Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Αφιερωμένο σε εκείνους που αντιμετωπίζουν με αισιοδοξία τα απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή τους


        Αν προσπαθήσετε στη Βαλύρα να μάθετε ποιο ήταν το πραγματικό όνομα του Συφορούλια ,μάλλον θα πρέπει να πάτε στο Δημαρχείο για ενημέρωση. Το παρανόμι του ήταν και το κύριο όνομά του, αφού σε καθημερινή βάση τον έβρισκε και από μία συμφορά και μονολογούσε καταπονημένος “συφορά μου συφορά μου “ ασταμάτητα. Δεν υπήρξε σχεδόν ούτε μία ημέρα στη ζωή του που να μην εμπλακεί σε έκτακτα και απρόβλεπτα συμβάντα, ορισμένα  τα οργάνωναν συστηματικά  μέλη του κοινωνικού του περίγυρου για να  διασκεδάζουν ακούγοντας τον να ωρύεται, επαναλαμβάνοντας “συφορά μου συφορά μου”, άλλα ήταν  τυχαία γεγονότα,  πάντως τα πιο σημαντικά τα προγραμμάτιζε ο ίδιος ο διάβολος , ως χθόνιος δαίμονας, για να σπάει κατά καιρούς τη μονοτονία του ,εκτός Παραδείσου. Τον αγαπούσε δε τόσο ο   δαίμονας  του θανάτου, που τον ήθελε μεζέ στα λημέρια του , με συνοπτικές διαδικασίες.  Ένας άνθρωπος με θετική ενέργεια αναμένεται να προσελκύσει τη θετική ενέργεια του Σύμπαντος, αντίστοιχα όταν κάποιος δέκα φορές την ημέρα οδύρεται και αναστενάζει λέγοντας ¨συφορά μου”, δηλαδή  τι κακό   με βρήκε, δεν μπορεί παρά να είναι εραστής της συμφοράς, οπότε όχι άδικα φέρει το όνομα Συφορούριας.


      Ο Συφορούλιας ήταν ένας αξιαγάπητος  αγρότης  , ο οποίος γεννήθηκε λίγο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Βαλύρα και φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού και στο Σχολαρχείο στην Ανδρούσα. Εξελέγη αγροφύλακας   μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο και εκτελούσε ανελλιπώς τα καθήκοντά του, μέχρι της αποδείξεως του εναντίου, αλλά γι΄ αυτό δεν έφταιγε απαραίτητα ο ίδιος....αλλά ο κακός προγραμματισμός της στιγμής ,εν όψει του απρόοπτου και αναπάντεχου γεγονότος ,γιατί  δεν υπήρχε πρότερη γνώση και εμπειρία.

     Δύο χαρακτηριστικά περιστατικά που έχουν  μείνει αλησμόνητα, ιδίως στους υπερήλικες της Βαλύρας, ήταν πρώτο το συμβάν με τον πετεινό και τον διάβολο  στον κάμπο του χωριού ,κοντά στις όχθες του Παμίσου, και το δεύτερο με τον αφηνιασμένο γάιδαρο  στους ελαιώνες της Βαλύρας, κοντά στη γέφυρα  της Μαυροζούμενας.

Ο Συφορούλιας συνήθιζε να περπατά κατά μήκος της όχθης του ποταμού και να ελέγχει τα πέριξ.

Ένα μεσημέρι, καθώς ξεκίνησε από  τον κάμπο για να επιστρέψει πεινασμένος στο σπίτι του και ενώ περνούσε πολύ κοντά σε ένα παλιό πηγάδι που δεν ήταν εκ πρώτης όψεως ορατό, γιατί ήταν σκεπασμένο με χόρτα και βάτα, ξεπρόβαλε μπροστά του ένας καλοθρεμένος πετεινός ,  μισοκρυμένος μέσα στα ψηλά χορτάρια. Μόλις τον είδε ο Συφορούλιας γούρλωσε τα μάτια του, του άνοιξε η όρεξη και χάρηκε που  τον θυμήθηκε η τύχη του. Δεν σκέφτηκε καν ότι ήταν Σαρακοστή και νήστευε όλο το χωριό  και  ότι η πράξη του  θεωρείτο κλοπή. Κοίταξε τον κόκκορα, του έτρεξαν τα σάλια, το στομάχι   τού  έδωσε τρελά σήματα και η αδρεναλίνη τον  κτύπησε κατακέφαλα.  Κινήθηκε με αρπακτικές διαθέσεις, λέγοντας με έπαρση κοιλίας:

-Πώς θέλεις να σε μαγειρέψω με χυλ....ο....πίτ...

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και όπως όρμησε να   πιάσει  τον πετεινό   έπεσε μονομιάς  μέσα   στο  πηγάδι , το οποίο ήταν καλυμμένο από τη ψηλή βλάστηση και δεν το πρόσεξε. Παραλίγο να πήγαινε στον άλλο κόσμο από πνιγμό, αν δεν ήταν δίπλα ένα γερό κλαδί για να κρατηθεί και να βγει έξω. Επιστρέφοντας  στο σπίτι του στο Μπιζάνι,   πέρασε από την πλατεία του χωριού με τη στολή του και την καραμπίνα του βουτηγμένα  μέσα σε παχιά λάσπη. Τα παπούτσια του  δεν διακρίνονταν από τα   χώματα και χορτάρια  είχαν στεγνώσει επάνω του. Μόλις τον είδαν οι συγχωριανοί, σηκώθηκαν όλοι  και βγήκαν έξω από το καφενείο για να  μάθουν τι συνέβη.

-Συφορά μου, συφορά μου, συφορά μου  επαναλάμβανε ασταμάτητα και δεν ήταν σε θέση να αρθρώσει συναρτημένες φράσεις ο δόλιος, λόγω της ταχυκαρδίας και και της σύγχυσης της σκέψης του.

-Έπεσες στο ποτάμι;  τον ρώτησε ο σερβιτόρος στο καφενείο.

-Όχι, ο διάβολος , ο διάβολος με παρέσυρε.

-Και πώς ήταν ο διάβολος; τον ρώτησε ένας συγχωριανός  , ο οποίος ήταν βοσκός.

-Καλοθρεμμένος ήταν, απάντησε ο Συφορούλιας.

-Πώς έμοιαζε σε ρώτησα, πώς έμοιαζε, επέμεινε ο  βοσκός.

-Δεν έμοιαζε, ήταν  πετεινός.

-Έτσι πες μας, είπε χαμογελώντας αυτός.

-Δεν ήταν ο διάβολος, ο κόκκορας της Αλέξως ήταν που πήγε να τον σφάξει για να τον  μαγειρέψει και της  ξέφυγε εδώ και  δεκαπέντε μέρες από το κοτέτσι. Δεν μπόρεσε να τον βρει όσο κι αν έψαξε.

-Αποκλείεται να ήταν της Αλέξως, απάντησε ο Συφορούλιας. Με μαγνήτισε με το βλέμμα του, σαν άνθρωπος με κοιτούσε και δεν έκανε κικι ρίκου.

-Δηλαδή πώς λαλούσε;

-Φριτς φριτς φριτς φριτς επανέλαβε καμιά δεκαριά φορές ο Συφορούλιας.

-Ο διάβολος ήταν μεταμορφωμένος από   ερπετό σε πουλί ,   διαπίστωσαν μεγαλόφωνα όλοι ,και πήγες να τον πιάσεις για να τον  μαγειρέψεις   βρε καημένε Συφορούλια!

-Φωνάξτε τον παπά να τον διαβάσει ,είπε ταραγμένη η γυναίκα του καφετζή.

-Συφορά μου, συφορά μου, συφορά μου, μονολογούσε ο Συφορούλιας με τη ψυχή στο στόμα, μέχρι να φτάσει στο σπίτι του, καθώς τον κρατούσαν τέσσερις, γιατί κόντευε να λιποθυμήσει από τη τρομάρα του, όταν  συνειδητοποίησε  ότι θα έφευγε άδοξα από  τα θανατερά  θέλγητρα  του διαβόλου!

 Τα παιδιά του είχαν ήδη τρέξει από τη πλατεία  στο σπίτι του στο Μπιζάνι και ειδοποιήσει τη  μάνα τους, η οποία αφού  έσχισε τα ιμάτια της  από τη στενοχώρια της, ζέστανε νερό στο καζάνι στην αυλή, και τον  έπλυνε πατόκορφα με μία σκληρή τρίχινη βούρτσα, τον διάβασε και τον λιβάνισε ανελλιπώς για μια εβδομάδα. Εξομολογήθηκε, νήστεψε, κοινώνησε και συνήλθε.

       Αυτή όμως δεν ήταν η μόνη περίπτωση που  παρέσυρε ο διάβολος  τον Συφορούλια για να τον παραλάβει ολόκληρο, έτοιμο μεζέ στα τραπέζια του  Άδη . Αυτή τη φορά, πάλι περίπου την ίδια ώρα, καθώς επέστρεφε στο σπίτι του ο Συφορούλιας  από τα Κουβέλια, είδε έναν γάιδαρο που είχε βγάλει το παλούκι και έτρεχε ανεξέλεγκτος ,κάνοντας ζημιές  στα ποτιστικά  στις Γανιές, κοντά   στη γέφυρα της Μαυροζούμενας. Έπιασε τον γάιδαρο, τον έδεσε σε  μια λεμονιά και στη συνέχεια έψαξε να βρει μια πέτρα για να κτυπήσει και να μπήξει το παλούκι κοντά στο σημείο που ήταν πριν. Ενώ κόντευε να  τελειώσει και το παλούκι ήδη στεκόταν όρθιο,   του πήρε ο διάβολος τα μυαλά    και  έδωσε ένα  τελευταίο και χαριστικό χτύπημα στο ξύλο με το κοντάκι του όπλου του. Το όπλο όμως ενεργοποιήθηκε και μία σφαίρα διαπέρασε   το δεξί του μανίκι και βγήκε στο ύψος του  αγκώνα του ,τρυπώντας το πουκάμισο της εργασίας του σε δυο μεριές . Ο διάβολος  καβάλησε τον γάιδαρο και το  ζωντανό σήκωσε τα μπροστινά του πόδια  ,άρχισε να  χάσκει και να πέρδεται ,γκαρίζοντας δυνατά.

Μόλις  παρατήρησε το  αλλόκοτο βλέμμα τού αφηνιασμένου γαϊδάρου ο Συφορούλιας,   οπισθοχώρησε τρέχοντας από τον  τρόμο  και το χτυποκάρδι του και μόνο όταν έφτασε στη πλατεία ακούμπησε σε μία καρέκλα , και  παραδόθηκε λιπόθυμος.

-Φορείο, ασθενοφόρο ,τον γιατρό φώναξαν όλοι, όταν είδαν  τις τρύπες στο μανίκι του. Είναι χτυπημένος ο άνθρωπος. Κάποιος του  την είχε φυλαγμένη.

Μέσα σε δέκα λεπτά τον συνέφεραν και οι ερωτήσεις για το τι συνέβη έπεσαν  βροχή.

-Συφορά μου, συφορά μου,  ο διάβολος μπήκε στο γάιδαρο είπε , κι εγώ παραλίγο να σκοτωθώ μόνος μου!

Πέρασαν μέρες για να συνέλθει και να τους διηγηθεί  το  ανεπανάληπτο πάθημά του.

        Όταν κόπαζαν τα καψώνια του διαβόλου,   ο κοινωνικός περίγυρος   δεν είχε τροφή για  διασκέδαση και  γενικώς έπεφτε η διάθεση στο καφενείο,  γιατί είχαν  για μέρες να   ακούσουν τον Συφορούλια να επαναλαμβάνει τη μαγική και  ανεπανάληπτη φράση “συφορά μου, συφορά μου”, οδυρόμενος στη πλατεία. Τότε κάποιοι, με διαβολική τόλμη και θρασύτητα, του οργάνωναν μοναδικά καψώνια.

 Μια αυγουστιάτικη  νύχτα ,γύρω στις αρχές του μήνα, κι ενώ διένυε ο  αξιαγάπητος Συφορούλιας τη περίοδο του γήρατος, του έβαλαν οι  γείτονες  φωτιά στην εξώπορτα του σπιτιού του , γιατί χαιρόταν με τη γιαγιά ,  εκφραζόταν δυνατά κι εκείνοι δεν μπορούσαν να κοιμηθούν ξαπλωμένοι στα μπαλκόνια τους ,λόγω ζέστης. Άρχισαν  να του φωνάζουν , σαν τις σειρήνες της πυροσβεστικής:

-  Συφορούλια, Συφορούλια, καίγεται το σπίτι σου, την ώρα που ο ταλαίπωρος απολάμβανε μαζί με τη   καλή του σύντροφο τα δώρα  του Θεού.

-Συφορά μου, συφορά μου,  είπε ο Συφορούλιας, καθώς βγήκε έξω έντρομος,   κρατώντας τη σκελέα του.

Εκείνοι πέθαναν στα γέλια και προθυμοποιήθηκαν να  τον βοηθήσουν και να σβήσουν τη φωτιά.

Στη συνέχεια τον αγκάλιασαν, του είπαν ότι πριν της Παναγιάς να μην κοιμάται με τη γιαγιά  μη τυχόν θυμώσει  ο Θεός και  ανάψει  καμιά  πυρκαγιά στο Μπιζάνι!

 Στα γεράματα ο Συφορούλιας ήταν πολύ γελαστός,   και φαινόταν  σαν να είχε ξεχάσει τις πρότερες συφορές του.

-Τι έγινε  Συφορούλια; γέρασες και μας ξέχασες; του έλεγαν  οι φίλοι του στη πλατεία,

Όταν έπιναν καφέ οι παλιότεροι μαζί με τους νεώτερους στο καφενείο ,μόνιμη κουβέντα τους ήταν ,όταν   έβλεπαν τον Συφορούλια να περνά, πώς  αντιδρούσε παλιά  και ωρυόταν φωνάζοντας “συφορά μου συφορά μου”  για τα παθήματά του. Κάποτε, αυτό έξαψε τη περιέργεια των νεώτερων και ήθελαν οπωσδήποτε να τον ακούσουν και να τον απολαύσουν. Γι αυτό οργάνωσαν ένα από τα τελευταία και ανεπανάληπτα δρώμενα της ζωής του. Έπιασαν τις δύο  γίδες του  , τις έδεσαν και τις δύο μαζί  με χοντρό σχοινί νυχτιάτικα, τους έτριψαν λιγάκι  τα αυτιά, οπότε αυτές  άρχισαν τρομαγμένες να βελάζουν δυνατά. Στη συνέχεια του χτύπησαν την πόρτα φωνάζοντας:

- Τρέξε Συφορούλια, ένας κλέφτης έδεσε τις γίδες σου και πάει να φέρει το φορτηγό του για να τις  πάρει.

Πετάχτηκε έξω ο Συφορούλιας με τη σκελέα και το κυνηγετικό τουφέκι του και φώναξε:

Συφορά μου, συφορά μου, που είναι ο διάβολος για να του ρίξω.

-Ησύχασε, ησύχασε του είπαν εκείνοι, είδε ότι το καταλάβαμε και εξαφανίστηκε.

Ο Συφορούλιας κάθισε σε μία καρέκλα στην αυλή, πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε:

-Πολλά μου σκάρωσε  μπρε παιδιά ο διάβολος, δεν με άφησε σε χλωρό κλαρί για μια ζωή. Αλλά κι εγώ ποτέ δεν σκέφτηκα γιατί με έπιανε ο άτιμος αδιάβαστο. Τώρα στα γεράματα τα κατάλαβα όλα!

-Γιατί; ρώτησαν εκείνοι ενώ κρέμονταν από  τα χείλη του.

-Γιατί ξεχνούσα να νηστέψω και ήθελα πολύ τη γιαγιά, άστα βράστα. Κοινωνούσα μια φορά τον χρόνο. Και κάτι άλλο κατάλαβα. Όταν κρατείς πιστόλι δεν σε πιάνει ο διάβολος από το χέρι ,αλλά κρυφά από  τη κάτω προβιά.

-Τι  θέλεις να πεις; ο παππάς που δεν κρατεί πιστόλι από πού τον πιάνει ο διάβολος;

-Α! Αυτόν τον φοβάται και  τον κοιτάζει  από απέναντι.

-Και τον βλέπει ο παπάς;

-Πώς και δεν τον βλέπει , τον βλέπει και τον παραβλέπει.

-Μα πώς;

-Δεν το καταλάβατε..συφορά μου, συφορά μου!

-Καλά μη σκας, εξήγησε μας.

-Όταν εγώ σταθώ απέναντι από τον παπά τι θα δει ο παπάς;

-Εσένα.

-Εμένα σίγουρα θα με δει αλλά και το διάβολο του καθενός μας, είπε   ο αείμνηστος Συφορούλιας.

Ξαφνικά ,έσπασε η βρύση του κήπου και το νερό  άρχισε να τρέχει ανεξέλεγκτα στην αυλή με ορμή.

-Συφορά μου, συφορά μου...ο  έξω από δω  είναι, είπε ο Συφορούλιας. Με άκουσε που τον μνημόνευσα και χτύπησε. Καληνύχτα, σας ευχαριστώ για τις γίδες, πάω να κλείσω τα νερά, είπε και χάθηκε στα τετράδια του χρόνου ο Συφορούλιας της Βαλύρας.

Αυτός ήταν ο μοναδικός  αγροφύλακας Συφορούλιας, ας τον αναπαύει ο Θεός  με  καλομαγειρεμένα  θεϊκά πετεινάρια και ο διάβολος να κοιτά και να του τρέχουν τα σάλια από απέναντι.

-Συφορά που μας βρήκε!

-Τι έγινε  γιαγιά  Μαριγούλα;

-Έρχεται του Σταυρού,  και κόντεψα να  το ξεχάσω! Ούξου από δω!

 Ο Θεός μαζί σας!

 Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

 1/9/2021

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: