Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΔΙΚΕΣ ΤΟΥ 1834 ΜΕ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ ΤΟΝ ΔΗΘΕΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΑ ΣΚΩΤΖΕΖΟ ΜΑΣΟΝ

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΛΥΡΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ
ΒΑΛΥΡΑ ΙΘΩΜΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΤΚ 24002
ΤΗΛ.2724071016

ΔΙΚΗ  ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ-ΠΛΑΠΟΥΤΑ, ΔΙΚΗ  ΤΕΡΤΣΕΤΗ-ΠΟΛΥΖΩΙΔΗ, ΔΙΚΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Σε λίγες μέρες γιορτάζουμε την 25η Μαρτίου ως μέρα μνήμης της απελευθέρωσης των Ελληνικών εδαφών, από τους Τούρκους, που κατείχαν οι Έλληνες  από χιλιάδες χρόνια. Θεωρώ  καθήκον και ιερή υποχρέωση το μικρό αυτό αφιέρωμα στους χιλιάδες ανώνυμους και επώνυμους αγωνιστές αυτού του έργου της απελευθέρωσης, καθώς και στον παππού μου Αθανάσιο Δημητρίου Λύρα, που ήταν στρατιώτης του οπλαρχηγού Παναγιώτη Κεφάλα , από το Δυρράχι Αρκαδίας, που πολέμησε τον Ιμπραήμ στις μάχες του Μανιακίου και Βέργας Αλμυρού,με πολλούς συντοπίτες του.

Πέρυσι μαζί με το δημοτικό σχολείο Βαλύρας συνδιοργανώσαμε έκθεση με την τοπική ιστορία, για το 1821 και αναρτήσαμε την ιστορία της Μεσσηνιακής επανάστασης, η οποία είχε μεγάλη επισκεψιμότητα. Φέτος θα αναρτήσουμε τη δίκη των Πλαπούτα- Κολοκοτρώνη, και ένα μικρό αφιέρωμα στη δίκη των Τερτσέτη Πολυζωίδη και στη δίκη της Μεσσηνιακής επανάστασης, συνδέοντάς τα και τα τρία με το σκωτζέζο Μάσον. Ο Τερτσέτης είναι εκείνος που αργότερα έγραψε τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, και αναφερόμαστε στα ΦΕΚ, τα οποία μπορεί ο καθένας εφόσον γνωρίζει υπολογιστή να τα ανακτήσει καθώς και  το ιστορικό υλικό, για τις παρακάτω 6 δίκες.
Καταδίκη Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα ΦΕΚ 33Α, 1834
Μεσσηνιακή Επανάσταση ΦΕΚ 28Α, 1834
Αθώωση Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, ΦΕΚ 1Α, 1835

O καθένας μας, θα πρέπει να έχει στη βιβλιοθήκη του τα έξι βιβλία με τις δίκες του Σωκράτη, Χριστού, Μεσσηνιακής Επανάστασης, των έξι,  Γρηγορίου Λαμπράκη και της χούντας. Με τη μελέτη μαθαίνουμε πολλά για τα προτερήματα  και ελαττώματα των Ελλήνων και γινόμαστε πιο δύσπιστοι απέναντι σε μεγαλοστομίες αυτών με τα πολλά «ΘΑ»,  που όταν τα καταφέρουν από προστάτες γίνονται δυνάστες. Ένας από τους πολλούς είναι και ο Σκωτζέζος  Μάσον, που ήταν παρών και στις 3 δίκες που θα περιγράψουμε παρακάτω. Πρέπει κάποτε να διδαχτούν αυτά στα σχολεία μας, για να μάθουμε από τα λάθη μας και να μην τα επαναλαμβάνουμε στο μέλλον.
Α.ΔΙΚΗ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ-ΠΛΑΠΟΥΤΑ
1. Οι «Προστάτες -Δυνάστες» προσπαθούσαν να εδραιώσουν την επιρροή τους στην Ελλάδα, με πρωτοπόρο την Αγγλία, η οποία είχε ως στόχο να εκμηδενίσει τη ρωσική  και  γαλλική επιρροή, έχοντας ατού, τον πρόεδρο της αντιβασιλείας, κόμη Άρμανσπεργκ.
Η αντιβασιλεία διατήρησε το υπάρχον κυβερνητικό σχήμα ως τις 15 Απριλίου 1833, οπότε όρισε μέλη του υπουργικού συμβουλίου το Σπυρίδωνα Τρικούπη, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το Γεώργιο Ψύλλα, το Γεώργιο Πραΐδη και τον Ιωάννη Κωλέττη, με καταφανή σύνθεση την υπεροχή του «αγγλικού κόμματος».
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1833, έγιναν οι συλλήψεις των ρωσόφιλων οπλαρχηγών: Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Δημήτριου Πλαπούτα,  πρωτοσύγγελου Αμβρόσιου Φραντζή, Νικόλαου Κριεζώτης Ιωάννη Μαμούρη, Τσάμη Καρατάσο, Σπυρομήλιο, οι αδελφοί Αδάμ και Αναγνώστης Παρατσωραίος, Ι. Ρούκης, Γ. Βάγιας, Κίτσος Τζαβέλλας, Αποστολάρας, Κ. Δημητρακόπουλος, Κ. Πελοπίδας, Δ. Χοϊδάς, Γενναίος Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Γρίβας και άλλοι στρατιωτικοί γνωστοί για την αφοσίωσή τους στο καποδιστριακό κόμμα και για τους δεσμούς τους με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Τους έφεραν , δεμένους με αλυσίδες,  στο Ναύπλιο, τους πέρασαν από τους δρόμους για να τους διαπομπεύσουν και άλλους  έκλεισαν στο Ιτς Καλέ (Παλαμήδι), και άλλους  φυλάκισαν στο Μπούρτζι.
Οι συλλήψεις έγιναν με μυστικότητα, χωρίς να γνωστοποιηθούν στο υπουργικό συμβούλιο. Η διαταγή της σύλληψης είχε υπογραφτεί μόνο από τους αντιβασιλείς Μάουερ και Άμπελ.
Η δίκη άρχισε στις 30 Απριλίου 1834 και διήρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου του ιδίου έτους. Έγινε στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου και την εισαγγελική έδρα είχε ο σκωτσέζος Εδουάρδος Μάσον, που υπερασπίσθηκε τον φονιά του Καποδίστρια, Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Νομικός, θεολόγος και φιλόσοφος, είχε έλθει το 1824 στην Ελλάδα με την ιδιότητα του φιλέλληνα. Δεν είχε σπουδαία δράση στον Αγώνα, και ο Όθωνας τον διόρισε καθηγητή της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο  Αθηνών.
Όταν πήγε στο Ιτς Καλέ, όπου ήταν φυλακισμένος ο Γέρος του Μοριά, για να ανακρίνει τον πίεζε επί ώρες να ομολογήσει ότι «είχε προπαρασκευάσει αποστασία εναντίον της κυβέρνησης», ο Κολοκοτρώνης τον αποστόμωσε, αναφέροντας την ιστορία του λύκου και της προβατίνας. Από όλες τις δεινές κατηγορίες, καμία δεν αποδείχτηκε. Και αν ακόμη υπήρχαν κάποιες ενδείξεις, έλλειπαν τα αδιαφιλονίκητα στοιχεία που θα θεμελίωναν την παραπομπή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, και μάλιστα «για εσχάτη προδοσία».
Οι 44 μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν στοιχεία που αμφισβητήθηκαν και  οι 115 μάρτυρες υπεράσπισης που εξετάσθηκαν διέψευσαν τις κατηγορίες. Η δίκη κράτησε είκοσι ημέρες.
2. Το κατηγορητήριο
Προσέρχονται και οι δικαστές και καταλαμβάνουν τις έδρες τους. Τελευταίος μπαίνει ο Πρόεδρος Πολυζωίδης. Ο Γραμματέας του δικαστηρίου Ζώτος, πηγαίνει και παίρνει από τον Πρόεδρο το κατηγορητήριο, ξαναπάει στην έδρα του και διαβάζει:
1. Ότι παρακίνησαν το λαό σε εμφύλιο πόλεμο προς κατάργηση του καθεστώτος πολιτεύματος.
2. Ότι παρακίνησαν σε ληστεία «διάφορους αρχιληστές με σκοπό την συνωμοσία και τον εμφύλιο πόλεμο».
3. Ότι συνέταξαν αναφορά ζητώντας την επέμβαση ξένης δύναμης (της Ρωσίας) προς κατάργηση της Υψηλής Αντιβασιλείας.
4. Ότι συνέδραμαν τον κόντε Διονύσιο Ρώμα στο εγκληματικό του σχέδιο περί κατάργησης των δύο μελών της Υψηλής Αντιβασιλείας.
3. ΤΟ ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΘΑΝΑΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΝ ΝΑΥΠΛΙΩ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ.
(Με κενή τη θέση των υπογραφών του Προέδρου Πολυζωΐδου και του δικαστού Τερτσέτη, βιασθέντες δια των λογχών χωροφυλάκων δεν έστερξαν να υπογράψουν  την καταδίκη των ελευθερωτών της Πατρίδος.)
Α π ο φ α σ ί ζ ει:
1ον.  Ο Δ. Πλαπούτας και ο Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον, ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας, ήτοι των κακουργημάτων των ενδιαλαμβανομένων εις το άρθρον 2 του Εδαφίου Α και Γ του Εγκληματικού Απανθίσματος και εις το άρθρον 2 του από 9/21 Φεβρουαρίου 1833 Β. Διατάγματος, κατά τα αυτά άρθρα, εις τα δικαστικά έξοδα και των μαρτύρων εκ δρχ. 1.047,93, ήτοι χιλίας τεσσαράκοντα επτά και λεπτά ενενήκοντα τρία.
2ον.  Η παρούσα απόφασης θέλει εκτελεστή εις στην εκτός του Φρουρίου Ναυπλίου πλατείαν.
3ον. Οι καταδικασθέντες κρίνονται άξιοι της Βασιλικής χάριτος, την οποίαν θέλει ζητήσει επισήμως το Δικαστήριο από την Α.Μ.
4ον. Αναβάλλεται η εκτέλεσης  της παρούσης αποφάσεως μέχρι της εκβάσεως της περί χάριτος αιτήσεως.
5ον .Ο Επίτροπος της Επικρατείας να εκτελέσει την παρούσα  απόφαση.
6ον . Αντίγραφο αυτής να κοινοποιηθεί στον Επίτροπο της Επικρατείας.
Εξεδόθη και εδημοσιεύθη εν Ναυπλίω την 26ην Μαΐου του χιλιοστού οκτακοσιοστού τριακοστού τετάρτου έτους.
Ο πρόεδρος
…………………. (ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ)
Α. ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
Δ. Κ. ΣΟΥΤΣΟΣ
Φ. ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
……………………(ΤΕΡΤΖΕΤΗΣ)
Ο Γραμματεύς
ΧΡ. ΖΩΤΟΣ
Ο Επίτροπος της Επικρατείας
ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ ΜΑΣΟΝ

4.Η απολογία του Κολοκοτρώνη
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Μετά από μικρή παύση). Να αποχωρήσει της αιθούσης ο Δημήτριος Πλαπούτας για να απολογηθεί ο έτερος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Δύο χωροφύλακες οδηγούν έξω τον Πλαπούτα, Φέρνουν το Ευαγγέλιο. Ο Πρόεδρος σηκώνεται, τον μιμούνται όλοι. Ο Κολοκοτρώνης απλώνει το χέρι του.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχεις άλλο τίποτα να πεις για όσα σε κατηγορούν;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Τούτω δω μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ήτανε χωρισμένη στα δύο. Εγώ άμα έμαθα το διορισμό του Βασιλιά, έκαμα τη σημαία του και σύναξα κι όλους τους φίλους μου και κάμαμε μιαν αναφορά στη Βαυαρία φανερώνοντας την αφοσίωσή μας. Όταν ήρθε’ ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου κι ησύχασα.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Τότε, γιατί αντενέργησες στο βασιλιά και στην Αντιβασιλεία σου.
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου έδωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος».
Αυτά είπε ο Γέρος και κάθισε στον πάγκο του, ενώ στην αίθουσα απλώθηκε βαθιά σιωπή και αγωνία.
5. Η απολογία του Δημητρίου Πλαπούτα και οι αγορεύσεις του Επιτρόπου Μάσον και των συνηγόρων υπεράσπισης
Κατηγορούν εμένα και τον Γέρο, πως τάχα σηκώσαμε κεφάλι ενάντια στην Αντιβασιλεία και το Βασιλιά. Μα μήπως εγώ δε συνόδεψα τη Μεγαλειότη του και μπήκα εγγυητής για να έρθει να καθίσει το θρονί; Μας ανακατεύουν πάλι με ληστές και κάτι ασήμαντους ανθρώπους. Εμείς το ‘χουμε ψηλά και καθαρό το κούτελο και δε μηχανευόμαστε βρομοδουλειές όπως η αφεντιά εκείνων που μας κατηγορούν γι’ αναρχικούς. Ό,τι έχουμε να πούμε το λέμε ντρέτα και σταράτα). Κύριοι δικαστές, είμαστε αθώοι. Άλλοι είναι οι εχθροί και προδότες της Πατρίδας».
Η αγόρευση του Μάσον που κράτησε πεντέμισι ώρες, στην ουσία ήταν μια επανάληψη του Κατηγορητηρίου και των όσων είχαν υποστηρίξει οι μάρτυρες κατηγορίας, κατέληγε δε ως εξής: «Επιμένω στην κατηγορία και με τα δόντια και με τα νύχια θα την υποστηρίξω. Διακηρύττω (θεωρώ), λοιπόν τους εγκαλουμένους ως ενόχους, και απαιτώ τον θάνατόν τους!».
Ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, Π. Βαλσαμάκη (συνήγορος του Κολοκοτρώνη) και Χ. Κλωνάρη (συνήγορος του Πλαπούτα). Ο  Μαυροκορδάτος τελικά άλλαξε γνώμη και εισηγήθηκε στην Αντιβασιλεία να δώσει χάρη και να ελευθερώσει και τους άλλους φυλακισμένους «της κατηγορίας ως μη υφισταμένης». Ο Κωλέττης όμως που είδε πως ήταν μια μοναδική ευκαιρία να φάει το Μαυροκορδάτο, αρνήθηκε και ζήτησε εντός 24 ωρών να πέσουν τα κεφάλια των στρατηγών και να δικαστούν οι δύο δικαστές, Πολυζωϊδης και Τερτσέτης και οι υπόλοιποι εγκαλούμενοι.
Πριν από την έναρξη της δίκης ο Μάσον είχε καλέσει στο σπίτι του και τα πέντε μέλη του δικαστηρίου και αφού τους παρουσίασε όσα στοιχεία είχε συγκεντρώσει, τους ρώτησε αν τα έβρισκαν αρκετά για να καταδικάσουν τους δυο στρατηγούς. Ο Πολυζωίδης εξεγέρθηκε και δήλωσε αμέσως:
 «Θάπτω εις τους κρυψώνας της σιωπής την αντάμωσίν μας εδώ, το διατί και το πώς. Αν είναι ανάγκη να προείπομεν τι, προλέγω ότι, αν οι στρατιωτικοί Έλληνες είναι αθώοι, έχομεν τιμιότητα να τους αθωώσωμεν, αν ένοχοι, αγάπην Πατρίδος να τους καταδικάσομεν εις δεσμά, εις θάνατον».

Ο Πολυζωίδης γνώριζε ότι, οι άλλοι τρεις δικαστές ήταν αποφασισμένοι να καταδικάσουν σε θάνατο τους στρατηγούς, γι’ αυτό προσπαθούσε να πείσει τον Επίτροπο να δευτερολογήσει, προκειμένου να κερδίσει χρόνο, με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να μεταπείσει έναν από τους «καταδικαστικούς» συναδέλφους του. Ο Μάσον επέμενε να επισπευτεί η έκδοση της απόφασης. Ο Πολυζωίδης παρακάλεσε θερμότατα τον Επίτροπο να δευτερολογήσει. Εκείνος, ανένδοτος, επέμενε στην άρνησή του. Επί μισή ώρα το δικαστήριο είχε πάψει ουσιαστικά να συνεδριάζει. Οι δικαστές στις έδρες τους σώπαιναν με αμηχανία. Ο Μάσον στη δική του έδρα σώπαινε και αυτός, με αλύγιστο πείσμα.
Στην αίθουσα το δικαστήριο είχε μείνει εμβρόντητο. Από κανένα δε διέφευγε ότι, εκείνη την ώρα, καταρρακωνόταν η δικαιοσύνη. Κάποια στιγμή ο Επίτροπος κατέβηκε από την έδρα του, και συνομίλησε μυστικά, με το νομάρχη Μαύρο, που βρισκόταν στην αίθουσα ως παρατηρητής του Μάουερ. Προφανώς έλαβε από αυτόν εντολές, διότι όταν επανήλθε στην έδρα του, δήλωσε ακόμη κατηγορηματικότερα ότι δεν εννοούσε να δευτερολογήσει.
Ο Πολυζωίδης συνέχισε τις εκκλήσεις του: «Σας παρακαλώ δια μιαν ακόμη φοράν, χάριν της δικαιοσύνης και της κοινωνίας να απαντήσετε!». «Δεν δύναμαι να απαντήσω», επέμενε ο Μάσον. «Πρέπει να το κάμετε», παρακαλεί εκ νέου ο Πολυζωίδης. Ο Μάσον ξαναγυρίζει στη σιωπή του. Υπάρχει μεγάλη αναταραχή στην αίθουσα. Ο νομάρχης Μαύρος φεύγει για να ζητήσει οδηγίες από τον υπουργό δικαιοσύνης Σχινά. Ο Πολυζωίδης, μετά από την κατάσταση που δημιουργήθηκε, διέκοψε τη συνεδρίαση για την επομένη, υπό τον όρο, όπως δήλωσε ρητά, «εάν δεν ομιλήσει ο Επίτροπος, να ομιλήσουν οι συνήγοροι».
Τη νύχτα εκείνη, στα παρασκήνια, πολλά διαδραματίστηκαν, που παρέμειναν όμως άγνωστα. Κινητοποιήθηκαν όλοι οι κυβερνητικοί και διπλωματικοί παράγοντες. Έγιναν διαβούλια με στόχο τη ζωή ή το θάνατο του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα. Το αποτέλεσμα των νυχτερινών διαβουλεύσεων, φανερώθηκε την επομένη στο δικαστήριο. Όταν ο πρόεδρος Πολυζωίδης έδωσε το λόγο στην υπεράσπιση, διότι ο επίτροπος αρνήθηκε και πάλι να δευτερολογήσει, ο Μάσον, θριαμβευτικά, του εγχείρισε μια έγγραφη απόφαση της Αντιβασιλείας, η οποία ενέκρινε τη στάση του Επιτρόπου και διάταζε την έκδοση απόφασης με την απειλή μάλιστα ότι θα καταδιώκονταν τα μέλη του δικαστηρίου που δε θα ήθελαν να συμμορφωθούν. Η διαταγή είχε τις υπογραφές και των τριών Αντιβασιλέων. Ο Πολυζωίδης δεν μπορούσε πια παρά να υποκύψει. Το δικαστήριο αποσύρθηκε για διάσκεψη, ενώ σε όλους έγινε αντιληπτό ότι η ζωή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα είχε κριθεί τελεσίδικα.
Στην αίθουσα της διάσκεψης του δικαστηρίου διαδραματίστηκαν, σκηνές συγκλονιστικές. Ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης με επιχειρήματα προσπαθούν να προκαταλάβουν τους τρεις «καταδικαστικούς» δικαστές. Και οι τρεις δήλωσαν, ο ένας μετά τον άλλο, ότι είχαν πειστεί για την ενοχή των κατηγορουμένων. Τα αντρικά δάκρυα του Τερτσέτη δεν επηρέασαν τους «μιλημένους» δικαστές. Ακόμα και όταν ο Τερτσέτης τους φώναξε, «με τέτοια αποδεικτικά, ούτε δυο γάτοι δεν καταδικάζονται εις θάνατον!», αυτοί παρέμειναν αμετακίνητοι στις εντολές που είχαν λάβει. Ο Πολυζωίδης τους πρότεινε τότε μια λύση συμβιβαστική. Αναβολή της απόφασης για να ερευνηθεί πληρέστερα η όλη υπόθεση και να διεξαχθεί νέα δίκη στην οποία μάλιστα να παραπεμφθούν και οι λοιποί κατηγορούμενοι που ήταν ήδη φυλακισμένοι με τις ίδιες κατηγορίες.
Η “απόφαση” είχε συνταχθεί απ’ το δικαστή Δ. Σούτσο, συγγενή του Σχινά και απαγγέλθηκε υπογραμμένη απ’ τους τρεις δικαστές Α. Βούλγαρη, Δ. Σούτσο και Φ. Φραγκούλη, υπηρέτες της αυθαιρεσίας και της βίας της κρατικής εξουσίας.
Μετά από τέσσερις ώρες φιλονικία, η πλειοψηφία στέλνει στον υπουργό Δικαιοσύνης την απόφαση που είχε συντάξει. Στέλνουν όμως και οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης ειδικό υπόμνημα με το οποίο ζητούν να αναβληθεί η απόφαση για να διεξαχθεί νέα δίκη, στην οποία να δικαστούν μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα και οι άλλοι κατηγορούμενοι για την αυτή υπόθεση.
Ο Πολυζωίδης διέκοψε τη συνεδρίαση και πήγε με τον Τερτσέτη στο σπίτι του τελευταίου και ανάμεναν τις εξελίξεις. Οι άλλοι τρεις δικαστές πήγαν στον υπουργό Σχινά για να του αναφέρουν ό,τι είχε γίνει. Ο υπουργός διατάζει τους τρεις να επιστρέψουν στο δικαστήριο, φοράει την επίσημη, χρυσοποίκιλτη στολή του, παίρνει μαζί του το Γερμανό σύμβουλο του υπουργείου δικαιοσύνης, Γκράινερ, τους γραμματείς του, ντυμένους και αυτούς με τις χρυσές στολές τους και περιφρουρούμενος από μια κουστωδία χωροφυλάκων πηγαίνει στο δικαστήριο. Παράλληλα στέλνει κλητήρες να φέρουν πίσω, έστω και δια της βίας αν χρειαστεί, τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη. Αυτοί υπάκουσαν και τους ακολούθησαν μέχρι το δικαστήριο, το οποίο ήταν γεμάτο από χωροφύλακες. Εκεί ο υπουργός Δικαιοσύνης τους ζήτησε να υπογράψουν την απόφαση. Τότε του απάντησαν: «Αν υπογράψομε την απόφασιν, θα γίνομε όργανα να προσβληθεί η ιερά δικαιοσύνη και ο νόμος». Ο Σχινάς τους είπε: «Ως Γραμματεύς της Επικρατείας και άμεσος προϊστάμενός σας, σας ανακαλώ εις τα χρέη σας», για να πάρει την απάντηση: «Ποίον είναι το χρέος μας ως δικασταί, εναπόκειται εις ημάς να το κρίνομε. Και σας υπενθυμίζομεν ότι ποτέ ανωτέρα αρχή, ουδέ αυτή η ανωτάτη, δεν δικαιούται να περιπλέκεται εις την διαχείρισιν και εις τας πράξεις του δικαστηρίου». «Εν ονόματι του βασιλέως σας προσκαλώ να υπογράψετε την απόφασιν» φωνάζει ο Σχινάς. «Εν ονόματι της δικαιοσύνης δεν την υπογράφω», αντιφωνάζει ο Πολυζωίδης.
Ο Σχινάς μένει άφωνος για αρκετή ώρα. Έπειτα διατάζοντας τους χωροφύλακες να μην επιτρέψουν σε κανένα δικαστή να απομακρυνθεί, πηγαίνει στον αντιβασιλέα Μάουερ για νέες οδηγίες. Ύστερα από μισή ώρα επιστρέφει και σε έντονο ύφος καλεί και πάλι τον Πολυζωίδη να υπογράψει την απόφαση. Εκείνος αρνείται και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
- Σας διατάσσω να την υπογράψετε.
- Προτιμώ να μου κόψουν το χέρι, αλλά δεν την υπογράφω!
- Εσείς τουλάχιστον, Τερτσέτη, θα υπογράψετε, ναι ή όχι;
- Όχι! Δεν θα με έχετε συνεργόν στον φόνον δυο ανθρώπων.

Ο Σχινάς τότε, πνίγοντας την οργή του, λέει στους τρεις της πλειοψηφίας να υπογράψουν. Εκείνοι με τρεμάμενα χέρια υπογράφουν. Ο υπουργός απευθύνεται στον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη λέγοντας: «Δεν το θεωρώ σπουδαίον ότι δεν υπογράφετε. Τούτο ίσως είναι δικαίωμά σας. Σας διατάσσω όμως, εν ονόματι του νόμου, να αναλάβετε τας έδρας σας εις την αίθουσαν συνεδριάσεων δια να απαγγελθεί αμέσως η απόφασις».
Οι άλλοι δικαστές τρέχουν να συμμορφωθούν. Επίσης ο Μάσον σπεύδει να καθήσει στον εισαγγελικό του θώκο. Αλλά ο Πολυζωίδης μένει  στην καρέκλα του, ενώ ο Τερτσέτης κοιτάζει από το παράθυρο το πλήθος που συνωστίζεται στην πλατεία. Ο Σχινάς παίρνει μειλίχιο ύφος και λέει: «Ελάτε κ. Πρόεδρε να τελειώνουμε. Δεν θα μας βρουν εδώ τα μεσάνυχτα». Ο Πολυζωίδης κρατιέται πιο γερά στο κάθισμά του. Και τότε ο υπουργός, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε πάρει από το Μάουερ, με παθιασμένη αυταρχικότητα φωνάζει: «Ε, και η υπομονή έχει τα όριά της. Κλητήρες πιάστε τους και φέρτε τους στις έδρες!». Οι χωροφύλακες ορμούν, αρπάζουν τον Πρόεδρο του δικαστηρίου. Εκείνος αμύνεται, κρατιέται από το τραπέζι, από τις καρέκλες, από τις πόρτες φωνάζοντας «σεβαστείτε την ατομική μου ελευθερία». Οι χωροφύλακες, παρουσία του υπουργού, τον βλασφημούν, τον χτυπούν, τον σπρώχνουν, του σκίζουν τα ρούχα και δια της βίας τον φέρνουν στο κάθισμα της προεδρίας. Τον Τερτσέτη τον άρπαξαν τέσσερις χωροφύλακες και τον έφεραν στην έδρα. Ο Τερτσέτης φώναζε: «Το σώμα μου μπορείτε να το κάνετε ό,τι θέλετε. Τον στοχασμό μου όμως και την συνείδησή μου δεν μπορείτε να την παραβιάσετε!». Η σκηνή είναι ασύλληπτη, εφιαλτική.
6.Ο Σούτσος παίρνει τη θέση του Πολυζωίδη
Επειδή ο Πολυζωίδης δεν εννοούσε να διαβάσει την απόφαση που δεν είχε υπογράψει, ο δικαστής Σούτσος, γαμπρός του υπουργού Σχινά, ανέλαβε να τον υποκαταστήσει στα προεδρικά του καθήκοντα. Διέταξε το γραμματέα να απαγγείλει την απόφαση. Ο πρόεδρος διαμαρτυρήθηκε, αλλά ο Σούτσος του φώναξε: «Εν ονόματι του νόμου σας επιβάλλω σιωπήν». Τότε ο Πολυζωίδης τινάζεται όρθιος, αλλά οι χωροφύλακες τον αρπάζουν από τους ώμους και τον καθίζουν δια της βίας στην έδρα του. Είναι η τελευταία αντίσταση του Πολυζωίδη. Ο Τερτσέτης τον ρωτά κάποια στιγμή: «Τι μας απομένει να κάμωμε, κ. Πρόεδρε;». Και εκείνος που νιώθει πια το μάταιο της περαιτέρω αντίστασης, αποκρίνεται, με βουβή απόγνωση: «Αρκετά όσα κάμαμε. Φθάνει…».
Τότε ο υπουργός Σχινάς διατάζει να οδηγήσουν στην αίθουσα τους κατηγορούμενους. Έχει βραδιάσει πια όταν οι χωροφύλακες φέρνουν από τη φυλακή, τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Το θέαμα που αντικρίζουν οι δυο στρατηγοί τους προϊδεάζει για τη φοβερή απόφαση που έχει παρθεί. Στην αίθουσα του δικαστηρίου υπήρχε πλήθος λογχοφόρων χωροφυλάκων. Τέσσερις δε από αυτούς στέκονταν πίσω από τα καθίσματα των δυο δικαστών που δεν υπέγραψαν την απόφαση, με τις λόγχες πάνω από τα κεφάλια τους με κατεύθυνση προς τους κροτάφους τους.
7.Η Ετυμηγορία
Ο υπουργός διατάζει το γραμματέα να διαβάσει την απόφαση. Ο Πολυζωίδης γέρνει το κεφάλι και κλείνει τα μάτια, με τα χέρια του. Σ’ αυτή τη στάση, οδύνης και ντροπής για όσα γίνονταν, θα μείνει ως το τέλος.
Όσο διαρκούσε η ανάγνωση της απόφασης, ο Κολοκοτρώνης διατηρεί την ψυχραιμία του παίζοντας απαλά τις χάντρες του κομπολογιού του. Δε δείχνει ιδιαίτερη συγκίνηση ούτε όταν ακούει την τρομερή φράση, «Ο Δημήτριος Πλαπούτας και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας». Έκανε μόνο το σταυρό του και είπε: «Κύριε ελέησον! Μνήσθητί μου, Κύριε όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου». Ύστερα πήρε από την ταμπακιέρα του μια πρέζα ταμπάκο, τον ρούφηξε και πρόσφερε σε όσους τον είχαν περιτριγυρίσει. Στους δικηγόρους του είπε με σταθερή φωνή: «Αντίκρυσα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε τώρα τον φοβούμαι». Σε έναν οπαδό του που του φώναξε συγκινημένος: «Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ», αποκρίθηκε με πικρή θυμοσοφία: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια».
Ο Πλαπούτας είχε αντίθετα ταραχτεί και δάκρυα έπεφταν από τα μάτια του. Συλλογιζόταν την ορφάνια των παιδιών του, επτά κοριτσιών και ενός γιου ανήλικου. Ο Κολοκοτρώνης με συμπόνοια, τον κοίταξε και του είπε: «Εγώ δε λυπάμαι για τον εαυτό μου, μα γι’ αυτόν που έχει εφτά κόρες». Καθώς ο Πλαπούτας βούρκωσε στα λόγια αυτά, ο Γέρος τον αποπήρε: «Βρε συ, δε ντρέπεσαι; Εσύ δε φοβήθηκες τους Τούρκους και τώρα κλαις; Κουράγιο ξάδερφε! Τ’ όνειρό μας ήταν να λευτερώσουμε την πατρίδα. Μη λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς κάναμε το χρέος μας και αυτοί ας μας καταδικάσουν».
Οι χωροφύλακες δεν τους άφησαν καιρό για περισσότερες συνομιλίες. Τους έδεσαν τα χέρια και τους έβγαλαν από την αίθουσα του δικαστηρίου. Ο Κολοκοτρώνης, νομίζοντας ότι θα τους οδηγούσαν κατευθείαν στη γκιλοτίνα, σήκωσε τα δεμένα χέρια του και σέρνοντάς τα στο λαιμό του, τους ρώτησε: «πού;». Δηλαδή, που θα τους καρατόμιζαν. Δεν τους έδωσαν απάντηση. Έξω από το δικαστήριο περίμενε μια ίλη βαυαρικού ιππικού που τους συνόδεψε μέχρι το Ιτς Καλέ. Ο Γέρος πάλι ρώτησε: «Γιατί μας πάτε στο κάτεργο; Δε θα μας πάρουν τα κεφάλια μας;». Ούτε τώρα του έδωσαν απάντηση. Στο Ιτς Καλέ τους έκλεισαν στο ίδιο κελί. Στο δεσμοφύλακά τους έδωσαν οι θανατοποινίτες στρατηγοί τις τελευταίες παραγγελίες προς τις οικογένειές τους. Ο Κολοκοτρώνης του παρέδωσε το δαχτυλίδι του. «Δώστο στο μικρό μου γιο τον Κολίνο και πες του να με θυμάται. Του παραγγέλνω, καθώς και σ’ όλους τους δικούς και φίλους, να μην κάνουν το παραμικρό κίνημα και ταράξουν την ησυχία».
Ο απόηχος της απόφασης και οι περαιτέρω παρασκηνιακές διαβουλεύσεις
Κάτω στην πολιτεία ακούγονταν οι απαρηγόρητοι οδυρμοί από τις οικογένειες, από τους συγγενείς, από τους φίλους και σχεδόν από όλους τους Έλληνες. Και ενώ στα σπίτια των μελλοθάνατων, έκοβαν τα σάβανα, αλλού γίνονταν συνδιασκέψεις. Οι κρισιμότερες συνδιασκέψεις έγιναν στο σπίτι του Μάουερ, μεταξύ αυτού, του Άμπελ, του Σχινά, ίσως και του Κωλέττη. Σ’ αυτές αποφασίστηκε να απορριφθεί η αίτηση χάριτος, να εκτελεστούν οι δυο στρατηγοί, επίσης να παυτούν αμέσως οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης οι οποίοι κατόπιν θα διώκονταν ποινικά. Φαίνεται ότι αποφασίστηκε η δημιουργία κυβερνητικής κρίσης, με σκοπό να απομακρυνθεί ο «πρωθυπουργός» Μαυροκορδάτος. Αλλά και ο τελευταίος αυτός ετοίμαζε την αντεπίθεσή του, την οποία είχε προφανώς καταστρώσει με τον Άρμανσπεργκ.
Την άλλη μέρα το πρωί συνήλθε εκτάκτως το υπουργικό συμβούλιο. Ο Μαυροκορδάτος έλαβε πρώτος το λόγο και κατέκρινε τη στάση του υπουργού Σχινά στο δικαστήριο. Ο Σχινάς αντίκρουσε το Μαυροκορδάτο λέγοντας ότι έπραξε το καθήκον του. Μετά από συζητήσεις ο Μαυροκορδάτος πρότεινε για το καλό του έθνους και της βασιλείας, να δοθεί πλήρης χάρη στους καταδικασθέντες και να απολυθούν από τις φυλακές και όλοι οι άλλοι κρατούμενοι.
Όταν πήρε το λόγο ο Κωλέττης είπε ότι δε συμφωνεί και θα πρέπει να διαταχθεί αφενός η εντός 24 ωρών καρατόμηση των προδοτών και αφετέρου η ταχεία εισαγωγή σε δίκη των υπολοίπων κατηγορουμένων. Την ίδια ώρα στην Αντιβασιλεία γινόταν άλλη σύσκεψη, κατά την οποία ο Άρμανσπεργκ προσπαθούσε να μεταπείσει τα λοιπά μέλη (Μάουερ, Άμπελ και Έιντεκ), αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Την επομένη, σε νέα σύσκεψη της Αντιβασιλείας ο Άρμανσπεργκ έδωσε πλήρη μάχη. Τόνισε απερίφραστα ότι προέβλεπε τρομερές εξελίξεις, ότι θα κινδύνευε να εκδιωχθεί ολόκληρη η Αντιβασιλεία, χωρίς να αποκλείεται διόλου και η άμεση εκθρόνιση του Όθωνα. Τους κατέστησε προσωπικά υπεύθυνους, για όσα ασφαλώς θα επακολουθούσαν και δε δίστασε να τους τονίσει ότι ο ίδιος ήταν αθώος και του αίματος που θα χυνόταν και της καταστροφής που επακολουθούσε. Οι τρεις αντιβασιλείς καταλήφθηκαν από φόβο, αλλά συνέχιζαν να επιμένουν. Τότε ο Άρμανσπεργκ είπε στους Μάουερ και Χέιντεκ ότι ο Όθωνας επιθυμούσε να τους δει ιδιαιτέρως.
Ο Όθωνας παρακάλεσε τους δυο αντιβασιλείς να μην εκτελεστούν οι δυο στρατηγοί. Λέγεται ότι τους είπε: «Σας το ζητώ ως προσωπική χάρη». Λέγεται ακόμη ότι ο ανήλικος εστεμμένος για να τους συγκινήσει δε δίστασε να κλάψει μπροστά τους. Και τότε οι δυο αντιβασιλείς κάμφθηκαν, αλλά ζήτησαν ανταλλάγματα: να παυτεί ο Μαυροκορδάτος και να παραπεμφθούν σε δίκη οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης. Ο Άρμανσπεργκ δέχτηκε και τους δυο αυτούς εκβιαστικούς όρους. Τελικά λήφθηκε ομόφωνη απόφαση να μετριαστεί η θανατική ποινή των στρατηγών σε εικοσαετή δεσμά. Η απόφαση υπογράφτηκε αμέσως και ο υπασπιστής του Όθωνα στάλθηκε στο Ιτς Καλέ να αναγγείλει τη χαρμόσυνη είδηση στον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Καθώς ήταν μεσάνυχτα, οι δυο στρατηγοί κοιμόνταν. Όταν άκουσαν το βαρύ κλειδί στην πόρτα του κελιού τους πετάχτηκαν επάνω νομίζοντας ότι θα τους πάρουν για τη γκιλοτίνα. Ο υπασπιστής τους ανάγγειλε ότι ο Όθωνας είχε μετριάσει την ποινή τους σε είκοσι ετών δεσμά. Ο Κολοκοτρώνης τότε είπε: «Θα γελάσω τον βασιλιά. Δε θα ζήσω τόσους χρόνους».
Οι συνθήκες διαβίωσης των δυο στρατηγών που έμειναν φυλακισμένοι στο Ιτς Καλέ, αλλά και στο Παλαμίδι, θα ταίριαζαν μόνο σε κακούργους. Εκεί μάλιστα ο Κολοκοτρώνης αρρώστησε βαριά και χωρίς καμία περίθαλψη κινδύνεψε να πεθάνει. Όταν ο Όθωνας ενηλικιώθηκε, ένα από τα πρώτα διατάγματα που υπέγραψε, ήταν η πλήρης απονομή χάριτος, η οποία έγινε δεκτή με αισθήματα χαράς από το πλήθος.

Β.Η δίκη των δικαστών Πολυζωίδη και Τσερτσέτη
Ο υπουργός Σχινάς και ο Μάσον δεν είχαν καμία διάθεση να διδαχτούν από το ιστορικό αυτό προηγούμενο και παρέπεμψαν σε δίκη τους έντιμους δικαστές Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη, επειδή είχαν αρνηθεί να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη των δυο στρατηγών. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να συκοφαντήσουν τους δυο δικαστές ότι είχαν εξαγοραστεί: «από τον χρυσόν της κολοκοτρωνικής φάρας».
Η νέα δίκη έγινε στο ίδιο τζαμί του Ναυπλίου, «ενώπιον του Εγκληματικού Δικαστηρίου», στις 27 Σεπτεμβρίου 1834. Επίτροπος πάλι ο Μάσον. Αυτή τη φορά όμως είχε να αντιμετωπίσει δυο κατηγορούμενους οι οποίοι ήταν κάτοχοι και της δικαστικής επιστήμης και της τέχνης του λόγου. Οι απολογίες τους αποτέλεσαν δεινό κατηγορητήριο κατά του Μάσσον και κάποια στιγμή ο Τερτσέτης του φώναξε από το εδώλιό του: «Ποιος είσαι εσύ, Επίτροπε ποιος είσαι εσύ που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνον δια την τιμήν και την ζωήν των υπηκόων; Ποιος είσαι εσύ που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας»; Και στον ίδιο μαχητικό τόνο ο δικαζόμενος δικαστής διακήρυξε ότι δεν είχαν υπογράψει τη θανατική καταδίκη Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, διότι εκτός από το νόμο τους εμπόδιζε και ένα άλλο αίτιο κατά πολύ ανώτερο: Ο Εθνισμός μας!… Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε, είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευθέντων εις τον αγώνα. Και δεν ήταν θέλημα Θεού ημείς, εις την 26 Μαΐου, να φθάσομεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού.
Από το εδώλιό του ο Τερτσέτης με την απολογία του έδωσε υψηλό δίδαγμα προς εκείνους που καυχιόνταν ότι είχαν έλθει να μας φέρουν τον ανώτερο πολιτισμό τους και αντ’ αυτού μας έδιναν αναίσχυντα μαθήματα βιασμού της δικαιοσύνης. Η μαχητική αυτή απολογία ή μάλλον το αντικατηγορώ του Τερτσέτη, καθώς και του Πολυζωίδη, επηρέασε αποφασιστικά το δικαστήριο που στάθηκε κι αυτό στο ύψος της αποστολής του και αθώωσε πανηγυρικά τους δυο κατηγορούμενους.
Πρόεδρος ήταν ο Σωμάκης και μέλη οι Βάλβης, Κανούσης, Λεονταρίδης και Κριεζής. Το ακροατήριο ζητοκραύγασε την απόφασή τους. Έπειτα ακολούθησαν σκηνές λαϊκού ενθουσιασμού με δάκρυα χαράς και πανηγυρικά επιφωνήματα. Σήκωσαν στους ώμους τον
Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη και περιέφεραν στη μεγάλη πλατεία του Ναυπλίου.
Γ. Η ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ήταν Ιούλιος του 1834, όταν στη Μεσσηνία ξέσπασε επανάσταση με αιτήματα την αποφυλάκιση των αγωνιστών και την παραχώρηση συντάγματος. Επικεφαλής της επανάστασης ήταν ο Μητροπέτροβας κι ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, κι οι δυο μέχρι θανάτου πιστοί στον Κολοκοτρώνη.
Η αγανάκτηση συνοδευόμενη και από τη γενικότερη δυσαρέσκεια για την πολιτική της Κυβέρνησης που είχε οδηγήσει το λαό σε αβάσταχτη φτώχεια, ήταν η αιτία για την εξέγερση της 27 Ιουλίου 1834.
Από τον Άρι Μεσσηνίας κατάγονταν ο οπλαρχηγός Αναστάσιος Τζαμαλής  γνωστός για τη δράση του κατά την Επανάσταση του 1821 και  υπήρξε ένας από τους αρχηγούς της Μεσηνιακής Επανάστασης του 1834 μαζί με τον αγωνιστή Γιαννάκη Γκρίτζαλη από το Ψάρι ,το πεθερό του Μητροπέτροβα από τη Γαράτζα (Μέλπεια), οι ανιψιοί του Δημήτρη Κολιόπουλου Μήτρος και Πέτρος και ο ανιψιός του Κολοκοτρώνη Νικήτας Ζερμπίνης.Η Μεσσηνιακή Επανάσταση γνώρισε κάποιες επιτυχίες μέχρι τη μάχη του Ασλάναγα, στην οποία οι δυνάμεις των επαναστατών νικήθηκαν από τις κυβερνητικές δυνάμεις, και όλα τελείωσαν στη σύντομη σύγκρουση κοντά στο χωριό Ασλάναγα (Άρις) της Μεσσηνίας.
Στις 16 Αυγούστου του 1834, η κυβέρνηση Κωλέττη κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο.
Ο Βαυαρός στρατηγός Χρ. Σμαλτς μπήκε αρχηγός των κυβερνητικών δυνάμεων. Η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα των μαχητών της, έπειτα από σειρά μαχών, στις οποίες οι επαναστάτες νικήθηκαν. Αμέσως στήθηκε το «Κατά την Μεσσηνίαν και Καρύταιναν Έκτακτον Στρατιωτικόν Δικαστήριον».
Μέσα σε 18 ημέρες όμως όλα τελείωσαν. Οι αρχηγοί της Μεσσηνιακής επανάστασης, χωρίς βοήθεια και μπροστά στην συντριπτική υπεροχή των κυβερνητικών, βρίσκονταν στις φυλακές.
Το 'Εκτακτο Στρατοδικείο που συνεδρίασε στην Κυπαρισσία, καταδίκασε σε θάνατο το Γιαννάκη Γκρίτζαλη. Η ποινή εκτελέστηκε ταχύτατα και πριν περάσουν δυο ώρες από την απόφαση ο Γκρίτζαλης σωριάστηκε νεκρός.
Εκτελέστηκε με τυφεκισμό την ίδια ημέρα (19 Σεπτ. 1834) αφού πρόλαβε να πει
«Αδίκως πεθαίνω αδέλφια. Αγωνίστηκα για την Ελλάδα».
Οι Ασλαναγαίοι με επί κεφαλής τον Αναστάση Τζαμαλή στις 29 Ιουλίου του 1834 υπερασπίσθηκαν το χωριό τους ολόκληρη την ημέρα και την νύχτα εναντίον αποσπάσματος που είχε στείλει ο διοικητής του Νησιού. Με την βοήθεια του 83άχρονο Μητροπέτροβα (πεθερός του Γκρίτζαλη),που έφτασε το άλλο πρωί κατατρόπωσαν τους κυβερνητικούς (Μάχη του Ασλάναγα).
Το 'Εκτακτο Στρατοδικείο στην Πύλο καταδίκασε σε θάνατο τον Τζαμαλή. Ο Τζαμαλής εκτελέστηκε αμέσως και ήταν μόλις 30 ετών. Ο Μάσον αρνήθηκε την επιθυμία του να δει για τελευταία φορά την γυναίκα του και τα παιδιά του και πρόσταξε να τον οδηγήσουν στον τόπο της εκτέλεσης. Αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια λέγοντας πως ήθελε να αντικρύσει το χάρο με ανοικτά μάτια. Έτσι και έγινε. Ήταν 24 Οκτωβρίου 1834.
 Ο Μητροπέτροβας πήρε χάρη λόγω της ηλικίας του.
Κλείνοντας διαπιστώνουμε ότι ο Μάσον, ο νομικός, ο θεολόγος, ο φιλόσοφος, με την ιδιότητα του φιλέλληνα, και χωρίς σπουδαία δράση στον Αγώνα,  ο Όθωνας τον διόρισε καθηγητή της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο  Αθηνών, έκανε τις τρεις δίκες  με το διεστραμμένο  του μυαλό, και βγαίνει το συμπέρασμα αβίαστα πως ο προστάτης φιλέλληνας, έγινε δυνάστης.
Αυτά είναι τα έργα και οι ημέρες των ελευθερωμένων κατά των ελευθερωτών τους.
Υ\Σ. Υπάρχουν στο διαδίκτυο αρκετές περιγραφές των τριών αυτών γεγονότων που περιγράψαμε, θεατρικά και κινηματογραφικά έργα σε βίντεο καθώς και καλαίσθητα βιβλία, πολλών εκδοτικών οίκων. Στις 14-9-2011 είχαμε αναρτήσει το ιστορικό γεγονός της Μεσσηνιακής επανάστασης, για να τιμούμε  και μνημονεύουμε τους ήρωες αφενός, αφετέρου να προβάλλουμε και διασώζουμε την τοπική μας ιστορία.










Δεν υπάρχουν σχόλια: