Ερχόμαστε άδειοι, φεύγουμε άδειοι, χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Η φύση δεν μας ρωτά. αδιαφορεί για τις επιθυμίες μας, για το αν μας αρέσουν οι νόμοι της με τη νομοτελειά τους. Είμαστε υποχρεωμένοι να τους δεχτούμε, και συνεπώς με όλα τους τα αποτελέσματα
Συνήθως
τα αγόρια, σε παιδική ηλικία, λάμβαναν το παρατσούκλι τους , με βάση τα
ιδιαίτερα γνωρίσματα της προσωπικότητάς τους και ιδιάζουσες συμπεριφορές τους ή
το κληρονομούσαν από τους προγόνους τους. Τα κορίτσια, συνήθως αποκαλούνταν με
το υποκοριστικό του ονόματός τους.
Αν υπάρχει όμως ένα παρατσούκλι στη Βαλύρα, που χρήζει λαογραφικής μελέτης, είναι σίγουρα το “Φουντής” ,που κληρονόμησε ο Μπαρμπαλιάς, από τον ιδιοκτήτη του πατρικού του σπιτιού, που χτίστηκε στις αρχές του 1800.
Ο καθηγητής Γιάννης Λύρας, στο βραβευμένο
έργο του , από την Ακαδημία Αθηνών, με τίτλο “Αγυιόπαιδες”, αναφέρει
,παραστατικά, το παρανόμι πολλών συνομήλικων παιδιών , που απολάμβαναν μοναδικές δραστηριότητες τα
μεσημέρια, στο ποτάμι της Μαυροζούμενας. Ο ίδιος ,ήταν ο Νταλαμεσημέρης ή
Νταλόγιαννης, αφού δραπέτευε από το
σπίτι του “ντάλα μεσημέρι” για να
ψαρέψει χέλια, ή να πιάσει φίδια στο ποτάμι
, να κολυμπήσει μαζί με τους φίλους του ή να ασχοληθεί με άλλες δημιουργικές
δραστηριότητες .Ο Δημήτρης, που μετανάστευσε στην Αυστραλία, μετονομάστηκε στα
αγγλικά Jimmy, αλλά για
τον Μπαρμπαλιά , ήταν βαθιά στη καρδιά του, με το υποκοριστικό “ ο Τζιμάκης”.
Υπήρχαν όμως στο χωριό και τα ευτράπελα,
τα καθημερινά δρώμενα, που δρούσαν καταλυτικά και άλλαζαν τα παρατσούκλια ,σαν
τα πουκάμισα, με βάση εντυπωσιακά γεγονότα που συνέβαιναν.
Η
κυρά Αθανασία, που την φώναζαν Θανάσω, ενώ την αποκαλούσαν για ένα διάστημα”πώς
το τρίβουν το πιπέρι”, μετονομάστηκε σε Φεγγάρω. Υπεύθυνος γι αυτό ήταν ο
Μπεζεντές, το πειραχτήρι του χωριού, ένας τρομερός μεσήλικας, που ήταν ο φόβος
και ο τρόμος των παιδιών.
Ποτέ
δεν έμαθα ποιο ήταν το πραγματικό του όνομα. Μια μέρα, που η κυρά Αθανασία πήγε
στου Μπότσικα το Μπακάλικο, για να αγοράσει πιπέρι, του έκανε υπόδειξη πώς να
το τρίψει, του είπε χοντρό να μου το τρίψεις. Όλοι γέλασαν και ο Μπεζεντές ,που
ήταν παρόν ,το αποτύπωσε στο μυαλό του.
Ένα
μεσημέρι, που περνούσε έξω από το σπίτι της Αθανασίας, ενώ αυτή έπλενε την αυλή
της και πότιζε τα βασιλικά της , που είχαν σχεδόν λιποθυμήσει από τον καυτό
ήλιο, πέρασε ο Μπεζεντές και με περιπαιχτική διάθεση ,της είπε δυνατά:
- Πώς
το τρίβουν το πιπέρι Θανάσω; Ε; δεν απαντάς; Πώς το τρίβουν το πιπέρι;
-Πίσω
μου σ΄ έχω σατανά, “φιδιού γλώσσα να σε φάει”,
απάντησε νευριασμένη η Αθανασία.
Εκείνος
δεν πτοήθηκε, αλλά πλησίασε χαζογελώντας, με προκλητικές διαθέσεις.
-Έτσι
είσαι; Φώναξε δυνατά η Αθανασία.”Μια
Πάσχα και μια χάσκα;” Και τον περιέλουσε με τον κουβά.
Άκουσε
τη φασαρία και πετάχτηκε ένας γείτονας,
που είχε ξαπλώσει.
-Μπεζεντέ,
για φύγε από κει, δεν πας να φας καμιά χαλβαδόπιτα; Του είπε νευριασμένος.
Ο
Μπεζεντές βέβαια, πάντα αδιόρθωτος, με έναν βρυχηθμό και ανάλογες χειρονομίες ,
τον έγραψε στις Ελληνικές καλένδες!
-Σαν
δεν ντρέπεσαι, να θέλεις να ρίξεις στο
Φεγγάρι ασβουνιά, μονολογούσε η Αθανασία τρομαγμένη. Από τότε , άλλαξε το παρατσούκλι της και την φώναζαν όλοι “Φεγγάρω”.
Βέβαια
, ο Μπεζεντές , εξέτισε την ποινή της απομόνωσης, γιατί περνούσε πλέον
σιωπηλός, έξω από το σπίτι της “Φεγγάρως”, για πολλά χρόνια.
Ο
Μπεζεντές μάς είχε απασχολήσει ιδιαίτερα και το συζητούσαμε στο σχολείο.
Περιγράφαμε με ποιον τρόπο είχε πειράξει τον καθένα μας, ιδιαίτερα τα κορίτσια.
Μια μέρα, μια συμμαθήτριά μας είχε διαβάσει ένα λαογραφικό κείμενο του Νικολάου
Πολίτη για τον γάιδαρο, και την παράδοση που έχουν στα χωριά της Ζακύνθου.
“Ο
διάβολος ,τρεις φορές την ημέρα, λέει στου γαϊδάρου το αυτί ότι ψόφησαν όλες οι γαϊδούρες κι αυτός κλαίει.
Καθώς κλαίει, κάνει γκάαρ, γκάαρ. Όταν γκαρίσει πολύ, του λέει ο διάβολος,
σιώπησε, έμεινε μία για σένα. Ο γάιδαρος
παύει τα κλάματα και αρχίζει να ρωτάει :Αμ πού; Αμ πού;
Από τότε , όταν μας πείραζε ο Μπεζεντές ,του
λέγαμε, τρέχοντας για να μη μας πιάσει: Αμ πού; Αμ πού;
Τα υποκοριστικά των κοριτσιών ισχύουν
ακόμη και σήμερα, γιατί παγιώθηκαν με την πάροδο των ετών. Η Μαρία έγινε
Μαριγούλα, η Ευγενία άλλαξε σε Βγενικούλα, η Παναγιώτα καθιερώθηκε ως
Παναγούλα, μόνο η Κατίνα δεν άλλαξε. Όταν όμως ήταν της μόδας το 1970 το Καίτη,
αντί για Κατίνα, οι περισσότερες
Κατίνες ή Κατερίνες του χωριού ,έγιναν
Καιτούλες.
Πολλοί άνθρωποι ,που δεν γνώριζαν το
πραγματικό επώνυμο του Μπαρμπαλιά, τον φώναζαν Φουντή. Πίστευαν ότι αυτό είναι το επώνυμο του, γιατί όντως, έτσι
ακούγεται. Ο ίδιος, ποτέ δεν το έψαξε συστηματικά, απλά, αποδέχτηκε το
παρατσούκλι, όπως ο πατέρας του. Το μόνο
που έλεγε, ήταν ότι το σπίτι , στο οποίο γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή ,το
έχτισε ο Φουντής.
Με τα
παρανόμι Φουντής, ασχολήθηκα πριν από τριάντα έτη, όταν συνομίλησα με μία φίλη
μου ,από το Ηράκλειο της Κρήτης, ονόματι
Φουντουλάκη. Στο Βυζάντιο, φούνδα λεγόταν το σακίδιο με τα χρήματα που έζωναν
στη μέση τους οι Βυζαντινοί. Κέντρισε
το ενδιαφέρον μου να μάθω ποιος ήταν ο Φουντής. Σε αυτό με βοήθησαν
συγκεκριμένες πληροφορίες ,που έλαβα από τα παιδιά του παππού Ανδρέα, πατέρα
του Μπαρμπαλιά, από τον πρώτο του γάμο, που ζούσαν στη Βοστόνη.
Το
συγκεκριμένο σπίτι, δόθηκε προικοσύμφωνο στην Καλλιόπη Λιοντήρη, πρώτη σύζυγο
του παππού Ανδρέα. Η Καλλιόπη ,ήταν το μοναδικό παιδί στην οικογένεια της και
γεννήθηκε από το 1860 έως το 1870.Απεβίωσε στη Βοστόνη, πριν από το 1920. Ο
πατέρας της Καλλιόπης γεννήθηκε πριν από το 1820 και απεβίωσε στο τέλος του
1800.Τον παππού της Καλλιόπης, τον έλεγαν Φουντή και έχτισε το σπίτι στο
Μπιζάνι ,στις αρχές του 1800. Το καταμαρτυρεί
τόσο η στέγη του σπιτιού, μέρος από τα πατώματα, το υπόγειο και οι
τοίχοι , που έχουν πάχος μισό μέτρο. Ο Φουντής ,ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος
της εποχής του. Κατείχε πολύ καλά την Ελληνική και Τουρκική γλώσσα. Ήταν πάντα καλοντυμένος
και βοηθούσε περισσότερο αυτούς ,που δεν γνώριζαν γράμματα , όσον αφορούσε τη
διεκπεραίωση των υποθέσεών τους. Δεν ήταν ιδιαίτερα εύπορος. Το σπίτι που
έχτισε στο Μπιζάνι ήταν καλαίσθητο, αλλά σχετικά μικρό και λιτό. Το σπίτι του Φουντή ήταν ένα σημείο αναφοράς
, και έτσι παρέμεινε στη συνείδηση των κατοίκων του χωριού, για πέντε γενιές. Όλοι γνώριζαν και γνωρίζουν το
σπίτι του Φουντή και με την πάροδο των ετών πίστεψαν ότι είναι το σπίτι του
Μπαρμπαλιά, γι αυτό τον έλεγαν Φουντή. Μπορεί μεν το σπίτι να το κληρονόμησε ο
Μπαρμπαλιάς, αλλά τόσο ο ίδιος, όσο και ο πατέρας του, ήταν αξιόλογοι
μηχανικοί. Βέβαια, είχαν ένα κοινό με τον Φουντή. Ήταν πολύ χρήσιμοι άνθρωποι
στην τοπική κοινωνία, σκληρά εργαζόμενοι και έντιμοι. Ήταν οι Φουντήδες της τρίτης
και τέταρτης γενιάς.
Στη Βαλύρα, συνηθίζουμε να λέμε ότι
“έχουμε δουλειές με φούντες”. Δηλαδή, σπουδαίες και δύσκολες εργασίες. Μία φιλόδοξη εργασία, είναι να
αναπαλαιωθεί ,με την πάροδο του χρόνου ,το σπίτι του Φουντή και οι επόμενες
γενιές, με γενναιοδωρία ψυχής, να το παραδώσουν εκεί που πραγματικά ανήκει. Στη
Βαλύρα, που αγάπησαν ,υπηρέτησαν και κοιμούνται οι Φουντήδες ιδιοκτήτες του. Η
Χάρη του Θεού , ας τους αναπαύει σε
παραδείσια πεδία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου