Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Η Φιλοξενία ,το Μεράκι και η Ανιδιοτελής Προσφορά ,στη Βαλύρα του 1960-1970

  Αφιερωμένο στις φιλόξενες μητέρες μας

       Η Ελλάδα, από αρχαιοτάτων χρόνων ,θεωρούσε τη φιλοξενία ως θεάρεστο έργο. Ο ξενιστής, που ήταν ο οικοδεσπότης,  δεχόταν με τιμές τον ξένο, και του παραχωρούσε τον ξενώνα   της οικίας του . Του προσέφερε  άριστη  φιλοξενία, επιπλέον δώρα αποχαιρετισμού . Ο Ξένιος Δίας, ήταν ο τιμώμενος Θεός και οι άνθρωποι , φροντίζοντας  έναν ξένο, αισθάνονταν ότι φιλοξενούσαν τον ίδιο τον Θεό στο σπίτι τους. Πίστευαν   ότι οι Θεοί τους δοκίμαζαν, μεταμορφώνονταν και τους επισκέπτονταν, για να διαπιστώσουν πόσο θεοσεβείς είναι, και να τους μεταφέρουν μηνύματα ή να τους καθοδηγήσουν. Στην Οδύσσεια του Ομήρου, (ραψωδία α΄, στίχοι 119-124) , η θεά Αθηνά μετέβη από τον Όλυμπο στην Ιθάκη , στο ανάκτορο του Οδυσσέα , μεταμορφωμένη ως Μέντης, ηγήτορας των Ταφίων. Κι ενώ στεκόταν για αρκετή ώρα στις θύρες ως ξένος, κανένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης δεν το κατάλαβε, από την πολλή οινοποσία και το μοίρασμα των κρεάτων μεταξύ τους . Μόνο  ο θεοσεβούμενος Τηλέμαχος είδε τον ξένο , θύμωσε που στεκόταν για πολλή ώρα χωρίς να τον έχουν προσέξει, τον έπιασε από το δεξί του χέρι και  είπε φτερωτά έπη ,δηλαδή θεία λόγια:

-Χαίρε ξένε, από μας θα φιλοξενηθείς, έπειτα το δείπνο σου ,αφού δοκιμάσεις , λες ότι θέλεις.

  Και σε αυτόν “προσείπεν” η θεά, γλαυκώπις Αθηνά:

- Ο Μέντης, του φρόνιμου Αγχάλου καυχώμαι ότι είμαι γιος.

       Ο Χριστιανισμός, στηρίχθηκε στις δύο εντολές του Κυρίου ,”αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν”( Ματ. 22, 37-39) .Οι παραβολές της Καινής Διαθήκης αναφέρονται στο πώς η πίστη μας  μπορεί να γίνει πράξη και ότι η προσφορά προς τον πλησίον αμείβεται από τον Θεό.    Όταν βοηθάμε ή φροντίζουμε τον πλησίον, είναι σαν να φροντίζουμε τον ίδιο τον Χριστό, όπως λέγει ο Κύριος στη παραβολή του Καλού Σαμαρείτου (Λουκ. 10, 30-37). Ο χρυσός κανόνας είναι “όσα θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι, κάνετε και σεις τα ίδια σε αυτούς” (Ματ.7, 12).  Εκείνος που θέλει να γίνει μεταξύ σας πρώτος, θα είναι δούλος όλων (Μαρκ. 10, 44-45) ,και αν αγαπάτε μόνο εκείνους που σας αγαπούν ποια χάρη έχετε, πρέπει να αγαπάτε και τους εχθρούς σας (Λουκ. 6,32-25).Αλήθεια σας λέγω, είπε ο Κύριος, ό,τι κάνατε σε ένα από τούτους τους ασήμαντους αδελφούς μου, σε μένα το κάνατε (Ματ. 25,4041). Με τα λαμπρά  παραδείγματα των αγίων της εκκλησίας μας  , των μοναχών και των αδελφών μας χριστιανών , θεμελιώθηκε η χριστιανική φιλοξενία.  Δεν νοείται Έλληνας Χριστιανός, που να μην διακρίνεται από την αρχή της φιλοξενίας, εκτός και είναι ασθενής , με ιδιόρρυθμη προσωπικότητα ή άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας.

       Η φιλοξενία στη Βαλύρα, δεν ήταν μία απλή υπόθεση. Ήταν θέμα αρχής, παλιό τοπικό έθιμο και μία διαχρονική συνειδητοποίηση, ότι ωριμάζοντας ο άνθρωπος ,πρέπει παράλληλα να ωριμάσει και η ικανότητα της φιλοξενίας μέσα του.  Με την καλλιέργεια της  προσφοράς προς τον πλησίον, ο Βαλυραίος αποκτούσε ,από τη παιδική του ηλικία ,συναισθηματική νοημοσύνη. Όπως έλεγαν οι γιαγιάδες μας “ τι να τον κάνεις  που είναι έξυπνος και παίρνει τα γράμματα, αν είναι ζώο , δεν συναισθάνεται, ούτε βοηθάει τον συνάνθρωπό του”.

       Κατά τη μεταπολεμική περίοδο , ο εμφύλιος πόλεμος τσάκισε την ήδη καταρρακωμένη Ελλάδα .   Το μίσος, η διχόνοια και το αίμα της οργής,  λέρωσαν τα άγια μας χώματα. Τα δρόσισαν  όμως οι ζωές των αθώων, που χάθηκαν άδικα, και ο τόπος  βλάστησε ξανά.    Μετά  τον όλεθρο,   ορθώθηκαν, στα ερείπια, φιλόξενα φτωχόσπιτα, γιατί οι γιαγιάδες μας, ως στοργικές μητέρες, μπάλωσαν τις αιμορραγούσες πληγές της ιστορίας και πορεύθηκαν, μεγαλώνοντας παιδιά,σε θεάρεστα περιβάλλοντα. Τι κι αν δεν είχαν μπουκιά να φάνε, την έκοβαν στη μέση και φύλαγαν τη μισή στο ερμάριο, για τον περαστικό και τον πεινασμένο, που θα κτυπούσε την πόρτα τους. Όσο περνούσαν τα χρόνια, με τη βοήθεια του Θεού, τα χωριατόσπιτα έγιναν αξιοζήλευτα και πλούσια σε αγαθά. Οι αγρότες έγιναν αυτάρκεις, γιατί είχαν λάβει το μάθημά τους από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν ξέχασαν τη πείνα που πέρασαν. Τίποτα δεν έλειπε  από το φιλόξενο σπίτι του χωριού. Η τροφή επαρκούσε για όλο το χρόνο, αλλά και γι αυτούς , που  κτυπούσαν έκτακτα, τη πόρτα της οικογένειας. Εκείνο που έλειπε, ήταν οι συγγενείς και οι φίλοι,  που ζούσαν μακριά ή ήταν μετανάστες. Γι αυτό ,όταν κάποιος επισκεπτόταν  τη Βαλύρα, ή προετοιμασία ήταν μεγάλη και η χαρά διπλάσια αυτής. Όμως και οι ξένοι, περαστικοί επισκέπτες, όπως τουρίστες,  τύχαιναν ιδιαίτερης περιποίησης από τους Βαλυραίους . Τους προσέφεραν δροσερό νερό, φρούτα εποχής από τα κτήματά τους, σπιτικό ζυμωτό ψωμί  και τους έδιναν οδηγίες με νοήματα, καμιά φορά και με χαριτωμένες φράσεις ,όπως αυτή που είπε  ένας γέροντας στο χωριό, όταν τον ρώτησαν  δυο τουρίστες  πώς θα πάνε στην Αρχαία Μεσσήνη, και έχει καταχωρήσει στο ιστορικό του αρχείο για τη Βαλύρα ,ο καθ. Ιωάννης Λύρας:  

-Στρι γεφύρα, Βουλκάνο, Μαυρομμάτο, απάντησε ο γέροντας Σκαμπίλης που έφτιανε σκούπες από κατσαφάνα, πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα τον κατανοήσουν καλύτερα.

  Οι γιαγιάδες μας, τίμησαν τον ίδιο τον Χριστό με τη φιλοξενία τους, το μεράκι, την ευρηματικότητα του νου τους και την οικιακή τους οικονομία. Αλλά και οι περισσότεροι παππούδες μας ,ήταν αντάξιοι αυτών, αφού ενίσχυαν το έργο των συζύγων τους  σταθερά, εργάζονταν σκληρά και θυσίαζαν τα πάντα, για το καλό και τη πρόοδο της οικογένειας και του τόπου τους .Λάμπρυναν τη μικρή κοινωνία της Βαλύρας , με το ήθος και τη γενναιοδωρία της ψυχής τους.  Το ειλικρινές ενδιαφέρον τους και η βοήθεια, προς τους ξένους επισκέπτες ,έχει παραμείνει αλησμόνητη. Δεν περνούσε ξένος από τα αλώνια με τις σταφίδες στο χωριό, που να μην του έδιναν δυο χούφτες σταφίδα για να δοκιμάσει ή σύκα για να φάει. Κανένας επισκέπτης δεν έφευγε από τις στάνες με άδεια χέρια ή δεν έπινε εκεί βρασμένο γάλα. Υπήρχαν βέβαια, και μικρές εξαιρέσεις τσιγκούνηδων ανθρώπων στη Βαλύρα, ιδίως αντρών, αλλά η ανιδιοτελής προσφορά των συζύγων τους ,εξισορροπούσε τη ζυγαριά, στα μάτια του Θεού. Μία τέτοια ,συγκινητική περίπτωση ,μου περιέγραψε ο καθηγητής Ιωάννης Λύρας ,  που συνέβη κατά τη παιδική του ηλικία. Ένας κτηματίας  στη Βαλύρα, υποσχέθηκε σε τρία παιδιά, αν του μαζέψουν τα σύκα στο κτήμα του, θα δώσει από δέκα δραχμές στον καθένα. Τα παιδιά μάζεψαν τα σύκα, αλλά εκείνος δεν τήρησε την υπόσχεσή του και έδωσε δέκα δραχμές  και για τους τρεις μαζί. Όταν τα παιδιά διαμαρτυρήθηκαν, και το είδε η γυναίκα του κτηματία, που ήταν άριστη μοδίστρα, ντράπηκε τον ίδιο τον Θεό. Κάθισε και έραψε από ένα παντελόνι στο κάθε παιδί, με δικά της υλικά, και τους το προσέφερε με αγάπη.

   Οι νέες κοπέλες , που  έραβαν  και κεντούσαν τα προικιά τους, παράλληλα ετοίμαζαν ,με μεράκι, και τα κλινοσκεπάσματα για τους καλεσμένους τους. Έφτιαχναν ωραίες πετσέτες, υφαντά χαλάκια για μπροστά στο κρεβάτι, διακοσμητικές μαξιλάρες, κεντητά σεντόνια, ρόμπες, νυχτικά, υφαντές κουβέρτες,  πλεκτά καλύμματα κρεβατιών και άλλα πολλά, που δεν τα χρησιμοποιούσαν, παρά μόνο όταν είχαν  φιλοξενούμενους. Κεντούσαν ωραία δώρα, για να τα έχουν πρόχειρα, όταν αποχαιρετούσαν τους  επισκέπτες  τους, όπως κεντητές ποδιές για τις θείες, σεντόνια ή κουβερτούλες για τα μωρά, πιάστρες για τις κατσαρόλες ,  ωραία μικρά και μεγάλα μαντήλια, πλεκτά για τους δίσκους σερβιρίσματος, σεμέν, μαξιλαράκια, πετσετάκια , δαντέλες, και ότι άλλο έβαζε ο νους τους. Μέχρι και τα καπάκια από τις γκαζόζες και τις μπύρες δεν τα πετούσαν. Τα έπλεκαν με χρώματα ,όπως οι ρόγες των σταφυλιών, τα ένωναν και συναρμολογούσαν ωραία τσαμπιά με σταφύλια   , όχι μόνο για διακόσμηση στη δική τους κουζίνα, αλλά     ως   δώρα  αποχαιρετισμού για τις  φίλες τους.

       Οι νεόνυμφες τοποθετούσαν τα προικιά και ειδικά τον ρουχισμό για τους   φιλοξενούμενους, σε ειδικό μπαούλο και πάνω από αυτό  έβαζαν τις υφαντές κουβέρτες τους. Έφτιαχναν έναν “γιούκο”, όπως τον έλεγαν ,με μεράκι, που τον σκέπαζαν περίτεχνα,  με άσπρο δαντελωτό σεντόνι. Ο  χώρος που χρησιμοποιούσαν ,ήταν κυρίως μία σκοτεινή γωνιά, στη κεντρική κρεβατοκάμαρα. Περίπου, τρεις φορές τον χρόνο ,αέριζαν τα ρούχα ,που ήταν  τακτοποιημένα μέσα στο μπαούλο και ανανέωναν τη ναφθαλίνη ή άλλα μυρωδικά, όπως λεβάντα, βασιλικό, δεντρολίβανο, φασκόμηλο ή ρίγανη, περίτεχνα τοποθετημένα, μέσα σε κεντητά σακουλάκια. Αν χρειαζόταν, και τα ρούχα είχαν απορροφήσει υγρασία,  τα έπλεναν με σπιτικό σαπούνι και ζεστό νερό στο χέρι, και τα περνούσαν από λουλάκι.      

      Ο  φιλοξενούμενος, ήταν  ιερό πρόσωπο και έπρεπε να τύχει ιδιαίτερης φροντίδας από την οικογένεια, ώστε όταν έλθει η ώρα του αποχαιρετισμού ,να είναι πολύ ευχαριστημένος. Του προσέφεραν την καλύτερη μερίδα φαγητού, ικανοποιούσαν τις επιθυμίες του και  συχνά ρωτούσαν τι  του αρέσει. Ο,τι πιο ακριβό είχε στη διάθεσή της η νοικοκυρά ,το έστρωνε για τον καλεσμένο. Το κρεβάτι του ήταν έτοιμο ,πριν προλάβει να φθάσει στο σπίτι  ,διακοσμημένο με  μία ωραία κουβέρτα κι ένα εντυπωσιακό υφαντό ή κεντητό μαξιλάρι. Υπήρχε  μία εμαγιέ ,βαθιά μικρή λεκάνη ,και  ασορτί κανάτα με νερό, που ήταν τοποθετημένη σε ένα τραπεζάκι, δίπλα στο κρεβάτι του επισκέπτη, αν ήθελε να πλυθεί λίγο, δεδομένου ότι εκείνη τη χρονική περίοδο,  ορισμένα σπίτια στο χωριό, είχαν   τη τουαλέτα,   τη ντουζιέρα και/ή τη μπανιέρα στην αυλή του σπιτιού τους. Καθαρές πετσέτες, καινούργια λεπίδα ξυρίσματος και ιμάντας, για  ακόνισμα της λεπίδας, μπολάκι με καινούργιο σαπούνι  και βουρτσάκι ξυρίσματος, καινούργιες κάλτσες και παντόφλες, δεν έλειπαν από την περιποίηση του φιλοξενούμενου. Κάποιες γιαγιάδες, ήξεραν και έφτιαχναν τις δικές τους κρέμες προσώπου, αρώματα ,λαδάκια από εσπεριδοειδή και διάφορα βότανα. Έπηζαν σπιτικό σαπούνι και είχαν για δύο χρόνια στην αποθήκη τους. Μέρος από την παραγωγή τους ,το προσέφεραν στους  επισκέπτες τους. Είχαν έτοιμα  υφαντά λευκά σακουλάκια, που χωρούσαν έως 2 κιλά όσπρια , χυλοπίτες ή τραχανά. Σε αυτά ,τοποθετούσαν παραδοσιακά προϊόντα, της δικής τους παραγωγής, τόσο για λόγους τακτοποίησης στα ντουλάπια της κουζίνας τους ,αλλά και για τα  καλούδια , που  ετοίμαζαν για εκείνους που  φιλοξενούσαν ,από μεγάλες πόλεις της Ελλάδας ή το εξωτερικό. Κανένας δεν έφευγε από το χωριό, χωρίς το Καλαματιανό παστέλι και τα τοπικά προϊόντα ,που ξεχείλιζαν τις  αποσκευές του. Αντίστοιχα ,το υπόγειο του σπιτιού ήταν γεμάτο με καινούργιους τενεκέδες και τενεκεδάκια, για την τακτοποίηση του λαδιού, τουρσιών με πιπεριές,  μελιτζανάκι με σκόρδα και σέλινο , πελτέ, σύγκλινου , τυριού, ελιών και μελιού, που αφαιρούσαν από τα πήλινα δοχεία του υπογείου και προσέφεραν απλόχερα, ως δώρα αποχαιρετισμού ,στους φιλοξενούμενους. Μέσα σε όλα , υπήρχαν και τα καλάθια, κάνιστρα και πανέρια ,τοπικής παραγωγής ,  στα οποία  τοποθετούσαν οι  νοικοκυρές φρούτα , φρέσκα λαχανικά   και ξηρούς καρπούς από τα κτήματά τους, όπως αμύγδαλα ,καρύδια ,σύκα και μαύρη σταφίδα .Είχαν αρκετά πανεράκια για να βάζουν τις δίπλες συνήθως,  που ετοίμαζαν για το ταξίδι των επισκεπτών,  ώστε να μη  διαλυθούν   κατά τη διαδρομή.  Μάζευαν τα φρούτα και τα λαχανικά, κατά τις  τελευταίες ώρες της επίσκεψης, μαζί με τους καλεσμένους, ουσιαστικά άφηναν εκείνους να διαλέξουν από το κτήμα μόνοι τους ο,τι θέλουν, για να ευχαριστηθούν . Τα λαχανικά έπρεπε να είναι φρέσκα και να μπορούν να διατηρηθούν σε καλή κατάσταση, στο ταξίδι. 

      Οι καθημερινές εμπειρίες ήταν άκρως διδακτικές για τα μικρά παιδιά, όσον αφορούσε τη φιλοξενία. Θυμάμαι ,όταν  ήμουν έξι χρονών,  ένα μεσημέρι του καλοκαιριού , ανάμεσα στα τόσα φρούτα που είχαμε στο σπίτι από τους μπαξέδες μας, πήρα να φάω το ένα και μοναδικό μήλο. Η μητέρα μου, μού είπε στο αυτί:

- Μπορείς να φας ό,τι φρούτο θέλεις, εκτός από αυτό το μήλο. Είναι το αγαπημένο της γιαγιάς, που περιμένουμε από το Πλατύ. Άφησέ το και πατέρας σου θα φέρει πολλά το βράδυ από τη Λάμπαινα. Όταν έφθασε η γιαγιά από το Πλατύ, που ήταν πρώτη ξαδέλφη του παππού μου Ανδρέα, και ολοκλήρωσε το γεύμα της, της προσέφερα το μήλο, σε ένα πιατάκι με μαχαιράκι . Χάρηκε πάρα πολύ , το έκοψε διακριτικά και το έφαγε σιγά σιγά. Στο τέλος ,φαινόταν ότι ήθελε κι άλλο, γιατί της άρεσε πολύ, που ήταν μυρωδάτο και αφράτο.

-Πολύ ωραίο ήταν το φαγητό και το μήλο Ευγενία, είπε στη μητέρα μου. Κι εσύ παιδάκι μου ,είσαι μια καλή νοικοκυρά, πρόσθεσε χαμογελώντας.

Τότε συνειδητοποίησα ,πόση χαρά μπορεί να λάβει κάποιος,όταν βλέπει τον άλλο χαρούμενο,και ξέρει ,ότι αυτός ευθύνεται γι αυτή τη προσφορά. Είναι πιο μεγάλη η χαρά του να δίνεις, παρά του να λαμβάνεις, έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Ευχαρίστησα τη μητέρα μου ,που με πρόλαβε και δεν   έφαγα το μήλο. Άλλη πράξη φιλοξενίας, ήταν η παραχώρηση του κρεβατιού μου, της καρέκλας μου, ακόμη και να συγκρατηθώ, για να πάει πρώτη η καλεσμένη μας στην τουαλέτα. Να τη βοηθήσω να ντυθεί, κρατώντας τη ρόμπα της, να φορέσει τις κάλτσες της,  να χτενιστεί, προσφέροντας καινούργια χτένα και να της πάω  νερό στο κρεβάτι της. Επίσης, να βοηθήσω τη μητέρα μου να ετοιμάσει τα δώρα που θα της δώσουμε, ευχαριστώντας την για τα δικά της ,  και πολλές άλλες πράξεις ευγένειας.

      Μία χρονική περίοδο,  κατά τα πρώτα χρόνια του Δημοτικού σχολείου, όταν άρχισα να ευαισθητοποιούμαι σχετικά με τη φιλοξενία,  και καταλάβαινα περισσότερα,  επισκεπτόμουν τις γιαγιάδες, θείες και τη νονά μου, και τις ρωτούσα τι να κάνω ως “κοπέλα” για να είμαι φιλόξενη.  Το παιχνίδι μου,   τις έκανε να χαμογελούν, τις κινητοποιούσε, έπαιζαν κι εκείνες μαζί μου, και άνοιξαν, για χάρη μου , σερβάν  και μπουφέδες στα σαλόνια τους, σιφονιέρες, μπαούλα και σεντούκια, ερμάρια , ντουλάπια κουζίνας , τα πήλινα δοχεία τους, τις ξύλινες αποθηκευτικές τους κατασκευές στα υπόγεια των σπιτιών τους και ιδιαίτερα τα βάζα, στα ψηλά ράφια της κουζίνας τους. Και τι δεν ανακάλυψα! Το σύνθημα ήταν:  “Έλα να σου δείξω ”, διδάσκοντας με  σημαντικά πράγματα, για τη φιλοξενία και την ανιδιοτελή  προσφορά, παράλληλα   δείχνοντας μου σεβασμό, όπως κι εγώ προς εκείνες, σαν να είμαι μία επίσημη καλεσμένη τους.

      Η περιπέτεια ξεκίνησε από τους αποθηκευτικούς χώρους της μητέρας μου, αφού μου ζήτησε ότι δεν θα πω τίποτα σε κανέναν, για να μην πάνε και της φάνε ,οι άλλοι στο σπίτι ,τα γλυκά, που φύλαγε για τους  επισκέπτες της. Επειδή  ανοίγαμε ,με τις δύο μικρότερες αδελφές μου, τα ντουλάπια στη κουζίνα και ψάχναμε στο μικρό   σκρίνιο στο σαλόνι για σοκολάτες, η μητέρα μας είχε αξιοποιήσει ένα εντοιχισμένο , παλιό ερμάριο του σπιτιού,συχνά το λέγαμε και αρμάρι, που κλείδωνε καλά. Το ερμάριο είχε τέσσερα, μεγάλα ράφια. Στο κάτω ράφι είχε τοποθετήσει , όμορφα διπλωμένα ,όλα αυτά που χρειάζεται ένας  ξένος, άνδρας ή γυναίκα, για τη φροντίδα του σώματος του, όταν μας επισκεφθεί. Στο μεσαίο ράφι ,είχε διάφορα δώρα για τους επισκέπτες,  πολλά χριστιανικά αντικείμενα,όπως βιβλία ,εικόνες, σταυρουλάκια, λιβάνι , μύρο, ημερολόγια, αλλά και  γυαλικά, μικρές διακοσμητικές πορσελάνες, κούπες του τσαγιού, πιατάκια, φλιτζανάκια του καφέ,  σετ περιποίησης νυχιών , ψαλίδια, ψαλιδάκια, ωραίους νυχοκόπτες, χτένες, κοκαλάκια για τα μαλλιά, μπρελόκ, σετ με κατσαβίδια , κοσμήματα για μικρές μαθήτριες,   κορνίζες ,   μικρά κάδρα με τοπία , πουλιά και άνθη, παιχνιδάκια για μικρά παιδιά,πορτοφολάκια, σημειωματάρια, ωραία τετράδια και χρωματιστά μολύβια,  μπογιές και  άλλα πολλά, που της έφερνε ο πατέρας μου, διπλά και τριπλά, για να έχει να δωρίζει στους επισκέπτες. Τα προσέφεραν οι γονείς μου ,  κυρίως στους ντόπιους καλεσμένους   τους, γιατί οι πρωτευουσιάνοι είχαν πληθώρα από αυτά και τους έλειπαν, κυρίως τα αγνά τοπικά προϊόντα. Στα επάνω ράφια , είχε στο πρώτο ράφι γλυκά του κουταλιού, όπως κυδώνι, σταφύλι με αμύγδαλα, μελιτζανάκι γλυκό, νεράντζι και περγαμόντο, δυο φοντανιέρες με σοκολατάκια, κουτιά με κουλουράκια, ,σκεπασμένες πιατέλες με δίπλες  , κουραμπιέδες  , μελομακάρονα  ( τα Χριστούγεννα )τσουρέκια, αυγά και λαμπροκουλούρες (το Πάσχα). Στο κάτω ράφι είχε βάλει, ωραία τακτοποιημένα, ψάθινα καλαθάκια με αμύγδαλα, φουντούκια, καρύδια ,κάστανα ,σύκα και σταφίδες, ποτό βύσσινο, ρακί, ούζο,  μερικές μπύρες και κρασιά ,επίσης λίγα   αναψυκτικά , και μικρές ελιές σε πήλινο βαζάκι  ,που τις μάζευε στους ελαιώνες της και τις  έφτιαχνε μόνη της. Τις χρησιμοποιούσε ως συνοδευτικό , στους  μεζέδες με ρακί ή ούζο.  

        Άνοιξαν τα μπαούλα και τη σιφονιέρα τους, τόσο η μητέρα μου, όσο και η γιαγιά μου,  μου έδειξαν τα προικιά τους και αυτά που είχαν φτιάξει, με μεράκι, για τους καλεσμένους τους. Η γιαγιά,   εκτός των μικρών υφαντών μαξιλαριών της , είχε και πολλές καινούργιες ,σκούρες μαντίλες για να δωρίσει στις   ξαδέρφες  και φίλες  της. Τελικά, κανένας, δεν ανακάλυψε ποτέ, που είχε κρυμμένο το κλειδί για το ερμάριο η μητέρα μου, μέχρι που το παρέδωσε η ίδια, στα γεράματά της , όταν αισθάνθηκε ότι πονούν πολύ τα πόδια της και δεν μπορούσε να σηκωθεί ,για να φροντίσει τους επισκέπτες της.

Η δε γιαγιά μου πέθανε, κοιτάζοντας τον μπουφέ της, γιατί ήθελε να σηκωθεί για να    κεράσει  τους παρευρισκόμενους   Είχε κρυμμένα σε ένα συρτάρι, ένα μακρόστενο ασημένιο δισκάκι με χερούλι και έξι πολύχρωμα ποτηράκια για λικέρ,  ένα κρυστάλλινο μπουκάλι με ποτό τριαντάφυλλο ,σπιτικά σοκολατάκια  και ένα βάζο γλυκό σταφύλι φράουλα, με λεπτές φετούλες από άσπρα  αμύγδαλα.

      Εκείνο που ευχαριστήθηκα  πολύ, ήταν η αποκάλυψη στο σερβάν της θείας Κατίνας, που έμενε δίπλα μας και στης νονάς μου Καλλίτσας, που το σπίτι της ήταν απέναντί μας. Πήγαινα “ως επισκέπτρια” με τα δώρα μου.  Εκείνες, με υποδέχονταν με χαμόγελο και με έβαζαν να καθίσω στο σαλόνι. Με ευχαριστούσαν για τα δώρα μου  και μου προσέφεραν   νόστιμες πίτες που έψηναν , γλυκά και αναψυκτικό. Όταν έλεγα ευχαριστώ, δεν θα ήθελα τώρα κάτι, μου απαντούσαν ότι αυτό δεν επιτρέπεται να το λες, γιατί θα σε παρεξηγήσουν. Να παίρνεις κάτι. Έτσι έμαθα να λέω , ένα ποτήρι νερό παρακαλώ. Στη συνέχεια, συζητούσαμε για τις κυρίες, και πώς συμπεριφέρονται, τόσο όταν πηγαίνουν επίσκεψη, όσο και με τους  δικούς τους επισκέπτες.  Ανακάλυψα ότι οι  προτιμήσεις της θείας Κατίνας και της νονάς μου  διέφεραν, όσον αφορούσε τα γλυκίσματα, τα είδη σερβιρίσματος, τα δώρα που φύλαγαν  και τον τρόπο που η καθεμιά τακτοποιούσε τα πράγματά της ,στο σερβάν της. Της θείας Κατίνας της άρεσε πολύ το γλυκό σταφύλι με αμύγδαλα και το κέικ με σταφίδες.  Η νονά μου προτιμούσε το  γλυκό περγαμόντο και τις αλμυρές πίτες , με διάφορα χόρτα και τυρί  παραγωγής, από το τυροκομείο του χωριού.   Η μία  συνήθως προσέφερε σοκολατένιες μαργαρίτες και  ελίτσες και η άλλη φοντάν. Της μιας τα πορσελάνινα σερβίτσια ήταν διακοσμημένα με μικρά ανθάκια ,και της άλλης ήταν λευκά, με χρυσές γραμμές ,στη περιφέρεια των  σκευών. Η θεία Κατίνα  έκρυβε αράπικα φιστίκια , στραγάλια , αμύγδαλα, καρύδια ,σταφίδες και σύκα   και η νονά μου , συν τοις άλλοις , φιστίκια Αιγίνης. Έμαθα   πολλά, ώστε το μάθημα των οικοκυρικών ήταν πολύ ευχάριστο στη συνέχεια για μένα.

     Η γιαγιά Σταυρούλα, η μικρότερη αδελφή της γιαγιάς μου Κωνσταντίνας , είχε μπει κι αυτή στο κόλπο.

-Έλα, μου είπε μια μέρα ,”καλή μου επισκέπτρια” να σου δείξω τι έχω μέσα στο σεντούκι μου.

 Το παλιό , ξύλινο σεντούκι της γιαγιάς , ήταν γεμάτο με μικρά βιβλιαράκια,ωραίες εικόνες, φαναράκια , σκαλιστούς, ξύλινους σταυρούς και  σταυρουλάκια για για μωρά.

-Αυτά προσφέρω στους  άλλους είπε, μαζί με μία ευχή υπέρ υγείας. Γιατί να ξέρεις, μπορεί μια μέρα  τα   δώρα, που τους  έδωσαν οι άλλοι άνθρωποι, να  σπάσουν , να χαλάσουν ,  να τα βαρεθούν και να τα δώσουν αλλού ή να τα ξεχάσουν στο υπόγειο του σπιτιού τους. Αν είναι τρόφιμα ,θα τα  φάνε, και πάνε, χάθηκαν.   Αυτά όμως τα δωράκια, θα τους θυμίζουν πάντα ,την ευχή που τους έδωσα , και ότι είναι μαζί τους ο Θεός.  Το άκουσε ο παππούς Κώστας, ο άντρας της γιαγιάς Καλλιόπης,της δεύτερης αδελφής της γιαγιάς μου Κωνσταντίνας, γιατί οι πόρτες ήταν ανοιχτές και κάθονταν στην είσοδο , στο διπλανό σπίτι . 

-Έλα εδώ παιδάκι μου, είπε.

Κατέβασε από το πορτ μαντό ,στην είσοδο του σπιτιού, τα καπέλα του και με ρώτησε:

-Λέω ένα να το  δώσω στον πατέρα σου. Ποιο είναι το καλύτερο;

 Δίστασα για λίγο, αλλά στη συνέχεια του έδειξα ποιο.

-Δίκιο έχεις, μπράβο, το βρήκες! Αυτό είναι το καλύτερο. Αλλά δεν έχω δεύτερο ,και λέω να του δώσω ένα ,από αυτά τα δύο, που είναι περίπου  όμοια.

-Εσείς ξέρετε, παππού απάντησα,  είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας!

Η γιαγιά  Καλλιόπη γέλασε, έλα εδώ μου είπε, με πήρε αγκαλιά , με φίλησε και με ρώτησε σιγανά.

-Η νονά σου η Καλλίτσα σε έμαθε να το λες αυτό;

-Όχι, η μαμά μου, απάντησα.

Όταν  ο παππούς Κώστας πέρασε από το σιδηρουργείο του πατέρα μου, αφού έφαγε  μια πάστα , που ποτέ δεν έλειπε από το ψυγείο του  μαγαζιού και ήπιε το μερακλίδικο καφεδάκι ,που του έψησε ο Μπαρμπαλιάς,   άφησε το καπέλο.  Ο πατέρας μου κατάλαβε, με μια ματιά, ότι δεν  του κάνει, γιατί  ήταν πολύ μεγάλο για  το κεφάλι του. Ωραίο είναι   απάντησε, θα το κρεμάσω εδώ, δίπλα στο γραφείο μου , για να το βλέπω και να σε θυμάμαι.

Όταν  αρρώστησε ο παππούς Κώστας ,τον επισκεφθήκαμε μαζί με τον  πατέρα  μου. Του πήγαμε γλυκά , καθαρό οινόπνευμα και ο πατέρας μου τον παρηγόρησε για αρκετή ώρα.

-   Ηλία κοίτα, του  είπε κάποια στιγμή ο παππούς Κώστας, και του έδειξε με το δάκτυλο το πορτ μαντό. Άμα πεθάνω, έχω ένα ακριβό καπέλο. Θα σηκωθώ από τον τάφο μου και θα  δείρω , όποιον το πάρει. Θέλω να το έχεις   εσύ.

- Μην ανησυχείς καθόλου, του απάντησε ο  πατέρας μου.  Θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι τότε. Αλλά, όταν θα έρθει εκείνη η δύσκολη ώρα, θα σε ντύσουν καλά , θα σου φορέσουν και το καλό σου καπέλο, και θα  σε πάρει ο Θεός, για  να πάτε επίσκεψη. Θα συναντήσεις όλους τους δικούς σου εκεί , που θα σε περιμένουν, για να σε τραπεζώσουν και να σε φιλοξενήσουν, σε μεγάλο ανάκτορο!

Η γιαγιά Σταυρούλα, ακούγοντας αυτά τα λόγια , δάκρυσε. Έκανε τον σταυρό της ,και έχωσε μέσα στη δεξιά τσέπη του πατέρα μου ,ένα μικρό , σκαλιστό ξύλινο σταυρό, περασμένο   σε ένα πλεκτό  κορδόνι,  που φορούσε πάνω από τη μακριά, μαύρη φορεσιά της.

- Ο Θεός μαζί σου,  Λιάκο μου, είπε.













 




 


Δεν υπάρχουν σχόλια: