ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Δ.ΛΥΡΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ
ΒΑΛΥΡΑ ΙΘΩΜΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ, Τ.Κ.24002
ΤΗΛ. 2724071016
Στο χωριό μου, τη Βαλύρα Ιθώμης Μεσσηνίας, αυτοί που είχαν κάρα ήταν: Τα αδέλφια Χριστάκη Κωνσταντίνος και Παναγιώτης, τα αδέλφια Φωτεινού Παναγιώτης και Νίκος, ο Ηλίας Ηλιόπουλος ή Κουρής, ο Αθανάσιος Τσιλίκας, ο Νίκος Μαρινόπουλος ή Μαρίνης και ο Παρασκευάς Φειδάς ή Τσόγκας. Τελευταία ο βαλυραίος Σωκράτης Μπάκας είχε σούστα την οποία χρησιμοποιούσε στις αγροτικές του εργασίες και τον έχουμε φωτογραφήσει, έξω από το σπίτι μου. Με τα κάρα μετέφεραν ελιές, σύκα, σταφύλια, ντομάτες ,άμμο, πέτρες, ξύλα, ζώα, ή πήγαιναν βαλυραίους φυματικούς στην περιοχή της Αλαγονίας, ή μετέφεραν τα προικιά της νύφης κ.λ.π.. Τα κάρα χρησιμοποιούσαν οι εκάστοτε πρόεδροι της κοινότητας, στην προσωπική εργασία του χωριού. Πριν βγουν τα τρακτέρ, τα λιοτρίβια, για τη μεταφορά λαδιού και ελιών χρησιμοποιούσαν τα κάρα. Ένα Σάββατο πηγαίνοντας στις Χούνες να μαζέψουμε κοκολόι ελιές μας περίμενε μια έκπληξη. Κάποιο σακί δεν είχε δεθεί καλά, οι ελιές χύθηκαν και ήταν σωρός. Έτσι μαζέψαμε περισσότερες ελιές και σε λιγότερο χρόνο πήραμε περισσότερα χρήματα. Το καλοκαίρι τα κάρα πήγαιναν φορτωμένα σταφίδα και σύκα στην Καλαμάτα ή αραμπάδες στην Πάτρα, Κατάκωλο και Κυλλήνη. Μετέφεραν εμπορεύματα στο σταθμό του τραίνου, στη Βαλύρα, και φόρτωναν από εκεί τσιμέντα και λιπάσματα.Το κάρο ήταν απαραίτητο σε όλες τις εργασίες του καμινιού που παρασκεύαζε τούβλα, κεραμίδια, στάμνες, τσουκάλια και είδη νοικοκυριού.
Το κάρο χρησιμοποιούσε πολύ, ο θείος μου Βαγγέλης Βάκρινος, μεταφέροντας τον ίδιο, τη θεία Αννέτα και πολλές φορές και εμένα ή τη δίδυμη αδελφή μου, και την πραμάτεια του που πωλούσε στα πανηγύρια στο Αγιο Φλώρο, Μελιγαλά, Μεσσήνη και Κυπαρισσία. Χρησιμοποιούσε κυρίως, τον Παρασκευά Φειδά, γιατί ήταν κοντά στο σπίτι του και στη συνέχεια οι δυό τους ήταν γερά ποτήρια στο ποτό και φαγητό, μετά το ταξίδι.
Τα κάρα μαζί με τη βάρκα, είχαν μεγάλη πέραση, όταν γκρεμίστηκε η σιδερένια γέφυρα, το 1944, μέχρι το 1953 που έγινε η τσιμεντένια. Πολλές φορές όταν το ποτάμι δεν είχε πολύ νερό, το κάρο περνούσε μέσα από το ποτάμι. Διαφορετικά βάζαμε το γαϊδούρι ή άλογο στη βάρκα, το περνούσαμε απέναντι, φορτώναμε τα διάφορα αγροτικά προϊόντα, τα ξεφορτώναμε δίπλα στην όχθη, τα φορτώναμε στη βάρκα και μετά στο κάρο ή το ζώο, γινόταν η μεταφορά τους.
Σήμερα υπάρχουν μόνο φωτογραφίες και το μόνο κάρο που σώζεται στη Βαλύρα είναι του Θανάση του Τσιλίκα, που έχει φυλάξει ο γιός του Γιάννης.
Τα κάρα, οι αραμπάδες και οι σούστες, ήταν τα μεταφορικά μέσα, περίπου μέχρι το 1975. Οι δρόμοι τότε δεν είχαν άσφαλτο και ήταν σε άσχημη κατάσταση. Όλοι οι δρόμοι στα χωριά ήταν χωματόδρομοι και σχεδόν αδιάβατοι τις ημέρες του χειμώνα. Λακκούβες, λάσπες, πέτρες, συναντούσε συνεχώς ο ταξιδιώτης του τόπου μας. Οι άνθρωποι, όταν μετακινούνταν μέσα στα χωριά τους συναντούσαν μεγάλες δυσκολίες και εμπόδια. Σε πολλές περιπτώσεις η μεταφορά των ίδιων ή εμπορευμάτων ήταν πραγματική περιπέτεια. Τότε, τα διάφορα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, εμπορεύματα, μεταφέρονταν με τα κάρα, σούστες ή αραμπάδες. Αυτός που είχε το κάρο έπρεπε να φροντίζει την καλή κατάστασή του και την υγεία του αλόγου. Δεν ήταν εύκολο να αγοράσει κανείς άλογο την εποχή εκείνη, γιατί ήταν πολύ ακριβό. Στο σπίτι του ιδιοκτήτη, υπήρχε ιδιαίτερος χώρος για τη διαβίωση και διατροφή του ζώου. Φρόντιζαν δε, όταν αγόραζαν ένα άλογο, αυτό να είναι δυνατό, νέο, ήρεμο, και χωρίς ιδιοτροπίες. Με τα κάρα μετέφεραν τα πάντα, όμως η μετακίνηση γινόταν με αργούς ρυθμούς. Για μια απόσταση 50 χλμ. χρειαζόταν στην καλύτερη περίπτωση 8 με 10 ώρες, και γίνονταν στάσεις για να ξεκουράζεται το ζώο, να τρώει κυρίως βρώμη που είναι δυναμωτική, και το απελευθέρωνε από τα βάρη και τα δεσμά του. Η αμοιβή ήταν καλή και μπορούσε να ζήσει αποκλειστικά από αυτό το επάγγελμα, αυτός και η οικογενειά του.
Σήμερα, δεν υπάρχει το επάγγελμα του αγωγιάτη καροποιού, μετά την επικράτηση των μηχανοκίνητων οχημάτων. Ωστόσο στον τόπο μας βλέπουμε σούστες να τα χρησιμοποιούν κυρίως σε τουριστικά μέρη για χάρην αναψυχής.
Ιστορία.
Η άμαξα είναι ένα όχημα με ρόδες, που έλκεται από ένα ή περισσότερα ζώα και χρησιμεύει για τη μεταφορά ανθρώπων (τα παλιότερα χρόνια) και πραγμάτων. Πολλές φορές χρησιμοποιείται και το χειροκίνητο αμάξι. Υπάρχουν διάφορα είδη άμαξας: το άρμα, το χειραμάξι, το κάρο, η βοϊδάμαξα η καρότσα η σούστα, ο αραμπάς,
Η εφεύρεση της άμαξας συμπίπτει με την επινόηση του τροχού. Φαίνεται ότι οι πρώτοι λαοί που χρησιμοποίησαν τα αμάξια είναι της Μεσοποταμίας, οι Σουμέριοι, οι Χετταίοι και όχι οι Ασσύριοι όπως πίστευαν παλιότερα.
Πρώτοι οι Αιγύπτιοι εφεύραν τον τροχό με μεταλλική στεφάνη και τον ακτινωτό τροχό, που αργότερα τελειοποίησαν οι Ασσύριοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις πρώτες άμαξες οι ρόδες ήταν καρφωμένες στον άξονα, ενώ αργότερα τελειοποιούνται και οι ρόδες γυρίζουν ελεύθερες, γύρω από του ακίνητο άξονα.
Για να σέρνουν τ' αμάξια, χρησιμοποιούσαν δούλους ή καλύτερα διάφορα ζώα, κυρίως βόδια και άλογα που δένονταν με την άμαξα με τη βοήθεια του ζυγού και δερμάτινων λουριών. Η εφεύρεση της άμαξας είχε πολύ μεγάλες επιπτώσεις στη μετέπειτα πρόοδο της ανθρωπότητας. Μέχρι τότε οι μεταφορές γίνονταν με τα χέρια του ανθρώπου και ήταν εξαιρετικά δύσκολες, πρακτικά αδύνατες.
Στην αρχαία Ελλάδα, συνηθέστερος τύπος άμαξας ήταν το άρμα. Το άρμα αποτελούνταν από μια επίπεδη βάση προφυλαγμένη από μπροστά και ανοιχτή από πίσω. Ο οδηγός στεκόταν όρθιος. Το άρμα ήταν δίτροχο γιατί δεν είχε βρεθεί ακόμη ο τρόπος ν' αλλάζουν διεύθυνση οι ρόδες και έτσι ο χειρισμός τετράτροχης άμαξας ήταν πολύ δύσκολος. Το άρμα χρησιμοποιούταν στις μάχες, στο κυνήγι, στις ιπποδρομίες, στις γιορτές και στους περίπατους.
Οι Ρωμαίοι, εκτός από το τέθριππο άρμα, χρησιμοποίησαν για τα ταξίδια άμαξες μεγαλύτερες, με τέσσερις τροχούς, που υπήρχε τρόπος να ταξιδέψει κανείς καθιστός. Είχαν γίνει στο μεταξύ προσπάθειες να συρθούν άμαξες από περισσότερα του ενός ζώα, πράγμα που συντέλεσε πολύ στην ανάπτυξη της άμαξας.
Κατά τον Μεσαίωνα βελτιώνεται ο τρόπος ζεύξης των ζώων στις άμαξες. Επίσης οι προσπάθειες στρέφονται στην ανάρτηση της άμαξας. Πολλές φορές χρησιμοποιείται ένα ξεχωριστό αμάξι δεμένο στην αρχική βάση με αλυσίδες, έτσι ώστε τα τραντάγματα να μην επηρεάζουν πολύ αυτούς που βρίσκονταν μέσα στην άμαξα. Άρχισαν δηλαδή οι πρώτες πρόοδοι στο θέμα της άνεσης ενός ταξιδιού, ενώ οι σούστες δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί.
Αρχικά οι άμαξες ήταν ανοικτές, έμοιαζαν δηλαδή πολύ με τα σημερινά κάρα. Αργότερα φτιάχτηκαν άμαξες κλειστές, συνήθως με δέρμα, για να προφυλάγουν αυτούς που ταξίδευαν από το κρύο και τη βροχή. Πολλές φορές οι άμαξες ήταν μόνιμα κλειστές με πόρτες που φωτίζονταν με γυάλινα παράθυρα. Τα καθίσματα έγιναν πιο άνετα, πιο μαλακά και οι άμαξες πολυτελείας διακοσμούνταν πλούσια. Όλα αυτά έδιναν στις άμαξες εξαιρετικό βάρος και για να τις σύρουν χρειαζόντουσαν 4 - 8 άλογα. Οι άμαξες έγιναν τότε «μπερλίνες», με αντιμέτωπα καθίσματα, αργότερα λεωφορεία και ταχυδρομικά αμάξια.
Κατά την Αναγέννηση και μετά από αυτήν κατασκευάστηκαν διάφορες άμαξες σε πολλούς τύπους και ρυθμούς. Τέτοιες ήταν: η μπερλίνα κουπέ, το κουπέ, το τετράτροχο καμπριολέ, το καλές ντε ζαρντέν, το λαντώ και η Βικτώρια. Για όσους αγαπούσαν την ταχύτητα υπήρχαν τα δίτροχα αμάξια Φαέθων και Δουξ, που μπορούσε να τα οδηγήσει κανείς και όρθιος. Όμως για τις σοβαρές μετακινήσεις χρησιμοποιούνταν τετράτροχες άμαξες.
Η άμαξα άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτατα και σαν λεωφορείο. Οι άμαξες αυτές, πολλές φορές και διώροφες, σύρονταν από 6 - 8 άλογα και μετέφεραν επιβάτες από πόλη σε πόλη. Υπήρχαν εταιρείες λεωφορείων που εξασφάλιζαν τη συγκοινωνία με κανονικά δρομολόγια, τακτικές στάσεις σε διάφορα σημεία και καθορισμένο εισιτήριο. Επίσης γρήγορες και ελαφριές άμαξες χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά του ταχυδρομείου. Αυτές οι άμαξες ταξίδευαν συνέχεια και άλλαζαν άλογα στους σταθμούς.
Η άμαξα χρησιμοποιήθηκε σαν αποκλειστικό μέσο συγκοινωνίας μέχρι την εμφάνιση του σιδηρόδρομου και του αυτοκινήτου, που διευκόλυναν αφάνταστα τις μεταφορές σε μεγάλες αποστάσεις. Τελικά, η εμφάνιση του αυτοκινήτου στις αρχές του 20ου εκτόπισε σχεδόν τελείως τις άμαξες, που σήμερα χρησιμοποιούνται ελάχιστα, κυρίως σα μέσο ψυχαγωγίας σε τουριστικές περιοχές.
Έχουμε ιδεί σε πολλά κινηματογραφικά έργα γουέστερν, περιπέτειες, απαγωγές, και χρηματαποστολές, με άμαξες και κάρα. Στο ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, το 1922, σε διάφορα ντοκιμαντέρ, βλέπουμε τα κάρα φορτωμένα με τα αναγκαίως απαραίτητα, για άλλη γη σε άλλα μέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου