Αφιερωμένο σε όλες τις κουκουβάγιες της Βαλύρας, που υπηρέτησαν ανιδιοτελώς, το θείο σχέδιο
-
Κάθε φορά που γεννιέται ένας Βαλυραίος, έλεγε η γιαγιά Κωνσταντίνα, πηγαίνουν οι μοίρες για να μυρώσουν το παιδί και να του χαρίσουν τα δώρα
της ζωής. Πηγαίνει όμως , καμιά φορά , κάθε δέκα χρόνια, και η κουκουβάγια του
χωριού και κρώζει , πάνω από το σπίτι
, προς τους γονείς, που φέρουν την ευθύνη για την ανατροφή του παιδιού, εννέα φορές: Τους λέει: “Φροντίστε να
μεγαλώσει το πλάσμα του Θεού σωστά και
να νικήσει τον πράσινο δράκο, γιατί ο Αι Γιώργης ο Καβαλάρης , που βλέπει όλα όσα κάνετε, κάθε ώρα και λεπτό, θα σας πλακώσει όλους μαζί , μέσα στον τάφο”. Όσοι ευλογημένοι Βαλυραίοι ,
κατάλαβαν την προειδοποίηση της κουκουβάγιας, ακολούθησαν την στενή οδό του
Κυρίου και τον δρόμο της αρετής. Έφυγαν
νικητές απ αυτή τη ζωή .Όσο για τους υπόλοιπους, που δεν δέχτηκε η ψυχή τους το
άγιο βάπτισμα και τον Λόγο του Κυρίου
στην εκκλησία μπορεί να μην ήταν κακοί άνθρωποι, αλλά ξεχνούσαν τον Χριστό, μπρος στη καθημερινή τους σχόλη. Αφήνει ο Θεός, να παρηγορήσουν το νου και τη ψυχή τους τα ζώα
του χωριού, τα δέντρα και τα λουλούδια,
που τους λυπούνται. Τους σεξουαλικούς
τους φροντίζουν οι πετεινοί ,τα σκυλάκια και οι χοίροι, να κάνουν πιο πολύ
πρακτική για να χορτάσουν. Τους λαίμαργους τα γουρούνια και οι δεντρογαλιές,
τους ντροπαλούς και μονόχνοτους, όπως τα γεροντοπαλίκαρα, οι χελώνες, τους μελετηρούς και φιλόλογους τα
περιστέρια, τις υφάντρες οι αράχνες ,τις καλές νοικοκυρές οι μέλισσες,
τους εργατικούς τα μυρμήγκια και τις
κουτσομπόλες οι γάτες. Αυτές που είχαν μεγάλους
μαστούς και δεν πήγαιναν στην εκκλησία ,γιατί ήθελαν το πρωί ζύμωμα από τον άντρα τους, τις αναλαμβάνουν οι
αγελάδες, οι προβατίνες και οι κατσίκες του χωριού, που έχουν μπόλικο γάλα, για
να τις αρμέγει ο βοσκός. Τους χασάπηδες που δεν νήστευαν ,τους παίρνουν τον νου
τα αρνιά και τα κατσίκια, για να νιώσουν τη σφαγή, όπως κι εκείνα. Τη Μαριόλα,
που ήθελε αρώματα , κι όλο μαδούσε τις τριανταφυλλιές για να τα φτιάξει, την
πήρε η τριανταφυλλιά, για να της κόβουν οι άνθρωποι το ωραίο της
κεφάλι .Όσο γι αυτούς, που ακόμα και τα ζώα δεν τους θέλουν,
ο νους τους κάθεται πάνω σε μαύρο λιθάρι, σε τόπους σκοτεινούς
, για να τον κτυπούν άγρια υπόγεια κύματα, προκειμένου να
ασπρίσει. Κι αυτών ,που ο νους
τους ήταν κάκιστος και επικίνδυνος, τον
τρυπά με το δόρυ του ο Αι Γιώργης και τον χώνει πολύ βαθιά μέσα στη γη, εκεί που καίει
η λάβα, για να λιώσει. Η γιαγιά
Γεωργία , που διάβαζε με το κερί στο σκοτάδι, μελετώντας τα αποθαμένα
της και τους ζώντες, ενώ κατά τη μέρα
ύφαινε και έδινε στους άλλους, όταν
είχαν ανάγκη, σαν την Ταβιθά, αλλά
ορισμένες φορές, έχασε την εκκλησία, γιατί δεν της έβγαινε το σχέδιο
στον αργαλειό, ακόμη και να κοινωνήσει κάποτε ξέχασε, δεν ήταν σωστή
“δορκάς”μεν, αλλά ήταν πολύ καλή. Τη θεράπευσε ο Κύριος , με τα δάκρυα της ψυχής της. Της
έδωσε οφθαλμούς για να βλέπει και
να κλαίει, όταν
έρχεται η κουκουβάγια στα σπίτια
στο χωριό, για να διαβάσει το τελεσίγραφο
, που στέλνει ο Αι Γιώργης.
-Πώς γνωρίζεις γιαγιά, τι απέγινε η μητέρα σου
Γεωργία; ρώτησα.
-Ήρθε
στον ύπνο μου και μου το είπε.
-Και
ποιος γράφει τις αποφάσεις ; ρώτησα.
Ο Αι
Γιώργης παιδάκι μου, με τον Λόγο του Θεού!
-Και
η κουκουβάγια τι κάνει;
-
Έρχεται και τα διαβάζει στους ανθρώπους .
-Πώς
γιαγιά; οι κουκουβάγιες δεν διαβάζουν.
-Ακου!
Αν θέλει να πει σε κάποιον ότι αύριο θα
πάρει ο Χάρος τη ψυχή του, κρώζει έξη φορές. Αν κάποιος άλλος έχει ένα μικρό πρόβλημα, και πρέπει να προσέχει για να το ξεπεράσει , κρώζει μία μόνο φορά. Σε όποιον δεν νηστεύει
τρεις φορές, σε εκείνον που
ξεχνά επίτηδες να επιστρέψει τα δανεικά
δύο, στον μοιχό , τον λαίμαργο, τον άπληστο και τον φιλάργυρο τέσσερις, στον
άθεο, που δεν πιστεύει στην αθανασία της ψυχής, πέντε, γιατί του μαρτυράει ότι τον μουτζώνει
ο διάβολος, και σε εκείνον που είναι ιδιοτελής , ωραιοπαθής και φροντίζει
μόνο τον εαυτό του , δεν κρώζει καθόλου, αλλά περιμένει.
Όταν την κοιτάξει
κατάματα και τον δει η κουκουβάγια , στρίβει το κεφάλι της ,εκατόν ογδόντα μοίρες, από
μπρος προς τα πίσω, τον κοιτάζει ανάποδα και καρφώνει πάνω του τα
μάτια της, σαν να του λέει, “είσαι με τα καλά σου, τι κάνεις άνθρωπε”;
-Εσύ
γιαγιά, έχεις δει ποτέ τη κουκουβάγια;
- Την
είδα μια φορά, μέσα στον αχυρώνα, όταν γέννησε η γαϊδούρα το πουλάρι. Ήρθε για να το δει.
-Έκρωξε;
-Όχι!
Μόλις με είδε, πέταξε μακριά , προς τον Αι Γιώργη.
-Γιατί
ήρθε γιαγιά;
-Για
να συμπαρασταθεί στη γαϊδούρα, που γέννησε μόνη, πριν τα ξημερώματα παιδάκι μου!
-Και
πού μένει η κουκουβάγια;
Πάνω
στη σκεπή του νεκροταφείου, στον Αι Γιώργη μένει, εκεί
την έχουν δει, που κοιμάται τη μέρα και
ξυπνά όταν δύσει ο ήλιος , κατά το σούρουπο, μου εξήγησε η γιαγιά μου.
Ένα καλοκαιρινό βράδυ του 1965, η νύχτα
ήταν μαγική. Κοιτούσες το ουράνιο στερέωμα και νόμιζες ότι τα άστρα έχουν
κατέβει τόσο χαμηλά, πάνω στη στέγη του
σπιτιού. Το φεγγάρι έλαμπε, κι ένα απαλό πέπλο μυστηρίου σκέπαζε τη φύση ,που
ησύχαζε από τον μόχθο της ημέρας. Τα
τζιτζίκια τιτίβιζαν , ο πατέρας μου και ο
νονός μου Κώστας, είχαν βγει στα μπαλκόνια στο Μπιζάνι και ρέμβαζαν και
οι υπόλοιποι, μόλις είχαμε ξαπλώσει. Ξαφνικά, ένα μεγάλο γκρίζο πουλί πέταξε και κούρνιασε πάνω στη στέγη της θείας
Θοδώρας, που το σπίτι της είναι ανάμεσα
στα άλλα δύο. Ο Μπαρμπαλιάς σηκώθηκε, άρπαξε έναν φακό και έριξε τον προβολέα
πάνω στο πουλί, για να το δει! Ήταν μια κουκουβάγια ,που τον
κοιτούσε επίμονα, με το κεφάλι ανάποδα. Τρόμαξε με το φως και πέταξε μακριά.
- Δεν
είμαι ωραιοπαθής, ούτε κοιτάζω τον εαυτό
μου στον καθρέφτη με τις ώρες, Βγενικούλα,
είπε αυστηρά στη μητέρα μου, και στη συνέχεια το συζήτησε με τον νονό
μου. Γιατί η κουκουβάγια με κοίταξε ανάποδα; αναρωτήθηκε.
-Μην
ανησυχείς, για τη Θοδώρα ήταν αυτό, απάντησε ο νονός μου, στη στέγη της κάθισε,
και τον καθησύχασε.
Την
επόμενη μέρα το πρωί, το αυτοκίνητο δεν έπαιρνε μπροστά. Αναγκάστηκε να το σπρώξει μέχρι το σιδηρουργείο, για να το επισκευάσει, στο
συνεργείο, που είχε στήσει στην αυλή.
Έκανε το αυτοκίνητο βίδες, γιατί εντόπισε αρκετά προβλήματα, που τα είχε παραμελήσει, λόγω φόρτου εργασίας. Καθώς
ήταν σκυμμένος κάτω και κοιτούσε ανάποδα, θυμήθηκε τη κουκουβάγια.
-Αυτό
ήθελε να μου πει το χαροπούλι,
μονολόγησε. Ότι με έχω μεγάλο πάθος με τη δουλειά μου! Να προσέξω να μην
τραυματίσω τον αυχένα μου! Σκέπασε το αυτοκίνητο ,γιατί είχε ζαλιστεί και
κάθισε να ξεκουραστεί. Κι αύριο μέρα είναι, αρκετά για σήμερα, θα το
επισκευάσω χωρίς βιασύνη, αποφάσισε.
Χρειάζομαι ένα μέτρο, γιατί με τόσο δύσκολες δουλειές που αναλαμβάνω, και τη συνεχή κούραση, παραμελώ πολλά άλλα
σημαντικά και θα αρχίσω να τα βλέπω ανάποδα, σαν τη κουκουβάγια!
Στο χωριό ,υπήρχε ένα ανδρόγυνο γερόντων,
που βίωναν τη δεύτερη νιότη τους, και δεν έλεγαν
να το
βάλουν κάτω. Τις νύχτες ,ιδίως του Ιουλίου και του Αυγούστου, κοιμόντουσαν πάνω
στη ταράτσα του σπιτιού τους και αναστάτωναν το σύμπαν. Έμεναν κοντά στο ρέμα,
που χωρίζει τον Άγιο Δημήτριο από το Μπιζάνι. Μόνο το ρολόι του Αγίου
Αθανασίου, που κτυπούσε νύχτα και μέρα, τους έκανε να σταματήσουν για λίγο. Και
τι δεν είχαν σκαρώσει οι Μπιζανιώτες για να τους αναχαιτίσουν, που ξενυχτούσαν εξ αιτίας τους
,και μη όντας αποτελεσματικοί, “έβγαιναν
από τα ρούχα τους” από τον μπελά, που έβαζαν νυχτιάτικα στο κεφάλι τους. Τη μια
άνοιξαν τη βρύση στον κήπο και γέμισαν τον τόπο με νερά και λάσπες, φωνάζοντας
στον παππού ότι πλημμύρισε το σπίτι του
και να κατέβει γρήγορα για να δει τι τρέχει. Την άλλη, μάζεψαν κούτσουρα
και άναψαν φωτιά μπρος στην εξώπορτα.
Ενώ ηρέμησαν τα πράγματα, με τα συνεχή
καψώνια, για ένα καλοκαίρι, τον αμέσως επόμενο χρόνο, πίστεψαν ότι δεν θα τους
ακούσουν, και ξανάρχισαν την πρακτική στη
ταράτσα. Λίγο, προτού αρχίσουν τα νέα καψώνια, ο Αι Γιώργης έστειλε τη κουκουβάγια, που έκρωξε λυπητερά και δυνατά, έξη φορές, όταν
τους είδε διπλοαγκαλιασμένους στο
μισοσκόταδο.
Μόλις
άκουσαν το απόκοσμο κρώξιμο, και τι δεν
έπαθαν, ιδίως ο παππούς.
-Θα
πεθάνω γυναίκα, θα πάω από καρδιακή προσβολή, είπε αγχωμένος. Ετοίμασε τα
σάβανα, αύριο φεύγω, θα έρθει ο Χάρος να μου πάρει τη ψυχή! Η γιαγιά ήταν σαστισμένη και της είχε κοπεί η μιλιά.
Κατέβηκαν γρήγορα κάτω στο σπίτι, ξάπλωσε ο παππούς στο κρεβάτι του φοβισμένος, ταραγμένος και
ανέτοιμος, για το μακρινό του ταξίδι. Ένας κόμπος έσφιγγε το λαιμό του και δεν
μπορούσε να καταπιεί ,από τη κρίση πανικού που έπαθε. Δεν καλυτέρευσε η
κατάστασή του μέχρι το πρωί , και έγνεψε στη γιαγιά να πάει να φέρει τον παπά,
για να τον κοινωνήσει. Ο ιερέας
ακολούθησε τη γιαγιά, με το πετραχήλι του, αλλά χωρίς το δισκοπότηρο με
τη θεία κοινωνία, γιατί κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται.
-Πεθαίνω
παπά μου, πεθαίνω, αναφώνησε ο παθών,
μόλις είδε τον ιερέα.
-Δεν
πεθαίνεις, μη φοβάσαι, τον καθησύχασε. Καταφρόνησες τη μακροθυμία του Θεού και
ήρθε ξαφνικά η καταστροφή.
-Η
κουκουβάγια έκρωξε έξη φορές, πεθαίνω παπά μου.
-Δεν
έκρωξε για σένα, για το πάθος σου έκρωξε.
-Δεν
πεθαίνω εγώ;
-Όχι,
δεν πεθαίνεις εσύ, απάντησε ο ιερέας.
-Ο
μικρός πεθαίνει, γι αυτό έκρωξε η ρουφιάνα παπά μου;
Ο
ιερέας χαμογέλασε.
-Ε!
Πες το καθαρά, μπρος στη ζωή μου, ” ας πάει και το παλιάμπελο” , αναφώνησε και
σηκώθηκε για να καθίσει καλύτερα στο κρεβάτι του.
-Δεν
σου πέρασε από το μυαλό, τον ρώτησε ο ιερέας, ότι δεν είναι αρεστό στο Θεό η
μήτρα της γυναίκας να καταστεί φιλήδονος μάνδρα θηρίων, αλλά καθαρό και
θαυμαστό κτίσμα του Θεού;
-Ο Αι
Γιώργης ο Καβαλάρης έστειλε τη κουκουβάγια; ρώτησε σιγανά.
-Ο
Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, απάντησε ο σεβάσμιος ιερέας
, τον σταύρωσε, αλλά δεν τον κοινώνησε.
Τον έβαλε σε νηστεία και αποχή για 40 μέρες, για να νικήσει τον δαίμονα. Δεν
γνωρίζω αν ο επίδοξος εραστής δάμασε το πάθος του, αλλά η πρακτική στη ταράτσα,
“διεκόπη επ΄ αόριστον”.
Μία από τις πιο θλιβερές ιστορίες της
Βαλύρας, ήταν η αυτοκτονία της
Γιώργαινας, που τη βίωσα ,σε ηλικία επτά ετών, σε όλο της το μέγεθος. Επρόκειτο για μία πολύ καλή και θεοσεβούμενη γυναίκα,
με εσωστρεφόμενη επιθετικότητα και κατάθλιψη, που δύσκολα μπορούσε κάποιος να
το διαπιστώσει, γιατί τα λόγια της ήταν λιγοστά και μετρημένα. Αγαπούσε παθολογικά τον γιο της τον Κώστα, ήταν η
μοναδική της χαρά και παρηγοριά στη ζωή, ιδίως μετά τον θάνατο του παππού
Γιώργη, του πολύ καλού συζύγου της. Κάποτε ο Κώστας , χρειάστηκε να νοσηλευτεί
στην Αθήνα, για τρεις μήνες. Όμως, δεν καλυτέρευε η κατάσταση του και
παρατάθηκε η νοσηλεία , για
συνολικά έξη μήνες. Αν και η Γιώργαινα λάμβανε τηλεγραφήματα συχνά από τους
συγγενείς της, που έλεγαν ότι σύντομα θα επιστρέψει ο Κώστας, κάποια στιγμή
έχασε την πίστη και την ελπίδα της στο Θεό και έδωσε τέλος στη ζωή της.
Κρεμάστηκε στο υπόγειο του σπιτιού της, λίγες μέρες, πριν επιστρέψει ο γιος
της. Δυστυχώς, την βρήκα η ίδια κρεμασμένη, όταν πήγα να της αφήσω ένα πιάτο με
γλυκά, από τη μητέρα μου. Ήταν το πιο συνταρακτικό γεγονός της ζωής μου, στα
επτά μου χρόνια, που ποτέ δεν ξέχασα. Την ξεκρέμασαν οι γείτονες, αλλά ήταν ήδη
πολύ αργά. Θυμάμαι, ότι για τρεις συνεχείς
ημέρες, πριν την απόπειρα, έκρωζε συνέχεια η κουκουβάγια στον κήπο της Γιώργαινας, που
συνόρευε με τον δικό μας. Επειδή περίμεναν έναν γέροντα να φύγει ,από ένα άλλο
γειτονικό σπίτι, κανένας δεν υποψιάστηκε τίποτα για την αυτοκτονία.
Περίπου
σαράντα μέρες, μετά τον θάνατό της, η μητέρα μου σιδέρωνε αργά το βράδυ. Ξαφνικά,
βλέπει μία μορφή στο τζάμι του παραθύρου, που συνόρευε με το σπίτι της
νεκρής, να μας κοιτάζει επίμονα,
με τα σκούρα μάτια της. .Η Γιώργαινα,
φώναξε και σχεδόν της έφυγε το σίδερο από το χέρι . Ήταν η κουκουβάγια. Ενοχλήθηκε που την είδαμε, και
πέταξε μακριά.
Ίσως , η αυτοκτονία της Γιώργαινας ,ήταν
η αφορμή για να προβληματιστώ, σχετικά
με την ανθρώπινη ψυχή. Όσο μεγάλωνα, ιδίως στο Γυμνάσιο, άκουγα πιο προσεκτικά
το Ευαγγέλιο της Κυριακής και κρατούσα σημειώσεις ,σχετικά με αυτά που με εντυπωσίαζαν, στα κηρύγματα, όταν εκκλησιαζόμουν, στον Ιερό Ναό του Αγίου
Αθανασίου της Βαλύρας . Διαβάζοντας τις
σημειώσεις μου ,σε ένα τετράδιο
γυμνασίου , έχω γράψει το ακόλουθο:
“Η
ψυχή ,είναι πνοή ζώσα του Θεού, αθάνατη,
που ζει μέσα μας και καλύπτει κάθε κύτταρο του οργανισμού μας, δίνοντάς του
ζωή. Όταν μας εγκαταλείψει η ψυχή, το σώμα αποσυντίθεται, γιατί είναι χους,
δηλαδή χώμα, και επιστρέφει στη γη. Πού πάνε οι ψυχές ,δεν γνωρίζω τη πορεία
της καθεμιάς, αλλά ο ιερέας ,στον Άγιο Αθανάσιο της Βαλύρας , εύχεται και
παρακαλεί τον Κύριο να συγχωρηθούν και να
αναπαυθούν σε τόπο χλοερό, στον παράδεισο”.
Κάποια
φορά, είχαμε πάει στον Αι Γιώργη με τη γιαγιά, για να ανάψουμε τα καντήλια.
Ένας καλοντυμένος κύριος ,περνούσε
σκεφτικός ,από τάφο σε τάφο. Όταν εντόπισε ένα συγκεκριμένο μνήμα, σταμάτησε, κούνησε το κεφάλι του και
είπε κάτι, που δεν το συγκράτησα
ολόκληρο. Αλλά το αναγνώρισα, μετά από χρόνια, όταν το διάβασα σε ένα βιβλίο.
Είπε, του J. Hurtl ότι αν αρνηθείς την
αθανασία της ψυχής ο δημιουργός δεν είναι τίποτα άλλο παρά ,
“σωρίσκος
αζωτούχου κόπρου , κατάλληλος προς
λίπανσιν των αγρών”.
Με τη πρώτη ευκαιρία, που επισκεφθήκαμε με τη γιαγιά μου το κοιμητήριο, της έδειξα τον συγκεκριμένο τάφο,
για να μου πει ποιος ήταν θαμμένος εκεί.
-Ήταν
ένας τοκογλύφος παλιά, μου εξήγησε, που
παίδευε και υπερχρέωνε τους πτωχούς και πεινασμένους ανθρώπους, δανείζοντας τους χρήματα. Κάποιοι
αναγκάστηκαν να του δώσουν το μοναδικό χωράφι τους ,για να τον ξεχρεώσουν. Ήταν
κοιλιόδουλος, ο Θεός να με συγχωρήσει, που τα λέω αυτά, γιατί έχει πεθάνει.
- Και
πώς πέθανε γιαγιά; ρώτησα.
-Έτρωγε
πολλά κρέατα, λουκάνικα με αυγά, ρέγγες και τυρί σφέλα , αργά τα βράδια, ποτέ δεν νήστεψε ,ούτε και πάτησε
στην εκκλησία, κι όταν πήγε μια φορά,
στενοχωρήθηκε ,που έριξε μέσα στο παγκάρι μια δεκάρα. Πέθανε από τη καρδιά
του, είπε η γιαγιά.
-Η
κουκουβάγια, δεν πήγε για να τον προειδοποιήσει; ρώτησα.
-Πώς,
απάντησε η γιαγιά. Βεβαίως και πήγε. Την είδε ένα βράδυ στον ύπνο του, που δεν
μπορούσε να ανασάνει , γιατί το φαγητό
τού έπεσε βαρύ στο στομάχι. Του έκρωξε
έξη φορές και μετά έπεσε η στέγη του σπιτιού και τον πλάκωσε. Εκείνος,
έμεινε ατάραχος. Έλεγε το όνειρο στους πελάτες του την επόμενη μέρα και
γελούσε. Δεν κάνει να μιλάμε γι αυτόν, είναι
πεθαμένος τώρα. Έκλαψα όταν πέθανε και παρακάλεσα τον Θεό να τον
αναπαύσει, γιατί δεν ήξερε τι έκανε.
-Γιατί έκρωξε έξη φορές η κουκουβάγια, αφού
δεν πέθανε; ρώτησα.
-Γιατί
ήταν ζωντανός νεκρός, απάντησε η γιαγιά, πέθανε η ψυχή του από τις κακές
επιλογές του και συνέχισε:
Είδα τη κουκουβάγια στον ύπνο μου, του έριξε ένα χοντρό σχοινί, μέσα στον λάκκο
με την κοπριά, που εκείνος είχε πέσει, αλλά το χέρι του ήταν κοντό και δεν
πρόλαβε να το πιάσει. Τότε εκείνη πικράθηκε, και αν άκουγες το κρώξιμο
της, θα σπάραζε η καρδιά σου. Αλλά
παιδάκι μου ,πρόσεχε! Μη κρίνεις, λέει ο Κύριος, για να μην κριθείς. Ο Θεός να
με συγχωρήσει, γι αυτά που σου λέω.
Όταν , μετά από χρόνια, μας έβαλε μία
εργασία στο μάθημα των Θρησκευτικών , η
κυρία Μάκα, θεολόγος, στο Γυμνάσιο του Μελιγαλά , για την αθανασία της ψυχής,
σχετικά με τη φιλοσοφική και τη Χριστιανική αντίληψη, έγραψα στο ακόλουθο:
“Οντολογικά,
η ψυχή είναι άυλος, επομένως αθάνατος. Τελεολογικά, επειδή δεν πληρούνται οι
άπειρες τάσεις του ανθρώπινου πνεύματος στον επίγειο βίο του, δεχόμαστε τη
συνέχεια, και στην πέρα του τάφου ζωή. Θεολογικά, ο σκοπός του Θεού , που
δημιούργησε τα όντα, άνευ αθανασίας δεν
θα πραγματοποιείτο πλήρως, επομένως η ψυχή είναι αθάνατος. Ηθικά, θα πρέπει να
υπάρχει και πέραν του θανάτου ζωή, για τέλεια αποκατάσταση της ηθικής τάξεως
,και αυτό δεν μπορεί να συμβεί, χωρίς την αθανασία της ψυχής. Χριστιανικά, η
ανθρώπινη ύπαρξη αποτελείται από το υλικό σώμα και την άυλη και πνευματική
ψυχή. Το σώμα είναι θνητό “ότι γη ει και
εις γην απελεύσει” (Γεν.Γ΄,19).” Έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης
και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής και εγένετο ο άνθρωπος εις
ψυχήν ζώσαν(Γεν,Α΄26-27). Ο Χριστός, σύμφωνα με τη Δ΄Οικουμενική Σύνοδο,
συνίσταται από το σώμα και τη λογική ψυχή. Για να καταστεί η ψυχή του ανθρώπου “λογική κατά Θεόν”, χρειάζεται να φωτιστεί,
με τη χάρη και δωρεά του Αγίου Πνεύματος, διαφορετικά η ψυχή παραμένει σκοτεινή
και ακαλλιέργητη και έτσι φεύγει , πάμφτωχη
και ρακένδυτη από τη ζωή”.
Μία συμμαθήτριά
μου στο Γυμνάσιο, που ήταν η
καταγωγή της από το χωριό Σκάλα, όταν της μίλησα για τη κουκουβάγια στη Βαλύρα,
με προκάλεσε ως εξής :
-Θέλω
να μου πεις, τι θα έλεγε η κουκουβάγια ,
αν είχε φωνή ανθρώπου και μπορούσε να μιλήσει.
- Θα
ανοίξω το σημειωματάριο μου τυχαία, με
τα άνθη της Ορθοδοξίας , που έχω συλλέξει ,
και το πρώτο που θα διαβάσω, θα
στο πω Νίκη, απάντησα, μετά από πολλή σκέψη.
Α!
Δεν το πιστεύω , αναφώνησε έκπληκτη .
“Ήλθον
όχι διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, με τον Κύριο είναι η κουκουβάγια ( Ματθ.κ΄28).
Κι
άλλο ένα ,επέμεινε, πιο αναλυτικό!
Αφού
άνοιξα ξανά τις σημειώσεις μου, είπα:
Θα
μας μάθαινε μια ευχή για να λέμε, του
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου.
“Αποδίωξον
απ΄εμού του αχρείου οικέτου σου τον δράκοντα τον μέγαν, συν πάσι τοις πονηροίς
αυτού και ρυπαροίς λογισμοίς, ίνα καθαρώς ανυμνώ και δοξάζω Σε, συν τω Ανάρχω
σου Πατρί και το ζωοποιώ Σου Πνεύματι”.
Πολύ
δυνατό, παρατήρησε η φίλη μου. Ξέρεις τι μου ήλθε τώρα στο νου;
-Πες
μου, της πρότεινα ένθερμα.
-
“Συν Αθηνά και χείρα κίνει” και “Αι Γιώργη μου βοήθα με, κούνα και συ το χέρι
σου”.
-
Έχεις δίκιο, απάντησα, ποτέ δεν μας εγκατέλειψε ο Θεός, αλλά χρειάζεται να
προσπαθούμε ειλικρινά ,και θα τον
συναντήσουμε αρωγό στη προσπάθεια
μας.
Τελικά,
υπάρχει μία λογική συνέχεια και τρανή απόδειξη της θείας παρουσίας στη
ζωή μας, σε όλο της το μεγαλείο! Δεν φοβόμαστε τον θάνατο. Εργαζόμαστε, για
αποχωρήσουμε με πνευματικό πλούτο, θεία φώτιση και καθαρότητα της αθάνατης
ψυχής μας. Ας υμνήσουμε τον Τροπαιούχο Άγιο Γεώργιο, ακοίμητο φρουρό, στη
Βαλύρα μας.
Απολυτίκιο
(Ήχος δ΄)
Ως
των αιχμαλώτων ελευθερωτής
και
των πτωχών υπερασπιστής
ασθενούντων
ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος,
Τροπαιοφόρε
Μεγαλομάρτυς Γεώργιε
πρέσβευε
Χριστώ τω Θεώ
σωθήναι
τας ψυχάς ημών.
Ο
Θεός μαζί σας,
Ευθυμία
Η. Κοντοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου