπτος φωτογράφος τράβηξε κατά λάθος, με αποτέλεσμα να εμφανιστεί στη φωτογραφία ο παπα Ξύδης με αυτιά γαϊδάρου!
Καθώς ο Μήτσος πήγε να ανοίξει τη φιάλη υγραερίου για να ανάψει το μάτι να ψήσει τις γαρίδες του, κτύπησε το τηλέφωνο επίμονα. Νομίζοντας ότι ασφάλισε τη φιάλη, έτρεξε στο τηλέφωνο. Ήταν ο πατέρας της πρώην αρραβωνιαστικιάς του από το Δώριο, οποίος τον απασχόλησε για περισσότερο από μισή ώρα.
-Τι θα γίνει Μήτσο; Διαμαρτυρήθηκε με αυστηρότητα. Έχουν περάσει δέκα χρόνια και επέστρεψες μόνο χίλιες δραχμές από τις πενήντα.
-Το ξέρω, είπε χαμηλόφωνα ο κυρ Μήτσος, αλλά το μαγαζί δεν πάει καλά, με το ζόρι τα βγάζουμε πέρα.
Εκείνη την ώρα, άκουσε ο Θεός τον λόγο του φιλάργυρου και πονηρού Μήτσου και αγανάκτησε. Ανατινάχθηκε η φιάλη του υγραερίου και μέσα σε λίγα λεπτά όλο το κατάστημα έγινε παρανάλωμα πυρός. Έντρομος πετάχτηκε έξω ο κυρ Μήτσος και ανάθεμα, δεν είχε προλάβει ούτε μια τηγανισιά γαρίδες να έχει μέσα στη τσέπη του. Ξάπλωσε στο κέντρο της πλατείας νηστικός, ζαλισμένος και με πόνο στη καρδιά του. Τον μετέφεραν στο σπίτι του επειγόντως με τον αγροτικό γιατρό και μετά από μέρες αντίκρισε τις τέφρες της περιουσίας του.
Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος ,Γεώργιος Ματσούκας ,περίμενε να αποκαταστήσει ο ένοικος τη ζημιά και να πληρώσει το ενοίκιο. Επειδή αυτό καθυστερούσε, παράλληλα δύσκολα καταλάβαινε τις προθέσεις του κυρ Μήτσου ο ιδιοκτήτης γιατί ήταν μερικώς κουφός, υπήρχε μεταξύ τους μία μόνιμη ασυνεννοησία και διαφωνία. Τελικά οδηγήθηκαν στο δικαστήριο στη Καλαμάτα.
Μόλις είδαν και οι δύο την επιβλητική μορφή του Προέδρου και το εξεταστικό, διαπεραστικό ύφος του Εισαγγελέα, τους κόπηκε η ανάσα.
Πρώτον κάλεσε ο Πρόεδρος τον κυρ Μήτσο.
-Δημήτριος Βίγκος.
-Πα α α ρο ο ον, είπε ο κυρ Μήτσος με την ύποπτη εφηβική φωνή του.
-Το χέρι σας στο Ευαγγέλιο.
Ο κυρ Μήτσος δεν ακούμπησε το χέρι του στο ευαγγέλιο μην του το κάψει και αυτό ο Θεός, αλλά επανέλαβε.
-Πα α α ρο ο ον!
-Καθίστε κάτω κύριε, απάντησε εκνευρισμένος ο Πρόεδρος.
-Γεώργιος Ματσούκας.
Ο κυρ Γιώργης, όταν του έγνεψαν ότι αυτόν κάλεσε ο Πρόεδρος εξεπλάγην και αναφώνησε:
-Α! α α α α α!
-Είστε ο Γεώργιος Ματσούκας;
-Α α α α α α; Τι είπατε; Ρώτησε ο κυρ Γιώργης.
-Το χέρι σας στο ευαγγέλιο, διέταξε ο Πρόεδρος, αλλά ούτε ο κυρ Γιώργης το ακούμπησε!
Καθίστε κάτω κύριε, απάντησε αγανακτισμένη η προεδρεύουσα αρχή του δικαστηρίου.
Μόλις πήγε να καθίσει ο κυρ Γιώργης, άρπαξε από τη γραβάτα τον κυρ Μήτσο και του έσυρε τα εξ αμάξης.
-Τι σου φταίω εγώ που σου λέω να τα βρούμε και εσύ δεν με ακούς κουφάλογο; Του απάντησε θυμωμένος ο κυρ Μήτσος.
Αφού αντάλλαξε δυο λόγια ο Πρόεδρος με τον Εισαγγελέα, τους έστειλε σπίτι τους αδιάβαστους, με την εντολή να τα βρουν μεταξύ τους , αλλιώς θα διατάξει τη σύλληψή τους για την απρεπή συμπεριφορά τους ,ενώπιον του ιερού χώρου του δικαστηρίου.
Ο Γιώργης και ο Μήτσος, μετά την ατυχή παρουσία τους στο δικαστήριο, κατάφεραν να συνεννοηθούν μεταξύ τους και μέσα σε έναν μήνα επαναλειτούργησε το “πολυκατάστημα” στη πλατεία της Βαλύρας.
Ο κυρ Μήτσος βέβαια, είχε πολλά έξοδα και ανέβασε τις τιμές των τροφίμων, όσο μπορούσε και επέτρεπε η ζήτηση .Μια Κυριακή απόγευμα, μια μητέρα έδωσε χρήματα στο παιδάκι της για να αγοράσει ένα πακέτο γεμιστά μπισκότα, υπολογίζοντας πόσο τα πουλούσε ο Λύσανδρος Λάγιος, ο οποίος είχε το κατάστημα του ακριβώς δίπλα στο κατάστημα του κυρ Μήτσου.
-Μπισκότα γεμιστά , ζήτησε ο Νικολάκης.
-Για να δω τι χρήματα κρατείς, τον ρώτησε ο δεινός τηλεσυγκοφωτοπαντοπώλης.
-Με αυτά μόνο μαντολάτο παίρνεις, δεν μπορείς να αγοράσεις μπισκότα.
-Η μάνα μου δεν με αφήνει να τρώω μαντολάτο, γιατί κολλάει στα δόντια και είπε ότι αν δεν προσέχω θα μου πέσουν .
-Πάρε εσύ το μαντολάτο τώρα και αν πει κάτι η μάνα σου να της πεις, αν δεν θέλει να πέσουν τα δόντια σου να σου δώσει τα σωστά χρήματα για μπισκότα την επόμενη φορά!
Αυτός ήταν ο ανεπανάληπτος κυρ Μήτσος , ο οποίος κάλυψε επαρκώς τις ανάγκες της Βαλύρας, πολυεπίπεδα και μοναδικά. Ο Θεός να τον αναπαύει χαρίζοντας του καλοψημένες γαρίδες και παστό από τα καλοθρεμμένα χοιρινά του χωριού, μαζί με την άξια κυρία Κατερίνα , η οποία ευχαρίστησε τους πάντες με την υπεύθυνη και σταθερή εξυπηρέτηση, για τριάντα και περισσότερο χρόνια στη Βαλύρα. Θα παραμείνουν αιώνια στη μνήμη μας.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
9/8/2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου