Η γιαγιά Θυμιούλα γεννήθηκε προς το τέλος του 1900.Η καταγωγή της ήταν από το χωριό Μήλα Μεσσηνίας και ζούσε στον Μελιγαλά με τους γονείς της, τον μεγάλο αδελφό της Κώστα και τις δύο αδελφές της. Είχε χάσει το ένα της μάτι σε μικρή ηλικία, γι αυτό και άργησε να παντρευτεί. Στον πόλεμο του Σαράντα σκοτώθηκε ο αδελφός της στην Αλβανία και ο πατέρας της έπεσε θύμα στη Πηγάδα του Μελιγαλά. Η Θυμιούλα παντρεύτηκε στις αρχές το 1920 τον
εξηντάχρονο Ανδρέα, που επέστρεψε στη Βαλύρα ,μετά τον θάνατο της συζύγου του Καλλιόπης, στη Βοστόνη. Έκαναν πέντε παιδιά. Ο Ανδρέας πέθανε από γάγγραινα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, στη Βαλύρα. Τα παιδιά της Θυμιούλας μετανάστευσαν στη Βοστόνη και οι αδελφές της στο Σικάγο. Τα παιδιά της , εκτός από την πρώτη της κόρη Μαρία, που έμεινε ανύπαντρη, αποκαταστάθηκαν καλά, απέκτησαν περιουσία και οικογένεια.Η Θυμιούλα ζούσε με την ανύπαντρη κόρη της στη Βοστόνη και πέθανε σε ηλικία εκατό χρονών, ενθυμούμενη τη Βαλύρα και δοξάζοντας τον Θεό ,που ποτέ δεν εγκατέλειψε αυτή και τα παιδιά της. Είχε μία τσάντα με τη ταυτότητά της, το μαντηλάκι της, όπως στη Βαλύρα και ένα σακουλάκι γεμάτο μικρές εικόνες παλιές και νέες , ιδίως με τον Ιησού Χριστό και τη Παναγία.
Την Άνοιξη του 1978, χρειάστηκε να παραμείνει μέσα στο Γενικό Νοσοκομείο της Βοστόνης για παρακολούθηση και εξετάσεις. Εκεί γνωρίστηκε με τον Wind, ένα όμορφο , μελαχρινό παλικάρι, 23 ετών, που ήταν Ινδιάνικης καταγωγής. Ο Wίnd ήταν φοιτητής ανθρωπολογίας και εντυπωσιάστηκε από τη πρώτη στιγμή ,που γνώρισε τη γιαγιά Θυμιούλα. Κάθονταν μαζί στον διάδρομο, του κρατούσε η Θυμιούλα το χέρι και μια μέρα του τραγούδησε μία στροφή από το τραγούδι που έλεγαν στον γάμο της, στο χωριό. Τη τρίτη μέρα, μερικές ώρες πριν το εξιτήριο, ο Wind της έδειξε μία σειρά με κάρτες που είχαν επάνω διάφορα ζώα η καθεμία με τους συμβολισμούς των Ινδιάνων. Της ζήτησε να διαλέξει ένα, που της άρεσε. Αφού τα κοίταξε προσεκτικά η Θυμιούλα, διάλεξε τη φώκια, που ήταν χαρούμενη
και παιχνιδιάρα.
Η ΓΙΑΓΙΑ ΘΥΜΙΟΥΛΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΣΕΓΓΟΝΟ ΤΗΣ
-Α!
Είπε ο Wind. Αυτή η
κάρτα είναι πολύ καλή. Η φώκια είναι γενναιόδωρη και θυσιάζεται για τους
άλλους. Είναι η αυταπάρνηση και πρόσθεσε:Κάποτε μία Ινδιάνα έκανε μία πολύ
μεγάλη θυσία, που δεν την κάνει καμιά γυναίκα σήμερα.
-Τι
μου λες; Για λέγε ,είπε η Θυμιούλα.
-Είχε
πεθάνει ο άνδρας της αγαπημένης της αδελφής και φοβόταν ότι η αδελφούλα της θα
μαραινόταν από τη στενοχώρια και τη μοναξιά. Γι αυτό τα βράδια της έστελνε το
δικό της άνδρα να κοιμάται μαζί της, για να την παρηγορεί και να την κρατήσει
ζωντανή.
Όταν
μετέφρασα στη Θυμιούλα αυτό που είπε ο Wind, έσφιξε τα χείλη της και άρχισε να τον σταυρώνει από μέσα
της, για να του φύγει ο διάβολος από πάνω του.
-Την
κατάλαβες την ιστορία γιαγιά Θυμιούλα; ρώτησε ο Wind.
-Πως!
Βέβαια και την κατάλαβα.
-Εσύ
μου έχεις πει ότι έμεινες χήρα στο χωριό σου. Τι έκανες μόνη σου;
-Τι
να έκανα; Πήγα με τον Βοσκό στη Βαλύρα ,όπως και οι άλλες χήρες.
-Ποιον
βοσκό, τον βοσκό του χωριού; ρώτησε ο Wind.
-Ναι,
ναι ,Αυτόν! Απάντησε η Θυμιούλα.
-Ήταν
καλός ο βοσκός μαζί σου;
-Ακόμα
μαζί είμαστε.
-Μετανάστευσε
κι αυτός στη Βοστόνη;
-Εδώ
είναι, απάντησε η Θυμιούλα.
-Δεν
ήρθε όμως να σε δει, εδώ στο νοσοκομείο.
-Βέβαια
και ήρθε, αλλά εσύ δεν τον συνάντησες.
-Αλήθεια;
απόρησε ο Wind.
-Δεν
σε ενοχλούσε που πήγαιναν και οι άλλες χήρες μαζί του;
-Άκουσε
Wind. Εμείς στη
Βαλύρα έχουμε μεγάλη παράδοση.
Οι
παντρεμένες κρατάνε τα τραγιά τους στο δικό τους μαντρί. Δεν τα στέλνουν στης
αδελφής τους.
Οι
χήρες κλείνουν τις πόρτες και μας φροντίζει όλες ο βοσκός.
-Και
ποιος σε συμβούλεψε να πας με τον βοσκό και να μην ξαναπαντρευτείς; ρώτησε ο Wind.
-Ο
παπάς, όταν εξομολογήθηκα στον Άγιο Αθανάσιο. Εκείνος παρακαλούσε το Βοσκό και
μας φρόντιζε όλες.
-Αλήθεια
λες; ρώτησε ο Wind.
-Βέβαια
Wind, αλήθεια σου λέω.
-Jesus Christ! Είπε ο Wind.
-Τον
βρήκες! Απάντησε η Θυμιούλα. Άνοιξε τη τσάντα της και έβγαλε τη φωτογραφία με
τον Καλό Ποιμένα που κρατούσε ένα αρνάκι. Εσύ Wind είπε, που
θα γίνεις ένας καλός επιστήμονας, γιατί είσαι μελετηρός, πάρε να έχεις και τον
Καλό Ποιμένα. Θα τον παρακαλέσω να φροντίσει και τις δικές σου φώκιες .
-Τι
ακριβώς είπε η γιαγιά; με ρώτησε ο Wind.
-Όταν
του εξήγησα ότι θα παρακαλέσει τον Καλό Ποιμένα να φροντίσει και τις δικές του
φώκιες, έμεινε έκπληκτος.
-Πώς
το κατάλαβε; απόρησε.
-Πες
του ότι θα παρακαλέσω τον Κύριο να τον
βοηθήσει να ερωτευθεί, να καλοπαντρευτεί και να είναι ευλογημένο το μαντρί του.
-Ευχαριστώ
γιαγιά Θυμιούλα, είπε ο Wind,
ο γιος του Ανέμου. “I ΄ll treasure”,
θα Τον φυλάξω σαν θησαυρό , είπε και ακούμπησε την εικόνα του Καλού Ποιμένα
πάνω στη καρδιά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου